για την Μυρτώ Μ.
παπαῖ, οἷον τὸ πῦρ· ἐπέρχεται δέ μοι.
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΟΥ ΒΥΘΟΥ. Ξεκινάει μια Επανάσταση. Μία επανάσταση δίχως όπλα που καίνε τη σάρκα, δίχως προπαγάνδες που παχαίνουνε τις συνειδήσεις και δίχως μανιασμένους ηγέτες που ουρλιάζοντας τα βάραθρά τους σπέρνουνε το μίσος στους χιλιάδες που τους ακούνε… Είναι μια επανάσταση που λέγεται Ο έρωτας.
Ξεκινάει μια επανάσταση στα βάθη της θάλασσας. Εντελώς ξαφνικά και χωρίς την παραμικρή προειδοποίηση. Γίνεται μια έκρηξη πολύ μεγάλη στον πάτο της θάλασσας, εκεί βαθιά που με δυσκολία φτάνει το φως του ήλιου, ακούγεται ένας θόρυβος εκκωφαντικός και πετάγεται πάρα πολύς καπνός και σκόνη μαζί πάνω στα βαθυγάλανα νερά. Ύστερα απ’ αυτή την πρώτη έκπληξη φαίνονται πιο καθαρά οι καρποί της επανάστασης· τεράστιοι όγκοι πέτρας πεταχτήκαν προς τα πάνω και αργά-αργά βυθίζονται προς το βρυώδες πέτρινο έδαφος μέσα σε κύματα καφετιάς σκόνης και άμμου. Τιτανικές μάζες χρωμάτων πετάχτηκαν μέσα από την έκρηξη και κυλήσαν απαλά στα νερά με μιαν υπερβολικά γαληνευτική ευτυχία· ακούγεται μια άρπα που παίζει μια μουσική που μοιάζει με πρόσωπα.
Ανίδεοι οι άνθρωποι από πάνω. Ένα μικρό βραχονήσι στο Σαρωνικό· φαίνονται κάποιες καλύβες σα χωριό στην πλαγιά ενός λοφίσκου. Στ’ ανοιχτά εκατόν ογδόντα μέτρα δυο αδέρφια μ’ ένα καΐκι ψαρεύουν. Με πρόσωπα ταλαιπωρημένα κοιτάζουν τον ήλιο να ανεβαίνει. Έχει βάψει σχεδόν όλο τον κόσμο μ’ ένα πορτοκαλί σαν αποσύνθεση. Η ροδαυγή. Έχει έρθει η ώρα. Ακούστηκε ένας θόρυβος σαν κάτι πολύ βαρύ να πέφτει και να σπάει. Σαν τη λέξη γίνομαι
να σκίζεται στα δύο. Απορημένοι οι ψαράδες κοιτάζουνε το φως. Άγρια τότε εκτινάσσονται ψηλά από την επιφάνεια της θάλασσας τόνοι ενός υλικού που μοιάζει με νεαρή ακατέργαστη ωμή ζωή.
Το τελευταίο πράγμα που είδαν τα δύο αδέρφια ήτανε τούφες τούφες κόκκινων γυναικείων μαλλιών να πέφτουν σιγά-σιγά απ’ τον ουρανό. Ακούγοντας μια γλυκιά μουσική από κάπου μακριά και νιώθοντας τεράστια ευγνωμοσύνη πεθάναν.
ΑΓΓΕΛΟΣ Γ… Πρέπει να ήταν γύρω στις οχτώ και μισή το πρωί. Βρισκόμουνα στο αμφιθέατρο· αργά καθαρά να προφέρω λέξεις αρχαίες κι ύστερα να τις γράφω στον μαυροπίνακα, με καμιά εβδομηνταριά φοιτητές μπροστά μου βαριεστημένα να συζητάνε να χασκογελάνε να χαζεύουνε έξω απ’ τα παράθυρα αυτό το παλιό προάστιο της Αθήνας. Ήτανε είκοσι με εικοσιενός χρονών, και μπορούσα να μυρίσω από τη θέση μου τον ιδρώτα τους όλο σεξουαλικότητα και συντριβή.
Αιώνια θα θυμάμαι τη στιγμή. Να γυρίζω σελίδα στο ταλαιπωρημένο βιβλίο και να διαβάζω τις τελευταίες εκείνες φράσεις
Ωχού γι’ αυτούς που χάθηκαν στα τρίσκαρμα σκαριά.
Και σένα τώρα προβοδώ με κακοθρήνητα γουητά!
διαβάζοντας ήρεμα την τραγικότητα. Τελείως απρόσμενα. Μπήκε μέσα στην αίθουσα φουριόζος ο υποδιευθυντής και με φώναξε έξω. Κάτι είπε για τη γυναίκα μου και συγκεχυμένα μίλησε για τη γυναίκα μου και τους πρώτους πόνους που της είχαν έρθει στη δουλειά. Δούλευε σε γκισέ στο ΙΚΑ και όταν την πιάσανε οι πόνοι εξυπηρετούσε μια κυρία με δύο μικρά παιδάκια ως τεσσάρων χρονών. Αρχίσανε να τρέχουνε ζουμιά από το φύλο της και σηκώθηκε πάνω και άρχισε από τον πόνο της να κλαίει και να φωνάζει αχ όχι δεν μπορώ γιατί και την πρόσεξαν τα δυο παιδάκια και αρχίσαν να κλαίνε κι αυτά. Δεν το περιμέναμε τόσο νωρίς. Στις τριάντα. Τέσσερις εβδομάδες. Ο υποδιευθυντής τώρα. Με είχε πιάσει από το μανίκι και είχαμε αρχίσει να κατεβαίνουμε τα σκαλιά. Ο νους μου γεμάτος εικόνες από τοκετούς και αίματα.
Φτάσαμε. Με αβέβαια βήματα φτάσαμε στην πόρτα της αυλής της σχολής. Σκελετωμένες γάτες τρέξανε κοντά στα πόδια μας. Ο ήλιος τη μέρα εκείνη θυμάμαι ακτινοβολούσε πιο δυνατά ξέροντας καλύτερα απ’ όλους την τραγωδία. Την είχε μάθει απ’ έξω κι ανακατωτά. Σκοτώνοντάς με οι πόροι του δέρματος να με τρώνε, απόλυτη κατεδάφιση της κορμοστασιάς μου. Έξαφνα με φίλησε ο σιχαμένος υποδιευθυντής στο μάγουλο αφήνοντάς με μπροστά στην πόρτα του αυτοκινήτου μου και ψέλλισε με υπέρμετρη συγκίνηση συγχαρητήρια και πάλι συγχαρητήρια.
Τώρα οδηγώντας. Μια ακατανίκητη καταδίωξη στους δρόμους της Αθήνας που ήδη βράζανε και βουίζανε τη μέρα εκείνη. Ένιωθα σα να μου είχανε μεγαλώσει ξαφνικά πάρα πολλά μαλλιά και να τεντωθήκανε πάνω σαν ηλεκτρισμένα. Στη Βασιλέως Αλεξάνδρου γιατί είχε πει ότι ο Ευαγγελισμός ήταν το κοντινότερο νοσοκομείο. Αφάνταστη αναταραχή στο δρόμο. Ένα έθνος ολόκληρο ξεφρενιασμένο. Ακουγόντουσαν οι κόρνες οι φωνές οι διαταγές των αστυνομικών για την κυκλοφορία όλα μια τεράστια δίνη που βγάζει μια μουσική σα μουσική από το μέλλον. Σταμάτησα στο φανάρι στο Παναθηναϊκό στάδιο και περνούσανε τουρίστες απέναντι από την Αγγλία μάλλον και είδα τα πρόσωπά τους κι ήταν τα πρόσωπά τους σαν φλωρεντσιάνικες μορφές παρθένων που τα λούζει η συγκίνηση σαν υπερκόσμιος ιδρώτας.
Τρέχοντας ανέβηκα τις σκάλες κι έφτασα στον άσπρο σα γυναικείο φύλο διάδρομο. Έξω απ’ το δωμάτιο με βρήκε ο γυναικολόγος. Ευλογημένα γέρικα γκριζογάλανα μάτια. Μου είπε λόγια κι ήταν όπως ο παπάς που δίνει άφεση στον μεγαλύτερο αμαρτωλό. «Κύριε Μ… το παιδάκι σας είναι. Είναι υγιέστατο και πάρα πολύ όμορφο. Γεννήθηκε ερμαφρόδιτο όμως και σε λίγο θα το πάρουνε στο χειρουργείο. Υπογράφτε μόνο για τώρα το πιστοποιητικό πριν μπείτε».
Πισπητκό Γενισως κατθι υπογρφων Άγγελος Γ… στις 2*/**/2***μια μουντζούρα.
Μπήκα στο δωμάτιο. Και γαλήνεψε ολόκληρη η πλάση. Όπως πρόβαλα το κεφάλι μου από τη μισάνοιχτη πόρτα κι αντίκρυσα μέσα το θέαμα έτσι φάνηκαν τα κεφάλια των ελαφιών πίσω απ’ τους βράχους για να δουν το υπέρογκο πυρηνικό μανιτάρι και τα κύματα κόκκινου που έστελνε την τελευταία μέρα της γης. Νικητήρια μουσική της Σοφίας Βέμπo.
Η μάνα ήταν στραμμένη από την άλλη μεριά και κοιμόταν. Έμοιαζε όμως σκοτωμένη σα να την είχε σκοτώσει το πράγμα που γέννησε από τη μήτρα της. Το παιδί το είχαν ακουμπήσει σε ένα κρεβατάκι με ρόδες στ’ αριστερά του δωματίου. Ένα θέαμα θρηνητικό. Κάτω από ένα μικρό αποκρουστικό μιαρό πέος ήτανε το γυναικείο φύλο με κάτι κοντές μαύρες τρίχες. Με τα δάχτυλά του πολύ μακριά για να’ ναι βρέφους. Με τις πρώτες τρίχες καφετιά μαλλιά. Από το μικρό ολόγυμνο σωματάκι του ήτανε ανοιχτές πληγές και βγαίνανε από μέσα πύον αίματα μικρά μωρά ζωυφιάκια που κάναν όλο το δωμάτιο να μυρίζει τη γλυκιά μυρωδιά της γης.
Τα μάτια του ήτανε ανοιχτά και δε φαντάστηκα ποτέ ότι γίνεται δυο μάτια να κρύβουν μέσα τους ολόκληρη την τραγωδία και το πάθος της ανθρώπινης ύπαρξης δε φαντάστηκα ποτέ ότι γίνεται δυο μάτια να προκαλέσουν μια λύπη οικουμενική σχεδόν κι ανεξήγητη. Ο έρμος εγέννησα τον Έρωτα. Εγέννησα.
ΠΛΑΤΕΙΑ ΚΑΝΙΓΓΟΣ. Η επόμενη επαναστατική ενέργεια δεν άργησε να ακολουθήσει. Κι αυτή έγινε στην Αθήνα. Πρωί την ώρα που ο ήλιος αρχίζει να πέφτει πάνω στις πολυκατοικίες. Στην Εμμανουήλ Μπενάκη. Κατηφορίζοντας μια μεγάλη παρέα δέκα περίπου άτομα αγόρια και κοπέλες μεθυσμένοι κατεβαίναν τραγουδώντας γελώντας κάνοντας αστεία αριστερά δεξιά από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Ο ορίζοντας σιωπηλός τους παρακολουθούσε. Τα πρόσωπά τους αλησμόνητες φιγούρες αγαλμάτων. Την ώρα εκείνη βγαίναν από τα παλιά σπίτια γριές να πάνε στη λαϊκή που είχε πιο κει. Τα δέντρα ανίατοι ακίνητοι φρουροί των νέων. Ολόκληρη τη νύχτα απ’ το ένα μπαράκι στο άλλο με έρωτα να αργοκυλάει από τα μάτια τους σα δάκρυα. Τώρα όμως ήταν ώρα να γυρίσουν να πάνε στα σπίτια τους στους οργισμένους γονείς στους δωδεκάωρους ύπνους.
Να προλάβουν τα πρώτα λεωφορεία. Τρεκλίζοντας χαρούμενα με ένα βηματισμό σα τραγούδι φτάνουν στην Ακαδημίας και στρίβουν δεξιά. Ο κόσμος με μαύρα κουστούμια να πηγαίνει στις δουλειές του.
Ακούστηκε μια αναταραχή. Ένας θόρυβος συριστικός σα να σου ξύνει τα αυτιά μέχρι να τρέξει αίμα όμως με μια γλυκιά ηδονή όλος αυτός ο πόνος. Είδανε πολύ γκρίζο καπνό εκεί που ήταν κανονικά η πλατεία Κάνιγγος. Γυναίκες ουρλιάζαν και άνθρωποι πολλοί τρέχαν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Στο βάθος εκεί άρχισαν να φαίνονται οι πρώτες φλόγες.
Πλησίασαν πιο κοντά μαζί με άλλον κόσμο. Τέλειωσαν πια τώρα τα όμορφα επαναστατικά τραγούδια, οι έρωτες σ’ έναν κόσμο αντιρατσιστικό κι αταξικό. Τέλειωσαν πια τώρα τα μεθυσμένα χαμόγελα οι φωνές. Όλα τα πρόσωπα τώρα σαστισμένα να κοιτάζουν αυτό που κάποτε ήταν η πλατεία Κάνιγγος. Έχει μείνει στη θέση της μια πελώρια τρύπα που σχάζει κάτω εκατό διακόσια, χίλια διακόσια μέτρα, ποιος ξέρει πραγματικά! Καταστραφήκαν όλα, τα κτήρια εκεί κοντά μείναν τα μισά, τα δωμάτια των πολυκατοικιών τα βλέπεις κομμένα στα δύο, σαλόνια με κίτρινες ταπετσαρίες να χάσκουν με τα μπετά γύρω-γύρω ξεχαρβαλωμένα και ανθρώπους ημίγυμνους να παρατηρούν το θέαμα κάτω, ανθρώπους που πριν λιγάκι ζούσαν με την εντύπωση πως είχανε ζήσε ανείπωτα πράγματα.
Γρήγορα αρχίσανε οι πρώτες μουρμούρες για πολιτικά κόμματα, οργανώσεις από τη Μέση Ανατολή και παγκόσμιους πολέμους. Πόσο άδικο είχαν οι άνθρωποι αυτοί. Κάτω στην τρύπα που είχε μια κατηφορική κλίση τόσα και τόσα πράγματα εδώ κι εκεί· οι σωλήνες του νερού και της αποχέτευσης, ακόμα να τους στάζουνε τα πρωινά σκατά, τσιμέντα από τα υπόγεια των κτηρίων και-
Πεσμένα πτώματα ανθρώπων τέλος ολόγυμνα με μαύρη σκόνη και χώμα να τους σκεπάζει το σώμα και τα μαλλιά τους να σιγοκαίνε στις φλόγες.
Ανάμεσα από τα δύο μικρά στήθια μιας νεαρής γυναίκας έτρεχε ένα μικρό ποτάμι αίμα και ήταν αυτό το πρώτο αληθινό θέαμα που είδα στη ζωή μου.
Η ΗΘΟΠΟΙΟΣ. Η κυρία Άννυ Σμυρνιωτάκη είναι ηθοποιός και το βράδυ εκείνο έπαιζε το ρόλο της Κασσάνδρας στον Αγαμέμνονα. Ήτανε ντυμένη με μακρύ μαύρο φόρεμα και είχε ανασηκωμένο ένα διάφανο σκούρο πέπλο στα καστανά μαλλιά της που τα είχε πιασμένα σε λεπτές κοτσίδες γύρω από το κεφάλι της. Φορούσε ένα χρυσό περιδέραιο και τα χέρια της ήταν γεμάτα βραχιόλια. Τα μάτια της βαμμένα με έντονη μαύρη μπογιά. Γυαλίζανε στο έντονο λευκό φως του προβολέα. Στεκόταν στη μέση της σκηνής και πίσω της σε ημικύκλιο οι γέροντες του χορού να την ακούνε. Έτοιμη να προφητεύσει τα τρομερά κακά που θα βρίσκανε το σπίτι των Ατρειδών. Είναι τώρα λες και εκείνη μόνο έμεινε πάνω στη σκηνή όλα τα υπόλοιπα σβήσανε σε μιαν ωχρότητα.
Σε μια στιγμή δραματικής παύσης κοίταξε. Κοίταξε τον ορίζοντα των ανθρώπων από κάτω και την είδε. Ξαφνικά την είδε. Μια κοπέλα στις πίσω-πίσω σειρές καθισμένη. Ίσα να τη φωτίζει το αχανές φως της σκηνής. Ντυμένη με ένα απλό μαύρο φουστάνι. Με κόκκινα μαλλιά να της στεφανώνουνε το πρόσωπο σα ποτάμια αίματος. Όμως είχε δύο μάτια τόσο φωτεινά λες και κλάπηκε από τον Δία και τον Κρόνο όλο τους το φως.
Ήσυχη για λίγο η Κασσάνδρα παρατήρησε την κοπέλα. Ένιωσε τελείως ανήμπορη. Σα να τελείωσε η τραγωδία και μαζί ολόκληρο το είδος των ανθρώπων. Την έπιασε ίλιγγος και άρχισε να ζαλίζεται. Πόσο τρομερό σκέφτηκε αλήθεια πόσο τρομερό τόσα πολλά χρόνια χιλιετίες ολόκληρες η ανθρωπότητα να δημιουργήθηκε με τέχνη με ανακαλύψεις θαύματα θρησκείες φιλοσοφίες τεχνολογία και δημοκρατία και τραγωδία και μόνο τώρα να εμφανίζεται το πλάσμα αυτό στον κόσμο. Λες και τίποτα άλλο δεν είχε ποτέ πριν σημασία δεν είχε αξία. Πέρα από αυτήν την κοπέλα αυτό το πρόσωπο. Το πλάσμα που θα φέρει το τέλος του καιρού. Όλη της η ζωή σε μια στιγμή κατέρρευσε σα χαρτοπολτός που παίζουν τα παιδιά. Αυτό είναι το νόημα της τραγωδίας σκέφτηκε όλη σου η ζωή να διαλύεται επειδή δυο μάτια. Η κυρία Άννυ ανέπνευσε τον βαρύ αέρα του θεάτρου και μάζεψε όλο το κουράγιο της και είπε:
— Εχετε δει εσείς ποτέ σας άγγελο να του λείπουν τα φτερά; Σα να του μαράζωσαν να κουβαριάστηκαν να γίναν μαύρα να γίναν φαγητό για τ’ αδέσποτα γατιά να πέσανε;
είπε με μια φωνή θρυψαλισμένη από το βάρος της ψυχής της κάτω από το στήθος της. Με απροσδόκητη χάρη κι αξιοπρέπεια έσκυψε κάθισε γονατιστά κάτω έβαλε τις παλάμες τις πάνω στα μάτια και άρχισε να κλαίει. Τα δάκρυά της αναμειγνύονταν με τη μαύρη μπογιά των ματιών και πέφτανε στο πάτωμα λεπτές-λεπτές γκρίζες κηλίδες.
ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΕΞΑΡΧΕΙΑ. Καθόμουνα που λες σ’ ένα παγκάκι στην πλατεία Εξαρχείων το βραδάκι και περίμενα έναν φίλο μου είχαμε δώσει ραντεβού κατά τις εννιά. Έτσι λοιπόν καθόμουν και βαριεστημένα πότε κοίταζα το κινητό μου, και πότε ξεφύλλιζα εκείνο το μικρό βιβλιαράκι που είχα αγοράσει το απόγευμα, κι ήτανε ωραία γιατί έκανε δροσιά και ξέρεις είχε αρχίσει να μαζεύει κόσμο και τους έβλεπα με μια λατρεία και με κάποια θλίψη ίσως να ακούνε μουσική και να κουνάνε τα κεφάλια τους, με τα ωραία ζεστά χρώματα στα σώματα τους – Κάποια στιγμή κοίταξα στ’ αριστερά μου και είδα μια παρέα εφτά ατόμων λίγο πιο μεγάλοι από μένα κάπου δεκαεννιά είκοσι χρονών να πλησιάζουν προς το μέρος μου περπατώντας χαρούμενα και κάνοντας αστεία γελώντας. Ήρθανε πιο κοντά και τους είδα καλύτερα ήταν έξι αγόρια και μια κοπέλα. Σταθήκαν για λίγο πιο πέρα από κει που καθόμουν τους είδα με την άκρη του ματιού μου να κάνουν νοήματα να ψιθυρίζουνε να με κρυφοκοιτάζουνε. Τότε αφού συνεννοήθηκαν ήρθε και κάθισε δίπλα μου η κοπέλα και αφού με χαιρέτησε μου είπε:
— Μήπως έχεις χαρτάκια;
— Όχι, συγγνώμη, απάντησα, δε στρίβω.
— Α, καλά εντάξει, δεν πειράζει.
— Αν θέλετε όμως μπορώ να σας δανείσω το ηλεκτρονικό μου για λίγο.
— Όχι ντάξει, σιγά, δεν πειράζει, ευχαριστώ πολύ· καληνύχτα.
Πριν κάνει να σηκωθεί μου χαμογέλασε και πρόσεξα τότε το πρόσωπό της, ήτανε πολύ όμορφη με κόκκινα κοντά μαλλιά και δυο μάτια πώς να σ’ το πω σχεδόν μαγευτικά να θες να τα κοιτάζεις μια ζωή ολόκληρη και τότε ακόμη δε θα το νόμιζες αρκετό. Ένα φως εξέπεμπαν τα μάτια της τόσο γεμάτο ειλικρίνεια και καλοσύνη που θά ’λεγες αξίζει γι’ αυτό να πεθάνεις. Συγκινήθηκα ρε γαμώτο. Σηκώθηκε και φύγανε.
Πολύς κόσμος, γυναίκες με ρούχα κουρελιασμένα σέρνονται με τα κεφάλια σκυφτά, όχι πολύ μεγάλες κι όμως με ρυτίδες πολλές σαν κλωστές στα πρόσωπά τους, κρατώντας με τα σκονισμένα τους χέρια και τα μακριά τους δάχτυλα παιδάκια σχεδόν γυμνά με φουσκωμένες τις κοιλιές μικρά ζαρωμένα μπαλόνια. Πλησιάζουν λοιπόν, με τους άντρες τους ξοπίσω, και τους βλέπεις κι αυτούς με τα παχιά αχτένιστα μουστάκια τους, και τα τρυπημένα τους κασκέτα κι από κάτω τ’ αραιωμένα τους μαλλιά. Ιδρωμένοι σέρνουνε τα πόδια τους, είναι ένας λαός ιδρωμένος και μαύρος, απογοητευμένος. Συναθροίζονται λίγο-λίγο όλοι τους στην πλατεία, με έναν πόνο στο βαρύ μου στήθος τους παρακολουθώ, τους ανθρώπους αυτούς που φαίνονται τα μάτια τους σακιά τρύπια να μην έχουν δει ποτέ το φως. Φτιάχνουνε με τα άθλια σώματά τους ένα διάδρομο κενό για να περάσουν από μέσα οι κατακτητές. Εγώ είμαι φρουρός και περιμένω στητός στη μέση μπροστά στα πλήθη. Αυτό είναι τέλος ο κόσμος σκέφτομαι ένας ορίζοντας βρομιά και ασχήμια ησυχία όμως τώρα καταφθάνουνε.
Πρώτα από όλους πέρασαν μπροστά οι συνοδεύτρες ντυμένες με ρούχα λευκά και κόκκινα και κάτι πρόσωπα σαν αγγελικά. Και η κοπέλα μπροστά τους, η αρχισυνοδεύτρα είχε στα χέρια της ένα δοχείο με ένα υλικό μέσα παχύρρευστο κάπως που έμοιαζε με ομορφιά. Αφότου περπατήσαν από μπροστά μας κι ο κόσμος είτε από οίκτο ο ένας για τον άλλον είτε θαμπωμένοι από την ομορφιά των μικρών κοριτσιών αρχίσαν να κλαίνε, έφτασαν εκείνοι. Έφτασαν οι κατακτητές, εφτά στον αριθμό που με τα όπλα και με ανδρεία και με μάχες πήρανε τη χώρα μας. Θα μιλήσω για τους εφτά πολέμαρχους τώρα.
είναι μπροστά ο πρώτος στην κορυφή της φρικτής ομάδας τους, ντυμένος ο ψηλός αυτός άνδρας από την κορφή ως τα νύχια με μια βαριά χρυσαφένια πανοπλία άγρια όμως και ακανόνιστη λες και τα κομμάτια της τα είχανε κολλήσει έτσι για να’ ναι αταίριαστα, κι έχει δέσει πάνω στα μπράτσα του και στους μηρούς του και σ’ όλο του το σώμα κουδούνια να χτυπάνε όσο περπατάει κι ακούγεται ο ήχους τους σαν απαίσιο κλάμα παιδιών
ύστερα πίσω του ο δεύτερος πλησιάζει και ουρλιάζει δεν έχει η περηφάνια του μέτρο ανθρώπινο· όλο κατάρες είναι η γλώσσα του και απειλεί πως παρόλο που μας κατάχτησε θα μας κάψει όλους δε θα φύγει από δω αν δε δει μέχρι και το κουφάρι τα κόκαλα του τελευταίου γατιού στάχτη να γίνονται
τρίτος άλλος τους ακολουθεί άντρας πολεμοχαρής πάνω σε δυο άλογα βαριά τινάζει τα γκέμια, με μάτια κόκκινα με λύσσα ρουθουνίζουνε τα άτια και βγαίνουνε χείμαρροι οι αφροί από τις μύτες τους και ξεχύνονται κάτω και πνίγονται τα ζωύφια χαροπαλεύουνε πεθαίνουν
ακολουθεί τώρα ο τέταρτος, άνθρωπος ψηλός κι ευρύστερνος με βαριές κινήσεις τινάζει πίσω τις καφετιές παχιές κοτσίδες του που με ιδρώτα σκάνε στο μαυριδερό σβέρκο του και είναι αυτός όλο γέλια και καυχησιές λέει περήφανα εγώ θα τις γαμήσω όλες τις γυναίκες του τόπου αυτού μία μία κι ύστερα θα τους μπήξω το ξιφάρι μου ανάμεσα στα στήθια γιορτή να κάνω με το αίμα και μετά γελάει βάρβαρα
σειρά έχει ο πέμπτος που είναι ακόμη παλληκάρι άβγαλτο σχεδόν όμως με ένα χαμόγελο και ένα γέλιο που όμοιό του δεν είχαμε ξαναδεί, απολαμβάνει τις βρισιές του λαού και τις κατάρες τους σαν έπαινο, σάλια του τρέχουνε πάνω στο πυκνό του μούσι
φτάνει πια ο έκτος, άνθρωπος με βαριά διαστροφή στο πνεύμα και μ’ άγνωστες βουλές, σαν τρελός ουρλιάζει κι αλαλάζει κι έχει κρατάει κουβάδες με κόκκινες μπογιές και τις κάνει καταπάνω του κόσμου τον λούζει τα βάφει κόκκινα τα κεφάλια και τα στήθη των ανθρώπων
τώρα τελευταία έρχεται η έβδομη και είναι αυτή. Γυναίκα και διαφορετική από τους άλλους έξι. Γυναίκα είναι και την αναγνωρίζουνε από τα μαύρα φουστάνια που φοράει και που γλείφουνε καθώς περνάει τα πόδια των ανθρώπων και τα πρόσωπά τους αλλά περισσότερο την αναγνωρίζουνε από την ψηλή θηλυκή της μορφή και από τα μακριά της πόδια και που μοιάζει να πετάει προς τα μπρος κι όχι να περπατάει πιο πολύ σα να κολυμπάει, να ίπταται κι ακόμη περισσότερο την αναγνωρίζουνε έτσι όπως πέφτουνε τα σκουροκόκκινα μαλλιά της πάνω στους λεπτούς της ώμους και από τα μάτια της κυρίως από τα μάτια της έτσι που φεγγοβολάνε με μια συγκίνηση σα σπαραγμό καθρεφτίζεται στα μάτια της το φεγγάρι κι εκείνη τέλος δεν είναι σαν τους άλλους δε φωνάζει κι ούτε αλαλάζει μιλάει σιγανά σχεδόν σα ψιθυρίζει και είναι η φωνή της τόσο γλυκιά σα μουσική· την αναγνωρίζουνε τέλος από τον απίστευτο τρόπο που όπως περνάει μπροστά τους είναι λες και κάνει τον ουρανό ολόκληρο να ροδίσει να γίνει κόκκινος να γίνει επιθυμία να γίνει η πιο αβάστακτη επιθυμία.
MORGENRÖTE. Υπάρχει στα γερμανικά μια πάρα πολύ όμορφη λέξη είναι το Morgenröte και βγαίνει από τις λέξεις πρωινό και κοκκίνισμα και είναι η λέξη αυτή η αίσθηση εκείνη όταν το πρωί με το πρώτο φως της χαραυγής ο ουρανός και ολόκληρος ο κόσμος παίρνουν ένα χρώμα κοκκινωπό και φτάνει η ψυχή στο τελείωμά της. Αυτό θέλω να της πως ότι τα μάτια της και ο τρόπος που με κοιτάζει είναι Morgenröte και κάνει ολόκληρο τον κόσμο να γίνεται αυτό το πράγμα η κοπέλα αυτή είναι η χαραυγή είναι η ροδαυγή τελεία.
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ. Όπως λέει ο Νίτσε, η μουσική έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία σε σχέση με τις άλλες τέχνες γιατί ο εγκέφαλος την ερμηνεύει άμεσα, όχι με τον ίδιο τρόπο που ερμηνεύει για παράδειγμα την λογοτεχνία ή την γλυπτική. Ο έρωτας λοιπόν είναι όπως σε ένα παλιό θέατρο ένα ωραίο χειμωνιάτικο βράδυ, να παίζεται ίσως τα Κατά Ματθαίον Πάθη, ή κάποιο συμφωνικό κομμάτι του Μάλερ όπως Το τραγούδι της Γης, να παίζουν το Τραγούδι της Γης, μια ορχήστρα και μπροστά-μπροστά μια όμορφη γυναίκα περίπου σαράντα χρονών με ένα φόρεμα απαλό ηλεκτρισμένο μπλε να τραγουδάει πίσω από τα κυματιστά χέρια του μαέστρου, και κάτω στην σκοτεινή πλατεία πλήθος ο κόσμος να ακούει μαγεμένος να συγκινείται κι εκεί που η σοπράνο έχει φτάσει σε μια στιγμή δραματικής κορύφωσης και τα μάτια των θεατών λάμπουνε στο φως των προβολέων, ξαφνικά, μπαμ, γίνεται μια τεράστια έκρηξη από εκεί περίπου που κάθονται οι βιόλες και αμέσως σηκώνονται τα πάντα στον αέρα, όργανα καρέκλες μουσικοί εκτοξεύονται ψηλά και πέφτουνε κάτω κομμένα χέρια και άνθρωποι διαλυμένοι στα δύο, συντρίμμια από τη σκηνή και ό,τι άλλο θες με εκκωφαντικούς θορύβους, και τότε αρχίζει ο κόσμος να ουρλιάζει με μανία, γιατί βλέπει πως λίγες σειρές μπροστά του εκεί όπου πριν καθόταν ένα συμπαθητικό ζευγάρι ή μια ηλικιωμένη κυρία που ήξερε τώρα δεν υπάρχουν παρά μόνο τα αποκαΐδια των ρούχων τους και πτώματα, κι όλα αυτά όσο η σκηνή έχει αρχίσει να καίγεται κι ο καπνός απλώνεται πάνω από τα κεφάλια ολωνών που τώρα βήχουν με βία και δάκρυα κυλούν στα μάγουλά τους. Αν μη τι άλλο αυτό είναι ο έρωτας είναι μουσική έκρηξη.
MORGENRÖTE. Έξι ή εφτά χρόνια αφού γεννήθηκα άφησα την πατρίδα μου και τη φροντίδα της πατρίδας μου και πήγα να ζήσω στις βιβλιοθήκες. Για περίπου δέκα χρόνια με μανία έζησα εκεί πέρα διαβάζοντας και ψάχνοντας ανάμεσα στις λέξεις των βιβλίων το νόημα του κόσμου. Όμως ήρθε μια μέρα που το πνεύμα μου κουράστηκε και η ψυχή μου αποκάμωσε, και τότε ήταν που γνώρισα εσένα, ιέρεια των κρυφών μονοπατιών, που το όνομά σου δεν τολμώ να προφέρω, και τότε ήταν που άρχισα πραγματικά να θέλω να βγω να ζήσω. Άφησα τις βιβλιοθήκες και τις αναμμένες λάμπες αργά τη νύχτα και πήρα τα βουνά. Επειδή το πρόσωπό σου έκρυβε μέσα του όταν το είδα για πρώτη φορά τόση ζωντάνια και μια σύγκορμη χαρά μαζεμένη που δεν το πίστευα σχεδόν. Επειδή γνώρισα επιτέλους μέσα σ’ αυτόν τον δολερό κόσμο τον τόσο γεμάτο σκουριασμένα παλιοσίδερα και τρύπιες γκρίζες φωνούλες εσένα, που είσαι ένα πλάσμα τόσο απερίγραπτα ελεύθερο, που σε φαντάζομαι μόνο με ένα γρήγορό σου σάλτο να υψώνεσαι στον αέρα και να ανοίγεις με τη μορφή σου την πόλη σα τα φτερά ενός παγονιού. Εσύ, που έχεις τη δύναμη να γκρεμίζεις ολόκληρες αρχαίες πολιτείες μόνο μ’ ένα σου αθώο γελάκι. Ναι, εσύ, που όπως σκέφτηκε και η Κασσάνδρα πριν καταρρεύσει πάνω στη σκηνή, ήρθες στον κόσμο κι έκανες ό,τι άλλο ήρθε πριν από σένα να μοιάζει τελείως ασήμαντο να μοιάζει μηδαμινό. Που για εσένα μπορεί να ήτανε και όλες οι προφητείες της αρχαίας Κασσάνδρας. Εσύ που περπατάς με όλη τη μυστικότητα άγριας μάγισσας τον μεσαίωνα. Εσύ που κάθε σου λέξη φέρνει σαν αναπάντεχη βροχή την ευτυχία στον κόσμο. Εσύ που με καλείς να μεταμορφωθώ, να γίνω γεράκι, να γίνω βουνό, να γίνω η μουσική που σκάζοντας βγαίνει απ’ το βυθό, ν’ αλλάξω τις ραφές του κόσμου. Εσύ που ο ήχος της φωνής σου ακούγεται σαν το θρηνητό τής πιο όμορφης αρχαίας ελληνικής νύμφης που κολυμπάει στα ποτάμια. Εσύ, που όταν σε σκέφτομαι και μόνο μου έρχεται να κλάψω. Εσύ, που η ομορφιά σου με κάνει και λιώνω σαν κερί. Επειδή λοιπόν δεν μπορούσα να σε κάνω δική μου, μάζεψα κάτι λίγα πράγματα που είχα και αργά τη νύχτα πήρα τα βουνά. Έφτασα την ώρα που ανέβαινε ο ήλιος σα βαρυφορτωμένη πολεμική άμαξα πάνω από το μεγάλο οροπέδιο. Τα πάντα ήταν ήσυχα τριγύρω, η βραχωμένη κατηφόρα στα πόδια μου, τα βρύα που σκαρφαλώνανε ψηλά στις πέτρες πίσω μου, τα δέντρα κάτω με τους βρεγμένους τους κορμούς, και τέλος πέρα μακριά οι χιονισμένες κορυφοπλαγιές. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα έφτασε στα ρουθούνια μου μια δύσκολη μυρωδιά αίματος. Γύρισα το κεφάλι μου στ’ αριστερά και είδα λίγο πιο κει τα κουφάρια δύο ελαφιών. Κάποιο μεγαλύτερο ζώο τους είχε φάει όλο το κρέας στο στήθος στην κοιλιά και στα πόδια τους. Από μέσα από την κενή κόκκινη κοιλιά βγαίνανε μερμήγκια κουβαλώντας μικρά κομματάκια κρέας και πάνω στα κεφάλια των ζώων πετούσαν μύγες. Το αίμα είχε ποτίσει το χορτάρι κάτω από τα καύκαλά τους. Μια αποσύνθεση ερωτική. Ω, αλαλάζοντες τριγμοί του κεφαλιού μου, και χυμοί των βαριών επιθυμιών και γυάλινοι αποσπερίτες και τριχωτές κεφαλές των συναισθημάτων, κάντε μια και για πάντα να θαφτώ σαν σκοτωμένο ζωάκι μέσα στα λαμπερά μάτια της Μυρτώς είπα κι ελάλησα αμήν.