Τι μας λέει το «Fight Club», λοιπόν; Πώς ο σολιψισμός κάνει λάθος· ο άλλος υπάρχει, αλλά μ΄ έναν διεστραμμένο τρόπο που δεν τον είχαμε φανταστεί: είναι εγώ ο ίδιος, στα τρίσβαθα του εαυτού μου. Ο Τάιλερ Ντέρντεν, νιτσεϊκός υπεράνθρωπος και ντοστογιεφσκικός «άνθρωπος του υπογείου» ταυτόχρονα και εναλλάξ, αρχηγός και δούλος την ίδια στιγμή, απαγορεύει την οποιαδήποτε μεταφυσική υπέρβαση γιατί βρίσκεται πίσω απ' όλα: πίσω από κάθε ιερή εικόνα, πίσω από κάθε ανώτερο σκοπό, πίσω από κάθε ιδανικό και οποιοδήποτε εγχείρημά μας να ανέλθουμε πάνω απ ᾽τον εαυτό μας· ο Τάιλερ Ντέρντεν, το alter ego και doppelganger μας, το «ομοιότυπο», όπως θα έλεγε ο Ρενέ Ζιράρ, καραδοκεί για να μας επιστρέψει την αποτυχία μας καταπρόσωπο, κάθε φορά που πιστεύουμε ότι μπορούμε να δραπετεύσουμε απ' αυτό που είμαστε. Παράλληλα, προσωποποιώντας τη σχιζοφρένειά μας, δίνοντάς της συγκεκριμένη υπόσταση, μας πείθεί ότι μπορούμε να καταφέρουμε τα πάντα. Πράγματι, ο ήρωας του Νόρτον, ξεκινάει να ζει απ' τη στιγμή που τρελαίνεται και μετά. Είναι ικανός για όλα, δεν φοβάται κανέναν και τίποτα, φτιάχνει μια λέσχη παράνομων αγώνων ξύλου που εξελίσσεται σε τεράστια αναρχική οργάνωση η οποία βυσσοδομεί στα κρυφά για να ανατρέψει την κοινωνική και πολιτική τάξη, μετατρέπεται, με δυο λόγια, σε μεσσία και αντίχριστο, σε μια ασταμάτητη φυσική δύναμη που ούτε ο ίδιος δεν μπορεί να τιθασσεύσει από ένα σημείο και πέρα. Η «επανάσταση», μια επανάσταση του ασυνείδητου (όπως την ήθελαν οι υπερρεαλιστές) αλλά και του συνειδητού, του ατομικού αλλά και του υπερ-ατομικού, φαίνεται εφικτή, όταν έχεις χάσει κάθε έλεγχο πάνω στον εαυτό σου· τελικά, όμως, δεν είναι έτσι, δεν πρόκειται παρά για μια ακόμα ψευδαίσθηση που δημιουργεί ο «σατανικός» σωσίας. Αυτή η εξέγερση του ήρωα που είχε ως αρχικό σκοπό να αντιταχθεί σε όλες τις μορφές εξουσίας που τον καταπίεζαν και έθρεφαν, αργά και σταθερά, την τρέλα του (στον κοινωνικό κομφορμισμό, την υποκρισία, τη ματαιοδοξία της αυτοπραγμάτωσης –«self-improvement is masturbation. Now, self-destruction…»–, τον αστικό ατομοκεντρισμό, την υλιστική, καταναλωτική μανία, την καπιταλιστική ιδεολογία κτλ), καταλήγει και πάλι να δημιουργήσει έναν δυνάστη που τον υποτάσσει: μα τον Τάιλερ Ντέρντεν φυσικά, δηλαδή τον «ιδανικό» εαυτό του. Κανείς δεν πραγματοποιεί ατιμωρητί τα όνειρά του. Όταν θα έχουμε γίνει αυτό που –θα θέλαμε να– είμαστε, θα πρέπει και πάλι να αντέξουμε να το είμαστε ως το τέλος: θα πρέπει να ζήσουμε με ένα νέο Εγώ και –ακόμα χειρότερα– μ' ένα νέο υπερ-εγώ.
Η επανάσταση του Τάιλερ Ντέρντεν, συντρίβει προϋπάρχουσες δομές αλλά καταλήγει να τις αντικαταστήσει με άλλες. Δεν υπάρχει διέξοδος: η εξουσία είναι παντού. Η οπτική του Φουκώ για τη μικροφυσική της εξουσίας συναντάει τις θεωρίες των Ντελέζ και Γκουαταρί για την απελευθέρωση των ροών της επιθυμίας. Η επιθυμία ευθύνεται για την παραγωγή του πραγματικού, δημιουργεί κοινωνικοπολιτικές μορφές αλλά και τις συντρίβει επίσης. Στην πορεία του ο Τάιλερ Ντέρντεν, είναι κι αυτός καταστροφέας και δημιουργός – και τανάπαλιν. Αν συμφωνήσουμε με τον Ντελέζ στο ότι δεν υπάρχουν καθορισμένα υποκείμενα και αντικείμενα, αλλά πως το μόνο υποκείμενο είναι η ίδια η επιθυμία που αλλάζει μορφές, τότε κι ο ίδιος ο Τάιλερ Ντέρντεν (τόσο πριν, όσο και μετά τη μεταμόρφωσή του), δεν είναι παρά μια πρόσκαιρη κατασκευή της επιθυμίας. Θα φτιαχτεί και θα διαλυθεί από εκείνην. Η μόνη κρίσιμη σύγκρουση (και η μόνη υπαρκτή), είναι αυτή μεταξύ επιθυμίας και θανάτου.
Αλλά ο Τάιλερ Ντέρντεν (όπως ο Κηρίλωφ στους Δαιμονισμένους), μέσα στο παραλήρημα και την τρέλα –μέσα στην απελευθέρωση των επιθυμητικών ροών δηλαδή– μαθαίνει να θέλει τον εαυτό του ως τα ύστατα μαρτύρια, επιθυμεί να είναι, χωρίς κανένα μέτρο, επιθυμεί ως τον πόνο, την καταστροφή και τον θάνατο. Μία χαρακτηριστική σκηνή δείχνει ξεκάθαρα προς αυτή την κατεύθυνση: αυτή με το οξύ που ανοίγει μια τρομακτικά επώδυνη πληγή πάνω στο απλωμένο χέρι του. Καθώς προσπαθεί να βρει καταφύγιο στη φαντασία του, καθώς προσπαθεί να σκεφτεί κάτι άλλο για να μη σκέφτεται τον εξοντωτικό πόνο, ο άλλος του εαυτός τον κατηγορεί ότι πάει να αποφύγει την πιο σημαντική στιγμή της ζωής του. Διότι αυτός ο πόνος, αυτό το παράλογο μαρτύριο, θα έπρεπε να του ανοίξει τα μάτια στο προφανές: όχι μόνο δεν υπάρχει Θεός, αλλά πρέπει να λάβουμε υπόψη και την πιθανότητα, αν υπάρχει, να μην θέλει καμία σχέση μαζί μας, να μας έχει απορρίψει. Η ευτυχία που πόθησε ο χαρακτήρας του Νόρτον, ήταν ένα ψέμα. Ένα φρικτό ψέμα το οποίο δέχονται με καλή συνείδηση όλοι οι άντρες της γενιάς του: πιστεύουν ότι έχουν δικαίωμα στην επιτυχία, τον πλούτο, την απόλαυση, την κοινωνική καταξίωση. Αυτή η εικόνα της ευτυχίας πρέπει να συντριβεί, αυτός ο καπιταλιστικός Θεός, πρέπει να πεθάνει. Να επιθυμείς τον εαυτό σου ως την πιο ακραία ταπείνωση, ως την πιο εξευτελιστική οδύνη, ως την διάψευση όλων όσων πίστεψες, όλων εκείνων που σου έδιναν δύναμη να ζήσεις: αυτή είναι η προϋπόθεση της απελευθέρωσης. Όχι να θέλεις να πεθάνεις, αλλά να θες να ζήσεις παρ' όλα αυτά. Ο υπαρξισμός του «Fight Club» δεν δέχεται ημίμετρα.