Ο γιαπωνέζικος κήπος είναι ίσως ένα από τα πιο δομημένα είδη κήπων. Πρέπει απαραιτήτως να περιέχει επτά στοιχεία: νερό, πέτρες και άμμο, γέφυρες, πέτρινα φανάρια και γούρνες, φράκτες και πύλες, άνθη και δέντρα, και ψάρια. Οι παρούσες συνεντεύξεις θα αποτελούνται πάντα από επτά ερωτήσεις. Κάποιες από αυτές θα επαναλαμβάνονται και κάποιες θα είναι νέες, ώστε να ανταποκρίνονται στο έργο που έχουμε μπροστά μας. Σαν τον γιαπωνέζικο κήπο, οι συνεντεύξεις θα διατηρούν τη δομή τους, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αποδώσουν, ακριβώς σαν αυτόν, τη ζωντάνια μιας μακρινής γης, που σε αυτήν την περίπτωση είναι, βέβαια, η διαδικασία της συγγραφής.
Γιαπωνέζικος κήπος: συνέντευξη με τη Μαρίζα Ντεκάστρο
Η Μαρίζα Ντεκάστρο γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στη Σορβόννη Παιδαγωγικά και Λογοτεχνία για Παιδιά και Νέους. Από το 1998 γράφει κριτική παιδικού και εφηβικού βιβλίου (Tο Βήμα, Τα Νέα, Διαβάζω, Ithaka, BookPress, Ο Αναγνώστης). Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, του ελληνικού τμήματος της IBBY και της Συντακτικής Επιτροπής του ηλεκτρονικού περιοδικού Ο Αναγνώστης. Έχει λάβει τις εξής διακρίσεις: Μικρές ιστορίες του μουσείου (μαζί με τον Π. Βαλαβάνη) εκδ. Κάστωρ, Κρατικό Βραβείο Βιβλίου Γνώσεων 2006. Περπατώντας τις εποχές του Βυζαντίου, εκδ. Μεταίχμιο, Βραβείο Βιβλίου Γνώσεων, IBBY- ελληνικό τμήμα, 2012. Θαύμα, εκδ. Παπαδόπουλος, Βραβείο Μετάφρασης Νεανικού Βιβλίου, Ελληνική Εταιρεία Μεταφραστών Λογοτεχνίας 2014. Με τους ζωγράφους της Πινακοθήκης Αβέρωφ, εκδ. Ίδρυμα Ε. Αβέρωφ-Τοσίτσα, Βραβείο Βιβλίου Γνώσεων, IBBY-ελληνικό τμήμα και White Ravens 2107, IBBY Honor List 2016, Θαύμα, εκδ. Παπαδόπουλος (www.biblionet.gr/author/1625/Ντεκάστρο,_Μαρίζα).
Συνέντευξη
1. Πώς ο χώρος ή ο χρόνος ή ακόμη και ένας θεσμός ή μια ιδέα γίνονται βιβλίο γνώσεων; Πώς ξεκινά το βιβλίο ως σκέψη, ως ανάμνηση ή ως επιλογή θέματος, και πώς προχωρεί η συγγραφή; Πώς διαφοροποιείται σε βιβλία όπως «Το νέο Μουσείο της Ακρόπολης», «Περπατώντας τις εποχές του Βυζαντίου», «Πού κρύβονται τα δικαιώματα;», «2651 ημέρες δικτατορίας» και «Τα χρόνια πέρασαν… οι σελίδες γέμισαν»; Πώς σχετίζεστε με τα θέματά σας; Υπάρχουν κάποια θέματα που είναι πιο κοντά σε σας και πώς αυτό διαφοροποιεί την πορεία συγγραφής;
Με κάθε θέμα συνδέομαι γιατί αφορά μία πτυχή των δραστηριοτήτων και των ενδιαφερόντων μου. Πολλά από τα βιβλία γνώσεων που έγραψα (Αρχαιολογία, Βυζαντινή τέχνη, Αρχαία Αγορά, Μακρυγιάννης) είχαν στενή σχέση με τις τάξεις του δημοτικού όπου δίδασκα μίας μορφής ιστορία του πολιτισμού, μέσα στο αναλυτικό πρόγραμμα και μακριά απ’ αυτό, και όταν οργάνωνα επισκέψεις σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους. Έγραφα λοιπόν ό,τι μου φαινόταν ενδιαφέρον για τα παιδιά με άξονα πάντα την ανακάλυψη που οδηγούσε στην ενεργητική μάθηση με τρόπο ώστε να συνδέεται ο ιστορικός χρόνος με δικά τους βιώματα και να ζωντανεύουν οι ερειπιώνες της ιστορίας. Αργότερα ανοίχτηκα σε άλλα, ιστορικά και μη, θέματα ανάλογα με τα ενδιαφέροντά μου όπως έρχονταν κάθε στιγμή. Για παράδειγμα, έναυσμα για τη συγγραφή του Τα χρόνια πέρασαν…οι σελίδες γέμισαν ήταν η ανάγνωση του ημερολογίου της προγιαγιάς μου. Έπλασα μια ηρωίδα και την οικογένειά της, και δημιούργησα μια στοιχειώδη μυθοπλασία που υποστήριζε την εποχή και έζησα μαζί της όπως ζούσαν τα κορίτσια 100 χρόνια πριν. Άλλη φορά αποφάσισα να αναμετρηθώ με τα πολύ μικρά παιδιά και έτσι γράφτηκαν τα Στο μουσείο, Η πόλη μας, Θησαυροί μέσα στο χώμα και το τελευταίο, το Πού κρύβονται τα δικαιώματα; Ήταν μια πρόκληση! Απευθυνόμουν σε νήπια, πρωτάκια και δευτεράκια και άρα έπρεπε να βρω τρόπο να βάλω όσα θεωρούσα απαραίτητα αλλά να τα γράψω που να τα καταλαβαίνουν.
2. Στο βιβλίο σας «2651 Ημέρες Δικτατορίας» βλέπουμε το παγκόσμιο, το τοπικό και το προσωπικό, το πολιτικό, το κοινωνικό και το πολιτισμικό να μπλέκονται σε μια ιστορία. Πώς επιτυγχάνεται αυτό; Ποιο είναι το κριτήριο για το τι θα ειπωθεί/επιλεγεί για να ενταχθεί σε ένα βιβλίο γνώσεων, αφού βέβαια έχει ήδη οριστεί το θέμα, και ποιο το κριτήριο για αυτό που θα μείνει απ’ έξω; Είναι δύσκολη αυτή η διαδικασία;
Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι η αφήγηση μίας μαρτυρίας όπου το προσωπικό δίνει τον τόνο. Ό,τι διηγείται η αφηγήτρια συνέβη μέσα σε ένα περιβάλλον ελληνικό και διεθνές που την καθόρισαν. Πιστεύω ότι από συγγραφική άποψη η προσωπική μαρτυρία, όταν απευθύνεται ειδικά σε νέους, θα ήταν ξεκρέμαστη αν έμενε εκεί. Αντίθετα, όλα τα κοινωνικά, πολιτικά, πολιτιστικά στοιχεία που εμφανίζονται στις σελίδες αφήνουν χώρο στον αναγνώστη για να σκεφτεί και να ερμηνεύσει όχι μόνο την προσωπική εξέλιξη της νεαρής κοπέλας κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου που καλύπτει το βιβλίο, αλλά και να κάνει αναγωγές, συγκρίσεις και συνδέσεις του τοπικού με το υπέρ-τοπικό. Όσον αφορά τα ελληνικά θέματα επέλεξα να σκιαγραφήσω χωρίς να αποσιωπήσω τα γεγονότα και το απαίσιο κλίμα της δικτατορίας στην Ελλάδα σε αντίστιξη με τον οργασμό που επικρατούσε στον κόσμο, τα κοινωνικά κινήματα, τις αναζητήσεις της νεολαίας, τη μουσική, τη μόδα, την επιστήμη. Η επιλογή των διεθνών ήταν δύσκολη, έχει οπωσδήποτε στενή σχέση με όσα με κινητοποίησαν τότε, αλλά έγινε σήμερα που είμαι ενήλικη και με άλλο μάτι αφού έχουν περάσει 50 χρόνια. Εδώ λοιπόν υπεισέρχεται η εμπειρία μου ως εκπαιδευτικός. Οι νέοι αγνοούν ή γνωρίζουν αποσπασματικά σημαντικές στιγμές της Ιστορίας. Μου δόθηκε λοιπόν η ευκαιρία να αναφερθώ σ’ αυτά κυρίως μέσω των αναγνωρίσιμων εικόνων και πειραγμένων φωτογραφιών του διεθνούς τύπου που επεξεργάστηκε ο Βασίλης Παπαγεωργίου. Τα διεθνή οδηγούν σε παράλληλες αναγνώσεις εκτός βιβλίου. Γι’ αυτό το λόγο οι λεζάντες που υπομνηματίζουν τα θέματα είναι τόσο σύντομες.
3. Πώς –αν καθόλου– οι ιδεολογίες, οι πεποιθήσεις, τα κοινωνικά, πολιτικά, θεσμικά, προσωπικά συγκείμενα εισέρχονται στη συγγραφή ενός βιβλίου γνώσεων;
Όλα μπαίνουν! Το πώς μπαίνουν είναι το θέμα! «Διαβασμένος» μαθητής λυκείου με ρώτησε: «Μα η χούντα, όπως την αποκαλείτε, δεν έκανε κανένα καλό; Υπήρχε ησυχία τότε στην Ελλάδα…». Το ζήτημα λοιπόν της ιδεολογίας και η αποτύπωση των απόψεων του συγγραφέα είναι πολύ λεπτό, ιδιαίτερα σε βιβλία όπως οι 2651 ημέρες. Μπορούμε να προβάλλουμε την ιδεολογία μας χωρίς να προπαγανδίζουμε. Κανένα βιβλίο δεν είναι αθώο!
Εκείνο όμως που είναι εξαιρετικά σημαντικό, και μου κάνει εντύπωση που δεν το αναφέρετε, είναι η εκπαιδευτική/διδακτική άποψη του συγγραφέα από την οποία εξαρτάται η επιλογή/παρουσίαση των θεμάτων στο βιβλίο γνώσεων και κατ’ επέκταση ο αναγνώστης που δυνητικά θα θέλαμε να διαμορφώσουμε. Για να γίνω πιο σαφής: θέλουμε βιβλία που να γράφουν στερεοτυπικές βεβαιότητες ή βιβλία που να οδηγούν τη σκέψη σε πολλά μονοπάτια και να της ανοίγουν δρόμους;
Η ουσία βρίσκεται στο κατά πόσο το βιβλίο γνώσεων διαβάστηκε από ομάδες – σχολικές τάξεις και βιβλιοθήκες, ακόμα και οικογένειες –, και οδήγησε σε περεταίρω επεξεργασίες. Μόνον έτσι μπορούμε να την καταλάβουμε.
4. Πώς φαντάζεστε το παιδί/αναγνώστη/αναγνώστρια του σήμερα; Ποιες είναι οι ανάγκες του και οι τρόποι πρόσληψης/ανταπόκρισης του στο βιβλίο γνώσεων; Λειτουργεί το παιδί/αναγνώστης/αναγνώστρια ως ένα από τα κριτήρια για την επιλογή του θέματος ενός βιβλίου γνώσεων ή του τρόπου δόμησης του βιβλίου ή ακόμη και του αφηγηματικού ή άλλου μετασχηματισμού της γνώσης;
Τα σημερινά παιδιά τρέχουν, τα μυαλά τους βομβαρδίζονται από χίλιες δυο πληροφορίες που κι αυτές εξαφανίζονται με ταχύτητα και αντικαθίστανται με άλλες. Οι πληροφορίες δεν είναι απαραίτητα και γνώση. Για να γίνουν γνώση χρειάζεται χρόνος. Κι αυτός είναι ο χρόνος που δίνουν τα βιβλία! Διαβάζω σημαίνει συγκεντρώνομαι και νομίζω ότι τα παιδιά το έχουν ανάγκη. Κάθε βιβλίο γνώσεων είναι μία συγκεκριμένη αναγνωστική πρόταση ανάμεσα σε πολλές άλλες. Οφείλει λοιπόν να είναι ένα ανοιχτό βιβλίο, με την έννοια ότι δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να βγει απ’ αυτό, να ανοιχτεί σε πολλά και διαφορετικά πεδία που δεν υποψιαζόταν ότι συνδέονται μεταξύ τους και να τον στείλει να αναζητήσει οπουδήποτε αλλού καινούριες πληροφορίες. Αυτό είναι το δικό μου κριτήριο για το εύρος των γνώσεων που προτείνω κάθε φορά για κάθε ηλικιακή ομάδα η οποία, σημειώνω, δεν είναι αυστηρά προσδιορισμένη, όπως συνηθίζουν οι εκδότες να κατηγοριοποιούν, στα οπισθόφυλλα, αναγνώστες και βιβλία! Η δομή και ο τρόπος αφήγησης καθορίζονται από τα παραπάνω. Όσον αφορά τα θέματα, τα ερεθίσματα για να γράψω δεν ακολουθούν τις μόδες της αγοράς του βιβλίου, όπως είμαι βέβαιη πως τις έχετε κι εσείς διακρίνει, ή να καλύψω ένα εκδοτικό κενό ή να ακολουθήσω την επικαιρότητα. Γράφω αποκλειστικά ό,τι με ενδιαφέρει.
Προφανώς, ως συγγραφέας έχω από πριν μια ιδέα για τον πιθανό αναγνώστη μου, πόσο μάλλον αφού γράφω παιδικά βιβλία και πρέπει να πάρω υπόψη μου τις ηλικίες, το γνωστικό επίπεδο, ακόμη και το κοινωνικό. Προσωπικά, επιδιώκω να γράφω βιβλία που να μπορούν να διαβαστούν από όλα τα παιδιά χωρίς να κάνω εκπτώσεις ούτε στο περιεχόμενο ούτε στην αισθητική.
Σχετικά με την πρόσληψη των βιβλίων γνώσεων: η πρόσληψη δεν μπορεί να μετρηθεί επακριβώς και κυρίως δεν συνδέεται ευθέως με τις πωλήσεις, όπως πιστεύουν πολλοί. Η ουσία βρίσκεται στο κατά πόσο το βιβλίο γνώσεων διαβάστηκε από ομάδες –σχολικές τάξεις και βιβλιοθήκες, ακόμα και οικογένειες–, και οδήγησε σε περεταίρω επεξεργασίες. Μόνον έτσι μπορούμε να την καταλάβουμε.
5. Η έρευνα προηγείται πάντα της συγγραφής ενός βιβλίου γνώσεων; Κινείται παράλληλα με τη διαδικασία συγγραφής του; Μπορεί η πορεία της συγγραφής να ανατρέψει τις προτεραιότητες του βιβλίου, να φέρει στο προσκήνιο νέους άξονες ή ανάγκες παρουσίασης της πληροφορίας και έτσι να στραφείτε ξανά προς την έρευνα;
Φέρνοντας στο μυαλό μου τι έκανα στα διάφορα βιβλία μου, θα ΄λεγα πώς συγγραφή και έρευνα πάνε παράλληλα. Έχω μπροστά μου ένα αρχικό σχεδιάγραμμα της δομής και των περιεχομένων, το οποίο μπορεί να αλλάξει για λόγους που επιβάλουν, αφενός νέα θέματα που προκύπτουν από το ίδιο το υλικό και αφετέρου από το κατά πόσο κρίνω ότι η τεκμηρίωση του υλικού είναι ή δεν είναι επαρκής. Κι αυτό γιατί τα βιβλία γνώσεων πρέπει να είναι τεκμηριωμένα ώστε να είναι αξιόπιστα. Τα βιβλία γνώσεων είναι και δεν είναι βιβλία του ενός. Πιστεύω ότι η συνεργασία με ειδικούς επιστήμονες είναι απαραίτητη. Για παράδειγμα, στο Ένας κόσμος σε κίνηση, αλλά και σε άλλα, τα κείμενα και τα οπτικά υλικά ελέγχθηκαν πριν πάει το βιβλίο στο τυπογραφείο και ομολογώ πως άλλαξα, αναδιατύπωσα, αφαίρεσα και πρόσθεσα πολλά και διάφορα… Άρα, τα πράγματα παραμένουν λίγο ρευστά μέχρι το τέλος.
6. Πώς λαμβάνετε την απόφαση σχετικά με τον τρόπο που παρουσιάζεται η γνώση μιας εποχής ή ενός τόπου (με εικονιστικό ή λεκτικό τρόπο, με επιλογή μεταξύ διήγησης, διαλόγου, ημερολογιακής γραφής, κλ.π.);
Μάλλον σκέφτομαι πώς θα ήταν καλύτερα να ειπωθούν αυτά που θέλω να γράψω και, ίσως ενδόμυχα, πώς θα ανταποκριθεί καλύτερα ο αναγνώστης. Κάθε σύντομο ή εκτενέστερο κειμενικό είδος που χρησιμοποιώ έχει συγκεκριμένο λόγο ύπαρξης στο σώμα του βιβλίου γιατί ανακινεί διαφορετικές πλευρές του ψυχισμού και του μυαλού. Οι Μικροί οδηγοί πόλεων, είναι βιβλία που συνομιλούν ζωηρά με το παιδί που τους κρατάει στα χέρια του και έτσι βολτάρουν μαζί του στις πόλεις, για τα αγάλματα του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης, που μιλούν αν τα πλησιάσεις, επέλεξα να τα βάλω να αφηγηθούν καθένα την ιστορία του, στο Ένας κόσμος σε κίνηση χρησιμοποίησα πολλά κειμενικά είδη – αποσπάσματα από ημερολόγιο, αφηγηματικά μέρη με πληροφορίες, εκτενείς λεζάντες, κ.α. Και κατέγραψα την προσωπική μου ανάγνωση των έργων στο Με τους ζωγράφους της Πινακοθήκης Αβέρωφ.
7. Πού γράφετε, πώς και πότε;
Πάντα δουλεύω στο σπίτι κι έτσι διαχειρίζομαι το χρόνο όπως με βολεύει. Περνάω ώρες στο γραφείο μου, που μ’ αρέσει αφού μυρίζει Μαρίζα, μ’ ένα ντιβάνι για να ξαπλώνω, τα βιβλία της δουλειάς, μουσική, γεμάτο εικόνες από φίλους καλλιτέχνες, με πράσινη θέα και πολύ φωτεινό. Γράφω μόνο το πρωί, όμως συνέχεια συνθέτω φράσεις, βρίσκω λέξεις και ιδέες όταν οδηγώ, περπατάω, μαγειρεύω, στον ύπνο μου που δεν τις σημειώνω γιατί είμαι σίγουρη πως δε θα τις ξεχάσω. Όλο αποφασίζω να έχω πρόχειρο ένα σημειωματάριο… Αμ δε! Μου φεύγουν και ξανάρχονται αλλαγμένες, σβήνω, γράφω, σηκώνομαι, κάθομαι –τι μύθος ότι ο συγγραφέας γράφει απερίσπαστος– μ’ αρέσει να διαβάζω σε ένα-δυο ανθρώπους κομμάτια και κάθε μέρα επιστρέφω στα της προηγούμενης, όλο και κάτι διορθώνω. Όπως τώρα με αυτή τη συνέντευξη…