Ο Μάγος Αλκαζάρ

20+6 χρησμοί / Σκονάκια – αλοιφές – φυλαχτά / Προστασία από τα κακά πνεύματα

Αποσπάσματα από σημειώσεις για μια πόλη 2012-2022




II. Ἐπωνόμασε δὲ τὴν πόλιν ἀπὸ τῆς ἑαυτοῦ γυναικός…

Διαβάζω για ψηφιδωτά
Πρόσωπα γυναικών με διαδήματα
Έννοιες αφηρημένες
ΚτίσιςΚόσμησιςΑνανέωσις
Οικία εννοούν, ναό ή πόλη;

Η Κτίση με το ραβδί της να μετρά
Τα τείχη-ζωνάρια που έχτισε ο Κάσσανδρος
Κι έδεσε μέσα τους πρώτους μπαγιάτηδες
Τούμπες και τράπεζες
Χαλαστραίον νίτρον πικρό
Μπαγιάτης-χωριάτης
Τι να σκέφτηκε άραγε που τον ξεσπίτωσαν απ’ τα πολίσματα;
Περί ἕξ καὶ εἴκοσι καί συνοικίσας εἰς ἕν
Πλιθιά και πλήθη
Τειχόμορφο στέμμα
Η πυργοφόρος Θεά
Intra muros
Σκέπει την πόλη
πρότερον Θέρμη ἐκαλεῖτο

Η Κόσμηση με στέμμα και το λιβανιστήρι στο χέρι
    τη στόλισε, όπως η κίσσα τη φωλιά της
Λουτρά κι υδρορροές
Ληκύθια και χρυσαφικά
Αμφορείς και λεχρίτες
Κορύβαντες και Κάβειροι
Κεραμικά κι εκκλησάκια
Λατρείες και νεκροταφεία
Στήλες και πάπυροι
Όρμοι και κελάρια
Κτερίσματα, λυχνάρια
Καλλωπισμός ως και στον θάνατο
Πύργος του ΟΤΕ, Λευκός ή Τριγωνίου

Η Ανανέωση προβάλλει απ’ τους μπερντέδες της
Κι η περίβλεπτος πόλις μεγαλώνοντας σιγά σιγά θα βρει ξανά τις πρώτες της τις έξω γειτονιές

Αργοκαταπίνοντας Τούμπες, Κρουσίδες κ.λπ.
Μικρά–μεγάλα έμβολα
Τρίγωνα απ’ το Αρσακλί
Φασαριόζικη μηχανή
Στάσου, Μύγδονες
Πυρκαγιές και εκθέσεις
Άνθρωποι πηγαίνουν έρχουνται
1915-18, από μια αιτία φευγαλέα
Αλώσεις με μονόξυλα
Φωτεινά γοβάκια και σίδερα για λάσπες που κρύφτηκαν πια
κάτω απ’ το πεζοδρόμιο
Ναοί περιπλανώμενοι
Νυφικά από μετάξι αλεξίπτωτου
Σεισμοί και ζαχαροπλαστεία
Νέο-άγιοι κι εμφιαλωτήρια
Λούνα παρκ και μέγαρα
Αναπλάσεις και μετροπόντικες
Ανώφελα ξέφωτα
Κρυφές αυλές κι ανασκαφές
Εντόσθια ακάλυπτα εκτεθειμένα
Ουλές κρυφά λατρεμένες




III. Πλατεία Τερψιθέας

Αναδεύω στη στάχτη με τη μασιά
καρφιά και μεντεσέδες
                πυρακτωμένους.

Λένε ακόμα ιστορίες
                για τον τουρκομερίτη σαρικοφόρο
στην Άνω Πόλη.
Πως τριγυρνά ακόμα στην πλατεία
θυμωμένος που ο τάφος του δερβίση
έγινε αποθήκη.

Η μασιά μού καίει την παλάμη,
                μα δεν την αφήνω.




VI. Αυστροελληνική Εταιρεία Καπνού

Στη Βασιλέως Ηρακλείου
μυρίζουν τ’ άνθη νεραντζιάς
δίπλα στο εργοτάξιο.

Θυμάμαι πως παλιά
Έξω απ’ τη μελλοντική Πλατεία έζεχνε ταμπάκο.
Έτσι μικρός κρατώντας την αναπνοή μου
φανταζόμουν πως μύριζε η πανούκλα.

Οσμή τόσο δυνατή
που διαπερνά το χρόνο
και με φτάνει ακόμα σήμερα.





VII. Σάββατον απόγευμα

Θα βγούμε πάλι απόψε
προς άγραν
του Ρόδου του πιθανού
και δεν το λέμε –τρέμουμε
μην από τα πριν το διώξουμε– το
Ρόδο, το πιθανό.

Από τι μαραίνεται;
Ποιος το ποτίζει;
Ποιος κλειδώνει του κήπου του την πόρτα;
Όταν το δούμε θα το γνωρίσουμε;

Μουσική γυμνή, χωρίς λόγια
Η ζεστασιά του εκτυπωτή
Απρόσιτο το δίπλα ίντερνετ
Τραγούδια που υγραίνουν τα μάτια
Το ρέμα ακόμα κοιμάται
Η ποίηση δεν ξεπλένει



XIV. Ο Μάγος Αλκαζάρ

Περνώντας το κατώφλι του αερόβιου
άτακτος ύπνος!

Ξυπνά κάπως με την αίσθηση του βαλς,
πως λείπει απ’ τη ζωή μας
κι ας μην ξέρει να το χορεύει.
Γεννήθηκε το 1981, μα και
    πολλές ακόμα φορές πριν.
Δημόσιος ακίνδυνος
–μισός Πεντζίκης μισός διαδρομή–
αρρυθμία στο βλέμμα.
Ράθυμη ομιλία.
Εξουθενωμένος από την υγρασία.
Μόνιμα τελών εν ημικρανία.
Αν δεν υπήρχε,
                θα τον δημιουργούσε η Θεσσαλονίκη από μόνη της.



XV. Γερμανών Έξοδος

Λέει ο Ιωάννου:

Κατά τις τέσσερις το απόγευμα μπήκαν στα οχήματα
Και ήσυχα ήσυχα, μέσα από την έρημη Εγνατία, έφυγαν.
Δεν θα είχανε φτάσει καλά καλά ούτε στον Βαρδάρη
Και άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες
Με πρώτη την καμπάνα του Αγίου Δημητρίου
Που ήταν μεγάλη αλλά ραγισμένη
Και τη γνωρίζαμε από μακριά αμέσως.

Αυτό το ράγισμα μάλλον τ’ ανέφερε ασύνειδα ο ποιητής
Μα μου μοιάζει η πιο σημαντική λεπτομέρεια
Στη μεγαλειώδη αυτή σκηνή.
Απ’ αυτά που κάνουν τον ποιητή ποιητή κι ας μην το ξέρει.




XVI. Προσκλητήριο

Ήρθε στην πυρίκαυστο το ‘85
                απ’ τη Βάρνα στις Συκιές
Τώρα χαζεύει στην είσοδο της οικοδομής
                παλιά ονόματα ιδιοκτητών
                στους αζήτητους λογαριασμούς και φακέλους
Η κυρα-Στάσα η Σμυρνιά – μικρό κορίτσι άκουσε μέσα από σφαλιστά παντζούρια: «ποιος θέλει κρέας του παπά;» – πώς να ‘νιωθε βλέποντας το άγαλμα του Χρυσόστομου, μακρινού της συγγενούς, στην Αγίας Σοφίας;
Η κυρία Ελπίδα που έφυγε με άνοια –ευτυχώς γι’ αυτήν– η ζωή δεν της άφησε κάτι ευχάριστο να θυμάται.
Ο Γιώργος ο ψηλός υπό την επήρεια – έφυγε από άλλη αιτία, μάθαμε έκπληκτοι.
Οι τέσσερις αδερφές – δασκάλες, όλες ανύπαντρες – καλύμματα στα έπιπλα, ναφθαλίνη στο ασανσέρ.
Ο κύριος Αστέρης – μπροστά στα μάτια μου από εγκεφαλικό στην είσοδο.
Ο κυρ-Νίκος ο κουρέας, κι ο συνάδελφός του, Νίκος κι αυτός, στο τέλος μπέρδευε το σούρουπο με κακοκαιρία.
Η κ. Σεσίλη, έφυγε μες στην πανδημία, μα στο μυαλό είχε αναχωρήσει κι αυτή νωρίτερα.
Κι άλλοι: ενοικιαστές, αποδημητικά ιατρεία κι εταιρείες νυφικών,
κι εκείνος ο αλήτης που υπενοικίαζε, ο ρευματοκλέφτης.
Πελαργοί λογαριασμοί, συνεχίζουν κι έρχονται
– θα βρίσκουν τον δρόμο κι οι δικοί μας;
Οι δεκαοχτούρες μένουν εδώ στο τέλος
                τις ταΐζει ψωμί ο κουκουές γιατρός στην πλατεία.
Ένα ωραίο χέρι άσπρο χέρι γράφει γραμμές στον ουρανό
Το φως στις δέκα το πρωί
Σαλονίκη, όμορφη πόλη
Τραγουδιστά: Α – α – α – α
Άμορφη Θεσσαλονίκη
σπάνια γαία
τακτοποίηση αυθαιρέτων
ρημαγμένη ειμαρμένη
γαῖαν ἔχοις ἐλαφράν






XVII. Καθόλου χνούδι

…αλλά σάμπως μια γυναίκα ζωντανή, τη Θεσσαλονίκη.

Η πόλη αυτή δεν θέλει τα χάδια σου.

Τόση τρυφερότητα το ξέρει πως δεν θα βρει αλλού

Όμορφη πόλη
Κι ας μην είναι μια αγκαλιά το τέλος του κόσμου, μακριά της τρέχει
Πως άλλος κανείς δε θα ’πιανε τ’ άσπρα χεράκια της όταν αρχίζει ο κνησμός το ξέρει
Ούτ’  άλλος θα την αγκάλιαζε να διώξει το πνιγηρό σκοτάδι του δωματίου σαν την τρόμαζε

Τόσο απόθεμα
Στα αζήτητα
Κι ας το ξέρει

Bαριά βήματα
Ίδιους δρόμους μαρκάρουν
Κρύο μέσα σου κι έξω σου
Yψηλή απογοήτευση

Μία σχέση σκέτη χωρισμός
Όλο νύχια και αγκάθια – καθόλου χνούδι
                τσαλιά κι αγκάθια

Τώρα που η πόλη σε διώχνει
δεν ξέρω πόσο ακόμα θα αντέχεις
με μαύρα λιθάρια στην τσέπη
να γυρνάς στους δρόμους της




XXIV. Σαλάτα Μακεδονική

Απ’ όταν πήγαινα φροντιστήριο
δίπλα στην Οσία Ξένη
παίρνοντας το 10 ή το 31
γυρνούσα πάντα να χαζέψω τον τύμβο
στο παρκάκι απέναντι από το πρώην Μαιευτήριο
–πρώτα Ρωσικό Νοσοκομείο.

Οι αρχαιολόγοι της Γαλλικής Στρατιάς
τον ανέσκαψαν στην τότε αυλή
της βίλας του Χασάν Ταχσίν πασά
που ‘χε δώσει λίγα χρόνια πριν την πόλη
στους Έλληνες αντί των Βουλγάρων.

Ταιριαστά νομίζω είπαν το Μαιευτήριο απέναντι απ’ τον τύμβο
–ξεπερνώ τα προφανή, memento mori κ.λπ. –
Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας.

Άντε να εξηγήσει κανείς
τι δουλειά έχει στο Λούβρο
η νεκρική κλίνη του γαιοκτήμονα·
τι συμβαίνει ώρες ώρες
εδώ γύρω.





XXVI.

Η καθ’ ημάς Θεσσαλονίκη
δεν είναι
η καθ’ υμάς Θεσσαλονίκη.


Υ.Γ.

XIV. Μισός Πεντζίκης – μισός διαδρομή: Παραλλαγμένος στίχος από ποίημα του Δημήτρη Π. Παπαδίτσα (Η περιπέτεια, 1953) με διάμεσο τον Μιχάλη Σιγανίδη («Είναι όμοια και όμως διαφέρουν». Μικρές αγγελίες, 1999).
XV. Απόσπασμα από συνέντευξη του ποιητή Γιώργου Ιωάννου για το τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ Η ΕΡΤ στη Βόρειο Ελλάδα - Το δικό μας αίμα (1978).
XVI. Το φως στις δέκα το πρωί από το «Το φως στις 10 π.μ.» του Διονύση Σαββόπουλου (Ο Χρονοποιός, 1999).
XVII. …ἀλλὰ σάμπως μιὰ γυναίκα ζωντανή, τὴ Θεσσαλονίκη. Από το «Συμβάν», στον τόμο Ποιήματα (Aγροτικές Συνεταιριστικές Eκδόσεις, 1988) του Ν. Γ. Πεντζίκη.


Πηγή φωτογραφιών: Παλιές φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης / Old Photos of Thessaloniki (https://www.facebook.com/groups/oldthessaloniki).

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: