Η οικιακή βοηθός ένιωσε άβολα όταν εισέβαλε όλος αυτός ο κόσμος στην κουζίνα και της ζητούσαν να τους πει κάτι που η ίδια αγνοούσε, εκείνοι όμως επέμεναν και πιο πολύ η δικηγόρος, που έγειρε το πλαδαρό της πρόσωπο πάνω απ’ το κεφάλι της, πλησίασε το στόμα ακόμα πιο κοντά στο μάγουλό της ταλαίπωρης γυναίκας -σχεδόν το άγγιξε με τα χείλη- και της ψιθύρισε πεταρίζοντας τα βλέφαρα χαριτωμένα πως έπρεπε να αποκαλύψει σ’ αυτήν και μόνο σ’ αυτήν την εμπλοκή της στα γεγονότα, τώρα όσο είναι ακόμη καιρός, της είπε, πριν από την εκδίκαση της υπόθεσης, να το πούμε έτσι υπόθεση, είπε μελιστάλαχτα, καθώς η έρευνα είναι σε εξέλιξη και ακριβέστερα στην αρχή της, ώστε πριν στοιχειοθετηθεί η κατηγορία να υπάρχει η δυνατότητα αντίκρουσης κάθε επιχειρήματος που μπορεί να προβάλει η άλλη πλευρά. Όσο μιλούσε τα αφράτα μάγουλά της κρεμασμένα πάνω από το κεφάλι της κακόμοιρης γυναίκας είχαν ανάψει από έξαψη και κόκκινες κηλίδες είχαν σχηματιστεί στην περιοχή γύρω από το στόμα, απ’ το οποίο εκτοξεύονταν σταγόνες σάλιου. Η οικιακή βοηθός έσκυψε το κεφάλι μάλλον για να αποφύγει τον ψεκασμό, η κίνησή της όμως έδινε την αντίθετη εντύπωση, δηλαδή την εικόνα ένοχης αναδίπλωσης ανθρώπου που έχει λερωμένη τη φωλιά του, όπως λέει ο λαός, κι επίσης έδωσε λαβή στο όργανο της τάξης, έναν κοντοπίθαρο ανθρωπάκο με φαλάκρα που παρακολουθούσε τη σκηνή βαριεστημένα, να ξεροβήξει για να κάνει αισθητή την παρουσία του. Το όργανο αφού ανακάθισε στην ψάθινη καρέκλα μπροστά στο τραπέζι της κουζίνας, που είχε μετατραπεί σε αυτοσχέδιο ανακριτικό γραφείο για την περίσταση, της είπε κάθισε μη στέκεσαι όρθια κάθισε κι άρχισε να αγορεύει με μονότονη φωνή: δεδομένης της κατάστασης κλπ. κλπ. και εφόσον κλήθηκα ως όργανο της εννόμου τάξεως κλπ κλπ, αφού το σύννομο είναι να καταγραφεί και να πρωτοκολληθεί η μήνυση που καθιστά την εν λόγω ύποπτη κλπ. κλπ. και μάλιστα ίσως την βασική ύποπτη στην εν λόγω υπόθεση κ.λπ., κ.λπ., εφόσον, λέω, ο νόμος ορίζει την έναρξη της ανακριτικής διαδικασίας με τις καθιερωμένες προκαταρκτικές ερωτήσεις — και διακόπτοντας απότομα το λογύδριό του, αφού κοίταξε διερευνητικά μέσα στο χάρτινο κουτί επάνω στο τραπέζι τσίμπησε ένα μπισκότο κανέλας με επικάλυψη πικρή σοκολάτα, το βούτηξε μες στον καφέ και δάγκωσε ένα κομμάτι. Οφείλω μάλιστα να σας πληροφορήσω, συνέχισε, ότι η ψευδομαρτυρία διώκεται ποινικώς, καθώς βέβαια θεωρείται πράξη κολάσιμη κ.λπ., κ.λπ. Η οικιακή βοηθός μη βγάζοντας νόημα κι αρχίζοντας να ενοχλείται άφησε να της ξεφύγει ένας αναστεναγμός που θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως κλασική αντίδραση ανθρώπου που βρίσκεται σε πανικό. Αμέσως μετά σκούπισε τη μύτη μ’ ένα χαρτομάντιλο που έπαιζε στα δάχτυλά της και κοίταξε το ρολόι της δίνοντας έτσι την εντύπωση ότι βιάζεται ή είναι ταραγμένη, άλλο ένα πιθανό σημάδι ότι βρισκόταν σε δύσκολη θέση ή ότι είχε παγιδευτεί τελικά –κοινώς την είχαν πιάσει στα πράσα– και δεν θα αργούσε η ώρα να παραδεχτεί την πράξη της. Μπροστά σ’ αυτό το ενδεχόμενο η ευτραφής δικηγόρος βιάστηκε να παρέμβει για να αποκαταστήσει όπως είπε την αλήθεια, που ολοφάνερα είχε διαστρεβλωθεί από τις τόσες συκοφαντίες, είπε, οι οποίες αν και δεν διατυπώθηκαν ακόμη ήταν βέβαιο, όπως συμβαίνει σε όλες τις περιπτώσεις άδικης στοχοποίησης, ότι θα εκτοξευθούν αναμφίβολα σε βάρος της πελάτισσάς της. Όταν άκουσε να την αποκαλούν πελάτισσα η οικιακή βοηθός –που είχε ξεπεράσει πια το όριο της υπομονής– αποπειράθηκε να ρωτήσει ΤΙ;, αλλά τα λόγια της σκεπάστηκαν από την τσιριχτή φωνή ενός γεράκου που εμφανίστηκε στην πόρτα ξαφνικά και υψώνοντας το μπαστούνι με το κοκαλιάρικο χέρι του απαιτούσε Δικαιοσύνη! να λάμψει η αλήθεια επιτέλους! να βγουν όλα στο φως! Κατηγορείτε την πελάτισσά μου, άρχισε η δικηγόρος προφέροντας τις λέξεις της με στόμφο, τη γυναικούλα αυτήν που εκπροσωπεί την συμπαθέστατη τάξη των οικιακών βοηθών, πάντα πιστές στο καθήκον τους, προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στα αφεντικά, υπηρετούν με αυταπάρνηση έναν υπέργηρο κύριο που δεν ακούει, δεν βλέπει, δεν καταλαβαίνει τι του γίνεται, πάντα εκεί σαν βράχοι να του φροντίζουν την καθαριότητα, να του ετοιμάζουν φαγητό, καρτερικά πάντα και με ιώβεια υπομονή αυτές οι κοπέλες στέκονται δίπλα στα ανήμπορα αφεντικά αμίλητες και υποταγμένες, συγκαταβατικές, να δέχονται την κάθε ιδιοτροπία χωρίς ποτέ τους να βαρυγκομούν, άγγελοι του σπιτιού, αγίες της κουζίνας και στυλοβάτες του νοικοκυριού, συνέχισε η δικηγόρος ψεκάζοντας πάλι με σάλια το μάγουλο της οικιακής βοηθού, που έσκυψε αποκαμωμένη το κεφάλι και ψέλλισε Ομολογώ. Ποτέ άλλοτε δεν είχε νιώσει τέτοια ενοχή προς το επάγγελμά της, που ήταν για εκείνη μια απλή δουλειά για να τα φέρει βόλτα κι ήθελε μόνο να εξαφανιστεί από ντροπή.