( Α Π Ο Σ Π Α Σ Μ Α )
— Πώς ήταν στη δουλειά; τη ρωτάω.
Μου απαντάει γλυκά. Μα όσα μου λέει είναι άσχημα. Η δουλειά την βαραίνει. Τόσες ψυχές, τόσος πόνος, τόσες μοίρες ριγμένες στους σκόπελους. Ανάβει τσιγάρο. Την επικρίνω μα είναι τόσο όμορφη όταν καπνίζει.
— Θέλεις να σου φτιάξω έναν καφέ; Φαγητό θα μας κάνω λίγο αργότερα.
Γελάει και σκέφτομαι πως θα ήθελα να είμαι ο άντρας που θα την κάνει να γελάει για πάντα.
Την ανακουφίζει, λέει, που είναι κάποιος εδώ και λέει και μια κουβέντα. Της λέω πως μου αρέσει να περιποιούμαι τον άλλον. Αυτό είναι και το πρόβλημά μου. Με καταλαβαίνει και ρουφάει με ηδονή το τσιγάρο. Κουνάει το κεφάλι της με τρόπο και πέφτουν οι σπαστές μπούκλες στους ώμους της.
— Θα στρίψεις μετά και ένα καλό να κάνω κι εγώ μαζί σου;
Χαμογελάει συνωμοτικά. Ξέρω πως πίνει τον καφέ αλλά την ξαναρωτάω.
Την ακούω να μιλά στη δουλειά. Είναι ήρεμη, συγκεντρωμένη με μια γλύκα στη φωνή λειτουργικά ισορροπημένη με την αυστηρότητα που επιβάλλει το αντικείμενο της δουλειάς. Έτσι κρατάς την ανθρωπιά μέσα σε ένα απάνθρωπο σύστημα, σκέφτομαι. Να μην ξεχάσω να της κάνω μια κουβέντα για αυτό αργότερα όταν τελειώσει. Βγαίνει για τσιγάρο. Κάνει μια κίνηση με το χέρι να μην της μιλήσω. Χαμογελάω και κατεβάζω το κεφάλι στο πληκτρολόγιο μπροστά μου. Γράφω κάτι ασύνδετο με την πραγματικότητα.
Έχουμε αράξει κοντά στο αρμυρίκι μου. Μου λέει πως στην αρχή ερχόταν συχνά σε αυτήν την παραλία. Ερχόταν και μόνη. Την θαυμάζω που δεν φοβάται. Της το λέω.
— Εγώ τα τελευταία χρόνια άρχισα να κάνω τέτοιες αποδράσεις μόνος μου. Τρομερή ωρίμανση, αυτοσαρκάζομαι.
Έχει το κεφάλι γυρισμένο από την άλλη αλλά ξέρω πως εμένα βλέπει. Κι ας μην λέει κάτι. Είναι αρκετό. Κάνω κακή διαφήμιση για τον εαυτό μου κάθε που νιώθω ανασφαλής.
— Δεν μετανιώνω όμως. Αν μπορούσα να κάνω αλλιώς θα το έκανα. Το σώμα μου δεν έχει χαλαρώσει ακόμα. Αυτή ξαπλώνει και βάζει πέτρες στην κοιλιά της, ζεστές, στρόγγυλες σε χρώμα ανθρακί. Ο ήλιος μόλις που την ακουμπάει. Γύρω της μια συστολή. Μου λέει πόσο της αρέσει το κολύμπι. Μερικές φορές μάλιστα μένει ώρες ολόκληρες μέσα στο νερό. Δηλώνω φοβιτσιάρης και σε αυτό.
— Είμαι του βουνού, λέω. Αφήνω την πλάτη μου να ακουμπήσει τις καυτές πέτρες. Τα τελευταία χρόνια..., αρχίζω κάπως διστακτικά και το κόβω με ένα γέλιο. Ο αέρας πιο διάφανος από ποτέ. Σηκώνεται, τινάζοντας τις πέτρες από πάνω της. Την ακολουθώ μέσα στα σμαράγδια και τα ζαφείρια.
Την πρώτη μέρα στη Μυτιλήνη με ανέβασε την Καραβαγγέλη και κάτσαμε στου Κουτσομύτη. Φάγαμε γεμιστά κρεμμύδια και σαρδέλες Καλλονής. Ο κόσμος λιγοστός, ο μπάρμπας του μαγαζιού την ήξερε και ανταλλάξανε κουβέντες για τη ζωή, γενικές και αόριστες που εκδήλωναν μια θέρμη συνωμοτική.
— Σε ξέρουν εδώ, διαπιστώνω και χαμογελάει λίγο αμήχανα. Έχει περάσει πολλά βράδια στα διάφορα στέκια της πολιτείας. Με πιάνει μια γελοία ζήλια που δεν έπαιξα κανέναν ρόλο σε καμία από αυτές της νύχτες. Πίνω την μπίρα νιώθοντας ανεπαρκής στη συζήτηση.
Κατεβαίνοντας περάσαμε και πάλι από την οθωμανική κρήνη γωνία Ιουστινιανού-Αγριτέλλη. Τι κρίμα, σκέφτηκα.
— Φυσικά και είναι θέμα ενορχήστρωσης του εαυτού μας και προβολής μιας εικόνας που θέλουμε να περάσουμε. Μπορώ να αρνηθώ ότι υπάρχει θέμα αυταρέσκειας όταν ισχυρίζομαι πως δεν κατανοώ τον τρόπο που δημιουργούνται οι αναφορές σε αυτά που γράφω; Πάρε την λογοτεχνία, φερειπείν. Τι είναι λογοτεχνικότητα, αν όχι ο πλούτος των αναφορών και συνδηλώσεων όπως και η λειτουργικότητά τους; Τέτοια λέω και μένω μόνος.
Έχουμε αράξει στο πυργάκι στη μέση του πάρκου, αυτή μετά από την δουλειά της κι εγώ μετά από μια μέρα στη Χαραμίδα. Έχουμε φάει, έχουμε πλυθεί, βάλαμε τα καλά μας. Ο κόσμος είναι στα σπίτια του. Η νύχτα γλυκιά, μας χαϊδεύει τα ξαναμμένα μάγουλα. Καθόμαστε διαγώνια ο ένας από τον άλλον και κοιτάμε τ’ άστρα. Μου λέει πως στη σχέση χρειάζεται τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα σεξ. Επαφή σχεδόν καθημερινή. Την καθορίζει αυτό. Θέλω να πω κάτι για την ανασφάλεια που νιώθουμε μέσα στις συμβατικές σχέσεις που φτιάχνουμε· το κενό που αφήνει η καύλα όταν δεν υπάρχει ειλικρινής συμπάθεια και κοινό όραμα· την ανία της καθημερινότητας.
— Τι τρεις την εβδομάδα, της κάνω, τρεις το μήνα και πολλές σου λέω. Γουρλώνει τα μάτια και ενίσταται με προσποιητή ευθιξία.
— Αδηφάγο μουνί, επιμένω και γελάμε. Μας έχει τυλίξει ένα όμορφο πέπλο που φτάνει μέχρι τα πρώτα κλαδιά των δέντρων γύρω από την πυργοτσουλήθρα, όπου έχουμε χυθεί, και χάνεται κάπου στην ομίχλη των άστρων πιο πάνω. Στο πάρκο του Αγίου Ευδόκιμου κάναμε μπάφο και φιλήθηκαν τ’ αστέρια μας. Εκεί που έπιανε η αχλή το οπτικό μας πεδίο.
— Έχει σταματήσει ο χρόνος, λέω ψευτο-φιλοσοφώντας. Η άκρη της μύτης μου είναι λίγο κρύα και έτσι την τρίβω αδέξια. Είμαι απογοητευμένος και από μένα και από αυτήν για εντελώς διαφορετικούς λόγους. Τελικά δεν κατάλαβα ποτέ αν μου αρέσει αυτή η ζάλη.
— Το προτιμώ πάντως από το αλκοόλ, της λέω. Γέρνει το κεφάλι προς τα πίσω και ξαφνικά βλέπω τα μαλλιά της να χύνονται μέσα στην άμμο στο Τάρτι. Θέλω να βάλω την χούφτα μου και να καώ.
Χθες το βράδυ με πήγε στη Μόρια, στον παλιό καταυλισμό. Δούλευε εκεί μέχρι τη μεγάλη φωτιά. Ολόκληρη η περιοχή έχει καταστραφεί ολοσχερώς, κάηκε και γκρεμίστηκε. Αυτό που έχει απομείνει είναι δρόμοι, σκάλες και πλατώματα στα οποία βρίσκονταν τα κοντέινερ. Οι γύρω ελαιώνες έχουν καταπατηθεί, το έδαφος σκληρό και άπονο, και τα δέντρα είτε έχουν ξεραθεί, είτε κλαδευτεί άσχημα ή σε ορισμένες περιπτώσεις απανθρακωθεί εντελώς. Προσεγγίσαμε πρώτα από τα βόρεια. Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο πατώντας πάνω σε σπασμένα γυαλιά και πλακάκια. Συρματόπλεγμα και βάναυσο μπετόν παντού. Μου λέει ότι η είσοδος είναι από τα νότια όπου περνάει και ο δρόμος αλλά ήθελε να το δω πρώτα από εδώ πάνω. Φτάνω στον φράχτη και μου κόβονται τα πόδια.
— Μα είναι τεράστιο, ψελλίζω. Μου λέει για τον αριθμό που φιλοξενούνταν εδώ πριν τη φωτιά και αστραπιαία η σκέψη μου πάει στο αντίθετο. Πως να χωρέσουν σε τόσο μικρό μέρος τόσα σώματα; Ανακατεύομαι από τις σκέψεις που κάνω. Προχωράμε. Ακούω προσεκτικά τον τόνο της φωνής της. Μιλάει με αγάπη, πόνο, χαρά και αποστροφή. Προσπαθώ να τα ταιριάξω όλα μέσα μου. Με βοηθάει το ανισόπεδο πεδίο και το καθαρό ημίφως της περασμένης ώρας. Μονάχα σε κάποιες βουνοκορφές απέναντι στα ξένα πέφτουν ξεθωριασμένες ακτίνες του ήλιου. Μου δείχνει που ήταν το δικό της πόστο – τώρα ένας σωρός αποκαΐδια, πεταμένα πλαστικά, συντρίμμια και θρύψαλα. Οι βροχές του περασμένου χειμώνα έχουν ξεπλύνει την δυσοσμία στις τουαλέτες. Δεν ακούγεται τίποτα γύρω μας. Τρεις κατσίκες κυκλοφορούν αθόρυβα μέσα στο τοπίο. Πρέπει να σκύψεις πολύ πάνω στο χώμα για να καταλάβεις. Είναι ποτισμένο με ανθρώπινη αγωνία. Ακουμπάω απαλά ένα καμένο πεύκο για να μαυρίσω τα δάχτυλά μου. Το σχέδιο που άφησε η φωτιά στον φλοιό του δέντρου μοιάζει σαν εργόχειρο. Είναι πανέμορφη η καταστροφή, της λέω χωρίς να περιμένω ανταπόκριση.
Θέλω να πω ότι πάντοτε υπήρχαν καλοί άνθρωποι. Περπατάμε ανάμεσα στα ελαιόδεντρα και παρατηρώ ζωγραφισμένες πέτρες που υποδηλώνουν την παρουσία παιδιών. Μου λέει για το κλάμα των παιδιών όταν κάποιο από αυτά έφευγε με την χορήγηση ασύλου. Μου φαίνεται αδιανόητο. Αλλά έκλαιγαν επειδή έχαναν φιλίες και το νιάξιμο των ομοιοπαθούντων τους. Όλα τα συνηθίζει ο άνθρωπος. Τα φυτά ξεπροβάλλουν μέσα από σκουπίδια, μπάζα και συρματοπλέγματα, διεκδικώντας το δικαίωμά τους στον ήλιο, τον αέρα και το χώμα. Καμένες ελιές και ευκάλυπτοι πετάνε βλαστάρια από το πλάι, επίδειξη παντοδυναμίας της ζωής άνευ ανθρώπων. Οι εικόνες ανακατεύονται με ιστορίες για βιασμούς και ξυλοδαρμούς. Παιδιά. Κορίτσια. Γυναίκες έγκυες. Κακοί άνθρωποι υπάρχουν παντού. Εδώ πιο κάτω έκαναν πιλάτες. Εκεί έρχονταν οι νεοαφιχθέντες. Τούτος ο καταυλισμός δεν είναι τόπος, σκέφτομαι, είναι ένα τιτάνιο γεγονός. Κάτι συνέβη εδώ. Κάτι αιώνιο και υπερβατικό σαν τα τσερκένια της χαμένης πολιτείας. Και όποιος, κοιτώντας τα αποκαΐδια, βλέπει μόνο την ντροπή της Ευρώπης, αποτυγχάνει να δει το συμβολισμό! Είναι μνημείο αμφιθυμίας του ίδιου μας του πολιτισμού: είμαστε η αιτία της πάθησης και ταυτόχρονα ανακουφίζουμε τα συμπτώματα. Αμήχανη, μεγαλειώδης, τραγική και γεμάτη έλεος Ευρώπη. Σε γεμίζει με αηδία, ίλιγγο, αγάπη για τον άνθρωπο και ατέλειωτη θλίψη. Τερατώδες οξύμωρο. Η μόνη παρηγοριά βρίσκεται στην ήπια φύση γύρω μας και τον δικό μας χαμό. Πως εξεγέρθηκα έτσι; Εγώ που αγαπώ την ηρεμία.
Την άφησα να κοιμηθεί και ετοιμάστηκα για το αεροδρόμιο.