Από το πρωί, αξημέρωτα, εδώ, στο τραπέζι της κουζίνας, ο Αντώνης, ανάμεσα σε πόρτα και παράθυρο, μες στο ρεύμα που του λέει κι η Κατερίνα κάθε φορά που περνά από τον διάδρομο.
Όπως κάθε μέρα, έτσι και σήμερα μόνο που στις δέκα χτύπησε το τηλέφωνο του. Άγνωστο νούμερο κι είπε να μην το σηκώσει. Αλλά επιμένανε, έκλεισε μόνη της η γραμμή και ξαναπήρανε. Και τότε, λίγο πριν κλείσει και πάλι, η κλήση προωθείται και τα σχετικά, το σήκωσε.
«Παρακαλώ».
Απόρησε για μια στιγμή, μετά, σφιγμένος, γύρισε ανακλαστικά το βλέμμα του προς το παράθυρο. Μια παρέα μαυροντυμένοι άντρες στέκονται στην πίσω πλευρά της εκκλησίας, από κει που είναι η είσοδος για την ενοριακή αίθουσα και το γραφείο του παπά. Στέκονται σαν να περιμένουν και καπνίζουν, με τους γιακάδες από τα χοντρά τους μπουφάν σηκωμένους ασπίδα στο ξεροβόρι που κατεβάζει.
«Ναι, θα κατέβω. Σε δέκα λεπτά θα είμαι εκεί».
Κι από την εποχή του πατέρα του οι γύφτοι στο δικό τους το μαγαζί ψωνίζανε, αυτό σκέφτηκε μόλις το έκλεισε. «Αυτοί πάνε μόνο στα μαγαζιά τα δικά τους, σε μένα όμως έρχονται». Έτσι καμάρωνε ο πατέρας του.
Πήγε στην κρεβατοκάμαρα να πάρει μπουφάν και τράβηξε τα παπούτσια του από κάτω απ’ το κρεβάτι. Πάνω από το προσκέφαλό τους τον κάρφωσε από τη νυφική φωτογραφία μια νεότερη εκδοχή του εαυτού του και η Κατερίνα με το γάργαρο γέλιο της. Από ντροπή γελούσε, δεν ήθελε να τη φιλήσει μπροστά σε κόσμο.
«Τι έγινε;» του λέει και τον ξαφνιάζει, καθώς εμφανίζεται στην πόρτα.
«Θα κατέβω στο μαγαζί».
«Γιατί;»
Σήκωσε το κεφάλι από τα παπούτσια και την κοίταξε.
«Τι γιατί, ρε Κατερίνα; Γιατί μου ζητήσανε ν’ ανοίξω και είπα ναι. Σκοτώθηκε ένα τσιγγανόπουλο με μηχανάκι και θέλουνε ρούχα να το νεκροστολίσουνε».
Η Κατερίνα σταυροκοπήθηκε κι έμεινε να τον κοιτά.
«Θα μου φέρεις αλεύρι ν’ ανοίξω φύλλο;»
«Θα σου φέρω», της είπε κι έκανε πως παλεύει με το κορδόνι μες στο μισοσκόταδο της κρεβατοκάμαρας, με τα παντζούρια κλειστά και το κορμί της να κλείνει την κάσα της πόρτας.
Ένα τέταρτο αργότερα ξεκλείδωνε την πόρτα του μαγαζιού. Άναψε τον θαμπό πολυέλαιο, χωρίς να ανοίξει τα σποτάκια με το γαλακτερό τους φως. Άδειος ο δρόμος κυριακάτικα, παγωμένο πρωινό στην καρδιά του Φλεβάρη αλλά η εικόνα δεν ήταν και πολύ διαφορετική τις καθημερινές. Τα Χριστούγεννα τα άφησαν για τα καλά πίσω τους κι ο κόσμος στριμώχτηκε πάλι να βγάλει την ανηφόρα του χειμώνα. Μόνο τα γνωστά πρεζάκια της Αγίας Βαρβάρας συνάντησε στον δρόμο, με τα χέρια χωμένα στις τσέπες και το βλέμμα καρφωμένο κάπου, να περπατάνε πάντα με βήμα αποφασιστικό σαν να ξέρουν ανά πάσα στιγμή για πού τραβάνε.
Μες στο μαγαζί μυρίζει κλεισούρα. Πώς προλαβαίνει αυτό το μέρος και γίνεται να μυρίζει κιόλας σαν να έχει βδομάδες να πατήσει άνθρωπος το πόδι του εδώ, σαν μην άνοιξε ποτέ κανείς παράθυρο; Η Κατερίνα λέει ότι τα βγάζει από το μυαλό του. «Τι σου βρομάει πάλι, βρε άνθρωπε του θεού; Από τα ρούχα είναι». Αυτός δε θυμάται να μυρίζει έτσι, όταν ήταν μικρός κι ερχότανε εδώ.
«Καλημέρα, αδερφέ».
Μπήκανε μέσα, δυο ξερακιανές φιγούρες, με την κοψιά που έχουν όλοι οι τσιγγάνοι. Ο θείος και η γιαγιά του νεκρού. Δεν του είπανε πολλά-πολλά. Τις συνεννοήσεις τις ανέλαβε ο θείος, μεσόκοπος, λίγο μικρότερος απ’ αυτόν, γύρω στα πενήντα - πενήντα πέντε, με το ενοχικό βλέμμα που έχουν όλοι οι τσιγγάνοι που έχουνε πάει σχολείο. Τον ήξερε ο Αντώνης είχε ένα λογιστικό γραφείο δίπλα στην Εθνική κι έφτιαχνε τη χαρτούρα για τα επιδόματα. Ένας του είχε πει κάποτε πως στο πίσω μέρος του γραφείου του ήταν στοιχηματζίδικο, που γινόταν και λέσχη ενίοτε. Κάθε δυο μήνες που μοιράζανε τα επιδόματα το βράδυ αλλάζανε χέρια εκεί μεγάλα ποσά.
Τις συνεννοήσεις τις ανέλαβε λοιπόν αυτός. Θέλανε ρούχα καλά, όχι μοντέρνα, με μάρκες και στάμπες και παράξενα κοψίματα, θέλανε ρούχο παλιό κλασικό, γι’ αυτό είχανε έρθει σ’ αυτόν. Η κυρά Λένη, του είπε ο θείος, θέλει βαμβακερά και μάλλινα ν’ αναπνέει το κορμάκι του. Θα τον ντύσει με το σάβανο που ’χε αγοράσει από τα Ιεροσόλυμα για τον εαυτό της. Μόνο να τους δείξει πουκάμισο με ψηλό γιακά. Το παιδί έπεσε σε μια τζαμαρία στη στροφή από το Χαϊδάρι και τα τζάμια του κόψανε τον λαιμό. Τη γριά δεν την είχανε αφήσει να τον δει αλλά άστραψε και βρόντηξε, τους είπε αυτή θα τον πλύνει, αυτή θα τον ντύσει. Στα χέρια της τον μεγάλωσε κι έτσι τώρα θα τον ξεπροβοδίσει.
Εντάξει, είπε ο Αντώνης, κι άρχισε να ψάχνει στο ράφι με τα πουκάμισα, λευκά, γαλάζια, με ρίγα, με μανικέτια, κρεμ και ανοιχτό ροδί, πουκάμισα από βαμβάκι, από φανέλα, από βατίστα, πουκάμισα με ψιλό πουά κι άλλο χρώμα στον γιακά.
«Άσπρο το θέλει», ακούστηκε πάλι η φωνή του θείου κι ένα μουρμουρητό βαθύ, φωνή γδαρμένη από το τσιγάρο και τα κλάματα. Μετά πάλι: «Άσπρο λέει, γαμπριάτικο το θέλει».
Τράβηξε το χέρι από ένα θαλασσί με ψηλό, μπλε μαρέν γιακά και κατέβασε όλα τα λευκά πουκάμισα που είχε. Στο τελευταίο, κάτω-κάτω στο ράφι, κοντοστάθηκε. Πού είχε ξεμείνει αυτό; Τέλη δεκαετίας του ’90 το μαγαζί ήτανε στα πάνω του κι αυτός πήγαινε δυο φορές κάθε σεζόν Ιταλία να φέρει εμπόρευμα. Είχε ξεκινήσει και συνεργασία με μια βιοτεχνία στο Καματερό να βγάλει ρούχα με τη δική του φίρμα. Στα χωρίσματα φτάσανε με την Κατερίνα ούτε που να ακούσει δεν ήθελε τέτοια ανοίγματα και τελικά το μάζεψε κι αυτός και δεν προχώρησε. Μόνο έκανε ανακαίνιση, έβαλε τζαμαρίες καινούργιες και τζάμι-καθρέφτη στην εξώπορτα, μπουαζερί επένδυση σε όλο το μαγαζί και ξύλινους πάγκους από ξανθό ξύλο. Και το μαγαζί ήθελε τότε να το μεταφέρει αλλού. «Τι κάνουμε εδώ, ρε πατέρα;» έλεγε στον γέρο του. «Να ψωνίζει ποιος; Οι γύφτοι κι οι μεροδούλι μεροφάι της Αγίας Βαρβάρας». Ο πατέρας του είχε τύποις αποσυρθεί αλλά ερχότανε κάθε μέρα και καθότανε στο πολυθρονάκι δίπλα στο ταμείο. Δε μιλούσε ο γέρος, δαγκωνότανε, έσμιγε τα φρύδια και δεν έβγαζε τσιμουδιά. Μετά από λίγο σηκωνότανε κι έφευγε, πήγαινε στο καφενείο. Το μαγαζί δεν πήγε πουθενά όμως, σαράντα χρόνια τώρα.
Από τότε είχε μείνει και το πουκάμισο, από τα χρόνια της Ιταλίας. Το τράβηξε και το πήγε μαζί με τ’ άλλα πουκάμισα και κάτι παντελόνια μάλλινα στον πάγκο να τα δει η γριά που τον περίμενε εκεί. Ξεδιάλεξε με το μάτι μερικά που δεν της αρέσανε κι έπιασε να εξετάζει τα άλλα ένα-ένα. Χάιδεψε το ύφασμα από τα πουκάμισα και τα παντελόνια, το έπιασε ανάμεσα σε δείκτη και αντίχειρα να νιώσει την υφή τους, να αισθανθεί πόσο κρουστή είναι η φανέλα και η βατίστα, έτρεξε τις ρώγες των δαχτύλων στις ραφές και τα μανικέτια. Κι αυτός, είχε τα μάτια καρφωμένα στα χέρια της, όλο φλέβες και ρόζους, σκασίματα και ξεβαμμένο μανό, ένα δαχτυλιδάκι φτηνό με την καρδιά του Ιησού από το μοναστήρι του Αγίου Κυπριανού για τους τρελούς και τους δαιμονισμένους, ένα χρυσό με μια βαριά σκοτεινή πέτρα που κοκκίνιζε, όταν έπεφτε πάνω της το φως.
Στα χέρια της είχε καρφωμένα τα μάτια ο Αντώνης κι είδε χοντρές σταγόνες να πέφτουν πάνω στις παλάμες της. Σήκωσε το βλέμμα ξαφνιασμένος κι είδε δάκρυα διάφανα, λαμπερά σαν το ρετσίνι να κυλούν από τα μάτια της. Αυτή κοιτούσε κάτω τα ρούχα αλλά από τα μάτια της έτρεχαν σιγανό, αθόρυβο ποτάμι οι στάλες των ματιών της κι αυτός δεν ήξερε τίποτε να πει, τίποτε να την παρηγορήσει, ούτε μια λέξη ούτε μια ανάσα από το κλειδωμένο στόμα του.
«Ξέρεις γιε μου, ότι είναι παιδί της καρδιάς σου το καταλαβαίνεις άμα δε θυμάσαι ποιος ήσουν και τι ήσουνα πριν σου το φέρει ο Θεός. Ήτανε το χουρντό* της καρδιάς μου, Αντωνάκη», έτσι του είπε χωρίς καθόλου να σηκώσει το βλέμμα της, στυλωμένα τα μάτια της στα γαμπριάτικα πουκάμισα να πλένουν και να μυρώνουν τη μνήμη του πεθαμένου.
Τίποτε δεν της είπε, μόνο σκεφτότανε που η γριά μιλούσε καθαρά τα ελληνικά, είχε σκαλώσει ο νους του στις καθαρές ολοστρόγγυλες λέξεις που κυλούσανε μαζί με τα δάκρυά της, ένα μοιρολόγι μες στο μισοσκόταδο του μαγαζιού με τις καμπάνες της Ελεούσας να σημαίνουν την απόλυση στο βάθος.
Πλησίασε μετά κι ο θείος να πληρώσουνε, έκλεισε το κινητό νευριασμένος και τον τράβηξε παράμερα. Προσπαθούσε να συνεννοηθεί με τον Δήμο για την ταφή, είπε σιγανά μην τον ακούσει η γριά, και τελευταία στιγμή τον παιδεύουνε οι κερατάδες, δε θέλουνε να το θάψουνε στο δικό τους νεκροταφείο το παιδί, γιατί δεν ήταν γραμμένο στα μητρώα του Δήμου. Δεν είπε τίποτε ο Αντώνης, μόνο τους δίπλωσε τα ρούχα προσεκτικά, τα έβαλε στη σακούλα με τη φίρμα του μαγαζιού, πουκάμισο, παντελόνι και σακάκι, γραβάτα και ζώνη δερμάτινη, κάλτσες Πουρνάρας μάλλινες. Πλήρωσε μετρητά ο θείος κι η γριά σήκωσε πρώτη φορά το βλέμμα της και το έφερε έναν γύρο στο μαγαζί και το σκοτάδι του, προτού το καρφώσει πάνω του. «Εσύ δε μας ήθελες εδώ πέρα, ο πατέρας σου ήταν άρχοντας, μας καλωσόριζε, εσύ δε μας ήθελες. Τον θυμάμαι που μου έλεγε: πώς τα λέτε εσείς τα κεράσια, Ελένη, πώς τα λέτε; Τσερισά τα λέμε, τσερισά Φάνη».
Φύγανε και αυτός έμεινε στο μισοσκόταδο. Έκλεισε και το μεγάλο κεντρικό πολύφωτο που είχε αναμμένο τόση ώρα και κάθισε στο πολυθρονάκι, μισοστραμμένος ανάμεσα στην τζαμαρία και το κουζινάκι στο πίσω μέρος.
Τα κεράσια αρέσανε πολύ του πατέρα του. Όταν ερχότανε η εποχή τους, αγόραζε από απέναντι, ήτανε ένα μεγαλομανάβικο εκεί που είναι τώρα η Τράπεζα. Κι άλλοτε από έναν πλανόδιο, έναν Ρωσοπόντιο που περνούσε κάθε απόγευμα κατά τις επτά-επτάμιση στο τέλος της γύρας του στις πέριξ γειτονιές και μετά πήγαινε κι έκλεινε. Έπαιρνε ο γέρος μια σακούλα για το σπίτι και μια χαρτοσακούλα που την ξεκινούσε επί τόπου. Τα χείλη του και το μουστακάκι του γινότανε βυσσινιά και μερικές φορές περνούσε και δυο πετροκέρασα σκουλαρίκια στ’ αυτιά του και γελούσε, γελούσε, πείραζε την πωλήτρια, μια Πόπη, ζωντοχήρα μελαχρινή που την προσλάβανε από τότε που αρχίσανε να ανοίγουν οι δουλειές τους. Της τσιμπούσε τον κώλο και την τάιζε κατακόκκινα κεράσια στο στόμα. Σιγά κύριε Φάνη, θα τις λεκιάσουμε τις γραβάτες, καθίστε να τις μαζέψω, καθίστε. Κι αυτός της απαντούσε -- να, σαν να τον ακούει, σαν να τον βλέπει, σαν να μυρίζει τα κεράσια και την ξινή μυρωδιά τους που δε σε προετοιμάζει για την τόση γλύκα. «Φάε κοπελάρα μου να δεις γλύκα, φάτε μωρέ, φάτε, α ρε νιάτα, α ρε να ’μουνα πάλι εγώ σαράντα και θα σου έλεγα εγώ». Και μια φορά, λίγο πριν ο πατέρας του σταματήσει να έρχεται στο μαγαζί, θυμάται που, σκοτισμένος από τα τόσα -είχε λογοφέρει και με την Κατερίνα που ήταν ανένδοτη με τα σχέδιά του-, είχε αρχίσει πάλι κι ο γέρος με τα κεράσια και τα φάε, θυμάται λοιπόν που του έβαλε τις φωνές. «Σταμάτα, ρε πατέρα, σταμάτα, μου τα κάνατε μουνί εδώ μέσα». Κοκαλώσανε, κι ο γέρος και η Πόπη και μια που χάζευε πουλόβερ στο βάθος. Ο πατέρας του έμεινε να τον κοιτά με το γαλαζωπό βλέμμα του καταρράκτη, που άρχιζε ν’ αλλάζει ανταύγειες σαν να περνούσε σύννεφο από πάνω του. «Θα πας σπίτι και θα χέζεσαι πάλι πάνω σου να μαζεύει η άλλη και να με παίρνει τηλέφωνο και να με ψέλνει». Σιωπή πάλι, κρατούσανε τις ανάσες τους κι ο Αντώνης άκουσε τον απόηχο της φωνής του, έναν μικρό αντίλαλο που χτυπούσε πάνω στα ράφια και ερχότανε πάλι καταπάνω του. Σιωπή και μετά η φωνή του γέρου υπόκωφη σαν βροντή που βγαίνει από σπλάχνα, το μουγκρητό ενός γερασμένου ζώου που ξέρει πως είναι ακόμη ζωντανός στα μάτια του αντιπάλου ο τρόμος που προκαλούσε τις ώρες της νιότης και της δόξας του. «Τι λες, ρε κωλόπαιδο, που θα μου μιλήσεις εμένανε έτσι. Ου να μου χαθείς για την αγάπη που σου έχω».
Μετά δε θυμάται πολλά. Ο γέρος έφυγε. Πήρε μαγκούρα, σακάκι και γυαλιά ηλίου και έφυγε. Το παλτό του δεν το πήρε μαζί, έμεινε κρεμασμένο στον καλόγερο με τα πόδια λιονταριού, σαν λεοντή από ολόμαλλο μαύρο ύφασμα. Ποτέ δε μιλήσανε για το περιστατικό, λίγο μετά σταμάτησε να έρχεται στο μαγαζί ο γέρος και την επόμενη χρονιά πέθανε.
Στη βιτρίνα θολή μια φιγούρα ρίχνει τη σκιά της στη βιτρίνα. Ένα πρεζόνι έχει κοντοσταθεί και καθρεφτίζεται στο τζάμι της εισόδου. Ο Αντώνης, μες στο μισοσκόταδο του μαγαζιού, είναι σαν να βρίσκεται ξαφνικά μέσα σε αίθουσα προβολής και βλέπει τούτο τον ταλαίπωρο να παίρνει πόζες στην οθόνη. Κρατάει στα χέρια του ένα καπέλο από τσόχα, παλιομοδίτικο, στραπατσαρισμένο, και παλεύει να το ισιώσει και να το στρώσει στο κεφάλι του. Το γυρίζει και το ξαναγυρίζει, πατικώνει το λαδωμένο του μαλλί, το καπέλο όμως του είναι μικρό, κάθεται κωμικά στην κορυφή του κεφαλιού του και τον κάνει να μοιάζει ακόμη πιο παράταιρος.
Ο Αντώνης σηκώνεται απότομα από το πολυθρονάκι και πάει και χτυπάει δυνατά την τζαμαρία. Το πρεζάκι τινάζεται προς τα πίσω αιφνιδιασμένο, δε βλέπει ακόμη καθαρά ποιος είναι από πίσω αλλά σηκώνει τα χέρια σαν να παραδίνεται, μένει να χάσκει εκεί αποβλακωμένος, μέχρι που ο Αντώνης ξεκλειδώνει την πόρτα κι ανοίγει.
«Σιγά, αδερφέ, μας τρόμαξες. Πώς πετάγεσαι έτσι μέσα από τα σκοτάδια σαν το φάντασμα; Μην πετιέσαι έτσι στον κόσμο, αδερφέ, τρώμε τα κολλήματά μας ώρες-ώρες και θα γίνει κακό. Τραβάμε ζόρια, μας πέτυχες τώρα χαλαρούς, μην κοιτάς».
«Θε ρε ένα παλτό;»
«Τι παλτό, αδερφέ; Να το αγοράσουμε; Μας δουλεύεις; Τι να το κάνουμε το παλτό, να πάμε στο γραφείο; Και με τι να το πληρώσουμε, αδερφέ; Με τα τάλιρα της μάνας μου πορευόμαστε, πόσο μας το δίνεις, αδερφέ;»
«Ρε θες το παλτό; Έτσι στο δίνω, στο χαρίζω».
Και τρέχει πάλι μέσα, ξεκρεμάει το παλτό του γέρου και το φέρνει έξω.
«Αδερφέ, δε μας δουλεύεις, αλήθεια το λες;» λέει το πρεζάκι και φορά το παλτό, το τυλίγεται, το χαϊδεύει, χώνει τα χέρια στις τσέπες και σηκώνει τους γιακάδες. Του πλέει το παλτό, το στρίφωμα φτάνει στους αστραγάλους, οι ώμοι δεν του κάθονται σωστά. Μοιάζει σαν παιδάκι που κρύωνε και το τυλίξανε με το ρούχο κάποιου μεγάλου. Και του πατέρα του έτσι του έπεφτε το ρούχο προς το τέλος, σαν να συρρικνώθηκε, σαν να μίκρυνε και τον κατάπιανε τα ρούχα του.
«Ευχαριστούμε, αδερφέ, ευχαριστούμε, ο θεός κι η Παναγίτσα να σ’ έχουν καλά, ευχαριστούμε, ξηγήθηκες πολύ εντάξει, κι ας σε έχουνε εδώ γύρω για μαλακάκο».
«Άντε γαμήσου ρε τσόλι, που θα με πεις κιόλας μαλάκα μες στα μούτρα μου».
«Εντάξει, εντάξει, αδερφέ, μια κουβέντα είπαμε, μην την παίρνεις τοις μετρητοίς, καλή καρδιά, αδερφέ».
Κάνει προς τα πίσω με το καινούργιο μαύρο του παλτό και τα μάτια του λαμπυρίζουν πονηρά, λιγότερο θολά τώρα, λιγότερο χαμένα. Ο Αντώνης μένει να τον κοιτά κι έπειτα παίρνει αναπνοή βαθιά, σαν να ήταν κοιμισμένος και ξυπνάει από την άπνοια. Κλείνει την εξώπορτα, περνάει το λουκέτο και διπλοκλειδώνει. Το πρεζάκι τον παρακολουθεί χωρίς να λέει κουβέντα, μόνο κάτι σιγομουρμουρίζει σαν να ψέλνει. Ύστερα δίχως να πουν κουβέντα, φεύγουν ο ένας από τη μια και ο άλλος από την άλλη, το πρεζάκι χάνεται στα στενά της Αγίας, μια λιανή φιγούρα με το μαύρο παλτό να ανεμίζει μεγαλόπρεπα πίσω του, κι ο Αντώνης τραβά προς την πλατεία της Ελεούσας. Στον δρόμο ερημιά.
Μπαίνει στην εκκλησία και γνέφει καλημέρα στον νεωκόρο που μαζεύει τα αποκέρια από τα μανουάλια. Παίρνει τέσσερα κεριά και αφήνει στο παγκάρι το αντίτιμο, τα κέρματα πέφτουν κι ο μεταλλικός τους ήχος σπάει προς στιγμή τη σιωπή. Ανάβει τα κεριά κάτω από το βλέμμα του νεωκόρου που τον κοιτά ερωτηματικά, τα χείλη του σαλεύουν έτσι καθώς αφιερώνει ένα-ένα τα κεράκια για τη μάνα του, για τα παιδιά, για την Κατερίνα και το τελευταίο για τον πατέρα του, να πει αντίο στον γέρο που ’χει τώρα κοντά είκοσι χρόνια πεθαμένος. Κοντοστέκεται και κοιτάει παραμέσα τον ναό ολοσκότεινο, να πέφτει μονάχα το φως σε κορδέλες από τα ανοιγματάκια στον τρούλο. Σαν ψιλή βροχή η σκόνη στραφταλίζει πάνω στις άδειες καρέκλες και τα στασίδια, στον πολυέλαιο και στα παγωμένα μάρμαρα. Εδώ τον διαβάσανε τον πατέρα του και μετά στο Τρίτο. Δεν ήθελε ο γέρος επ’ ουδενί να τον γυρίσουνε στο χωριό του.
Ξεκλειδώνει την εξώπορτα κι από την ησυχία καταλαβαίνει πως ο μικρός έχει φύγει πάλι κι η Κατερίνα είναι μόνη της.
«Ήρθες;» ακούγεται η φωνή της από μέσα. «Μου το πήρες το αλεύρι;»
Δεν απαντάει κι η Κατερίνα καταλαβαίνει. «Αμάν, μωρέ Αντώνη».
Μπαίνει στην κουζίνα και τη βρίσκει να σιδερώνει. Όπως περνά από δίπλα της αφήνει το σίδερο και τον μισοχαϊδεύει στο μπράτσο.
Κάθεται στο τραπέζι γυρνώντας της την πλάτη και κοιτά προς το παράθυρο. Έξω από την εκκλησία μαζεύονται οι τσιγγάνοι για την κηδεία του μικρού. Πότε προλάβανε και τα ετοιμάσανε; Ο χρόνος στένεψε, μίκρυνε κι έγινε σαν το νύχι του, σαν τις μπαλίτσες του υδράργυρου που χοροπηδάνε έξω από το σπασμένο θερμόμετρο.
«Κατερίνα, το κλείνω το μαγαζί».
Στην εκκλησία είναι πυκνός τώρα ο κόσμος. Παλικαράκια μαυροντυμένα με γυαλιά ηλίου που αστράφτουν έχουν φτιάξει έναν διάδρομο για να περάσει το λευκό φέρετρο. Ανάκατα με τα μοιρολόγια και τις κατάρες, φτάνουν ως την κουζίνα τα κορναρίσματα από τα παπάκια κι ο στριγκός τους θρήνος πλημμυρίζει το προαύλιο της Ελεούσας.
«Το ξέρω, παίρνουν εδώ και μέρες από την τράπεζα και σε ζητάνε». Το σίδερο σταμάτησε να ξεφυσά κι ο Αντώνης νιώθει το βλέμμα της γλυκό στη βάση του αυχένα του.
«Και τώρα;»
Έχει γυρίσει ο αέρας αντίθετα και ακούγονται τα πάντα στομωμένα. Δεν ξεχωρίζει τίποτε. Ψάχνει να βρει τη γριά μες στο πλήθος αλλά δεν τη βλέπει πουθενά.
«Τώρα όπως οι πολλοί κι εμείς, Αντώνη».
«Έχω κοιτάξει να βγω με μειωμένη αλλά δε μας παίρνει, είναι πολλές οι υποχρεώσεις ακόμη, Κατερίνα, δε θα βγαίνουμε».
Και μες στην κουζίνα τους που μυρίζει μανταρίνια και σιδέρωμα, η Κατερίνα πλησιάζει από πίσω του και τον αγκαλιάζει. Κι αυτός, βλέπει απέναντι, στο τζάμι του παραθύρου, να καθρεφτίζονται οι μορφές τους αγκαλιασμένες, το κεφάλι της τρυπωμένο στον λαιμό του και το κορμί της εξαφανισμένο στο δικό του. Και μόνο τα χέρια της να ξεχωρίζουν σαν φτερά στην πλάτη του. Στο βάθος η καμπάνα της Ελεούσας χτυπά μονότονα τον θάνατο.
* Το παιδί στα ρομανί.