Σχόλια στα σχόλια του Στέφανου Κουμανούδη (3)
αισθητική επιστήμη, η περί της του καλού θεωρίας. Ερμής ο Λόγιος, 1821. Και άλλοι των ημετέρων και ο Ηρ. Βασιάδης εν Ελληνικώ Φιλολολογικώ Συλλόγω Κωνσταντινουπόλεως. τόμ. 16, σ. 280, δυσηρέστουν ταύτη τη υπό του Γερμανού Baumgarten πρώτον περί τα μέσα του παρελθόντος αιώνος εισαχθείση εις την φιλοσοφικήν γλώσσαν λέξει· αλλά δεν κατίσχυσαν να την εκδιώξωσι της κοινής χρήσεως, αφού την μεταχειρίζονται και οι Γάλλοι γράφοντες αυτήν esthétique και οι Γερμανοί Aesthetik. Πρβλ. και αισθηματικός: Ο Κ. Κούμας αισθηματικήν επιστήμην ωνόμαζε την υπό του Baumgarten πρώτον κληθείσαν Aesthetik. Ο Περικλής Γρηγοριάδης την ονόμασε «αισθητίζουσα φιλοσοφία», Αθήναιον, 1879.
*
Ο όρος αισθητική με τη σημασία «Διδασκαλία των εφαρμοσμένων κανόνων του ωραίου» (Lehre von den angewandten Gesetzen der Schönheit), ως μελέτη της γνώσης των αισθητών πραγμάτων (: τέχνη), σε αντίθεση με την εννοιολογική ή λογική γνώση (: επιστήμη-φιλοσοφία), δημιουργήθηκε, όπως και η γνωσιολογία (Gnoseologie), από τον γερμανό φιλόσοφο A. G. Baumgarten και έγινε ευρύτερα γνωστός με το έργο του Aesthetica. Κατά τον γερμανικό όρο Ästhetik[1] σχηματίστηκε το γαλλικό esthétique (1753), το ιταλικό estetica (1756) και το αγγλικό aesthetic (1798). Ο Baumgarten είχε ως πρότυπο για τον σχηματισμό του λατινικού όρου την αρχαιοελληνική λέξη αἰσθητός «που γίνεται αντιληπτός με τις αισθήσεις» και αἰσθητικός «που είναι κατάλληλος για αντίληψη ή αίσθηση». Ο νέος αυτός φιλοσοφικός όρος, ο οποίος κατά τον Baumgarten συμπεριλαμβάνει τους νόμους της αισθητής και ζωντανής γνώσης (Gesetze der sinnlichen und lebhaften Erkenntnis, 1741), καθιερώθηκε αμέσως, ως προς την ερμηνεία του όμως υπήρξαν διαφορετικές εκδοχές. Το επίθετο ästhetisch εμφανίστηκε στα μέσα του 18ου αι. Με τη σημασία «καλαίσθητος, ωραίος», χρησιμοποιήθηκε σε φιλοσοφικές μελέτες με τη σημασία «που αντιστοιχεί στους νόμους της Αισθητικής». Μόλις τον 20ό αιώνα έκανε την εμφάνισή του το ουσιαστικό Ästhet «άνθρωπος που έχει σε πολύ μεγάλο βαθμό ανεπτυγμένη την αίσθηση του ωραίου» με πρότυπο το αγγλικό aesthete (1826) και το γαλλικό esthète (1881), νεοελληνικό εστέτ. Σημειωτέον ότι στον Πλάτωνα, Θεαίτητος 160d, αἰσθητής είναι «αυτός που αντιλαμβάνεται». Οι απαρχές της αισθητικής ως επιστήμης ανάγονται στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη.