Άκαρπες συμβουλές
Μου φώναζες χρόνια ολόκληρα
να τολμήσω το κατέβασμα
μέσα στις βαθιές στοές.
Να μην διστάσω να πάω,
να μην φοβηθώ το σκοτάδι,
την υγρασία της ιστορίας,
τη μυρωδιά του θανάτου.
Η διαδρομή, όσο κι αν είναι δυσάρεστη
κι αδιέξοδη, προς το μαύρο ή το βαθύ
δεν χρειάζεται συνοδοιπόρους.
Και κει που φτάνεις, συνέχιζες να μου λες,
πάντα να αναχωρείς γι’ αλλού, πιο βαθιά,
πριν προλάβεις να κάνεις τις συστάσεις
πριν προλάβουν να σε ματώσουν.
Να ετοιμάζεις τα λόγια του αποχωρισμού
μ’ ευγένεια κι ας σου στοιχίζει.
Δεν χρειάζεται να στεριώσεις σε κάμπους
και στο χώμα το σκληρό ή το μαλακό.
Δεν χρειάζεσαι το γαλάζιο του νερού
και τ’ ουρανού το πλάτος.
Προτίμησε τα δάκρυα από το φως,
προτίμησε να μείνεις βαθιά παρά ψηλά
και κει θα βρεις και άλλους λαθρεπιβάτες
και κει μπορεί να βρεις κι εμένα.
Τέτοια μου έλεγες κι εγώ δίσταζα να σ’ ακούσω,
ώσπου πάγωσα στην αναμονή,
ώσπου το πρόσωπό μου ακινητοποιήθηκε
σε μια λευκή ωχρότητα,
ώσπου πέθανα στη μοναξιά.
Κάποτε, τ’ αποφάσισα να σε πιστέψω
αλλά ήταν πια αργά.