Η παρέλαση



Άνοιξε τα μάτια του από την μυρωδιά του καμένου ουρανού και αντίκρυσε το βλέμμα της να ψάχνει το δικό του. Το πρωινό που ξημέρωνε ήταν το τελευταίο τους πρωινό μαζί – το μόνο που έμενε ήταν να το μάθει κι εκείνη. Οι λέξεις μέσα στο μυαλό του είχανε βάλει τα λευκά τους, κολλαριστές και σιδερωμένες, έτοιμες για τη μεγάλη γιορτή. Τα βήματα τα ήξεραν καλά, τα είχανε κάνει πρόβα πολλές φορές μέχρι τώρα: στον δρόμο, στο φανάρι, στο γραφείο, στο ντουζ. Κι όμως κάθε φορά που ερχόταν η στιγμή, κάποια δεν ξεκινούσε, κάποια ξεχνιόταν, κάποια έχανε τον βηματισμό της και δεν συγχρονιζόταν με τις υπόλοιπες και τότε ήταν που συνέβαινε: λέξεις τόσο χιλιοειπωμένες και τσαλακωμένες πιάνονταν αγκαζέ και άρχιζαν να σουλατσάρουν με άνεση πάνω σε μπερδεμένα σεντόνια. Έτσι και τώρα: μέσα σε μία ανάσα, η πολυαναμενόμενη παρέλαση μετατράπηκε σε πρωινή περατζάδα με τον αθηναϊκό ουρανό να βρέχει γκρι στάχτη. Οι σημαίες, άλλωστε, είναι για τους γενναίους κι αυτός σημαία δεν κράτησε ποτέ. Πλέον, ικέτευε εκείνη να επινοήσει κάποια γιορτή, κάποια επέτειο, κάτι τέλος πάντων που θα άξιζε να αφήσει τα τανκς του ελεύθερα να ισοπεδώσουν όλα τα ψέματα που είχε για αλήθειες – οποιαδήποτε υπόνοια ελεύθερης ζωής τόλμησε ποτέ να ονειρευτεί μαζί του. Αλλά ούτε κι εκείνη τα πήγαινε καλά με τις σημαίες και τα σύμβολα κι ας καταλάβαινε την αναγκαιότητα τους. Τελικά, η παρέλαση δεν έγινε προς τιμήν καμίας επετείου –ούτε καν σαν μία επίδειξη ισχύος– και έτσι, οι δυο τους σαν γνήσιοι λιποτάκτες, θα συνέχιζαν να κρύβονται μέσα στην καρδιά ενός αστικού κέντρου που άλλαζε εποχές με ιλλιγιώδη ταχύτητα.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: