II. Ἐπωνόμασε δὲ τὴν πόλιν ἀπὸ τῆς ἑαυτοῦ γυναικός…
Διαβάζω για ψηφιδωτά
Πρόσωπα γυναικών με διαδήματα
Έννοιες αφηρημένες
Κτίσις – Κόσμησις
– Ανανέωσις
Οικία εννοούν, ναό ή πόλη;
Η Κτίση με το ραβδί της να μετρά
Τα τείχη-ζωνάρια που έχτισε ο Κάσσανδρος
Κι έδεσε μέσα τους πρώτους μπαγιάτηδες
Τούμπες και τράπεζες
Χαλαστραίον νίτρον πικρό
Μπαγιάτης-χωριάτης
Τι να σκέφτηκε άραγε που τον ξεσπίτωσαν απ’ τα πολίσματα;
Περί ἕξ καὶ εἴκοσι καί συνοικίσας εἰς ἕν
Πλιθιά και πλήθη
Τειχόμορφο στέμμα
Η πυργοφόρος Θεά
Intra muros
Σκέπει την πόλη
Ἣ πρότερον Θέρμη ἐκαλεῖτο
Η Κόσμηση με στέμμα και το λιβανιστήρι στο χέρι
τη στόλισε, όπως η κίσσα τη φωλιά της
Λουτρά κι υδρορροές
Ληκύθια και χρυσαφικά
Αμφορείς και λεχρίτες
Κορύβαντες και Κάβειροι
Κεραμικά κι εκκλησάκια
Λατρείες και νεκροταφεία
Στήλες και πάπυροι
Όρμοι και κελάρια
Κτερίσματα, λυχνάρια
Καλλωπισμός ως και στον θάνατο
Πύργος του ΟΤΕ, Λευκός ή Τριγωνίου
Η Ανανέωση προβάλλει απ’ τους μπερντέδες της
Κι η περίβλεπτος πόλις μεγαλώνοντας σιγά σιγά θα βρει ξανά τις πρώτες της τις έξω γειτονιές
Αργοκαταπίνοντας Τούμπες, Κρουσίδες κ.λπ.
Μικρά–μεγάλα έμβολα
Τρίγωνα απ’ το Αρσακλί
Φασαριόζικη μηχανή
Στάσου, Μύγδονες
Πυρκαγιές και εκθέσεις
Άνθρωποι πηγαίνουν έρχουνται
1915-18, από μια αιτία φευγαλέα
Αλώσεις με μονόξυλα
Φωτεινά γοβάκια και σίδερα για λάσπες που κρύφτηκαν πια
κάτω απ’ το πεζοδρόμιο
Ναοί περιπλανώμενοι
Νυφικά από μετάξι αλεξίπτωτου
Σεισμοί και ζαχαροπλαστεία
Νέο-άγιοι κι εμφιαλωτήρια
Λούνα παρκ και μέγαρα
Αναπλάσεις και μετροπόντικες
Ανώφελα ξέφωτα
Κρυφές αυλές κι ανασκαφές
Εντόσθια ακάλυπτα εκτεθειμένα
Ουλές κρυφά λατρεμένες
III. Πλατεία Τερψιθέας
Αναδεύω στη στάχτη με τη μασιά
καρφιά και μεντεσέδες
πυρακτωμένους.
Λένε ακόμα ιστορίες
για τον τουρκομερίτη σαρικοφόρο
στην Άνω Πόλη.
Πως τριγυρνά ακόμα στην πλατεία
θυμωμένος που ο τάφος του δερβίση
έγινε αποθήκη.
Η μασιά μού καίει την παλάμη,
μα δεν την αφήνω.