Το μπολ με τα φιστίκια

Σε μια ιδέα του Tate

Το μπολ με τα φιστίκια

Καθόμουν στο μπαρ μόνος μου
απολαμβάνοντας το μολτ ουίσκι μου,
όταν με πλησίασε μια γυναίκα γύρω στα πενήντα
και με φωνή τρεμάμενη είπε:
«Γιάννη το ξέρεις ότι μου έχεις σώσει τη ζωή;»
«Αλήθεια;» είπα.
«Ναι. Αν δεν ήσουν εσύ δεν ξέρω τι θα είχα απογίνει.
Κάθε βράδυ κοιτούσα την φωτογραφία σου στο κομοδίνο,
διάβαζα τα μηνύματά σου στο κινητό,
και έπαιρνα δύναμη να συνεχίσω».
«Χαίρομαι, που μου το λες», είπα.
«Αχ, τι έχω περάσει όλα αυτά τα χρόνια,
από πού να αρχίσω;» είπε.
«Ίσως μια άλλη φορά» είπα.
«Έχεις δίκιο. Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή», είπε.
«Συγγνώμη γι’ αυτή τη ξαφνική εισβολή.
Σε αφήνω να συνεχίσεις το ποτό σου», είπε.
Με φίλησε τρυφερά στα χείλη και έφυγε
χωρίς να κοιτάξει πίσω της.
Αν και δεν ήμουν ο Γιάννης,
ένιωσα ότι πράγματι είχα βοηθήσει αυτή τη γυναίκα.
Μ’ έναν τρόπο την αγαπούσα
και ας μη τη γνώριζα καθόλου.
Ένα αδιόρατο νήμα με έδενε με αυτή την άγνωστη,
δυστυχισμένη ύπαρξη.
Ξαφνικά άκουσα δυνατές κραυγές
και είδα μια πελώρια προϊστορική νυχτερίδα
να πετάει πάνω από τη λεωφόρο
και να καταβροχθίζει καμιά δεκαριά ανθρώπους.
«Γιάννη! Γιάννη! Σώσε με!» την άκουσα να φωνάζει,
αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα.
Έμεινα ακίνητος πάνω από το μπολ με τα φιστίκια.
Όση ώρα μιλούσαμε τα είχα μετρήσει
και είχαν απομείνει μόνο έξι.
Έπρεπε επειγόντως να παραγγείλω κι άλλα.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: