Υψίζυγος
Έβαλα τις λέξεις δίπλα σε λέξεις
χαμένα τα νοήματα.
Ανέσυρα συναισθήματα απ’ τα σωθικά συναισθημάτων
κι η καρδιά μου άδεια.
Στοίβαξα τις σκέψεις πάνω σε σκέψεις
μα ο νους μου κενός.
Είδα τον όλεθρο και δε ρίγησα.
Αγάπης χέρι μου απλώθηκε
και έμεινε μετέωρο.
Συνάντησα την απώλεια και τη θλίψη
ατάραχος έμεινα.
Ψόγος κ ‘ειρωνεία λεία επιφάνεια βρήκαν πάνω μου
Από πού να κρατηθούν;
Θανατικό τριγύρω· θύελλα
αἱ δ ̓ ἀγέροντο ψυχαὶ ὑπὲξ Ἐρέβευς νεκύων κατατεθνηώτων.
Μα της ψυχής το μάνταλο δεν έτριξε.
Αναίσθητα τ ’αφτιά στο κάλεσμα του ημερήσιου μόθου.
Τι μόνο μέσα σου τα κουβαλάς
πόνο και όλεθρο και θάνατο κι αγάπη
τα ξεχασμένα συναισθήματα και έννοιες ακάλεστες,
που ακόμα γλώσσα καμιά δεν έχει εδώ προφέρει.
Μέσα σου μόνο.
Γιατί ο Κόσμος άδειος προχωρά
Πάντ’ άδειος προχωρούσε, ουδέτερος.
Κι αν γίνεται μορφή, απ’ το κενό γεννιέται
Στο κενό επιστρέφει.
Γαντζώσου στη μορφή και αφανίσου
πῶς ἦλθες ὑπὸ ζόφον ἠερόεντα ζωὸς ἐών;
Κάτεχε το κενό και είσαι της μορφής κύριος
‘Υψίζυγος