Όποιος καταπιάνεται με τη μετάφραση των σαπφικών μελών εκτίθεται αυτόχρημα στη μομφή της απρονοησίας, αν όχι της ύβρεως. Γιατί έχει να αναμετρηθεί με λογοτέχνες και φιλολόγους που αρίστευσαν στη μεταφραστική γυμνασία γενικώς και στη μετάφραση της Σαπφώς ειδικότερα. Αρκεί να αναφέρω τα ονόματα του Ηλία Βουτιερίδη, του Αργύρη Εφταλιώτη, του Παναγή Λεκατσά, του Θρασύβουλου Σταύρου, του Ιωάννη Θ. Κακριδή, του Οδυσσέα Ελύτη, του Δημήτρη Ν. Μαρωνίτη, του Δανιήλ Ι. Ιακώβ και του Νίκου Χ. Χουρμουζιάδη, για να περιοριστώ μόνο στους κεκοιμημένους.
Αν αποτολμώ να παρουσιάσω εδώ τις μεταφραστικές ασκήσεις που ακολουθούν, δεν το κάνω βεβαίως από οίηση: γνωρίζω ότι δεν μπορώ να συναγωνιστώ τους μεγάλους προδρόμους που προανέφερα. Τα μεταφράσματα αυτά ας τα εκλάβουν οι ευμενείς αναγνώστες και αναγνώστριες του Χάρτη περισσότερο ως τροχιοδεικτικές βολές: υποσημαίνουν την πιθανότητα να ανακαινιστεί (από άλλους, αξιότερους από μένα) η μετάφραση του αρχαϊκού λυρισμού με μέσα που θα υπηρετούν, μεταξύ άλλων, δύο βασικές επιδιώξεις. Καμία από αυτές δεν είναι πρωτότυπη· μάλιστα, ίσως είναι και οι δυο τους ανέφικτες.
Πρώτον, η μετάφραση επιδιώκει να διατηρήσει, όσο είναι εφικτό, την έμμετρη στιχουργία των πρωτοτύπων. Δεν εννοώ, φυσικά, ότι οφείλει κανείς να απομιμηθεί τον προσωδιακό ρυθμό της αρχαίας ποίησης με τα τονικά μέτρα της νέας: ένα τέτοιο εγχείρημα θα ήταν άσκοπο, και τα αποτελέσματά του μάλλον κάτω του μετρίου. Θα είχε όμως νόημα να φροντίσει κανείς, ώστε να έχουν τα μεταφράσματα αναγνωρίσιμη ρυθμική αγωγή, χωρίς κατ’ ανάγκη να αναπαράγουν τη μετρική αυστηρότητα του πρωτοτύπου. Προς αυτή την κατεύθυνση προσπάθησα να κινηθώ στη μετάφραση των εφτά ποιημάτων που ακολουθούν.
Δεύτερον, η μετάφραση αποπειράται να ψηλαφήσει ένα μεταφραστικό ήθος ανεξίγλωσσο, που αποφεύγει αγκυλώσεις και αγκαλιάζει έναν γλωσσικό ορίζοντα όσο γίνεται πλατύτερο. Ας μην παρεξηγηθώ: δεν εννοώ, βεβαίως, να φορέσω στη μεταφρασμένη Σαπφώ το γιασμάκι της ελληνικής διαχρονίας, της εθνογλωσσικής συνέχειας, η όπως αλλιώς λέγεται σήμερα το γνωστό ιδεολόγημα. Ούτε και έχω την ψευδαίσθηση ότι προτείνω εδώ κάτι εξόχως καινοτόμο. Θέλω απλώς να συνεχίσω ένα εγχείρημα που άλλοι μεταφραστές της κλασικής γραμματείας έχουν ήδη ξεκινήσει: να δοκιμάσω δηλαδή μέχρι ποιο σημείο μπορεί το οπλοστάσιο της μετάφρασης να ενσωματώσει εκφραστικά μέσα από την ελληνική ποιητική παράδοση στο μέγιστο δυνατό εύρος της, χρονολογικό και ειδολογικό.
*
Αυτό που καμία μετάφραση δεν μπορεί να φανερώσει είναι το πλαίσιο στο οποίο τραγουδιούνταν τα ποιήματα της Σαπφώς — γιατί βέβαια δεν αμφιβάλλει κανείς ότι προορίζονταν να τραγουδηθούν. Για πολλές δεκαετίες, η καθεστηκυία άποψη ήθελε τη λυρική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων νεωτερική έκφραση μιας αναδυόμενης ατομικότητας. Κατά την άποψη αυτή, ο αρχαϊκός λυρισμός αποποιείται την απρόσωπη, υποτίθεται, αφήγηση των ομηρικών επών, για να προβάλει μια προσωπική φωνή, άμεση και πρωτάκουστη, που δεν περιγράφει πιά μάχες και περιπέτειες ενός μακρινού παρελθόντος, αλλά καταγράφει, εν θερμώ, υποκειμενικά συναισθήματα και αντιδράσεις, κάποτε αντισυμβατικές. Τις τελευταίες δεκαετίες, ωστόσο, οι μελετητές του αρχαϊκού λυρισμού διεθνώς στρέφονται όλο και περισσότερο προς ένα νέο μοντέλο ανάγνωσης. Το μοντέλο αυτό, χωρίς να επιμένει στην ιδιοπροσωπία του ποιητικού υποκειμένου (αλλά και χωρίς κατ’ ανάγκη να την αρνείται), προτιμά να αναδεικνύει τον διακειμενικό διάλογο των ποιημάτων με την προγενέστερη παράδοση, της επικής συμπεριλαμβανομένης, και υπογραμμίζει το δημόσιο πλαίσιο της εκτέλεσής τους—σε γιορτές, σε τελετουργικές περιστάσεις, σε συμπόσια και αλλού. Πρόκειται για περίπλοκο ζήτημα, που δεν μπορεί βεβαίως να αναλυθεί (πόσο μάλλον να λυθεί) στον περιορισμένο χώρο αυτού του εισαγωγικού σημειώματος. Περισσότερα, ελπίζω, άλλοτε, αλλού.
*
Μερικές τεχνικές πληροφορίες. Οι τίτλοι των (εν πολλοίς αποσπασματικών) ποιημάτων που ακολουθούν είναι δικοί μου — και είναι αυθαίρετοι. Οι αγκύλες δηλώνουν, σύμφωνα με την πάγια φιλολογική σύμβαση, κείμενο που λόγω φυσικής φθοράς δεν έχει σωθεί στον πάπυρο· λέξεις που περιέχονται εντός αγκυλών είναι συμπληρώματα των φιλολόγων.
Για το αρχαίο κείμενο χρησιμοποίησα την έκδοση των Edgar Lobel και Denys Page Poetarum Lesbiorum Fragmenta (Οξφόρδη 1955). Για το «Παράπονο των γηρατειών», απόσπασμα που ήρθε στο φως το 2005, βασίστηκα στην έκδοση του Dirk Obbink “Sappho Fragments 58–59: Text, Apparatus Criticus, and Translation”, στο: E. Greene και M. Skinner (επιμ.), The New Sappho on Old Age: Textual and Philosophical Issues (Cambridge, MA, και Washington, DC, 2010), σσ. 176–199. Έλαβα όμως υπόψη τις συμπληρώσεις που πρότεινε ο M. L. West στο The Times Literary Supplement τχ. 5334 (24 Ιουνίου 2005). Η «Μοναξιά» είναι μάλλον ανώνυμο λαϊκό ποίημα, αν και ο παροιμιογράφος Αρσένιος το αποδίδει στη Σαπφώ· εδώ, για το αρχαίο κείμενο βασίστηκα στην έκδοση του Denys Page Poetae Melici Graeci (Οξφόρδη 1962).
Εγκάρδιες ευχαριστίες απευθύνω και από εδώ στον Μάριο Ποντίκα για τις καίριες υποδείξεις του, που βελτίωσαν τη μετάφραση σε πολλά σημεία. Για τις αστοχίες που απομένουν φέρω ακέραιη την ευθύνη.
Β. Λ.