V.
Μείναμε στην Τζορτζάνιγια αρκετές μέρες. Ο ποταμός Τζαϊχούν είχε παγώσει από την αρχή ως το τέλος του κι ήταν ο πάγος τόσο χοντρός που έφτανε τις δεκαεπτά σπιθαμές.[1] Άλογα, μουλάρια, γάιδαροι και κάρα κινούνταν πάνω στον πάγο με την ευκολία που κινούνταν στον δρόμο, αφού ο πάγος ήταν παχύς και δεν υποχωρούσε. Αυτό διήρκεσε τρεις ολόκληρους μήνες. Είδαμε μια χώρα που ήταν η πύλη του Χιονιά, μια χώρα όπου το χιόνι έπεφτε πάντα συνοδευόμενο από ισχυρούς, θυελλώδεις ανέμους. Αν ένας άντρας επιθυμούσε να κάνει ένα δώρο σε κάποιον από τους δικούς του και να του δείξει καλοσύνη, έλεγε: «Έλα κοντά μου να κουβεντιάσουμε, έχω ωραία φωτιά!». Αυτό το κάνει κάποιος όταν θέλει να φανεί φιλάνθρωπος, αρεστός και να κάνει καλές πράξεις. Ο Ύψιστος Αλλάχ, ωστόσο, υπήρξε γενναιόδωρος μαζί τους και τους έδωσε φτηνά ξύλα για τη φωτιά: ένα κάρο φορτωμένο με ξύλα από αλμυρίκια, βάρους περίπου τριών χιλιάδων ρατλ,[2] κόστιζε δύο από τα δικά τους ντίρχαμ. Οι ζητιάνοι τους δεν συνήθιζαν να στέκονται έξω απ’ τις πόρτες, αλλά έμπαιναν μέσα στα σπίτια τους και κάθονταν μπροστά στη φωτιά για να ζεσταθούν. Αφού περνούσε μια ώρα, έλεγαν: πίκεντ. Κι αυτό σήμαινε: ψωμί! Αν τους έδιναν λίγο ψωμί, το έπαιρναν. Αν όχι, έφευγαν.
Η παραμονή μας στην Τζορτζάνιγια ήταν μακριά: μείναμε εκεί αρκετές μέρες από τον μήνα Ράτζαμπ και όλο τον μήνα Σααμπάν, τον μήνα Ραμαντάν καθώς και τον μήνα Σαουάλ.[3] Παραμείναμε εξαιτίας της σφοδρότητας του κρύου. Με ενημέρωσαν πως δύο άντρες οδήγησαν δώδεκα καμήλες για να φέρουν ξύλα από κάποιο δάσος, ξέχασαν όμως να πάρουν τσακμακόπετρα και φυτίλι μαζί τους και διανυκτέρευσαν χωρίς φωτιά να τους ζεσταίνει. Την επόμενη μέρα, όταν ξύπνησαν, βρήκαν όλες τις καμήλες παγωμένες και ψόφιες εξαιτίας του δυνατού κρύου.
Πράγματι διαπίστωσα κι ο ίδιος πως, από το κρύο, δεν υπήρχε κόσμος στην αγορά και τους δρόμους. Μπορούσες να κάνεις βόλτες εκεί έξω, μα άνθρωπο δεν συναντούσες και κανείς δεν σε έβλεπε. Μια μέρα που βγήκα από το χαμάμ και μπήκα στο σπίτι μου, είδα πάνω στη γενειάδα μου ένα κομμάτι πάγο και το έλιωσα μπροστά στη φωτιά.
Κοιμόμουν σε κάποιο σπίτι που βρισκόταν στο εσωτερικό ενός άλλου σπιτιού,[4] στο οποίο είχαν στήσει μια τουρκική τσόχινη σκηνή, τυλιγμένος με ρούχα και γούνες και παρόλα αυτά τα μάγουλά μου κολλούσαν πάνω στο μαξιλάρι. Διαπίστωσα ακόμα πως οι τζιμπάμπ[5] τους ήταν σκεπασμένες με ένα τραχύ είδος πανωφοριού που ήταν φτιαγμένο από δέρμα προβάτων, μόνο που αυτό έσκαγε κι άνοιγε και γι’ αυτό δεν άξιζε τίποτα.
Είδα τη γη που έκανε ρωγμές εξαιτίας του δυνατού κρύου και σχημάτιζε τεράστιους λάκκους και σχισμές, είδα ακόμα ένα μεγάλο και αρχαίο δέντρο να ανοίγει στα δύο για τον ίδιο λόγο.
Όταν μέσιασε ο μήνας Σαουάλ του έτους 309, ο καιρός άρχισε να αλλάζει. Ο πάγος στον ποταμό Τζαϊχούν έλιωσε κι εμείς προμηθευτήκαμε όλα τα απαραίτητα για το ταξίδι. Αγοράσαμε τουρκικές καμήλες και φτιάξαμε σχεδίες από δέρματα καμήλας, που θα χρειαζόμασταν για να διαπλεύσουμε τους ποταμούς της χώρας των Τούρκων. Προμηθευτήκαμε επίσης ψωμί, κεχρί και παστό κρέας για τρεις μήνες.
Οι ντόπιοι που συναναστρεφόμαστε μας κατηύθυναν να ντυθούμε με στρώσεις από ρούχα, όσα περισσότερα ήταν αναγκαίο. Μας φοβέριζαν και μεγαλοποιούσαν την κατάσταση. Όταν ωστόσο γίναμε μάρτυρες όσων μας έλεγαν, διαπιστώσαμε πως τα πράγματα ήταν ακόμα δυσκολότερα. Καθένας από μας έβαλε ένα κοντό πανωφόρι, από πάνω ένα καφτάνι, πάνω από αυτό μια προβιά και συμπλήρωσε με μια τρίχινη κάπα και έναν τρίχινο σκούφο που άφηνε ακάλυπτα μόνο τα μάτια. Από κάτω φορούσαμε ένα σαραουίλ,[6] ραμμένο χωρίς τσέπες και πάνω απ’ αυτό ένα παντελόνι με ενίσχυση για το κρύο. Στα πόδια φορούσαμε λεπτά δερμάτινα πασούμια, κι άλλο ένα δερμάτινο ζευγάρι από πάνω. Έτσι όταν κάποιος από εμάς ανέβαινε σε καμήλα, δεν μπορούσε να κουνηθεί με τόσα πολλά ρούχα.
Ο νομοδιδάσκαλος, ο δάσκαλος και οι νεαροί υπηρέτες που μας ακολουθούσαν από τη Βαγδάτη έφυγαν από κοντά μας, καθώς φοβόντουσαν να μπουν σε εκείνη τη χώρα. Έτσι μείναμε μόνο ο απεσταλμένος του χαλίφη, ο γαμπρός του, ο Τακίν, ο Μπαρς κι εγώ.
Την ημέρα που είχαμε ορίσει για αναχώρηση, είπα: «Ακούτε σύντροφοι, μαζί σας ταξιδεύει ο υπηρέτης του βασιλιά των Βούλγαρων του Βόλγα. Γνωρίζει όλες σας τις υποθέσεις και τις επιστολές του σουλτάνου που κρατάτε στα χέρια σας και αναμφίβολα αναφέρονται στην αποστολή τεσσάρων χιλιάδων δηναρίων μουσιμπία.[7] Πηγαίνετε σε έναν ξένο βασιλιά, ο οποίος θα σας ζητήσει αυτά τα χρήματα». Εκείνοι απάντησαν: «Μη φοβάσαι. Δεν πρόκειται να μας τα ζητήσει». Τότε τους προειδοποίησα λέγοντας: «Γνωρίζω ότι θα σας τα ζητήσει», όμως δεν άκουγαν.
Το καραβάνι μας ετοιμάστηκε. Μισθώσαμε έναν οδηγό από τους κατοίκους της Τζορτζάνιγια ονόματι Κλαουάς. Έπειτα εμπιστευτήκαμε τον Παντοδύναμο και Δοξασμένο Αλλάχ, κι εναποθέσαμε την υπόθεσή μας στα χέρια Του.
VI.
Αφήσαμε την Τζορτζάνιγια αφού είχαν περάσει από τη Δευτέρα οι δυο πρώτες νύχτες του μήνα Δου αλ Κάαντα του έτους 309. Σταματήσαμε λοιπόν σε ένα καραβανσεράι με το όνομα Ζαμτζάν κοντά στην Πύλη των Τούρκων. Την επομένη το πρωί φύγαμε πάλι και σταματήσαμε σε ένα μέρος που λεγόταν Τζιτ.[8] Εκεί έπεσε τόσο χιόνι που έφτανε μέχρι τα γόνατα των καμηλών και αναγκαστήκαμε να σταθμεύσουμε για δύο μέρες. Ύστερα περάσαμε στη χώρα των Τούρκων δίχως να παίρνουμε προφυλάξεις. Δεν συναντήσαμε κανέναν στην άγονη, χωρίς βουνά, στέπα. Δέκα μέρες βαδίζαμε και αντιμετωπίσαμε πολλές δυσκολίες και προβλήματα. Το κρύο ήταν πολύ δυνατό και οι χιονοπτώσεις επίμονες, τόσο ώστε το κρύο της Χορασμίας μάς φαινόταν σαν μέρα καλοκαιριού. Λησμονήσαμε όσα είχαμε περάσει και λίγο έλειψε να μας κοστίσουν τη ζωή μας.
Τις περισσότερες μέρες είχε δυνατό κρύο. Ο Τακίν που ίππευε πλάι μου μιλούσε στα τούρκικα με έναν άντρα από τους Τούρκους που ήταν στη συνοδεία του. Κάποια στιγμή γέλασε ο Τακίν και μου είπε: «Αυτός ο Τούρκος λέει: Τι θέλει ο αφέντης από εμάς; Μας σκοτώνει με αυτό το κρύο. Αν γνωρίζαμε τι θέλει, θα του το προσφέραμε». Τότε εγώ απάντησα: «Πες του ότι Εκείνος επιθυμεί να σας ακούσει να λέτε: δεν υπάρχει άλλος Θεός από τον Αλλάχ». Ο Τούρκος τότε είπε γελώντας: «Αν πράγματι το γνωρίζαμε, θα το λέγαμε». Ακολούθως αναχωρήσαμε και φτάσαμε σε ένα μέρος όπου υπήρχαν πολλά αλμυρίκια. Εκεί κάναμε μια στάση και οι άντρες του καραβανιού άναψαν φωτιές για να ζεσταθούν, έβγαλαν τα ρούχα τους και τα άπλωσαν για να στεγνώσουν.
Συνεχίσαμε την πορεία μας και ιππεύαμε καθημερινά από το μέσον της νύχτας μέχρι την ώρα της μεσημεριανής ή της απογευματινής προσευχής, διανύοντας έτσι τη μεγαλύτερη απόσταση. Ύστερα σταματούσαμε. Μετά από δεκαπέντε νύχτες φτάσαμε σε ένα μεγάλο βουνό με πολλούς βράχους, μέσα από τους οποίους ξεπηδούσαν πηγές που το νερό τους σχημάτιζε λιμνούλες.
VII.
Αφού περάσαμε το βουνό, φτάσαμε σε μια φυλή Τούρκων που ήταν γνωστοί με το όνομα Ογούζοι Τούρκοι.[9] Αυτοί ήταν νομάδες με σκηνές από τρίχινη τσόχα που τις έστηναν και τις μάζευαν πάλι για να φύγουν. Μπορούσες να τους δεις σε διάφορους τόπους, εδώ κι εκεί, αφού ακολουθούσαν νομαδικές συνήθειες. Παρά τη δύσκολη διαβίωσή τους είναι σαν γάιδαροι ξεστρατισμένοι. Δεν είναι θρησκευόμενοι, ούτε έχουν καμία πίστη. Δεν προσφεύγουν στη λογική, ούτε λατρεύουν κάτι αλλά αποκαλούν τους αρχηγούς τους «αφέντες». Αν κάποιος από αυτούς θέλει να συμβουλευτεί τον αρχηγό του για κάτι, λέει: «Αφέντη μου, τι θα κάνω γι’ αυτό και γι’ αυτό;» Δίνουν συμβουλές ο ένας στον άλλον και όταν καταλήγουν να συμφωνήσουν σε κάτι αποφασίζοντας πώς θα το χειριστούν, έρχεται κάποιος από τους πιο άθλιους κι ελεεινούς συντρόφους τους και ακυρώνει όσα έχουν συμφωνηθεί.
Τους έχω ακούσει να λένε: «Δεν υπάρχει άλλος Θεός απ’ τον Αλλάχ και ο Μωάμεθ είναι ο Προφήτης Του», με σκοπό να πλησιάσουν έτσι τους μουσουλμάνους που τους λένε αυτά τα λόγια. Δεν τα πιστεύουν όμως. Αν κάποιος ανάμεσά τους έχει αδικηθεί ή του έχει συμβεί κάτι αφόρητο, τότε σηκώνει το κεφάλι στον ουρανό και λέει: «Μπιρ τένκρι». Αυτό στα τούρκικα σημαίνει, «Στον ένα Θεό», καθώς το μπιρ σημαίνει στον ένα και το τένκρι στη γλώσσα των Τούρκων είναι ο Θεός. Δεν πλένονται μετά την ούρηση ή την αφόδευση, ούτε μετά την ερωτική πράξη ή σε άλλες περιπτώσεις. Δεν έχουν καθόλου καλές σχέσεις με το νερό, ειδικά τον χειμώνα. Οι γυναίκες τους δεν καλύπτονται μπροστά στους άντρες τους ή μπροστά σε ξένους. Δεν σκεπάζουν κανένα μέρος του σώματός τους, όποιος και να είναι παρών.
Κάποια μέρα σταματήσαμε κοντά σε έναν από αυτούς και καθίσαμε μαζί του. Η γυναίκα του ήταν παρούσα. Ενώ συνομιλούσαμε, η γυναίκα ξεσκέπασε τα γεννητικά της όργανα και άρχισε να τα ξύνει μπροστά μας. Εμείς καλύψαμε τα πρόσωπά μας και είπαμε: «Θεέ μας, συγχώρεσέ μας!» Ο άντρας της γέλασε και είπε στον δραγουμάνο: «Πες τους: η γυναίκα το ξεσκεπάζει μπροστά σας για να το δείτε και να έρθετε σε αμηχανία αλλά να μη μπορείτε να το φτάσετε. Κι αυτό είναι καλύτερο από το να το σκεπάζετε, μα να είναι εντέλει προσιτό».
Η μοιχεία είναι άγνωστη σ’ αυτούς. Όποιον ωστόσο ανακαλύπτουν από τη συμπεριφορά του ότι είναι μοιχός, τον διαμελίζουν με τον ακόλουθο τρόπο: ενώνουν τα κλαδιά δυο δέντρων, τον δένουν πάνω και τα αφήνουν ελεύθερα, με αποτέλεσμα ο δεμένος στα κλαδιά να σκίζεται στα δυο.
Κάποιος από αυτούς με άκουσε να απαγγέλω το Κοράνι και γοητεύτηκε. Πλησίασε τον δραγουμάνο και του είπε: «Μη σταματήσει!» Ο ίδιος άντρας μια μέρα μού μήνυσε με τον δραγουμάνο: «Πες σε τούτον τον Άραβα: ο Θεός μας, ο Παντοδύναμος και Δοξασμένος, άραγε έχει γυναίκα;» Αυτό μου φάνηκε υπερβολικά θρασύ και άρχισα να δοξάζω τον Αλλάχ και να ζητάω συγχώρεση. Ο άντρας έκανε το ίδιο, επαναλάμβανε μετά από μένα «Δόξα στον Αλλάχ!» και «Θεέ μου, συγχώρα με!» Αυτή είναι μια συνήθεια των Τούρκων: κάθε φορά που ακούν έναν μουσουλμάνο να δοξάζει και να λέει «Δεν υπάρχει άλλος Θεός απ’ τον Αλλάχ», επαναλαμβάνουν τα ίδια μετά από ’κείνον.
______________________
Απόσπασμα από το βιβλίο Το ταξίδι του Ιμπν Φαντλάν, που θα κυκλοφορήσει στις αρχές του 2023 από τις εκδ. Ηρόδοτος σε μετάφραση, σημειώσεις και επίμετρο της Ελένης Καπετανάκη