Τα τυφλά σημεία της συνάντησης ανάμεσα σε πολιτική και φιλοσοφία, στοχασμό και πράξη

Τα τυφλά σημεία της συνάντησης ανάμεσα σε πολιτική και φιλοσοφία, στοχασμό και πράξη

Κεί­με­νο για το βι­βλίο του Νι­κή­τα Σι­νιό­σο­γλου, Μαύ­ρες Δια­θή­κες. Δο­κί­μιο για τα όρια της ημε­ρο­λο­για­κής γρα­φής, Κί­χλη 2018.

*

Υπάρ­χει επι­κίν­δυ­νη σκέ­ψη; Συ­νη­θί­ζου­με να θέ­του­με τη σκέ­ψη ως ζη­τού­με­νο, συ­νη­θί­ζου­με να κα­τα­νο­ού­με την απου­σία της ως σο­βα­ρό έλ­λειμ­μα. Η κρι­τι­κή θε­ω­ρία μάς μι­λά για τις πα­θο­λο­γί­ες της σκέ­ψης, η Χά­να Άρεντ με αφορ­μή τη δί­κη του Άιχ­μαν κά­νει λό­γο για απου­σία σκέ­ψης. Οι στο­χα­σμοί (οι δια­τυ­πω­μέ­νες μορ­φές της σκέ­ψης) απο­τρέ­πουν από πρά­ξεις ή εξω­θούν σε πρά­ξεις, στο εσω­τε­ρι­κό πά­ντα του ευ­ρύ­τε­ρου πε­ρι­γράμ­μα­τος που θέ­τουν (ή εν­νο­ούν, ή ενός πε­ρι­γράμ­μα­τος που, έστω, λαν­θά­νει). Θα μπο­ρού­σαν βέ­βαια οι στο­χα­σμοί να μην οδη­γούν σε κα­μία απτή πρά­ξη, θα μπο­ρού­σαν να μην έχουν κα­μία (απτή) υλι­κό­τη­τα. Επι­νοη­μέ­νοι κό­σμοι ή κα­τα­στά­σεις, μυ­θο­πλα­σί­ες στις οποί­ες θα μπο­ρού­σε κά­ποιος να κα­τα­φύ­γει, να οχυ­ρω­θεί, θα μπο­ρού­σε να εί­ναι μία μορ­φή από­συρ­σης ο στο­χα­σμός, ένας άλ­λος κό­σμος, μη ορα­τός, για τη θε­ρα­πεία ή την προ­στα­σία του ορα­τού. Πό­τε αρ­χί­ζει η πα­θο­λο­γία και πού τε­λειώ­νει, τι εί­ναι υγιές και τι όχι, εί­ναι δύ­σκο­λο να απο­φαν­θεί κά­ποιος όταν δεν υπάρ­χουν ορα­τές εν­δεί­ξεις. Αλ­λά ακό­μα και όταν υπάρ­χουν, ποιος μπο­ρεί να δια­γνώ­σει την πα­θο­λο­γία των εν­δεί­ξε­ων; Το κλί­μα μιας επο­χής, το πνεύ­μα μιας επο­χής, η συ­γκυ­ρία. Ποιος μπο­ρεί να δια­βά­σει τους και­ρούς;
Ο ρό­λος που δια­δρα­μά­τι­σε η φι­λο­σο­φία στο να­ζι­στι­κό κα­θε­στώς εί­ναι μία ορια­κή συ­νά­ντη­ση της φι­λο­σο­φί­ας με την πο­λι­τι­κή, του στο­χα­σμού με την πρά­ξη. Φέρ­νου­με στον νου μας τον Μάρ­τιν Χάι­ντε­γκερ, η συ­ζή­τη­ση γύ­ρω από τη σχέ­ση του Χάι­ντε­γκερ με τους Να­ζί, και γε­νι­κό­τε­ρα τη σχέ­ση του με τον εθνι­κο­σο­σια­λι­σμό, δεν λέ­ει να κο­πά­σει, εί­ναι μία συ­ζή­τη­ση στην οποία θα μπο­ρού­σα­με να απο­δώ­σου­με ως τυ­πι­κή ημε­ρο­μη­νία έναρ­ξης την 1 Μα­ΐ­ου 1933 όταν ο Χάι­ντε­γκερ εγ­γρά­φε­ται στο Εθνι­κο­σο­σια­λι­στι­κό κόμ­μα (και από το οποίο δεν δια­γρά­φη­κε πο­τέ). Δεν έχει νό­η­μα να γί­νει μία κα­τα­γρα­φή των γε­γο­νό­των εδώ, η σχε­τι­κή βι­βλιο­γρα­φία αφθο­νεί. Να ση­μειώ­σω μό­νο το εξής: Σε ένα ντο­κι­μα­ντέρ που γυ­ρί­στη­κε για τον Χάι­ντε­γκερ (με τί­τλο: «Ο Μά­γος του Με­σκίς») ο Καρλ Γιά­σπερς θα πει για το Εί­ναι και Χρό­νος ότι το βρί­σκει λα­μπρό και απω­θη­τι­κό ταυ­τό­χρο­να. Αυ­τή εί­ναι μία άπο­ψη που συ­νο­ψί­ζει την αμ­φι­θυ­μία που κα­τα­κλύ­ζει όποιον έρ­θει σε επα­φή με τη σκέ­ψη του Χάι­ντε­γκερ.
Η έκ­δο­ση των Μαύ­ρων Τε­τρα­δί­ων απο­τε­λεί άλ­λο ένα κε­φά­λαιο στη σχε­τι­κή συ­ζή­τη­ση, αρ­κεί μό­νο να ανα­φέ­ρω εδώ ότι ήδη από το 1946 ξε­κί­νη­σαν να δη­μο­σιεύ­ο­νται άρ­θρα υπέρ ή κα­τά του Χάι­ντε­γκερ, όπως συ­νέ­βη για πα­ρά­δειγ­μα με δύο σχε­τι­κές δη­μο­σιεύ­σεις στο Les Temps Modernes εκεί­νη τη χρο­νιά. Η συ­ζή­τη­ση αυ­τή συ­νε­χί­στη­κε με διά­φο­ρες αφορ­μές φτά­νο­ντας τε­λι­κά στις αρ­χές του 2014 όπου ανοί­γει το κε­φά­λαιο των Μαύ­ρων Τε­τρα­δί­ων. Πρό­κει­ται ου­σια­στι­κά για την έκ­δο­ση τριών τό­μων με στο­χα­σμούς και σκέ­ψεις του Χάι­ντε­γκερ που εκτεί­νο­νται χρο­νι­κά από το 1931 μέ­χρι το 1941. Αυ­τά τα τε­τρά­δια ονο­μά­στη­καν μαύ­ρα λό­γω του χρώ­μα­τος που εί­χε το κά­λυμ­μά τους. Οι τρεις τό­μοι αντι­στοι­χούν στις κα­τα­γρα­φές 14 τε­τρα­δί­ων από ένα σύ­νο­λο 35 τε­τρα­δί­ων. Τα υπό­λοι­πα έχει προ­γραμ­μα­τι­στεί να εκ­δο­θούν επί­σης.
Ο Νι­κή­τας Σι­νιό­σο­γλου με­τά τον Αλ­λό­κο­το Ελ­λη­νι­σμό (Κί­χλη 2016, Βρα­βείο Δο­κι­μί­ου του πε­ριο­δι­κού «Ο ανα­γνώ­στης») συ­νε­χί­ζει την πε­ρι­πλά­νη­σή του στον κό­σμο των ιδε­ών επι­λέ­γο­ντας αυ­τήν τη φο­ρά την κα­τα­βύ­θι­ση στα Μαύ­ρα Τε­τρά­δια του Χάι­ντε­γκερ. Ωστό­σο, πρω­το­τυ­πεί κα­θώς τα αντι­πα­ρα­βά­λει με το Glossarium του Καρλ Σμιτ. Η συμ­με­τρία και οι αντι­στοι­χί­ες που θέ­τει ο Σι­νιό­σο­γλου εί­ναι προ­φα­νείς μέ­χρι ένα ση­μείο. Από τη μία, ναι, όντως πρό­κει­ται για τους δύο με­γά­λους στο­χα­στές του Τρί­του Ράιχ. Επί­σης, τό­σο τα Μαύ­ρα Τε­τρά­δια όσο και το Glossarium εί­ναι ό,τι πιο εξο­μο­λο­γη­τι­κό έχουν να κα­τα­θέ­σουν οι δύο στο­χα­στές. Από την άλ­λη όμως, πρό­κει­ται για δύο δια­φο­ρε­τι­κές υπο­στά­σεις τις δια­φο­ρές των οποί­ων ανα­δει­κνύ­ει πο­λύ εύ­στο­χα ο Σι­νιό­σο­γλου προσ­δί­δο­ντας βά­θος και έντα­ση στην ανά­λυ­σή του. Ου­σια­στι­κά η πραγ­μά­τευ­ση αυ­τών των ζη­τη­μά­των κα­λύ­πτει τα δύο μέ­ρη του βι­βλί­ου. Στο τρί­το και τε­λευ­ταίο μέ­ρος ο συγ­γρα­φέ­ας δο­κι­μά­ζει ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο τις αντο­χές και τις δυ­να­τό­τη­τες του δο­κι­μια­κού λό­γου εξε­τά­ζο­ντας ταυ­τό­χρο­να τα όσα τέ­θη­καν στα δύο πρώ­τα κε­φά­λαια.

Ο Σι­νιό­σο­γλου μι­λά­ει για τα όρια της ημε­ρο­λο­για­κής γρα­φής και εδώ μπο­ρού­με να εν­νο­ή­σου­με τα όρια της σκέ­ψης. Πα­ρα­θέ­το­ντας τον Siegried Kracauer στην αρ­χή του βι­βλί­ου, «Μό­νο από τα άκρα ξε­κλει­δώ­νει ίσως η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα», μπο­ρεί κά­ποιος να θέ­σει το ερώ­τη­μα για τη δια­φο­ρά που υπάρ­χει ανά­με­σα στο όριο και στο άκρο. Στο όριο υπάρ­χει μία ηθι­κή χροιά (με την έν­νοια του τι επι­τρέ­πε­ται, μέ­χρι πού) αλ­λά και η δή­λω­ση μί­ας πραγ­μά­τω­σης (έφτα­σα στα όριά μου). Το όριο επί­σης έχει τη ση­μα­σία της υπέρ­βα­σης (πέ­ρα από το όριο, ένας άλ­λος τό­πος, το πέ­ρα­σμα του ορί­ου ισο­δυ­να­μεί με την υπέρ­βα­ση). Από την άλ­λη, το άκρο ση­μαί­νει πό­λω­ση. Στην έν­νοια του ορί­ου υπάρ­χει ο έλεγ­χος. Αντί­θε­τα, στην έν­νοια του άκρου η κα­τά­λυ­σή του. Από πού λοι­πόν να επι­λέ­ξει να δει κά­ποιος την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα; Μέ­σα από την οπτι­κή του ορί­ου ή μέ­σα από την οπτι­κή του άκρου; Και αν απλώς δεν εί­ναι ζή­τη­μα θέ­α­σης αλ­λά σκέ­ψης που θέ­λει να τρο­φο­δο­τή­σει την πρά­ξη και να με­τα­σχη­μα­τί­σει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, πό­σο επι­κίν­δυ­νο εί­ναι τε­λι­κά η σκέ­ψη να σταθ­μεύ­ει στο άκρο; μπο­ρού­με να ρω­τή­σου­με επί­σης. Σε αυ­τήν την κί­νη­ση που εί­ναι η σκέ­ψη πώς μπο­ρεί να απο­φύ­γει κά­ποιος τη διέ­λευ­ση από το άκρο και τι ση­μαί­νει τε­λι­κά αυ­τό για το πε­ριε­χό­με­νο της σκέ­ψης; Χά­νει τό­τε το δι­καί­ω­μα στην αυ­θε­ντι­κό­τη­τα και στην ελευ­θε­ρία η σκέ­ψη; Τι έλεγ­χο μπο­ρεί να θέ­σει η σκέ­ψη στον ίδιο τον εαυ­τό της και με τι τρό­πο;

Αυτό το μόρφωμα που είναι η σκέψη φέρει μέσα της και την ίδια την επικοινωνία της. Διαμορφώνεται με τέτοιο τρόπο η σκέψη ώστε να μπορεί να έχει αποδέκτες. Παράγει ιδέες η σκέψη.

Δια­βά­ζο­ντας τα Μαύ­ρα Τε­τρά­δια του Χάι­ντε­γκερ αλ­λά και το Glossarium του Σμιτ ο Σι­νιό­σο­γλου θέ­τει προς εξέ­τα­ση το ερώ­τη­μα: «Τι συμ­βαί­νει στις ιδέ­ες με­τά τη φαι­νο­με­νι­κή τους συ­ντρι­βή;» (σελ. 13). Και επι­λέ­γο­ντας να εστιά­σει στα ημε­ρο­λό­για των δύο επι­διώ­κει να δει τους τρό­πους με τους οποί­ους η σκέ­ψη ενός δια­νοη­τή μπο­ρεί να εί­ναι (ή όχι) ει­λι­κρι­νής ως προς τον εαυ­τό της. Ωστό­σο, ήδη από την ει­σα­γω­γή, κα­θι­στά εμ­φα­νές ότι αυ­τή ακρι­βώς η ει­λι­κρί­νεια και η αυ­θε­ντι­κό­τη­τα της σκέ­ψης δια­με­σο­λα­βεί­ται (και υπο­νο­μεύ­ε­ται) στην προ­σπά­θεια των δύο στο­χα­στών να υπε­ρα­σπι­στούν τη σκέ­ψη τους και κα­τά προ­έ­κτα­ση τις προ­θέ­σεις τους. Η θέ­ση από την οποία μι­λούν δεν εί­ναι αυ­τή μί­ας κοι­νής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας αλ­λά εκεί­νη μί­ας ερ­μη­τι­κής που προ­κύ­πτει από την πα­ραί­σθη­ση που προ­κα­λεί η αλα­ζο­νεία, κα­θώς και από τον αυ­τι­σμό που προ­κα­λεί η εμ­μο­νή όχι απλώς στον στο­χα­σμό αλ­λά στην ιδέα και τε­λι­κά στην πρω­το­κα­θε­δρία του στο­χα­σμού. Η θέ­ση από την οποία μι­λούν οι δύο στο­χα­στές εί­ναι αυ­τή στο εσω­τε­ρι­κό ενός δια­νοη­τι­κού σύ­μπα­ντος το οποίο αρ­νεί­ται να δε­χθεί την ήτ­τα του, τις κα­τη­γο­ρί­ες που του απο­δί­δουν. Από αυ­τήν την άπο­ψη, η σκέ­ψη γί­νε­ται μία απο­λο­γία για τον ίδιο της τον εαυ­τό, για το ίδιο της το πε­ριε­χό­με­νο. Αλ­λά για να γί­νει αυ­τό, χρειά­ζε­ται πρώ­τα ένας ορι­σμός για το τι εί­ναι σκέ­ψη και τι εί­ναι αυ­τό το πε­ριε­χό­με­νο που φέ­ρει. Και το πιο ση­μα­ντι­κό ίσως: Η σκέ­ψη, αυ­τό το μόρ­φω­μα που εί­ναι η σκέ­ψη, πό­σο αν­θρώ­πι­νη εί­ναι; Με άλ­λα λό­για, αν υπάρ­χει το κα­κό στον άν­θρω­πο, με τι τρό­πο υπάρ­χει και στη σκέ­ψη; Και όταν λέ­με κα­κό, τι ακρι­βώς εν­νο­ού­με; (Ότι δεν μπο­ρεί να εί­ναι κα­λή; Ότι έχει μία προ­διά­θε­ση επί­σης για το κα­κό;).
Αυ­τό το μόρ­φω­μα που εί­ναι η σκέ­ψη φέ­ρει μέ­σα της και την ίδια την επι­κοι­νω­νία της. Δια­μορ­φώ­νε­ται με τέ­τοιο τρό­πο η σκέ­ψη ώστε να μπο­ρεί να έχει απο­δέ­κτες. Πα­ρά­γει ιδέ­ες η σκέ­ψη. Στη συν­θή­κη επι­βί­ω­σης αλ­λά και διά­δο­σης αυ­τών των ιδε­ών (ας μην ξε­χνά­με ότι οι ιδέ­ες εί­ναι πολ­λές, με­ταλ­λάσ­σο­νται, σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση εί­ναι αντα­γω­νι­στι­κές με­τα­ξύ τους) υπάρ­χει το στοι­χείο της πα­ρα­πλά­νη­σης. Κρυ­πτο­γρα­φεί­ται ό,τι πρέ­πει να δια­σω­θεί – ό,τι θε­ω­ρούν οι στο­χα­στές ότι δεν μπο­ρεί να γί­νει κα­τα­νοη­τό από την επο­χή τους, από τους αν­θρώ­πους του και­ρού τους. Οι δύο στο­χα­στές θε­ω­ρούν πως βλέ­πουν μα­κριά, μι­λούν μέ­σα από την επο­χή τους για μία άλ­λη επο­χή, πι­στεύ­ουν ότι βλέ­πουν στην επο­χή τους ό,τι δεν έχει σχη­μα­τι­στεί ακό­μα. Έχουν απε­ριό­ρι­στη πί­στη στη διο­ρα­τι­κό­τη­τά τους, στοι­χη­μα­τί­ζουν όλη τους τη σκέ­ψη σε επερ­χό­με­νες δυ­να­τό­τη­τες. Η σκέ­ψη εί­ναι ένα μόρ­φω­μα το οποίο εξε­λίσ­σε­ται διαρ­κώς, πα­ρά­γει και εν­σω­μα­τώ­νει ιδέ­ες, εί­ναι δύ­σκο­λο από ένα ση­μείο και με­τά να πα­ρα­μεί­νουν δια­κρι­τά με­τα­ξύ τους ο στο­χα­σμός ενός δια­νοη­τή και οι ιδέ­ες που εί­χαν την αφε­τη­ρία και την αφορ­μή τους σε αυ­τόν τον στο­χα­σμό. 
Οι Χάι­ντε­γκερ και Σμιτ θα οχυ­ρω­θούν πί­σω από αυ­τό που θε­ω­ρούν ότι εί­ναι ο στο­χα­σμός, ο αυ­θε­ντι­κός στο­χα­σμός. Δεν μπο­ρεί να υπάρ­χει όριο και εξη­μέ­ρω­ση στον στο­χα­σμό, αυ­τό υπο­στη­ρί­ζουν, πώς αλ­λιώς θα οδη­γη­θεί ο στο­χα­σμός στις νέ­ες επι­κρά­τειες του πνεύ­μα­τος και του αν­θρώ­πι­νου, όσο σκο­τει­νή και αν εί­ναι η δια­δρο­μή που οδη­γεί εκεί. Ο στο­χα­σμός εί­ναι που οδη­γεί τον στο­χα­στή, τέ­τοια εί­ναι η πα­ρά­δο­ση και η ετε­ρο­νο­μία του στο­χα­στή ένα­ντι του στο­χα­σμού του. Ο στο­χα­σμός γί­νε­ται δαι­μο­νι­κός (για λί­γο ή για πο­λύ), υπερ­βαί­νει την πε­ριο­ρι­στι­κή διά­κρι­ση ανά­με­σα σε ορ­θο­λο­γι­σμό και ανορ­θο­λο­γι­σμό, δεν μπο­ρεί (ο στο­χα­σμός) να πε­ριο­ρι­στεί σε όσα προ­τάσ­σει το δια­φω­τι­στι­κό εγ­χεί­ρη­μα (αυ­τά φαί­νε­ται να υπο­στη­ρί­ζουν οι δύο στο­χα­στές), «Ο αυ­θε­ντι­κός στο­χα­στής δεν ζει με δί­χτυ ασφα­λεί­ας· πα­ρα­δί­δε­ται στην τα­ραγ­μέ­νη θά­λασ­σα της σκέ­ψης, έτοι­μος να πλη­ρώ­σει το τί­μη­μα. Αλ­λιώς ακυ­ρώ­νε­ται η ου­σία του στο­χα­σμού και της φι­λο­σο­φί­ας, που εί­ναι η χω­ρίς προ­ϋ­πο­θέ­σεις εκ­δί­πλω­ση ιδε­ών και σκέ­ψε­ων ως τα ακρό­τα­τα όριά τους, σκο­τει­νά έστω ή κιν­δυ­νώ­δη» (σελ. 31). Δια­φο­ρε­τι­κά, ο στο­χα­σμός αυ­το­λο­γο­κρί­νε­ται και αυ­το­πε­ριο­ρί­ζε­ται. 
Ωστό­σο, οι Σμιτ και Χάι­ντε­γκερ γνω­ρί­ζουν πο­λύ κα­λά, εί­ναι βα­σι­κή τους πε­ποί­θη­ση, ότι το κα­κό που προ­έρ­χε­ται μέ­σα από τον στο­χα­σμό εί­ναι στην ου­σία ένα ανα­γκαίο κα­κό για να εκ­διώ­ξει το κα­κό που υπάρ­χει ήδη. Μι­λούν για ελευ­θε­ρία του στο­χα­σμού και δεί­χνουν να πα­ρα­δί­δο­νται άνευ όρων σε αυ­τό που εί­ναι ο στο­χα­σμός ανα­γο­ρεύ­ο­ντάς τον σε μία με­τα­φυ­σι­κή πρώ­τη αρ­χή της οποί­ας όμως τα νή­μα­τα κι­νούν οι ίδιοι οι στο­χα­στές. Για­τί αν ο στο­χα­σμός ήταν μία ανε­ξάρ­τη­τη από τον στο­χα­στή οντό­τη­τα τό­τε τα ευ­ρή­μα­τα του στο­χα­σμού δεν θα ήταν στη δι­καιο­δο­σία του στο­χα­στή αλ­λά σε αυ­τή μί­ας άλ­λης αρ­χής. Εδώ λοι­πόν βλέ­που­με ότι οι δύο στο­χα­στές με­τα­θέ­τουν την ιδιο­κτη­σία του στο­χα­σμού στον ίδιο του τον εαυ­τό όταν εξω­θεί­ται ο ίδιος ο στο­χα­σμός σε σκο­τει­νές πε­ριο­χές της σκέ­ψης και των ιδε­ών. Αυ­τό που δεν ομο­λο­γούν οι Χάι­ντε­γκερ και Σμιτ εί­ναι ότι εξέ­θρε­ψαν ένα τέ­ρας και αυ­τό για­τί εί­χαν ανά­γκη όχι απλώς από ένα αντί­πα­λο δέ­ος, αλ­λά από έναν εξο­λο­θρευ­τή των τρο­πών της προ­ό­δου, της νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας, της τε­χνο­λο­γί­ας. Δαι­μο­νο­ποιούν, αυ­τό κά­νουν οι Χάι­ντε­γκερ και Σμιτ. Και τό­τε, τι μπο­ρεί να αντι­πα­ρα­τά­ξει κά­ποιος στους δαί­μο­νες πα­ρά κά­τι ακό­μα πιο επι­κίν­δυ­νο και δαι­μο­νι­κό; Όμως εδώ τί­θε­ται ένα άλ­λο ερώ­τη­μα. Δαι­μο­νι­κός εί­ναι ο στο­χα­σμός ή οι χρή­σεις και οι ερ­μη­νεί­ες του;
Οι ιδέ­ες έχουν τη δι­κή τους πο­ρεία, ο στο­χα­στής παύ­ει να έχει τον οποιο­δή­πο­τε έλεγ­χο πά­νω στις ιδέ­ες του από ένα ση­μείο και με­τά (ναι ή όχι;). Αυ­τές οι ιδέ­ες μπο­ρούν να αλ­λοιω­θούν, να τρο­πο­ποι­η­θούν ως προς το πε­ριε­χό­με­νο, να με­ταλ­λα­χθούν, να γί­νουν κά­τι άλ­λο. Αλ­λά σε αυ­τό το γε­γο­νός της κί­νη­σης και της δια­μόρ­φω­σης της ιδέ­ας, δεν μπο­ρού­με να μι­λή­σου­με για μία πι­θα­νή εστία ευ­θύ­νης του ίδιου του στο­χα­στή; Με άλ­λα λό­για, θα ήταν ίσως ανό­η­το για αυ­τόν που πα­ρά­γει ιδέ­ες να αγνο­εί αυ­τό που εί­ναι η ιδέα: πό­σο ευά­λω­τη, πό­σο εύ­πλα­στη, πό­σο επι­κίν­δυ­νη τε­λι­κά μπο­ρεί να γί­νει. Αλ­λά εδώ ακρι­βώς εί­ναι ένα λε­πτό ση­μείο. Η αμ­φι­ση­μία των δια­τυ­πώ­σε­ων. Ο στο­χα­στής κα­λύ­πτε­ται την ίδια στιγ­μή που προ­ω­θεί. Ο στο­χα­στής πι­στεύ­ει στην ανε­ξάρ­τη­τη και ελεύ­θε­ρη μοί­ρα της ιδέ­ας, κά­τι που εί­ναι ψέ­μα τε­λι­κά όταν υπάρ­χει προ­σω­πι­κή εμπλο­κή του στο­χα­στή στην κα­τά­στα­ση πραγ­μά­των (όπως συ­νέ­βη στην πε­ρί­πτω­ση του Χάι­ντε­γκερ και του Σμιτ). Η ιδέα τε­λι­κά δεν εί­ναι ελεύ­θε­ρη να κι­νη­θεί όπως θέ­λει, έχει υπάρ­ξει ο στο­χα­στής, που θέ­λη­σε να τη θέ­σει σε μία συ­γκε­κρι­μέ­νη τρο­χιά. Αλ­λά και αυ­τή η ιδέα δεν εί­ναι ανε­ξάρ­τη­τη από τον στο­χα­σμό και αυ­τή η εξάρ­τη­ση από τον στο­χα­στή συμ­βαί­νει με τρό­πους που δεν ομο­λο­γεί ή δεν μπο­ρεί να ομο­λο­γή­σει ο ίδιος ο στο­χα­στής στον εαυ­τό του. Στην εξαι­ρε­τι­κή ανά­λυ­σή του ο Σι­νιό­σο­γλου θί­γει πο­λύ εύ­στο­χα και απο­κα­λυ­πτι­κά αυ­τό το ση­μείο: «Μο­λο­νό­τι δη­λώ­νει χρι­στια­νός, ο Σμιτ μάλ­λον ασπά­ζε­ται –όπως ο Χάι­ντε­γκερ– έναν πο­λι­τι­κό γνω­στι­κι­σμό. Δη­λα­δή θε­ω­ρεί πως οι εδραιω­μέ­νες φι­λε­λεύ­θε­ρες, νε­ω­τε­ρι­κές και αστι­κές αξί­ες εί­ναι πα­ραι­σθη­τι­κές» (σελ. 62). Αλ­λά επί­σης θί­γει και το γε­γο­νός (στην ανά­λυ­σή του για τον Σμιτ) ότι ο στο­χα­σμός δεν μπο­ρεί να εί­ναι ανε­ξάρ­τη­τος από τον χώ­ρο και τον χρό­νο για­τί ακρι­βώς χρη­σι­μο­ποιεί συ­γκε­κρι­μέ­να δε­δο­μέ­να χώ­ρου και χρό­νου (αυ­τά της επο­χής του). Η αφαί­ρε­ση που υπάρ­χει στον στο­χα­σμό δεν ση­μαί­νει απα­ραί­τη­τα και ου­δε­τε­ρο­ποί­η­ση του στο­χα­σμού. Ο στο­χα­σμός εί­ναι επι­θε­τι­κός και αυ­τό για­τί ο ίδιος ο στο­χα­στής βλέ­πει εχθρούς. 
Ο στο­χα­σμός εί­ναι επι­θε­τι­κός όταν βλέ­πει εχθρούς, αρ­κεί και μό­νο να ανα­λο­γι­στεί κά­ποιος πό­τε υπάρ­χει στο­χα­σμός (αυ­τός ο εχθρός μπο­ρεί να εί­ναι και ο ίδιος ο εαυ­τός μας). Ανα­λύ­ο­ντας για πα­ρά­δειγ­μα ο Σι­νιό­σο­γλου τις συμ­βά­σεις στις οποί­ες θε­με­λιώ­νει τον στο­χα­σμό του ο Σμιτ γί­νε­ται εμ­φα­νές ότι εχθρός του Σμιτ εί­ναι ολό­κλη­ρο το δια­φω­τι­στι­κό εγ­χεί­ρη­μα. Αλ­λά έχει εν­δια­φέ­ρον ότι ο Σμιτ εμ­φα­νί­ζε­ται (μέ­σα από το ημε­ρο­λό­γιό του) να θέ­τει το ερώ­τη­μα σχε­τι­κά με το εγώ: «ποιος εί­σαι;» (σελ. 48). Και ωστό­σο, αυ­τό το ερώ­τη­μα δεν τί­θε­ται με σκο­πό να υπάρ­ξει μία δια­σα­φή­νι­ση της φύ­σης του στο­χα­στή και κα­τά προ­έ­κτα­ση του γο­νι­διώ­μα­τος των ιδε­ών του. Το ερώ­τη­μα τί­θε­ται με σκο­πό να εμ­φα­νι­στεί ο ίδιος ο στο­χα­στής ως μάρ­τυ­ρας και αγω­νι­στής ιδε­ών για τις οποί­ες έμει­νε πι­στός και υπέ­μει­νε. Και σε αυ­τό το ση­μείο, μπο­ρεί να τε­θεί άλ­λο ένα ερώ­τη­μα επί­σης: Ποια ακρι­βώς ήταν η συ­ντρι­βή των ιδε­ών; Μι­λά­με για τις ίδιες πά­ντα ιδέ­ες; Αν τε­λι­κά ο στο­χα­σμός έχει την από­λυ­τη ελευ­θε­ρία να κι­νεί­ται όπως θέ­λει, τό­τε οφεί­λει να δε­χθεί ότι θα κρι­θεί για τις συ­γκλί­σεις του και τις απο­κλί­σεις του, τη συ­νά­φεια αλ­λά και την ξε­νό­τη­τά του ως προς τα πράγ­μα­τα και τα πρό­σω­πα. Θα κρι­θεί κυ­ρί­ως για τις (ιστο­ρι­κές) εν­σαρ­κώ­σεις του. Ανα­φέ­ρει εν­δει­κτι­κά ο Σι­νιό­σο­γλου ότι και ο Πλά­τω­νας των ύστε­ρων έρ­γων «πά­σχι­σε να δια­χω­ρί­σει τον τύ­ραν­νο από τον όντως πο­λι­τι­κό άντρα» (σελ. 64). 
Το στοι­χείο του δια­χω­ρι­σμού που επε­δί­ω­ξε ο Πλά­τω­νας εί­ναι ου­σια­στι­κά ένα ζή­τη­μα κρι­τη­ρί­ων. Από ποιον θα προ­κύ­ψουν όμως αυ­τά τα κρι­τή­ρια; Ποιος θα τα δια­τυ­πώ­σει; Μπο­ρεί να ρω­τή­σει κά­ποιος τι ανή­κει στη δο­μή της σκέ­ψης και τι όχι. Αλ­λά μπο­ρεί να θέ­σει και ακό­μα πιο προ­κλη­τι­κά το ερώ­τη­μα: εί­ναι δυ­να­τός ο δια­χω­ρι­σμός ανά­με­σα σε αυ­τό που ανή­κει στη δο­μή της σκέ­ψης και σε αυ­τό που δεν ανή­κει; Εί­ναι ένα ερώ­τη­μα όχι τό­σο δο­μι­κής υφής όσο χρο­νι­κής. Για­τί αν υπο­τε­θεί ότι τα κρι­τή­ρια θε­σπί­ζο­νται σε έναν δεύ­τε­ρο χρό­νο τό­τε κα­νείς δεν απο­κλεί­ει ή δεν μπο­ρεί να απο­τρέ­ψει την υπό­θε­ση ότι αυ­τά τα κρι­τή­ρια εί­ναι προ­ϊ­όν της ίδιας σκέ­ψης, του ίδιου μορ­φώ­μα­τος σκέ­ψης. Στις Μαύ­ρες Δια­θή­κες ωστό­σο, εί­ναι τέ­τοια η φύ­ση αυ­τών των κει­μέ­νων άλ­λω­στε, δεν θα πε­ρί­με­νε κά­ποιος να βρει μία ανα­θε­ώ­ρη­ση της σκέ­ψης αλ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρο μία απο­λο­γία που έχει τον χα­ρα­κτή­ρα της υπε­ρά­σπι­σης του ίδιου του στο­χα­στή και του στο­χα­σμού του. Πα­ρ’ όλα αυ­τά, ο Σι­νιό­σο­γλου κα­τα­φέρ­νει με την ανά­λυ­σή του να ανα­δεί­ξει τα τυ­φλά ση­μεία αυ­τών των ημε­ρο­λο­γί­ων. Η συμ­βο­λή του μπο­ρεί να εντο­πι­στεί πε­ρισ­σό­τε­ρο στον τρό­πο με τον οποίο διαυ­γά­ζει το πώς θα έπρε­πε να δου­λεύ­ε­ται το μόρ­φω­μα μιας σκέ­ψης πα­ρά στην κα­τα­δί­κη των δύο στο­χα­στών (κά­τι το οποίο θα ήταν πο­λύ πιο απλό και ανέ­ξο­δο, δύο στο­χα­στές βρί­σκο­νται στην πλευ­ρά των ητ­τη­μέ­νων, κρί­θη­καν και τους επι­βλή­θη­καν ποι­νές κα­τά τη διάρ­κεια της ζω­ής τους).

Η ιδέα τελικά δεν είναι ελεύθερη να κινηθεί όπως θέλει, έχει υπάρξει ο στοχαστής, που θέλησε να τη θέσει σε μία συγκεκριμένη τροχιά.

Το στοι­χείο της με­τα­μόρ­φω­σης πο­τέ δεν θα μπο­ρού­σε να λά­βει πιο απει­λη­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα όσο στο πε­δίο της πο­λι­τι­κής. Η εξου­σία με­τα­μορ­φώ­νει, τυ­φλώ­νει. Ή μή­πως ήταν πά­ντα το ίδιο απει­λη­τι­κή η εξου­σία και απλώς όταν της δό­θη­κε η δυ­να­τό­τη­τα φα­νέ­ρω­σε το πραγ­μα­τι­κό της πρό­σω­πο; «Η αλ­λό­κο­τη σύμ­πτω­ση ιδε­ών και ιστο­ρι­κών γε­γο­νό­των» για την οποία μι­λά­ει ο Σι­νιό­σο­γλου δεν εί­ναι κά­τι που θα μπο­ρού­σε να απο­τρα­πεί μέ­σα από τον τρό­πο που εί­ναι δο­μη­μέ­νες ιδέ­ες (σελ. 65); Ο Σι­νιό­σο­γλου θί­γει επί­σης, πο­λύ εύ­στο­χα, το στοι­χείο της συμ­βα­τό­τη­τας. Το ομο­λο­γούν εξάλ­λου ο Σμιτ και ο Χάι­ντε­γκερ ότι υπήρ­ξαν υπο­στη­ρι­κτές ενός εθνι­κο­σο­σια­λι­σμού έστω και αν αυ­τός δεν ήταν ίδιος με αυ­τόν του Χί­τλερ. Επί­σης, το μόρ­φω­μα της σκέ­ψης δεν εί­ναι χω­ρίς επιρ­ρο­ές. Ο Zoζέφ ντε Μαι­στρ στον Σμιτ, ο Χέλ­ντερ­λιν στον Χάι­ντε­γκερ. Ένα πο­λύ εν­δια­φέ­ρον στοι­χείο που ανα­δει­κνύ­ει επί­σης ο Σι­νιό­σο­γλου εί­ναι αυ­τό της χρο­νι­κό­τη­τας σε ό,τι έχει να κά­νει με την εκ­πλή­ρω­ση ενός στο­χα­σμού. Τό­σο ο Σμιτ όσο και ο Χάι­ντε­γκερ επι­μέ­νουν στην από­φα­ση ως εκ­δή­λω­ση ισχύ­ος, απε­χθά­νο­νται την ανα­βο­λή ή την πα­ρά­τα­ση. Πι­στεύ­ουν ότι πο­τέ δεν θα υπάρ­ξει αυ­τή η μεσ­σια­νι­κή στιγ­μή για την οποία αξί­ζει να υπάρ­χει ανα­μο­νή. Επο­μέ­νως, μπαί­νουν σε μια λο­γι­κή πρό­κλη­σης των γε­γο­νό­των, πρό­κλη­σης της ίδιας της ιστο­ρί­ας. Και ωστό­σο, όταν έρ­χε­ται η ώρα τε­λι­κά να κρι­θούν ο Σμιτ και ο Χάι­ντε­γκερ, ζη­τούν χρό­νο, ζη­τούν ανα­μο­νή. Τα ημε­ρο­λό­για τους θα εκ­δο­θούν post-mortem για­τί έτσι το ζή­τη­σαν, οι από­ψεις τους θα δι­καιω­θούν σε βά­θος χρό­νου. Ο Χάι­ντε­γκερ για πα­ρά­δειγ­μα θε­ω­ρεί ότι ο κό­σμος εί­ναι δί­χως ιστο­ρία και ότι το νω­ρί­τε­ρο που θα πρέ­πει να πε­ρι­μέ­νου­με για την επα­νέ­ναρ­ξη της αυ­θε­ντι­κής ιστο­ρί­ας εί­ναι γύ­ρω στα 2300. Πα­ρ’ όλα αυ­τά, αυ­τό που θε­ω­ρεί τε­λι­κά ως σφάλ­μα του εί­ναι η «βια­σύ­νη» της σκέ­ψης του το 1933 και όχι η στή­ρι­ξη που πα­ρεί­χε στους Να­ζί.

Το στοι­χείο της με­τα­μόρ­φω­σης το συ­να­ντού­με και με έναν άλ­λο τρό­πο, λι­γό­τε­ρο απει­λη­τι­κό ίσως. Οι δύο στο­χα­στές ανα­με­τρού­νται με άλ­λους στο­χα­στές, ανα­ζη­τούν εκλε­κτι­κές συγ­γέ­νειες, ανα­ζη­τούν δρό­μους ήδη δια­μορ­φω­μέ­νους για να κα­λύ­ψουν μια από­στα­ση που πα­ρα­μέ­νει άγνω­στη, για να βρουν διε­ξό­δους μέ­σα στα αδιέ­ξο­δα. Η σκέ­ψη γί­νε­ται αυ­τό ή εκεί­νο ανά­λο­γα με τη φύ­ση του προ­βλή­μα­τος που έχει μπρο­στά της. Το ίδιο και ο φο­ρέ­ας της. Ο Σμιτ για πα­ρά­δειγ­μα θα ανα­κα­λύ­ψει εκλε­κτι­κές συγ­γέ­νειες με τον Μαξ Στίρ­νερ σε μια προ­σπά­θεια να δια­σώ­σει ένα εγώ το οποίο κα­τη­γο­ρεί­ται για τις ιδέ­ες του. Αρ­γό­τε­ρα, θα κα­τα­φύ­γει στον Κάφ­κα και θα ταυ­τι­στεί με τον Γιό­σεφ Κ. της Δί­κης. Ο τρό­πος με τον οποί­ον ανα­ζη­τούν προ­σω­πεία οι δύο στο­χα­στές εί­ναι ίδιος με τον τρό­πο με τον οποί­ον επε­δί­ω­ξε την κί­νη­σή του το Τρί­το Ράιχ. Και τέ­τοια εί­ναι η με­γα­λο­μα­νία του Χάι­ντε­γκερ ο οποί­ος θέ­λη­σε να αντι­με­τω­πί­σει τους Να­ζί ως τους «χρή­σι­μους ηλί­θιους» για την αναγ­γε­λία του «τέ­λους της με­τα­φυ­σι­κής» χω­ρίς να σκε­φτεί πο­τέ ίσως ότι με τον ίδιο τρό­πο μπο­ρεί να τον εί­δαν και οι Να­ζί (ως έναν χρή­σι­μο ηλί­θιο). 
Ο Χάι­ντε­γκερ δυ­σφο­ρεί με τους αν­θρώ­πους. Ανα­κα­λύ­πτει ένα άλ­λο επί­πε­δο ανα­φο­ράς για το αν­θρώ­πι­νο και το ονο­μά­ζει Dasein. Στην πο­ρεία, παύ­ει να τον απα­σχο­λεί η ανα­ζή­τη­ση μί­ας άλ­λης ανα­φο­ράς για το αν­θρώ­πι­νο. Τον εν­δια­φέ­ρει πλέ­ον η εύ­ρε­ση μί­ας άλ­λης ανα­φο­ράς για την κοι­νό­τη­τα και τον λαό. Ο Χάι­ντε­γκερ θε­ω­ρεί ότι εξε­λίσ­σει τον στο­χα­σμό του μέ­σα από στην κα­τά­δυ­ση στην αρ­χι­τε­κτο­νι­κή των λέ­ξε­ων και των ση­μα­σιών που λη­σμο­νή­θη­καν. Θε­ω­ρεί ότι υπάρ­χει ένας πλού­τος νοη­μά­των στο εσω­τε­ρι­κό λέ­ξε­ων και εν­νοιών αλ­λά όχι στις λέ­ξεις και στις έν­νοιες της οποια­δή­πο­τε γλώσ­σας, μό­νο της ελ­λη­νι­κής. Το πρό­βλη­μα με τον Χάι­ντε­γκερ μπο­ρεί να κα­τα­νοη­θεί πο­λύ πιο εύ­κο­λα αν προ­σεγ­γι­στεί αντα­να­κλα­στι­κά. Θε­ω­ρεί ότι ο κό­σμος εί­ναι προ­ϊ­όν μί­ας αρ­χι­τε­κτο­νι­κής αρ­χής που χρη­σι­μο­ποιεί ως υλι­κά της τις λά­θος ση­μα­σί­ες. Η ίδια αρ­χή οφεί­λε­ται για την πα­ρα­γω­γή ει­κό­νων, τρό­πων ζω­ής, αντι­λή­ψε­ων που σε συν­δυα­σμό με­τα­ξύ τους έχουν συμ­βάλ­λει στην κα­τα­σκευή ενός κε­λύ­φους τό­σο συ­μπα­γούς που δεν αφή­νει το πα­ρα­μι­κρό πε­ρι­θώ­ριο διε­ρώ­τη­σης για το πε­ριε­χό­με­νο που μπο­ρεί να απο­κρύ­πτει. Με ακρι­βώς ίδιο τρό­πο αντι­με­τω­πί­ζει ο Χάι­ντε­γκερ τις λέ­ξεις και τις έν­νοιες. Κα­τα­σκευα­στι­κά. Και μπαί­νει σε μία δια­δι­κα­σία απο­δό­μη­σης προ­κει­μέ­νου να ανα­σύ­ρει χα­μέ­νες και λη­σμο­νη­μέ­νες ση­μα­σί­ες. Θε­ω­ρεί ότι όλα έχουν προ­σβλη­θεί από αυ­τό που απο­κα­λεί με­τα­φυ­σι­κή, όλη η ιστο­ρία της φι­λο­σο­φί­ας δη­λα­δή από τον Πλά­τω­να και με­τά. Μέ­σα σε αυ­τό το διά­γραμ­μα που εί­ναι η ιστο­ρία της φι­λο­σο­φί­ας ο Χάι­ντε­γκερ προ­σπα­θεί να δια­νοί­ξει «ένα μο­νο­πά­τι της σκέ­ψης που θε­ω­ρεί απά­τη­το, δη­λα­δή ρι­ζι­κά απο­λύ­τως και δια­φο­ρε­τι­κό» (σελ. 108). 
Οι αρ­χι­τε­κτο­νι­κές του Χάι­ντε­γκερ όσο γοη­τευ­τι­κές και αν δεί­χνουν κά­ποιες φο­ρές (σα­γη­νεύ­ει ο στο­χα­σμός του όσο και αν απω­θεί) έχουν μια με­γά­λη αυ­θαι­ρε­σία (τόλ­μη θα έλε­γε ο ίδιος). Το μό­νο στή­ριγ­μά του τε­λι­κά απο­τε­λεί ο Χέλ­ντερ­λιν, τον βλέ­πει ως προ­φή­τη ο Χάι­ντε­γκερ για­τί προ­φή­τη θε­ω­ρεί και τον ίδιο τον εαυ­τό του. Ωστό­σο, αυ­τή η συγ­γέ­νεια με τον Χέλ­ντερ­λιν που αι­σθά­νε­ται ο Χάι­ντε­γκερ τον τυ­φλώ­νει. Για­τί πώς αλ­λιώς να εξη­γη­θεί αυ­τή η αυ­θαι­ρε­σία της με­τά­θε­σης από τον ποι­η­τι­κό χώ­ρο του Χέλ­ντερ­λιν στον φι­λο­σο­φι­κό του Χάι­ντε­γκερ; Ο Σι­νιό­σο­γλου επι­ση­μαί­νει πο­λύ εύ­στο­χα το πρό­βλη­μα: «Να, όμως, που εκτός ποι­η­τι­κού χώ­ρου τα ορά­μα­τα γί­νο­νται γρο­τέ­σκα, κι ο Χάι­ντε­γκερ των Τε­τρα­δί­ων απο­κτά προ­ο­δευ­τι­κά πε­ρισ­σό­τε­ρα κοι­νά με τον Χί­τλερ πα­ρά με τον ρο­μα­ντι­κό ποι­η­τή. Πράγ­μα­τι, στα 1933 το πέ­ρα­σμα από τη φι­λο­σο­φι­κή φα­ντα­σί­ω­ση στην πρά­ξη έρ­χε­ται με την ανεν­δοί­α­στη συ­μπα­ρά­τα­ξη με τους να­ζί» (σελ. 123). Το άλ­λο με­γά­λο πα­ρά­δο­ξο της αρ­χι­τε­κτο­νι­κής του Χάι­ντε­γκερ εί­ναι η μη κα­θα­ρό­τη­τα της πρά­ξης πα­ρά το γε­γο­νός ότι ο Χάι­ντε­γκερ μας μι­λά­ει για αυ­θε­ντι­κό­τη­τα, αρ­χέ­γο­νες αξί­ες, πα­ρά το γε­γο­νός ότι αντι­στρα­τεύ­ε­ται οτι­δή­πο­τε έχει τον σπό­ρο ή την όψη της ερ­γα­λειο­ποί­η­σης και της χρη­σι­μο­θη­ρί­ας. Ο Χάι­ντε­γκερ έχει ως πρό­τυ­πο τον αρ­χαίο ελ­λη­νι­κό ναό: ανα­λο­γί­ες, αρ­μο­νί­ες, συμ­με­τρία. Με μία λέ­ξη: κα­θα­ρό­τη­τα. Που­θε­νά στον στο­χα­σμό του όμως, που­θε­νά στη φι­λο­σο­φία του δεν δια­τυ­πώ­νε­ται ευ­θέ­ως η κυ­νι­κή προ­σέγ­γι­ση της ιδέ­ας ενός πο­λι­τι­κού ξε­νι­στή, της ιδέ­ας του στο­χα­σμού ως πα­ρά­σι­του στο εσω­τε­ρι­κό ενός μορ­φώ­μα­τος εξου­σί­ας με το οποίο δια­φω­νεί ο στο­χα­στής. Τα Τε­τρά­δια απο­κα­λύ­πτουν τη συ­νο­λι­κή σύλ­λη­ψη του Χάι­ντε­γκερ, την ιδέα μί­ας πα­ρα­σι­τι­κής αρ­χι­τε­κτο­νι­κής: ο Χάι­ντε­γκερ και ο στο­χα­σμός του ως πα­ρά­σι­το στον ξε­νι­στή, που εί­ναι οι Να­ζί. Οι Να­ζί και ο Χάι­ντε­γκερ και ο στο­χα­σμός τους ως πα­ρά­σι­τα στον ξε­νι­στή, που εί­ναι η Ευ­ρώ­πη (τη νε­ω­τε­ρι­κή Ευ­ρώ­πη, η οποία πρέ­πει να κα­τα­στρα­φεί για­τί δυ­να­στεύ­ει την αλη­θι­νή Εσπε­ρία). Την πο­νη­ριά του Χάι­ντε­γκερ, την «ύπου­λη ευ­φυ­ΐα του» συ­νο­ψί­ζει ο Σι­νιό­σο­γλου: «Ο Χάι­ντε­γκερ εί­ναι ένας λα­θρε­πι­βά­της του να­ζι­σμού, που έχει την απαί­τη­ση να ορί­ζει κιό­λας την πο­ρεία του πλοί­ου» (σελ. 134). Αλ­λά και: «γνω­ρί­ζει (ο Χάι­ντε­γκερ) πως εκού­σα άκου­σα η ευ­ρω­παϊ­κή φι­λο­σο­φία προ­σφέ­ρει ευ­και­ρί­ες για δια­νοη­τι­κό πα­ρα­σι­τι­σμό και τυ­χο­διω­κτι­σμό κά­θε λο­γής» (σελ. 151).
Όπως στην ανά­λυ­ση για τον Σμιτ στο πρώ­το μέ­ρος του βι­βλί­ου έτσι και στο δεύ­τε­ρο, που εί­ναι αφιε­ρω­μέ­νο στον Χάι­ντε­γκερ, συ­να­ντού­με το ζή­τη­μα των δια­γνω­στι­κών μέ­σων (κρι­τή­ρια, ερ­γα­λεία) σε σχέ­ση με το πε­ριε­χό­με­νο και την επί­δρα­ση απο­φά­σε­ων που φαί­νε­ται να θε­με­λιώ­νο­νται στο σώ­μα ενός στο­χα­σμού. Δια­βά­ζου­με στο πρώ­το μέ­ρος: «Πράγ­μα­τι, ιδέ­ες και θε­ω­ρί­ες ασκούν επί­δρα­ση στην πο­λι­τι­κή. Όμως εί­ναι δύ­σκο­λο να τις θε­ω­ρή­σει κα­νείς αναμ­φι­βό­λως υπαί­τιες για συ­γκε­κρι­μέ­νες πο­λι­τι­κές απο­φά­σεις. Αυ­τός εί­ναι ο λό­γος που, ενώ υπάρ­χουν σα­φή κρι­τή­ρια για την από­δο­ση ποι­νι­κών ευ­θυ­νών, δεν φαί­νε­ται να υπάρ­χουν νο­μι­κά ερ­γα­λεία ακρι­βεί­ας για το φι­λο­σο­φι­κό ζή­τη­μα της ηθι­κής ευ­θύ­νης των δια­νοη­τών» (σελ. 43). Στο δεύ­τε­ρο μέ­ρος, ο Σι­νιό­σο­γλου επι­ση­μαί­νει, και δεί­χνει να υπο­νο­εί, ότι η ευ­θύ­νη πα­ρα­μέ­νει τε­λι­κά με­τέ­ω­ρη. Για­τί ενώ δεν υπάρ­χουν νο­μι­κά ερ­γα­λεία για την από­δο­ση ευ­θύ­νης στους δια­νοη­τές, την ίδια στιγ­μή οι ίδιοι οι δια­νοη­τές, στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση ο Χάι­ντε­γκερ, δεν με­ρι­μνούν ώστε να απο­σα­φη­νι­στεί το πε­ριε­χό­με­νο και η επί­δρα­ση που θα έχει μία από­φα­ση. Αντί­θε­τα, ο φι­λο­σο­φι­κός λό­γος του Χάι­ντε­γκερ έχει μια υπερ­βο­λή ρη­το­ρι­κής υφής, δεν δεί­χνει να τον δε­σμεύ­ει τί­πο­τα, απευ­θύ­νε­ται πα­ντού, σε όλους, δια­τρέ­χει όλη την ιστο­ρία. Μας μι­λά­ει ο Χάι­ντε­γκερ για αυ­θε­ντι­κό­τη­τα, μας λέ­ει ότι: «Η μό­νη πραγ­μα­τι­κή από­φα­ση εί­ναι αυ­τή ανά­με­σα στην ανα­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα που ανήλ­θε στην εξου­σία μέ­σω του μη­χα­νά­σθαι και την ετοι­μό­τη­τα για από­φα­ση» (σελ. 139) για να συ­μπλη­ρώ­σει και να ανα­ρω­τη­θεί ο Σι­νιό­σο­γλου: «Η αυ­θε­ντι­κό­τη­τα εί­ναι επο­μέ­νως υπό­θε­ση μιας “από­φα­σης” που από-φά­σκει, δη­λα­δή απο­κλεί­ει και ξε­χω­ρί­ζει. Όμως τι δια­γνω­στι­κά κρι­τή­ρια έχου­με για τέ­τοιες απο­φά­σεις και ποιο το πε­ριε­χό­με­νό τους;» (σελ. 139).

Στο τρί­το μέ­ρος του βι­βλί­ου ο Σι­νιό­σο­γλου θέ­τει το πε­ρί­γραμ­μα του δι­κού του στο­χα­σμού σε μία εξαι­ρε­τι­κής και πο­λυ­διά­στα­της υφής σχέ­ση με τον Χάι­ντε­γκερ. Η ανοι­κεί­ω­ση ήδη από τον τί­τλο: «Ο Χάι­ντε­γκερ στη Σι­γκα­πού­ρη». In Limbo επί­σης. Οι δια­δρο­μές του Σι­νιό­σο­γλου στην πό­λη της Σι­γκα­πού­ρης με­τα­τρέ­πο­νται σε στο­χα­στι­κές δια­δρο­μές που οδη­γούν στα όριά τους τις θέ­σεις του Χάι­ντε­γκερ για τον στο­χα­σμό. Για­τί εκτός από τον πα­ρα­σι­τι­σμό στο σώ­μα της ευ­ρω­παϊ­κής φι­λο­σο­φί­ας, υπάρ­χει και ένα άλ­λο ζή­τη­μα με τον Χάι­ντε­γκερ (το οποίο δεν θα μας απα­σχο­λού­σε τό­σο εάν δεν υπήρ­χε η ενερ­γή συμ­με­το­χή του στην πο­λι­τι­κή και η προ­σπά­θειά του να δώ­σει υπό­στα­ση στη φι­λο­σο­φία του και να τη δι­καιώ­σει με αθέ­μι­τα μέ­σα) το οποίο μπο­ρεί να συ­νο­ψι­στεί στο αντι­θε­τι­κό ζεύ­γος αφαί­ρε­σης και ελευ­θε­ρί­ας. Αφαι­ρεί ο Χάι­ντε­γκερ τα υλι­κά συμ­φρα­ζό­με­να για να πε­ρι­η­γη­θεί ο στο­χα­σμός του ελεύ­θε­ρος, ανε­μπό­δι­στος. Αλ­λά τι γί­νε­ται όταν τα πα­ρά­γω­γα αυ­τού του στο­χα­σμού θε­λή­σουν την πραγ­μά­τω­σή τους; Πώς να υπάρ­ξει αντι­στοι­χία ανά­με­σα σε αυ­τόν τον νοη­τι­κό χώ­ρο όπου κι­νεί­ται ο στο­χα­σμός και τον πραγ­μα­τι­κό, δο­μη­μέ­νο χώ­ρο; Αυ­τή ακρι­βώς την αντί­φα­ση έρ­χε­ται να ανα­δεί­ξει ο Σι­νιό­σο­γλου. Θέ­τει τις στο­χα­στι­κές δια­δρο­μές του Χάι­ντε­γκερ όχι στο κε­νό, στο απά­τη­το, αλ­λά στο εσω­τε­ρι­κό ενός αστι­κού χά­ους, στο εσω­τε­ρι­κό ενός πρω­τό­γνω­ρου κό­σμου, τό­σο δια­φο­ρε­τι­κού από αυ­τόν της δυ­τι­κής Ευ­ρώ­πης. Θέ­τει αντί­πα­λό του τον Χάι­ντε­γκερ χρη­σι­μο­ποιώ­ντας το σχή­μα αντι­πα­λό­τη­τας που θέ­τει ο Χάι­ντε­γκερ: «Πες μου ποιον στο­χα­στή έχεις επι­λέ­ξει ως αντί­πα­λό σου και με ποιον τρό­πο, κι εγώ θα σου πω πό­σο βα­θιά έχεις μπει στην εν­δο­χώ­ρα του στο­χα­σμού» (σελ.  160).
Ο Χάι­ντε­γκερ ξε­σπά ενα­ντί­ον της νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας. Αλ­λά τι θα πει νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα; Για τον Χάι­ντε­γκερ, «νε­ω­τε­ρι­κός εί­ναι ο τρό­πος ύπαρ­ξης που ορί­ζε­ται από την εφή­με­ρη, χρη­στι­κή, ερ­γα­λεια­κή σχέ­ση με τα πράγ­μα­τα και τον κό­σμο […] μια πα­ρα­τε­τα­μέ­νη εμπει­ρία κα­τα­κερ­μα­τι­σμού του κό­σμου» (σελ. 162). Για τον Σι­νιό­σο­γλου η νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα συ­νο­ψί­ζε­ται σε μία λέ­ξη: Θραυ­σμός. Και η νε­ω­τε­ρι­κή επο­χή εί­ναι, σύμ­φω­να με τον συγ­γρα­φέα, «ένα παζλ που σκορ­πί­ζει θραύ­σμα­τα ενό­σω θραύ­ε­ται το ίδιο. Η νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα εί­ναι θραυ­στή­ρια και συ­νά­μα συλ­λο­γή θραυ­σμά­των» (σελ. 163). Στη θέ­ση του Dasein, αυ­τής της προ­νο­μια­κής υπό­στα­σης θέ­α­σης του Εί­ναι, ο Σι­νιό­σο­γλου θέ­τει (αντι­πα­ρα­θέ­τει) τον flâneur (σε μια ιδιό­τυ­πη συ­νο­μι­λία με τον Χάι­ντε­γκερ πά­ντα κα­θώς ο ίδιος ο Χάι­ντε­γκερ το­πο­θε­τεί την έν­νοια της πε­ρι­πλά­νη­σης στον πυ­ρή­να του Dasein, όχι όμως με την έν­νοια της αστι­κής πε­ρι­πλά­νη­σης, που εί­ναι ο flâneur). Στη δυ­να­τό­τη­τα προ­σα­να­το­λι­σμού που προσ­δί­δει ο Χάι­ντε­γκερ στο Dasein, ο Σι­νιό­σο­γλου θέ­τει (αντι­πα­ρα­θέ­τει) την ικα­νό­τη­τα του flâneur να με­τα­το­πί­ζε­ται βή­μα βή­μα χω­ρίς έναν προ­ο­ρι­σμό, να συλ­λέ­γει θραύ­σμα­τα (τα οποία γί­νο­νται κά­το­πτρα και οπτι­κές γω­νί­ες θέ­α­σης), να δια­βά­ζει (γλώσ­σες κρυ­πτο­γρα­φη­μέ­νες από τον χρό­νο και τη δια­λε­κτι­κή της αστι­κής ύλης). Στο αφη­ρη­μέ­νο του Χάι­ντε­γκερ ο Σι­νιό­σο­γλου θέ­τει το συ­γκε­κρι­μέ­νο. Στο ιδε­ώ­δες του ανε­μπό­δι­στου της πε­ρι­πλά­νη­σης ο Σι­νιό­σο­γλου θέ­τει το συ­νε­χές εμπό­διο που υπάρ­χει στην πε­ρι­πλά­νη­σή του στη Σι­γκα­πού­ρη. Ο Σι­νιό­σο­γλου αλ­λη­λε­πι­δρά με αστι­κά νή­μα­τα, μπλέ­κε­ται σε αυ­τά, ανα­ζη­τά διέ­ξο­δο στο μυ­στι­κό της γλώσ­σας («η γλώσ­σα εί­ναι κα­τά­λυ­μα», σελ.  181) αλ­λά και στο ανα­πά­ντε­χο του δια­λό­γου («πιά­νω κου­βέ­ντα με τη νε­α­ρή Ιν­δο­νή­σια που κά­θε­ται δί­πλα μου», σελ. 169). Στο αδιέ­ξο­δο ξε­προ­βάλ­λουν οι άν­θρω­ποι μέ­χρι να χα­θούν και πά­λι: «κα­τά και­ρούς ξε­μέ­νω από αν­θρώ­πους», σελ. 155. 
Στην απέ­χθεια του Χάι­ντε­γκερ για τον νε­ω­τε­ρι­κό κό­σμο ο Σι­νιό­σο­γλου αντι­πα­ρα­βάλ­λει την έν­νοια της αγά­πης. Ο συγ­γρα­φέ­ας δεν ηθι­κο­λο­γεί, δεν επι­διώ­κει την κα­τά­φα­ση του αρ­νη­τι­κού αλ­λά τη δυ­να­τό­τη­τα ενός στο­χα­σμού που θα εστιά­ζει σε αυ­τό που υπάρ­χει και όχι σε αυ­τό που θα έρ­θει να αντι­κα­τα­στή­σει αυ­τό που υπάρ­χει. Και αυ­τό που υπάρ­χει, όσο πα­ρά­δο­ξο και αν φαί­νε­ται, μπο­ρεί να εί­ναι πο­λύ μα­κρι­νό – εί­τε γε­ω­γρα­φι­κά και πο­λι­τι­σμι­κά απο­μα­κρυ­σμέ­νο ή χρο­νι­κά, ως φο­ρέ­ας μιας διά­δο­χης γε­νιάς αν­θρώ­πων. Αγα­πά­ει ο Χάι­ντε­γκερ τον άν­θρω­πο ως έχει; Προ­φα­νώς και όχι. Εστιά­ζει σε ό,τι κα­λύ­τε­ρο θε­ω­ρεί ότι υπάρ­χει στον άν­θρω­πο και το ανα­γά­γει σε πρό­τυ­πο ύπαρ­ξης. Μπο­ρεί ο άν­θρω­πος ως έχει να απο­τε­λεί αντι­κεί­με­νο αγά­πης; Μα πώς αλ­λιώς; Τι νό­η­μα θα εί­χε η αγά­πη ανά­με­σα σε τε­λειο­ποι­η­μέ­νες υπο­στά­σεις; Η αγά­πη του μα­κράν που υπο­στη­ρί­ζει ο Σι­νιό­σο­γλου εί­ναι μία αγά­πη «που κα­τευ­θύ­νε­ται προς τον αν­θρώ­πι­νο τύ­πο γε­νι­κά» (σελ. 186). Και την ίδια στιγ­μή, απέ­να­ντι στις ομο­γε­νο­ποι­η­τι­κές ανα­φο­ρές που θέ­τει ο Χάι­ντε­γκερ (Εί­ναι, Λα­ός, Γλώσ­σα), ο Σι­νιό­σο­γλου, επι­κα­λού­με­νος και τον Ερνστ Γιούν­γκερ (και πιο συ­γκε­κρι­μέ­να την πί­στη του στην αξία του ιδιαί­τε­ρου και του εξαι­ρε­τι­κού που λαν­θά­νει σε κά­θε άν­θρω­πο ξε­χω­ρι­στά), κά­νει λό­γο για τη δύ­να­μη που νιώ­θει μέ­σα από την εμπει­ρία της εξαί­ρε­σης και της απο­κο­πής: «Όλο και πιο πο­λύ νιώ­θω να εξαι­ρού­μαι και να δυ­να­μώ­νω. Η εξαί­ρε­σή μου από την Ελ­λά­δα και την Ευ­ρώ­πη σαρ­κώ­νε­ται μέ­σα σε τού­τη την εμπει­ρία της απο­κο­πής» (σελ. 188). 
Στη Σι­γκα­πού­ρη του Σι­νιό­σο­γλου θα βρού­με την κρυ­φή αρ­μο­νία του Ηρά­κλει­του. Στον απο­προ­σα­να­το­λι­σμό θα πα­ρεμ­βαί­νουν πά­ντα δυ­νά­μεις προ­σα­να­το­λι­σμού. Στο σφυ­ρο­κό­πη­μα των σκέ­ψε­ων, θα έρ­χε­ται σω­τή­ρια η κού­ρα­ση. Στην απο­ρία, το φως του ξη­με­ρώ­μα­τος: Βρί­σκο­μαι κο­ντά σε τι και μα­κριά από πού; Χα­ρά­ζει.

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΟ ΒΙ­ΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ:
Μαύ­ρες Δια­θή­κες
του Νι­κή­τα Σι­νιό­σο­γλου

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: