Διαβάζοντας, στο προηγούμενο τεύχος του Χάρτη, το άρθρο του αγαπημένου φίλου Θωμά Τσαλαπάτη για τη σύγχρονη αμερικανική ποίηση, με την αναφορά στον «γλωσσικό θόρυβο του διαδικτύου» και στη δυνατότητα της ποίησης να αναδυθεί και να ξεχωρίσει μέσα εκεί, μου ήρθε στο νου ένα κείμενο της Johanna Drucker που αναφέρεται ακριβώς στο πρόβλημα αυτού του «θορύβου», φωτίζοντάς το από μια ελαφρά διαφορετική σκοπιά, μέσα στα γενικότερα πολιτιστικά δρώμενα της σύγχρονης εποχής στις ΗΠΑ, και δη στην Καλιφόρνια, που ενδεχομένως διαμορφώνουν το γενεσιουργό πλαίσιο για την κακοφωνία του διαδικτύου.
Ο σύγχρονος γλωσσικός θόρυβος και η «Στοχαστική ποίηση» της Johanna Drucker
Ενότητα Δ’ – Ex Libris. Φάκελος 3: Από το αρχείο
Η Johanna Drucker (γεν. 1952) είναι μια γνωστή σχεδιάστρια βιβλίων, αλλά πιο διάσημη για το σπουδαίο έργο της στη θεωρία και την ιστορία του design, ιδιαίτερα στους τομείς της τυπογραφίας και της γραφής εν γένει, του design των ιστορικών πρωτοπορειών του μοντερνισμού, των καλλιτεχνικών βιβλίων και της οπτικής ποίησης. Σχετικά με το τελευταίο, η ερευνητική και πειραματική δουλειά της στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας την οδήγησε στη διαμόρφωση μιας πρότασης που ονόμασε «Στοχαστική Ποίηση». Ο όρος στοχαστικός εδώ εκλαμβάνεται με την έννοια που έχει στα μαθηματικά (όπου παραπέμπει στην τυχαιότητα και την απροσδιοριστία, και εδώ συνδέεται με τη «ζαριά» [coup de dés] του Μαλαρμέ), αλλά και στην ακουστική, σε σχέση με τη διασπορά θορύβου και του εντοπισμού σημάτων («στοχαστικός συντονισμός»).
Σ’ ένα παιχνίδι ανάμεσα στον κανόνα και το τυχαίο, δουλεύοντας με φράσεις από την Ποιητική του Αριστοτέλη που υφίστανται τροποποιήσεις και προσαρμογές καθώς συνυφαίνονται με εδάφια από κείμενα για τη θεωρία του χάους ή τις στοχαστικές διαδικασίες, και παράλληλα αποτυπώνοντας παρατηρήσεις από την τρέχουσα ποιητική σκηνή και από εκδηλώσεις που περιλαμβάνουν αναγνώσεις ποίησης, συγκροτείται ένα λόγος που παρουσιάζεται σε μορφή βιβλίου μέσα από πειραματική τυπογραφία και «χαοτικές» διατάξεις κειμένου, οι οποίες μεταβάλλονται διαρκώς «επί του πιεστηρίου», μέσα από τυχαίες διεργασίες, έτσι ώστε κανένα αντίτυπο του τελικού βιβλίου να μην είναι ίδιο με τα άλλα. (Μια εκδοχή του βιβλίου της Drucker ανευρίσκεται στην διεύθυνση: http://www.rondpointprojects.org/basesverbales/wp-content/uploads/2014/01/drucker_stochastic_poetics_2012.pdf
Για την «στοχαστική ποιητική» της Drucker θα μιλήσουμε εκτενέστερα σε επόμενο σημείωμα. Εδώ απλώς παραθέτουμε μια αφήγηση της συγγραφέως για τις συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε αυτή η ιδέα –σαν απόκριση σε μια κουλτούρα γενικευμένου θορύβου– η οποία μπορεί να συμβάλει στον γενικότερο προβληματισμό και τις αναζητήσεις σχετικά με τη θέση και τη λειτουργία της ποίησης σήμερα. Διαβάζουμε σε ένα άρθρο της που δημοσιεύτηκε στο πανεπιστημιακό λογοτεχνικό περιοδικό The Iowa Review, το 2014:
[…] Η προέλευση της «Στοχαστικής Ποιητικής» ανάγεται σε μια συγκεκριμένη εμπειρία που είχα το πρώτο καλοκαίρι που έζησα στο Λος Άντζελες, όταν πήγα σε μια ανάγνωση ποίησης στο LACE [Los Angeles Contemporary Exhibitions], έναν χώρο σύγχρονης τέχνης στο Χόλλυγουντ. Η νύχτα ήταν ζεστή και η κίνηση από το δρόμο προς την γκαλερί ιδιαίτερα ζωηρή. Το πλήθος που προσερχόταν εκεί εκπροσωπούσε όλες τις εκφάνσεις της hipster σκηνής του downtown L.A. Κάποιοι γηραιότεροι τακτικοί θαμώνες και πολυάριθμοι νέοι μπαινόβγαιναν διαρκώς. Στο πεζοδρόμιο, ένας άντρας σ’ ένα ποδήλατο γυμναστικής μιλούσε σε μικρόφωνο, και ποδηλατούσε δυνατά ενώ ζωγράφιζε σε μουσαμάδες, διαλαλώντας την πραμάτεια του.
Ήταν και μερικοί σωσίες προσωπικοτήτων, όπως της Μαίριλυν Μονρόε ή του Σούπερμαν, που περιφέρονταν λίγο μελαγχολικά, καθώς, από υπερβάλλοντα ζήλο κάποιων αστυνομικών, είχαν εκδιωχθεί από το σύνηθες στέκι τους κοντά στον κινηματογράφο Grauman’s. Ένα πελώριο πυροσβεστικό όχημα, μέρος κάποιας καλλιτεχνικής εγκατάστασης, ήταν σταθμευμένο απ’ έξω, κι υπήρχαν κάποιες κινητές καντίνες και άλλα οχήματα, πυκνή κυκλοφορία αυτοκινήτων φυσικά, φασαρία, φώτα, διαρκής κίνηση. Μέσα στην γκαλερί, ο χώρος του πωλητηρίου ήταν γεμάτος ψευτοσουβενίρ και μπιχλιμπίδια μαγαζιών με είδη δώρων, αντικείμενα-παρωδίες, που ωστόσο ήταν προς πώληση, και ενσυνείδητα ειρωνεύονταν αυτό που τα ίδια ήταν.
Πιο μέσα, στον κυρίως εκθεσιακό χώρο, υπήρχαν τρεις εγκαταστάσεις που είχαν δημιουργηθεί από ποιητές. Η μία βασιζόταν στις μαρτυρίες από το Ολοκαύτωμα του Charles Reznikoff, η άλλη αναφερόταν στην ιστορία της δουλείας και του ρατσισμού σε συνδυασμό με την τότε πρόσφατη οικολογική καταστροφή με τη διαρροή πετρελαίου στον Κόλπο του Μεξικού, ενώ η τρίτη χρησιμοποιούσε πρακτικά από δίκες για σεξουαλική κακοποίηση που τα παρέθετε ως κείμενα χωρίς καμία παρέμβαση ή επεξεργασία, γραμμένα με απαλό στόκο πάνω στον τοίχο. Τα κείμενα που σχετίζονταν με το Ολοκαύτωμα προβάλλονταν σε επιφάνεια που είχε το σχήμα του χαρακτήρα του παιδικού καρτούν Hello Kitty, ενώ στην άλλη εγκατάσταση η πετρελαιοκηλίδα παρουσιαζόταν με τη μορφή ρέουσας μαύρης μπογιάς πάνω στον τοίχο που σχεδόν κάλυπτε τα αναρτημένα κείμενα.
Υπήρχαν άνθρωποι παντού, και σε διάφορες προθήκες υπήρχαν γλυκίσματα διακοσμημένα ώστε να παραπέμπουν σε διασημότητες [που ήταν στην επικαιρότητα εκείνες τις μέρες] – μαύρο και κόκκινο για τον O.J. Simpson, άσπρο και χρυσό για τον Liberace, κ.ο.κ Ένας μάγειρας και ένας ακτιβιστής «δημόσιας τέχνης» είχαν οργανώσει ένα κυνήγι του θησαυρού στέλνοντας εθελοντές στα πέριξ για να βρουν υπολείμματα τροφών που θα χρησίμευαν ως υλικά για μια συνταγή που θα μαγείρευαν οι ίδιοι στη συνέχεια. Ο μάγειρας συγκροτούσε ομάδες μέσω μικροφώνου και τους ανέθετε καθήκοντα, προσπαθώντας να συνεγείρει το κοινό για την όλη άσκηση «ανάκτησης του σπαταλημένου περισσεύματος τροφής».
Μολονότι επρόκειτο να γίνει ανάγνωση ποιημάτων, δεν υπήρχαν καθόλου καθίσματα, ενώ ο θόρυβος, η χαοτική κίνηση, και η ένταση της ατμόσφαιρας προκαλούσαν ένα αίσθημα ασφυξίας. Η ανάγνωση κάποια στιγμή ξεκίνησε. Εγώ βρισκόμουν εκεί με παλιούς φίλους, ένας από τους οποίους ήταν ένας πολύ ηλικιωμένος διανοούμενος, που είχε διαφύγει από την προπολεμική Βιέννη όταν ο Χίτλερ είχε δείξει τις επιθετικές προθέσεις του. Αφοσιωμένος σε όλη του τη ζωή στην τέχνη, την αισθητική, την ποίηση, ήταν μια προσωποποίηση του πολιτισμού της ελίτ του Ευρωπαϊκού μοντερνισμού, με την ειλικρινή προσήλωσή της στην αξία του έργου που εκφράζει έναν εσωτερικό κόσμο ανθρωπισμού. Ήταν ένας υπέρμαχος της ποίησης που παρουσιαζόταν εκεί, αλλά δεν μπορούσε να την ακούσει, ή, όταν κάθισε στη μοναδική καρέκλα που προσφέρθηκε από σεβασμό προς το πρόσωπό του, δεν μπορούσε να δει εκείνους που την διάβαζαν. Ο θόρυβος ήταν ανυπόφορος. Η ανάγνωση επισκιάσθηκε εντελώς από τα όσα συνέβαιναν γύρω της. Και τότε συναισθάνθηκα ότι αν έργα που αναφέρονται σε θέματα τόσο συναισθηματικά φορτισμένα –κακοποίηση, ολοκαύτωμα, δουλεία, οικολογική καταστροφή– δεν μπορούν να αποσπάσουν την προσοχή ενός κοινού, τότε πώς θα ήταν δυνατό κάποιες πιο λεπτεπίλεπτες παρατηρήσεις και αποχρώσεις να γίνουν αντιληπτές, ή έστω να αναγνωριστούν, μέσα σ’ αυτή τη διογκούμενη μάζα από περισπάσεις και αδιαφορία; Στο μεταξύ ο γηραιός διανοούμενος, απογοητευμένος και εκνευρισμένος, είχε εξουθενωθεί από την όλη άξεστη συμπεριφορά, κυριολεκτικά τσακισμένος από τη βαναυσότητά της. Μια εννοιολογική γραφή, δύσκολη, απαιτητική, συνδεδεμένη με μια γενεαλογία της πολιτικής της τέχνης και της αισθητικής, δεν μπορούσε ούτε καν να ακουστεί, πόσω μάλλον να καταγράψει κάποιο νόημα η να προκαλέσει κάποια ανταπόκριση από ένα κοινό. Έτσι μια αρνητική αισθητική στάση οδηγείται στο αδιέξοδό της. Αυτά ήταν τα συμβάντα που γέννησαν μέσα μου την ιδέα της «Στοχαστικής Ποίησης». Πώς, αναρωτήθηκα, ένα καλλιτεχνικό έργο μπορεί να αναδειχθεί μπροστά στο φόντο μιας κουλτούρας ενός τόσο αδηφάγου και επεκτατικού θορύβου; Πώς να γίνει αντιληπτό; Να αποκτήσει μια διακριτή ταυτότητα; Να βρει μια θέση και να του αναγνωριστεί μια αξία;
Απόσπασμα από άρθρο της Johanna Drucker με τίτλο “Diagrammatic And Stochastic Writing And Poetics” στο περιοδικό The Iowa Review (τόμ. 44, τχ. 3, Χειμώνας 2014/15, άρθρο 35).
https://ir.uiowa.edu/cgi/viewcontent.cgi?referer=https://www.google.com/&httpsredir=1&article=7538&context=iowareview
Παρουσίαση του εκδότη του βιβλίου (Granary Books)