Μουσικό θέατρο και ιστορικό μυθιστόρημα
Θέατρο, μουσικό θέατρο και ιστορικό μυθιστόρημα διαπλέκονται στενά στην πεζογραφία του Μάνου Ελευθερίου από πολύ νωρίς. Στον Καιρό των χρυσανθέμων (2004) ο θίασος της λατρεμένης από το κοινό, αλλά και από τους κριτικούς και τους θεατρώνες Ευαγγελίας Παρασκευοπούλου θα καταφτάσει ύστερα από μεγάλη θαλασσινή ταλαιπωρία στη Σύρο, για να ανεβάσει τη Φαύστα του Δημητρίου Βερναρδάκη. Το μεγαλοαστικό στοιχείο του νησιού, ενσαρκωμένο στο πνεύμα και στους τρόπους του ζεύγους Πινά, δεν θα κάνει τσιγγουνιές ούτε σε προθυμία ούτε σε χρήματα. Ο Άγγελος Πινάς και η γυναίκα του Ζενή, που αντλούν τα πλούτη τους από μιαν απαρχαιωμένη επιχείρηση βυρσοδεψείου, επιφυλάσσουν μεγαλειώδη υποδοχή στην επιτυχημένη ηθοποιό, παραθέτοντάς της ένα καθ’ όλα ματαιόδοξο τραπέζι, όπου τα σουσούμια της τοπικής κοινωνίας θα εκδηλωθούν με τις γαλλικές μόδες της εποχής. Η στάση και οι κινήσεις του ζεύγους Πινά είναι η ζωντανή απόδειξη μιας πόλης που γνώρισε από πολύ νωρίς τη λάμψη της αστικής μεγαλοσύνης, για να καταλήξει, ωστόσο, αρκετά γρήγορα στην παρακμή και στην πτώση, όταν η αδυναμία των οικονομικών της ελίτ να ανταποκριθούν στην αλλαγή των όρων της βιομηχανίας, του εμπορίου και της ναυτιλίας την πέταξε έξω από τον στίβο. Και να αμέσως τι απασχολεί τον συγγραφέα: η Ερμούπολη του 1896, όπως και η ανάπλαση της θεατρικής και της μουσικής ζωής σ’ ένα ελληνικό fin de siecle: Άμλετ και Μακμπέθ, αλλά και ειδήσεις ή συζητήσεις για τις παραστάσεις της θρυλικής Σάρα Μπερνάρ, τις άριες του Ντονιτσέτι και του Ροσίνι, τα χορωδιακά του Φάουστ, τις μαγικές επιδόσεις του Καρούζο και τα φωτεινά αθηναϊκά θέατρα. Κι όλα αυτά μαζί με τις αναφορές στις μορφές του Παλαμά και του Βερναρδάκη, της Ελένης και του Δημητρίου Κοτοπούλη ή του Διονυσίου και της Σοφίας Ταβουλάρη, που θα συνταιριαστούν με μια προσεγμένη ανάπλαση του υλικού πολιτισμού της αστικής τάξης: από τα σερβίτσια, τα τραπεζομάντιλα και τα έπιπλα των καθιστικών ώς τους περίτεχνους καταλόγους της υψηλής γαστρονομίας και τις ετικέτες των ακριβών κρασιών. Ο Ελευθερίου θα αφήσει πίσω του το θέαμα ιστορικής προέλασης που οργανώνουν στα μυθιστορήματά τους άλλοι Έλληνες συγγραφείς, για να μεταμορφώσει την Ιστορία σε μια θεατρική παράσταση της καθημερινότητας. Εκείνο το οποίο πάσχει εμφανώς εν προκειμένω είναι η οικονομία της αφήγησης. Οι πολυάριθμες πηγές του συγγραφέα παραμένουν συχνά αναφομοίωτες από τη δράση, παίρνοντας τη μορφή καταλογάδην παραπομπών: παραπομπές που, συμπληρωμένες από την έντονη αδυναμία των διαλόγων, θα καταρρακώσουν την ψυχολογική σκιαγράφηση των ηρώων. Σοβαρή εξαίρεση, το πρόσωπο της Ευαγγελίας Παρασκευοπούλου, ζωγραφισμένο με πολλή έπαρση, αλλά και τρέλα.
Με τη Γυναίκα που πέθανε δύο φορές (2006), ο Ελευθερίου θα καταπιαστεί με την προσωπικότητα μιας άλλης ηθοποιού, της Ελένης Παπαδάκη. Αντιφατική, με πάμπολλες αδιευκρίνιστες πλευρές (σχετίστηκε στενά με τους Γερμανούς κατακτητές), καθώς και με διάφορες αγαθές πράξεις (έσωσε με τις μεσολαβήσεις της δεκάδες ανθρώπους από τα νύχια των ναζί), αγέρωχη και συνάμα σνομπ, με πλήρη επίγνωση των καλλιτεχνικών της δυνατοτήτων, αλλά και κάπως μακριά ή και πέραν του κόσμου ετούτου, η Παπαδάκη[1] θα υποβάλει εκ νέου στον αναγνώστη την ιδέα του ιστορικού παρελθόντος ως θεατρικής παράστασης της καθημερινότητας, αλλά το μυθιστόρημα το οποίο την ενσαρκώνει θα αντιμετωπίσει και πάλι προβλήματα. Ποιες δραματουργικές ανάγκες επιβάλλουν άραγε στον συγγραφέα το εύρημα μιας Παπαδάκη η οποία γλιτώνει από τις σφαίρες της ΟΠΛΑ (ένοπλης οργάνωσης ασφαλείας του ΚΚΕ) και μένει ζωντανή όλα τα επόμενα χρόνια, για να γνωριστεί με έναν γιατρό-ερευνητή, ο οποίος και θα αναλάβει να εξιστορήσει τη διάσωσή της;[2]
Η πλοκή πιέζεται να ακολουθήσει ένα αδρανές σχήμα με πλήθος απιθανολογίες και λογικές υπερβάσεις, που χαλάνε κάθε αίσθηση μυθοπλαστικής συνοχής, αλλά και θεατρικότητας.
Ηθοποιοί κρατούν τα ηνία της δράσης (αυτή τη φορά ως πολυώνυμος και αεικίνητος θίασος) και στο Πριν απ’ το ηλιοβασίλεμα (2011), το οποίο μολονότι περνάει μέσα από τα μεγαλύτερα σκηνικά ονόματα του δεύτερου μισού του δέκατου ένατου αιώνα, για να φτάσει μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού (εμφανίζονται ξανά η Παρασκευοπούλου και η Κοτοπούλη παρέα με τους Ντέιβιντ Γκάριγκ, Ματίας Κλάουζεν, Πιπίνα Βονασέρα, Νίκο Μαγγούλα και Σώτο Γρηγοριάδη, που συνοδεύονται από τις πρωταγωνίστριες του μουσικού θεάτρου Μπέμπα Δόξα και Ζωζώ Ντάλμα, τη μεσόφωνο Σωσώ Κανδύλη και την υψίφωνο Λίνα Καβαλιέρι), είναι αφιερωμένο στους αφανείς ήρωες του θεάτρου (εξ ου και ο χαρακτηρισμός ιστορίας αγάπης στον υπότιτλο): στις μάζες των στριμωγμένων, των φτωχών και των παραμερισμένων, που θα δουν, νωρίτερα ή αργότερα, κάθε προοπτική του βίου τους να γίνεται παρανάλωμα του πυρός. Ο συγγραφέας θα καταφύγει τώρα σε μιαν ελλειπτική πλοκή αφού η σύναξη των καλλιτεχνών θα πάρει τη μορφή της Νέκυιας, με Οδυσσέα τον Ηλ, έναν συριανό δεκαπεντάχρονο (persona του Ελευθερίου), που θα πιαστεί εξ απαλών ονύχων στο δόκανο της θεατρικής μαγείας. Η παράσταση της καθημερινότητας θα δοθεί στο Πριν απ’ το ηλιοβασίλεμα πάνω σε μια περιστρεφόμενη σκηνή, η οποία καλείται να φέρει κάθε φορά στην πρώτη γραμμή ένα διαφορετικό πρόσωπο. Η περιστροφική αυτή κίνηση, που αποκαλύπτει ιστορικές σκιές, αντί να προσπαθεί να φτιάξει συντεταγμένους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες, όπως στον Καιρό των χρυσανθέμων και στη Γυναίκα που πέθανε δυο φορές, λύνει τα χέρια του συγγραφέα, ο οποίος δουλεύει ασφαλώς πολύ καλύτερα με τη χαλαρή φόρμα της ονειρικής περιδιάβασης και των ψυχολογικών ιχνογραφιών, καταφέρνοντας να δώσει εναργέστερη πνοή και στη φαντασία του.
Ιστορίες για τον εαυτό και απολογισμοί
Στο μυθιστόρημα Φαρμακείον εκστρατείας
(2016) θα συναντήσουμε ξανά τρανταχτά ονόματα από την ιστορία της μουσικής και του θεάτρου (αμείωτη η λατρεία για τους παλιούς ηθοποιούς), αλλά ήδη από το Πριν απ’ το ηλιοβασίλεμα έχει ανοίξει ένας διαφορετικός δρόμος. Τα μυθιστορηματικά πρόσωπα δεν εγγράφονται πλέον στο κοινωνικό και το ιστορικό τους περιβάλλον προκειμένου να δώσουν το στίγμα μιας εποχής, ανακινώντας τις καθημερινές πρακτικές και νοοτροπίες της: αποτελούν, αντιθέτως, φασματικά περιγράμματα που αναδύονται όχι τόσο από τον ιστορικό τους χρόνο όσο από τις αποσπασματικές μνήμες του αφηγητή. Ο Ηλ βρίσκεται τώρα σε φάση καθολικού απολογισμού. Και στο προσκλητήριο των νεκρών του (προσκλητήριο και για ένα μυθιστόρημα το οποίο δεν θα ολοκληρώσει ποτέ) θα πάρουν μέρος, πέραν των καλλιτεχνών, και άλλοι πολλοί: ερωτικά ετερόδοξα αρσενικά που θα σπαταλήσουν με τον πιο άδικο τρόπο τη δύναμη και την ομορφιά τους, κορίτσια πάνω στο άνθος της ηλικίας τους που θα κυνηγήσουν με τη σκιά τους τον Ηλ επί δεκαετίες, όπως και γυναίκες ή άντρες που θα εξιστορήσουν δικά τους και ξένα πάθη. Φιλοτεχνώντας μια σαφώς ονειρική ατμόσφαιρα (ένα ακόμα στοιχείο που έλκει την καταγωγή του από το Πριν απ’ το ηλιοβασίλεμα), ο Ελευθερίου θα τοποθετήσει τους πρωταγωνιστές του σε μια διελκυστίνδα πραγματικότητας και φαντασίας, με τον χρόνο να μετακινείται άτακτα σε όλες τις ηλικιακές περιόδους του αφηγητή – περίοδοι οι οποίες συχνά καλούνται να συγκατοικήσουν στην ίδια παράγραφο, καταργώντας την οποιαδήποτε έννοια διαδοχής και ακολουθίας.
Τι είναι από αυτή την άποψη το Φαρμακείον εκστρατείας; Μα, τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από ένα εργαλείο επιβίωσης, από έναν συλλογέα ανακινημένων βιωμάτων μέσω των οποίων προσπαθεί να αντιμετωπίσει ο αφηγητής τη φθορά και τον φόβο του θανάτου. Και καταφέρνει εδώ ο Ελευθερίου να στήσει πολυπρόσωπα και πολυεπίπεδα τοπία που θυμίζουν εκ νέου περιστρεφόμενη θεατρική σκηνή, ενώνοντας σε μια σχεδόν υπερρεαλιστική κοινή γραμμή τη γνώση και την εμπειρία του παρελθόντος με τον τρόμο για ένα μέλλον το οποίο είναι ήδη ενδεχομένως παρόν. Κι όλα αυτά χωρίς κανένα μεγαλειώδες, υπερβατικό ύφος, αλλά με ένα υπόγειο και απελευθερωτικά παιγνιώδες χιούμορ.
Από το ιστορικό παρελθόν στο δυσοίωνο μέλλον
Με το τελευταίο, μεταθανάτιο μυθιστόρημά του, υπό τον τίτλο Άνδρες του αίματος (2019), ο Ελευθερίου ανοίγεται σε ένα πρωτόφαντο για τα μέχρι τώρα δεόμενα του τοπίο: τοπίο βαριά σκιασμένο, δυσώδες και κλειστοφοβικό. Πρόκειται για έναν χώρο απειλής και δυστοπίας, μιαν επικράτεια αποκλεισμού και απόγνωσης, που μπορεί, ωστόσο, να εκπέμψει ένα αγαπητικό και παρηγορητικό μήνυμα, εξαγγέλλοντας, όπως έγραψα στο Βήμα της Κυριακής όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο (ένθετο «Βιβλία», 31 Μαρτίου 2019), μιαν ειρηνική επανάσταση..
Οι ηθοποιοί, σπουδαίοι ή άσημοι, οι ιστορικοί κύκλοι της τέχνης, η ανασύσταση του αστικού περίγυρου, ακόμα και η ονειρική περιπλάνηση σε σκιές και φάσματα ή περιγράμματα, δεν έχουν καμιά θέση στους Άνδρες του αίματος. Η κοινωνική ζωή και η καθημερινότητα δεν συνιστούν πλέον θεατρική παράσταση. Η ίδια η Ιστορία μοιάζει να έχει αποσυρθεί από τη δράση. Απούσα επί πολλές σελίδες μοιάζει να είναι και η Ελλάδα, που κι όταν μπαίνει στο παιχνίδι, ελάχιστα αλλάζει τη μυθιστορηματική πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα με εσχατολογικές διαστάσεις, χωρίς αυστηρούς χρονικούς και τοπικούς προσδιορισμούς και μονίμως έκθετη στον κίνδυνο τον οποίο αντιπροσωπεύει η εξουσία. Οι άνθρωποι στους Άνδρες του αίματος δεν μιλούν για τον εαυτό τους και δεν προχωρούν σε οποιοδήποτε είδος απολογισμού. Ζουν σε ένα σχεδόν ολοκληρωτικό σύστημα, όπου η δημοκρατία αντιπροσωπεύει μόνον μιαν ονομαστική αξία και όπου η διαφθορά, οι καταχρήσεις και η αυθαιρεσία δεν αποτελούν την εξαίρεση αλλά έναν απαράβατο (σιδερένιο θα έλεγε κανείς) κανόνα.
Στο δυστοπικό σύμπαν του βιβλίου οι τέχνες και τα γράμματα, που λειτουργούν σαν ένα κύκλωμα φυσικής αναπνοής για τα προηγούμενα μυθιστορήματα του Ελευθερίου, δεν έχουν εξαφανιστεί ακριβώς, βρίσκονται όμως στο περιθώριο των πραγμάτων, σε μια σχεδόν κρυμμένη γωνιά του ταραχώδους πολιτικού σκηνικού, συγκροτώντας είτε μια παρακαταθήκη της μνήμης είτε ένα κεφάλαιο (ένα περιουσιακό στοιχείο) όσων έχουν τη δυνατότητα να διακρίνουν την αλήθεια και να αντισταθούν. Η αλήθεια παρόλα αυτά και η όποια αντίσταση, όπως παρατηρούσα και πάλι στο κριτικό μου σημείωμα στο Βήμα της Κυριακής, αφήνουν μετέωρο το νόημά τους σε έναν κόσμο που δεν μαστίζεται μόνο από τη βία της εξουσίας αλλά και από τα τερτίπια της φύσης: η δηλητηριώδης βροχή και το μολυσμένο νερό είναι η άλλη όψη του πολιτικού βασανισμού του καταπιεσμένου πληθυσμού.
Κι αν ποιητές ή προφήτες όπως ο Ευδόκιμος (για να μείνουμε στο μυθοπλαστικό πλαίσιο του βιβλίου) και συμβολικοί ήρωες που παραπέμπουν στον Ιωάννη τον Πρόδρομο και τον Ιησού Χριστό (για να πάμε και στη θεολογία του χριστιανισμού) ξέρουν πως το τέρας το οποίο τρομάζει τους ανήμπορους πολίτες είναι μια επινόηση των τυράννων, ένα πολιτικό μύθευμα της εξουσίας, το μαύρο σκιάχτρο που διώχνει μακριά κάθε ελεύθερο πνεύμα. Και αν οι ποιητές, οι προφήτες και οι πάσης λογής φωτισμένοι τα ξέρουν όλα αυτά, τίποτε και πάλι δεν έχει σημασία. Γιατί το τέρας είναι εγκατεστημένο στον ψυχισμό και τη συνείδηση των εγκλωβισμένων και δοκιμάζει όλο και περισσότερο τις αντοχές τους.
Με έναν μύθο που μένει μέχρι τέλους ανοιχτός και με μιαν αφήγηση που περνά από το πρώτο πληθυντικό στο πρώτο ενικό και εν συνεχεία στο τρίτο ενικό, το μυθιστόρημα του Ελευθερίου έχει επί της ουσίας έναν και μοναδικό πρωταγωνιστή: το ανώνυμο πλήθος που χάνει προοδευτικά όσες εγγυήσεις παρέχονται για την ακεραιότητα και την αξιοπρέπειά του. Κι ένα τέτοιο πλήθος είναι η σκοτεινή αλληγορία με την οποία μας αποχαιρετά ο συγγραφέας: η αλληγορία για μια ανελεύθερη (σε καθεστώς μόνιμης δίωξης) κοινωνία, που έχει μετακινήσει το μέλλον στο παρόν, πνίγοντας και την ύστατη ελπίδα. Μοναδική προσδοκία, μια επανάσταση για την αγάπη και την ανθρώπινη αλληλεγγύη, που σπεύδει να κηρύσσει σε όλους τους τόνους ο συγγραφέας δίχως όμως να υποκύψει σε κανέναν πολιτικό, ιδεολογικό ή διδακτικού τύπου πειθαναγκασμό.