Ποιος ήταν ο Καπέλας;

Ποιος ήταν ο Καπέλας;



Και τό­τε αρ­θρώ­σα­με την ερώ­τη­ση που τό­σο και­ρό ντρε­πό­μα­σταν να ξε­στο­μί­σου­με.
Ποιος ήταν, τέ­λος πά­ντων, ο Κα­πέ­λας;
Η απο­ρία μας αυ­γά­τευε, φού­σκω­νε σαν κέικ· ξε­πρό­βα­λε αρ­γά από το έδα­φος, όπως κου­νιέ­ται το χώ­μα στην αυ­λή σε κά­θε σπρώ­ξι­μο του τυ­φλο­πό­ντι­κα.
Το χώ­μα-απο­ρία κά­νει πέ­ρα, κου­νιέ­ται, ντύ­νε­ται βου­να­λά­κι· κι εμείς πε­ρι­μέ­νου­με στην άκρη της κα­ρέ­κλας μας για να δού­με αυ­τό που θα ξε­προ­βά­λει μέ­σα απ’ την καρ­διά του χώ­μα­τος εν εί­δει απά­ντη­σης. Μα­ταί­ως — ο τυ­φλο­πό­ντι­κας της απο­ρί­ας δεν φτά­νει πο­τέ ως πά­νω. Τα υπό­γεια μά­τια του δεν έχουν κα­μία αγω­νία για το πώς καί­ει το φως της μέ­ρας. Κι ού­τε δα­κρύ­ζουν οι τυ­φλο­πό­ντι­κες. Όμως αυ­τό δεν εμπο­δί­ζει τις ει­κα­σί­ες ού­τε τις ελ­πί­δες μας. Ρω­τά­με και ξα­να­ρω­τά­με. Ποιος ήταν ο Κα­πέ­λας;
Μπο­ρού­με μό­νο να ει­κά­σου­με. Τα στοι­χεία μας εί­ναι λι­γο­στά, απο­σπα­σμα­τι­κά· τα αρ­χεία δεν μι­λά­νε. Ποιος ήταν, λοι­πόν, ο Κα­πέ­λας;
Οι πλη­ρο­φο­ρί­ες μας μπλέ­κο­νται. Ήταν κά­πε­λας των επαρ­χια­κών δρό­μων της Βό­ρειας Εύ­βοιας. Ήταν έμπο­ρος εξω­τι­κών φρού­των από την Ανα­το­λή και το βρεγ­μέ­νο Μπα­γκλα­ντές. Ήταν φούρ­να­ρης, συ­μπε­ρά­να­με, κι έφτια­χνε ψω­μί, ώσπου μια μέ­ρα ο φούρ­νος γκρε­μί­στη­κε και τό­τε μέ­σα απ’ τ’ αλεύ­ρι βγή­καν με­γά­λα λευ­κά πε­ρι­στέ­ρια. Ήταν Κη­που­ρός· με ει­δι­κό­τη­τα στις μπα­να­νιές. Ήταν κά­ποιος που κλέ­φτη­κε με την αγα­πη­μέ­νη του κι έκα­νε σπι­τι­κό στο Πε­ρι­στέ­ρι. Όμως ποιος ήταν ο Κα­πέ­λας;
Έκρυ­βε στις τσέ­πες του ρί­γα­νη κι αρ­μπα­ρό­ρι­ζα και στην ημι­υ­πό­γεια απο­θή­κη του έκρυ­βε ένα γέ­ρο σο­φό με φαρ­δύ σώ­βρα­κο και γα­λα­κτε­ρά μά­τια. Ήταν κά­ποιος που ήξε­ρε να ακού­ει τη βρο­χή και τις επι­κλή­σεις της μα­γκού­ρας.
Ποιος ήταν, όμως, ο Κα­πέ­λας; Ρω­τά­με τα αρ­χεία. Ξα­να­κοι­τά­με τα στοι­χεία. Ήταν μά­γος, αφού τρέ­λαι­νε τα σπαρ­τά κι έκα­νε τις κο­λο­κύ­θες να στρο­βι­λί­ζο­νται σαν τρε­λές πά­νω στις σκα­λιέ­ρες.
Κά­ποιοι τον εί­δα­με να στέ­κει σκε­πτι­κός στο πιο ψη­λό σπί­τι του Πύρ­γου, να αγνα­ντεύ­ει πέ­ρα ως τον Άγιο Νι­κό­λαο ή να πα­ρα­τη­ρεί την κί­νη­ση στον Πλά­τα­νο. Μα­ντέ­ψα­με πως δεν κα­τέ­βαι­νε πλέ­ον στον Πλά­τα­νο λό­γω μιας συμ­φω­νί­ας που εί­χε κά­νει ‒ άγνω­στο με ποιον. Όμως ακό­μη ανα­ρω­τιό­μα­στε για τη σπα­σμέ­νη πέ­τρι­νη σκά­λα που οδη­γεί στο σπί­τι του. Προ­σπα­θού­με να βρού­με τη μυ­στι­κή σύν­δε­ση των πραγ­μά­των.
Όσοι ρω­τή­σα­με τη γυ­ναί­κα του δεν πή­ρα­με απά­ντη­ση· μό­νο ένα βλέμ­μα αυ­στη­ρό απευ­θεί­ας απ’ το βά­θος των κα­τά­μαυ­ρων μα­τιών της που θο­λώ­νει ο κα­πνός του μάλ­μπο­ρο. Η συ­νέ­ντευ­ξη δεν οδή­γη­σε που­θε­νά. Χα­ζέ­ψα­με τα ωραιό­φυλ­λα και τον βα­σι­λι­κό της γλά­στρας και φύ­γα­με με άδεια χέ­ρια και το πα­γού­ρι της απο­ρί­ας μας γε­μά­το.
Λέ­γα­με, ακό­μα, πως ήταν γνώ­στης της τη­νια­κής στρο­φι­λιάς· ότι τον μύ­η­σε ένας γέ­ρος στο Εξώμ­βουρ­γο, σε μια δυ­σπρό­σι­τη πα­ρα­λία. Εί­χε γευ­τεί την αψά­δα του πο­τού μέ­σα απ΄ τις μα­ρα­μέ­νες τρί­χες ενός όστρα­κου.
Έχου­με μία φω­το­γρα­φία που το λέ­ει κα­θα­ρά.
Κι ήταν μυ­στι­κός πρά­κτο­ρας με στερ­νή απο­στο­λή τη διαιώ­νι­ση ενός σπά­νιου συ­ρια­νού σύ­κου με κόκ­κι­νη σάρ­κα. Πριν λέ­γα­με αφε­λώς πως ήταν δο­λο­φό­νος που­λιών, για­τί εί­χα­με δει όλα τα κο­τσύ­φια να πε­τούν μο­νο­μιάς όταν πλη­σί­α­ζε το μο­να­χό δέ­ντρο στην άκρη του κή­που. Eί­δα­με το στό­μα του κόκ­κι­νο· ήταν απ’ τα σύ­κα, φυ­σι­κά.
Μια μέ­ρα υπο­νο­ή­σα­με πως έκα­νε πα­ρά­νο­μες εξα­γω­γές σύ­κου πα­στε­λά­του στην Ιτα­λία και πως εί­χε μυ­στι­κά πλου­τί­σει.
Όμως, ακό­μη ρω­τά­με ποιος εί­ναι ο Κα­πέ­λας. Κά­ποιοι μπερ­δευό­μα­στε, τον φω­νά­ζου­με Κά­πε­λα. Κά­ποιοι μπερ­δευό­μα­στε, του ζη­τά­με μπα­νά­νες.
Κά­ποιοι μπερ­δευό­μα­στε, στε­κό­μα­στε στην πόρ­τα του, μή­πως και μας πει πώς έφε­ρε κο­ντά του την κο­πέ­λα με τα μαύ­ρα φρύ­δια, μή­πως μας δώ­σει λί­γη από την κο­πριά που κά­νει τα φυ­τά να τρε­λαί­νο­νται, μή­πως και μας απο­κα­λύ­ψει το με­γά­λο μυ­στι­κό της ταυ­τό­τη­τάς του.
Κά­ποιες φο­ρές τη νύ­χτα, τα μι­κρά παι­διά που δεν τον γνώ­ρι­σαν ανοί­γουν τα μά­τια τους μες στο σκο­τά­δι, πλη­σιά­ζουν το κρε­βά­τι των γο­νιών τους. Μας ρω­τούν ποιος εί­ναι ο Κα­πέ­λας. Αγου­ρο­ξυ­πνη­μέ­νοι εμείς λέ­με στα παι­διά να γυ­ρί­σουν στο κρε­βά­τι. Ήταν απλώς ένα πε­ρί­ερ­γο όνει­ρο. Και τι πα­ρά­ξε­νο! Μό­νο έναν Κα­πέ­λα γνω­ρί­ζου­με. Πώς τους ήρ­θε, όμως, στη μέ­ση της νύ­χτας των παι­διών να μας ρω­τή­σουν για τον Κα­πέ­λα.

                    Ή μή­πως εί­ναι Κά­πε­λας;

                        Και ποιος εί­ναι, τέ­λος πά­ντων, αυ­τός ο Κα­πέ­λας;

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: