Η ομιλήτρια αυτού του ποιήματος διαπιστώνει πως δεν είναι χρήσιμη στο έθνος της για δύο λόγους: πρώτον, διότι δεν έχει φυσικά παιδιά, και δεύτερον διότι τα λογοτεχνικά της παιδιά βγαίνουν προδότες. Το έθνος χρειάζεται ζωντανά παιδιά για να μαθαίνουν ιστορία, να τραγουδούν τον ύμνο, να πηγαίνουν στην παρέλαση και να χρησιμοποιούν το λεξιλόγιο της καταγωγής και της καθαρότητας. Επίσης χρειάζεται εθνικά ποιήματα τα οποία με ένα τέτοιο καθαρό λεξιλόγιο θα υμνούν και θα διδάσκουν την ιστορία του. Η ομιλήτρια ομολογεί πως είναι άχρηστη στο έθνος της επειδή, ως γυναίκα, δεν εκπληρώνει την εθνική της αποστολή να του γεννάει παιδιά και ποιήματα.
Είναι λοιπόν μια αποτυχημένη μάνα. Με τα συντριμμένα ωάρια και τα εξαμβλωματικά γραφτά προδίδει και παρέλαση και ποίηση. Με μια τέτοια διπλή αποτυχία θα λέγαμε πως τελικά ατιμάζει και το έθνος και το φύλο της. Το έθνος την κρίνει και την απορρίπτει τόσο ως μέλος του όσο και ως γυναίκα. Κι όμως η ομιλήτρια απαριθμεί όλα αυτά χωρίς ντροπή ή απογοήτευση. Θα τολμούσε κανείς να πει ότι τα φτύνει προκλητικά στα μούτρα των αναγνωστών της.
Με την αντεθνική του προκλητικότητα το ποίημα αυτό με έκανε να λογαριάσω πώς θα το ανέλυε μια φεμινιστική προσέγγιση (την οποία εγώ δεν έχω τα μεθοδολογικά εφόδια να κάνω) και να συνειδητοποιήσω πως μια τέτοια λογοτεχνική προσέγγιση απουσιάζει πλήρως από την Ελλάδα. Είναι σκανδαλώδες ότι δεν υπάρχει κριτικός που να γράφει συστηματικά για παλιά ή καινούργια νεοελληνικά έργα από καθαρά φεμινιστική σκοπιά, χρησιμοποιώντας φεμινιστικές μεθόδους και φεμινιστική βιβλιογραφία, πράγμα που συναντάμε πολύ δημιουργικά σε ελληνικές επιστήμες όπως η ιστορία, η ανθρωπολογία και η πολιτική. Παρ’ όλο που υπάρχουν πολλές γυναίκες κριτικοί με προσωπικές
φεμινιστικές αρχές και τάσεις, εξακολουθεί να λείπει μια Νεοελληνική κριτική και φιλολογία που να είναι ρητά, συστηματικά και ενήμερα φεμινιστική. Τρεις ολόκληρες γενιές παγκόσμιας φεμινιστικής επιστήμης και σκέψης παραμένουν ανενεργές στη μελέτη και αποτίμηση της λογοτεχνίας μας.
Για να το πω με όρους Βάγιας Κάλφα, οι προσωπικά φεμινίστριες λογοτεχνικοί κριτικοί, όταν είναι ώρα κριτικής ανάλυσης, επιλέγουν να είναι χρήσιμες στο έθνος και την οικογένεια, προτιμώντας την περηφάνεια από την προδοσία. Τις κερδίζει η παρέλαση και η σωστή εκφορά του εθνικού λόγου, τις χάνει η ποίηση που τολμά να αγνοεί τον εθνικό προορισμό. Για να επιστρέψουμε στην αρχή του αμετανόητου ποιήματος, αναρωτιέμαι πώς θα λειτουργούσε μια γυναικεία κριτική η οποία δεν θα ήταν χρήσιμη στο έθνος, δεν θα του έκανε τα παιδιά και τα γραφτά που εκείνο πιστεύει ότι του οφείλει. Θα πάψει ποτέ το γυναικείο φύλο της κριτικής να υπηρετεί το ελληνικό έθνος της λογοτεχνίας;