Fight-Club

We’re the middle children of history, man. No purpose or place. We have no Great War. No Great Depression. Our Great War’s a spiritual war… our Great Depression is our lives. We’ve all been raised on television to believe that one day we’d all be millionaires, and movie gods, and rock stars. But we won’t. And we’re slowly learning that fact. And we’re very, very pissed off.

Chuck Palahniuk, Fight Club

Fight-Club

Το «Fight Club», είκοσι χρόνια μετά, είναι ακόμα επίκαιρο. Είναι ίσως πιο επίκαιρο σήμερα απ' ό,τι ήταν όταν πρωτοβγήκε στις αίθουσες, και προβλέπεται να είναι για πολλά χρόνια ακόμα. Ίσως γιατί τα θέματα που βάζει, εξακολουθούν να πονάνε. Το αγκάθι για το οποίο μιλάει η ταινία του Φίντσερ, ακόμα δεν το έχει ξεριζώσει απ' το πλευρό του ο δυτικός πολιτισμός. Το μόνο που κατάφερε σε δυο δεκαετίες, ήταν να το χώσει ακόμα πιο βαθιά στη σάρκα του.
Το «Fight Club» είναι ένα φιλμ για την αδύνατη μεταφυσική υπέρβαση και το ανέφικτο της Επανάστασης. Ήρωάς του είναι ένας ιδιωτικός υπάλληλος με ψυχολογικά προβλήματα, που μένει άγρυπνος τα βράδια και επισκέπτεται λέσχες αναξιοπαθούντων για να διασκεδάσει την πλήξη του με τον πόνο των άλλων – ένας απελπισμένος άνθρωπος, καταθλιπτικός και στο όριο της αυτοκτονίας που, ωστόσο, κρύβει μέσα του μια ύστατη δυνατότητα: την τρέλα. Αυτή η τρέλα που θα «σπάσει» την προσωπικότητά του στα δύο και θα του προσφέρει έναν άλλο εαυτό –να τον θαυμάζει, να εμπνέεται απ' αυτόν και να τον μισεί σε ίσες δόσεις–, είναι αποτέλεσμα της ευημερίας και της μοναξιάς του. Ο χαρακτήρας που υποδύεται εκπληκτικά ο Έντουαρτ Νόρτον (πόσο μας στεναχωρεί το γεγονός ότι έχει εξαφανιστεί αυτός ο υπέροχος ηθοποιός!), δεν έχει ουσιαστικά προβλήματα: δεν είναι φτωχός, δεν έχει στόματα να θρέψει, κατέχει μια καλή θέση σε πολυεθνική εταιρία, είναι σχετικά ευπαρουσίαστος και σωματικά υγιής – όπως τόσοι και τόσοι άλλοι της γενιάς του, απλώς πλήττει. Kι αυτό είναι όλο. Βασανίζεται, επίσης, από ανύπαρκτες ασθένειες κι από ανεξήγητο άγχος. Το άγχος του ανθρώπου που δεν έχει κανέναν λόγο για να αγχώνεται. Από τη ζωή του λείπουν οι συγκινήσεις, λείπει ο έρωτας, η αγάπη, η φιλία -λείπουν, εν ολίγοις, τα συμβάντα με την έννοια που δίνει στη λέξη ο φιλόσοφος, Αλαίν Μπαντιού. Και, φυσικά, λείπει ο άλλος, γι΄αυτό και θα τον δημιουργήσει αντλώντας τον μέσα απ' τον εαυτό του. Θα τον φτιάξει με όλα τα απωθημένα του, με όλα όσα θα ήθελε να είναι και δεν είναι, με την αποτυχία και τη χρεοκοπία του, επίσης.

Είναι ικανός για όλα, δεν φοβάται κανέναν και τίποτα, φτιάχνει μια λέσχη παράνομων αγώνων ξύλου που εξελίσσεται σε τεράστια αναρχική οργάνωση η οποία βυσσοδομεί στα κρυφά για να ανατρέψει την κοινωνική και πολιτική τάξη, μετατρέπεται, με δυο λόγια, σε μεσσία και αντίχριστο, σε μια ασταμάτητη φυσική δύναμη που ούτε ο ίδιος δεν μπορεί να τιθασσεύσει από ένα σημείο και πέρα.

Τι μας λέει το «Fight Club», λοιπόν; Πώς ο σολιψισμός κάνει λάθος· ο άλλος υπάρχει, αλλά μ΄ έναν διεστραμμένο τρόπο που δεν τον είχαμε φανταστεί: είναι εγώ ο ίδιος, στα τρίσβαθα του εαυτού μου. Ο Τάιλερ Ντέρντεν, νιτσεϊκός υπεράνθρωπος και ντοστογιεφσκικός «άνθρωπος του υπογείου» ταυτόχρονα και εναλλάξ, αρχηγός και δούλος την ίδια στιγμή, απαγορεύει την οποιαδήποτε μεταφυσική υπέρβαση γιατί βρίσκεται πίσω απ' όλα: πίσω από κάθε ιερή εικόνα, πίσω από κάθε ανώτερο σκοπό, πίσω από κάθε ιδανικό και οποιοδήποτε εγχείρημά μας να ανέλθουμε πάνω απ ᾽τον εαυτό μας· ο Τάιλερ Ντέρντεν, το alter ego και doppelganger μας, το «ομοιότυπο», όπως θα έλεγε ο Ρενέ Ζιράρ, καραδοκεί για να μας επιστρέψει την αποτυχία μας καταπρόσωπο, κάθε φορά που πιστεύουμε ότι μπορούμε να δραπετεύσουμε απ' αυτό που είμαστε. Παράλληλα, προσωποποιώντας τη σχιζοφρένειά μας, δίνοντάς της συγκεκριμένη υπόσταση, μας πείθεί ότι μπορούμε να καταφέρουμε τα πάντα. Πράγματι, ο ήρωας του Νόρτον, ξεκινάει να ζει απ' τη στιγμή που τρελαίνεται και μετά. Είναι ικανός για όλα, δεν φοβάται κανέναν και τίποτα, φτιάχνει μια λέσχη παράνομων αγώνων ξύλου που εξελίσσεται σε τεράστια αναρχική οργάνωση η οποία βυσσοδομεί στα κρυφά για να ανατρέψει την κοινωνική και πολιτική τάξη, μετατρέπεται, με δυο λόγια, σε μεσσία και αντίχριστο, σε μια ασταμάτητη φυσική δύναμη που ούτε ο ίδιος δεν μπορεί να τιθασσεύσει από ένα σημείο και πέρα. Η «επανάσταση», μια επανάσταση του ασυνείδητου (όπως την ήθελαν οι υπερρεαλιστές) αλλά και του συνειδητού, του ατομικού αλλά και του υπερ-ατομικού, φαίνεται εφικτή, όταν έχεις χάσει κάθε έλεγχο πάνω στον εαυτό σου· τελικά, όμως, δεν είναι έτσι, δεν πρόκειται παρά για μια ακόμα ψευδαίσθηση που δημιουργεί ο «σατανικός» σωσίας. Αυτή η εξέγερση του ήρωα που είχε ως αρχικό σκοπό να αντιταχθεί σε όλες τις μορφές εξουσίας που τον καταπίεζαν και έθρεφαν, αργά και σταθερά, την τρέλα του (στον κοινωνικό κομφορμισμό, την υποκρισία, τη ματαιοδοξία της αυτοπραγμάτωσης –«self-improvement is masturbation. Now, self-destruction…»–, τον αστικό ατομοκεντρισμό, την υλιστική, καταναλωτική μανία, την καπιταλιστική ιδεολογία κτλ), καταλήγει και πάλι να δημιουργήσει έναν δυνάστη που τον υποτάσσει: μα τον Τάιλερ Ντέρντεν φυσικά, δηλαδή τον «ιδανικό» εαυτό του. Κανείς δεν πραγματοποιεί ατιμωρητί τα όνειρά του. Όταν θα έχουμε γίνει αυτό που –θα θέλαμε να– είμαστε, θα πρέπει και πάλι να αντέξουμε να το είμαστε ως το τέλος: θα πρέπει να ζήσουμε με ένα νέο Εγώ και –ακόμα χειρότερα– μ' ένα νέο υπερ-εγώ.
Η επανάσταση του Τάιλερ Ντέρντεν, συντρίβει προϋπάρχουσες δομές αλλά καταλήγει να τις αντικαταστήσει με άλλες. Δεν υπάρχει διέξοδος: η εξουσία είναι παντού. Η οπτική του Φουκώ για τη μικροφυσική της εξουσίας συναντάει τις θεωρίες των Ντελέζ και Γκουαταρί για την απελευθέρωση των ροών της επιθυμίας. Η επιθυμία ευθύνεται για την παραγωγή του πραγματικού, δημιουργεί κοινωνικοπολιτικές μορφές αλλά και τις συντρίβει επίσης. Στην πορεία του ο Τάιλερ Ντέρντεν, είναι κι αυτός καταστροφέας και δημιουργός – και τανάπαλιν. Αν συμφωνήσουμε με τον Ντελέζ στο ότι δεν υπάρχουν καθορισμένα υποκείμενα και αντικείμενα, αλλά πως το μόνο υποκείμενο είναι η ίδια η επιθυμία που αλλάζει μορφές, τότε κι ο ίδιος ο Τάιλερ Ντέρντεν (τόσο πριν, όσο και μετά τη μεταμόρφωσή του), δεν είναι παρά μια πρόσκαιρη κατασκευή της επιθυμίας. Θα φτιαχτεί και θα διαλυθεί από εκείνην. Η μόνη κρίσιμη σύγκρουση (και η μόνη υπαρκτή), είναι αυτή μεταξύ επιθυμίας και θανάτου.
Αλλά ο Τάιλερ Ντέρντεν (όπως ο Κηρίλωφ στους Δαιμονισμένους), μέσα στο παραλήρημα και την τρέλα –μέσα στην απελευθέρωση των επιθυμητικών ροών δηλαδή– μαθαίνει να θέλει τον εαυτό του ως τα ύστατα μαρτύρια, επιθυμεί να είναι, χωρίς κανένα μέτρο, επιθυμεί ως τον πόνο, την καταστροφή και τον θάνατο. Μία χαρακτηριστική σκηνή δείχνει ξεκάθαρα προς αυτή την κατεύθυνση: αυτή με το οξύ που ανοίγει μια τρομακτικά επώδυνη πληγή πάνω στο απλωμένο χέρι του. Καθώς προσπαθεί να βρει καταφύγιο στη φαντασία του, καθώς προσπαθεί να σκεφτεί κάτι άλλο για να μη σκέφτεται τον εξοντωτικό πόνο, ο άλλος του εαυτός τον κατηγορεί ότι πάει να αποφύγει την πιο σημαντική στιγμή της ζωής του. Διότι αυτός ο πόνος, αυτό το παράλογο μαρτύριο, θα έπρεπε να του ανοίξει τα μάτια στο προφανές: όχι μόνο δεν υπάρχει Θεός, αλλά πρέπει να λάβουμε υπόψη και την πιθανότητα, αν υπάρχει, να μην θέλει καμία σχέση μαζί μας, να μας έχει απορρίψει. Η ευτυχία που πόθησε ο χαρακτήρας του Νόρτον, ήταν ένα ψέμα. Ένα φρικτό ψέμα το οποίο δέχονται με καλή συνείδηση όλοι οι άντρες της γενιάς του: πιστεύουν ότι έχουν δικαίωμα στην επιτυχία, τον πλούτο, την απόλαυση, την κοινωνική καταξίωση. Αυτή η εικόνα της ευτυχίας πρέπει να συντριβεί, αυτός ο καπιταλιστικός Θεός, πρέπει να πεθάνει. Να επιθυμείς τον εαυτό σου ως την πιο ακραία ταπείνωση, ως την πιο εξευτελιστική οδύνη, ως την διάψευση όλων όσων πίστεψες, όλων εκείνων που σου έδιναν δύναμη να ζήσεις: αυτή είναι η προϋπόθεση της απελευθέρωσης. Όχι να θέλεις να πεθάνεις, αλλά να θες να ζήσεις παρ' όλα αυτά. Ο υπαρξισμός του «Fight Club» δεν δέχεται ημίμετρα.

Νικητής θα είναι εκείνος που θα αποφασίσει να αποδεχτεί, με ειλικρίνεια, τις αντιφάσεις του, που θα ποθήσει το «Κακό» που είναι ο ίδιος, ως το τέλος: ως το παραλήρημα και την τρέλα.

Ο Φίντσερ βλέπει τον κόσμο μας, μέσα απ' το πρίσμα ενός πολύχρωμου εφιάλτη (εξ ου και το βιντεοκλιπίστικο της σκηνοθεσίας): αλλά τον βλέπει σωστά. Η καταναλωτική κοινωνία και το καπιταλιστικό όραμα για την ευτυχία, παράγουν ανθρώπους βαθιά απελπισμένους, μόνους, διχασμένους μέχρι σχιζοφρένειας στον πυρήνα της ψυχής τους, ανίκανους να αγαπήσουν και να αγαπηθούν, τραυματισμένα ζώα που παλινδρομούν αέναα ανάμεσα στις ψευδαισθήσεις μεγαλείου και τα πιο αβάσταχτα σύνδρομα κατωτερότητας. Νικητής θα είναι εκείνος που θα αποφασίσει να αποδεχτεί, με ειλικρίνεια, τις αντιφάσεις του, που θα ποθήσει το «Κακό» που είναι ο ίδιος, ως το τέλος: ως το παραλήρημα και την τρέλα. Η βία, χωρίς λόγο και σκοπό (ορισμένοι είδαν έναν λανθάνοντα φασισμό στο «Fight Club», απόδειξη ότι δεν το κατάλαβαν διόλου), δεν είναι η αναπόφευκτη κατάληξη αυτού του κόσμου, είναι το μακάβριο αστείο του, η τελική αυτοπαρώδησή του. Γι' αυτό ο σκηνοθέτης υιοθετεί, πολύ σωστά, ένα ύφος σκωπτικό, παιγνιώδες, βασανιστικά ελαφρύ. Από το «Fight Club», όπως κι από τις ζωές μας στον σύγχρονο κόσμο, λείπει η τραγωδία: αυτό είναι το κατ' εξοχήν τραγικό στοιχείο τους. Στο πρόσωπο του Μπραντ Πιτ, αυτού του πανέμορφου, υπερβολικά cool τύπου που κάνει και την κτηνωδία ακόμα να μοιάζει τόσο γοητευτική, ο μοντέρνος άνθρωπος αναγνωρίζει –έστω και υποσυνείδητα– την παρεκκλίνουσα υπερβατικότητά του, τον εγκλωβισμό του σ' ένα παιχνίδι απελπιστικής ελαφρότητας, την εικόνα της «ματαιοδοξίας και του ανίσχυρου μίσους» που ο Σταντάλ προφήτευε ότι θα είναι η κυρίαρχη ατμόσφαιρα της νεωτερικότητας. Ο Μπραντ Πιτ (δηλαδή ο διάσημος ηθοποιός, ο πλούσιος, ο επιτυχημένος, ο σταρ), είναι ο θεός εκείνος με τον οποίο όλοι επιθυμούν να ταυτιστούν και να πάρουν τη θέση του, απ ᾽τη στιγμή που η θέση του άλλου Θεού, του Θεού των θρησκειών, έμεινε κενή. Αυτός προκαλεί την επιθυμία κι ο ίδιος, ταυτόχρονα, μπαίνει εμπόδιο στην πραγματοποίησή της. Στα πρόσωπα των «ειδώλων» της εποχής μας, οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να εκτονώνουν μέχρι παράνοιας τη ροπή τους στη ματαιοδοξία και το ανίσχυρο μίσος. Η μεταφυσική υπέρβαση είναι α-δύνατη, γιατί το «ιερό» κατέβηκε στη γη, κυκλοφορεί ανάμεσά μας, αλλά παραμένει το ίδιο απρόσιτο, το ίδιο μακρινό. Κι η επανάσταση που ξεκινάει απ' τη μνησικακία, δεν μπορεί παρά να καταλήξει σε μια νέα μορφή σκλαβιάς.
Το «Fight Club» παραμένει η μεγάλη ταινία των καιρών μας, η –κατά την προσωπική άποψη του γράφοντος– ακόμα αξεπέραστη, διότι αποκαλύπτει αυτή την αβάσταχτη αλήθεια, την τόσο καλά κρυμμένη, σκεπασμένη, μεταμφιεσμένη απ' τον πολιτισμό μας, γελώντας μαζί της· γελώντας μαζί μας. Κι αφού έχει στήσει απέναντί μας τον καθρέφτη, διασκεδάζει με την αδυναμία μας να αναγνωρίσουμε το πρόσωπο που εμφανίζεται εκεί.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: