Όταν η Λίλη πρωτομπήκε στο σπίτι της κυρίας Ζορζέτ, η γριά στεκόταν ακόμα στα πόδια της. Έσερνε γερμένη πάνω στο πι το σκυφτό, κοκαλιάρικο σώμα της από το ένα δωμάτιο στο άλλο και τακτοποιούσε διαρκώς τα βιβλία· πότε έβαζε χωριστά τους Έλληνες, τους Γάλλους, τους Άγγλους, τους Γερμανούς, λίγες μέρες μετά άλλαζε γνώμη και τα χώριζε θεματικά, έπειτα πάλι τους έβαζε όλους ανάκατα, με αλφαβητική σειρά. Η Λίλη έτρεχε από πίσω της, να της φτάνει τους τόμους στα ψηλά ράφια, να τους κουβαλάει, να τους ξεσκονίζει, να τους τοποθετεί όπου της έδειχνε η γερόντισσα. Εκείνον τον καιρό ακόμα η Ζορζέτ τής έβαζε τις φωνές με οποιαδήποτε αφορμή – είτε γιατί έβαλε τα βιβλία στραβά είτε γιατί το φαγητό δεν ήταν νόστιμο, είτε γιατί είχε αμελήσει να πάει για ψώνια και το ρύζι είχε τελειώσει.
Η Λίλη έσκυβε το κεφάλι, άκουγε την κατσάδα κι έτρεχε να μαγειρέψει άλλο φαγητό, να πάει στο σουπερμάρκετ, να κατεβάσει τα βιβλία απ’ το ράφι και να τα βάλει πάλι από την αρχή. Δεν της θύμωνε ποτέ της κυράς-Ζορζέτ. Την καταλάβαινε· της είχαν φορτώσει ξαφνικά μια ξένη στο σπίτι της χωρίς καν να της τη φέρουν να τη γνωρίσει πρώτα και την είχαν αφήσει να την προσέχει. Εντάξει, η Ζωή ερχόταν μια φορά την εβδομάδα και καθόταν κάνα δίωρο με τη μητέρα της, αλλά πιο συχνά δεν μπορούσε να τη βλέπει. Κι έπειτα, η Ζορζέτ είχε μάθει να ζει μόνη της εδώ και σαράντα χρόνια, ίσως και παραπάνω, και τώρα ήταν αναγκασμένη να συμβιώσει μαζί της, όσο κι αν η Λίλη προσπαθούσε να μην την ενοχλεί όταν ήθελε την ησυχία της· απλώς είχε πάντα το αυτί τεντωμένο, μπας και τη χρειαζόταν κάτι.
Κι έπειτα, κάπως έπρεπε να περνάνε όλες αυτές οι ώρες, κι οι κατσάδες και τα καψόνια ήταν κι αυτά μια λύση. Η Λίλη τα ελληνικά μόνο να τα μιλάει ήξερε, γαλλικά, αγγλικά δεν γνώριζε καθόλου, οπότε δεν μπορούσε να διαβάσει ακόμα κι αν η γριά την άφηνε ν’ αγγίξει τα αγαπημένα της βιβλία, κι η τηλεόραση παρέμενε πάντα κλειστή. Ήταν μια παλιά τηλεόραση, από εκείνες με το τεράστιο πρήξιμο στο πίσω μέρος, σαν κι αυτή που είχε κι η ίδια τόσα χρόνια πριν, προτού έρθει εδώ. Το μόνο που μπορούσε να τη διασκεδάσει ήταν όταν καμιά φορά η γερόντισσα καθόταν στο πιάνο της, και τότε η Λίλη έστηνε αυτί κι έκλεινε τα μάτια και ονειρευόταν μια ζωή που δεν είχε πάει όλη στράφι.
Κάποτε η κυρά-Ζορζέτ σταμάτησε να περπατάει· τα πόδια της δεν την κρατούσαν πια. Ήρθε η Ζωή, της έφερε ένα αναπηρικό καροτσάκι, και μαζί την έπιασαν και την κάθισαν πάνω. Σαν να σηκώνεις μωρό, σκέφτηκε η Λίλη, παρόλο που το μόνο μωρό που είχε σηκώσει ποτέ ήταν της αδερφής της, κι αυτό δέκα χρόνια πίσω. Ένα μωρό ζαρωμένο και πλαδαρό, που κινδύνευε να γίνει κομμάτια με την παραμικρή απότομη κίνηση, αλλά τόσο αλαφριά ήταν στα χέρια, και τα μέλη της λύγιζαν από μόνα τους όπως σε βόλευε να την κρατήσεις, έτσι που περίμενες σχεδόν ν’ αποκοιμηθεί στην αγκαλιά σου.
Θα μπορείς να την κουβαλάς μόνη σου; την είχε ρωτήσει η Ζωή, κι αυτή απάντησε απλώς μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού.
Από τότε που η Ζορζέτ κάθισε στο καροτσάκι, σταμάτησε να της θυμώνει, σταμάτησε να τη βάζει να κάνει ξανά και ξανά την ίδια δουλειά μέχρι να ικανοποιηθεί. Σαν κάτι να έφτιαξε και κάτι άλλο να έσπασε μέσα της, σκέφτηκε η Λίλη. Μα έτσι ήταν· είχε περάσει πια ο καιρός που μπορούσαν όλα να δουλεύουν άψογα στο σώμα και στο μυαλό της. Τηλεόραση, βέβαια, ακόμα αρνιόταν ν’ ανοίξει· καθόταν απλώς με τις ώρες στο αμαξίδιό της και διάβαζε το ίδιο βιβλίο ξανά και ξανά, ένα βιβλίο με κόκκινο χοντρό εξώφυλλο με χρυσά γράμματα που έκρυβαν ένα μυστικό τόσο γοητευτικό που η Λίλη δεν ήθελε να το μάθει.
Έδειχνε όμως να τη γαληνεύει το βιβλίο, κι η ανημπόρια την έκανε ν’ αποζητά την παρέα της. Τη ρωτούσε να της πει για την πατρίδα της και για τη ζωή της μέχρι που αναγκάστηκε να φύγει. Ντρεπόταν τότε η Λίλη και μουρμούριζε μονάχα δυο πράγματα για τους γονείς της και τον αδερφό της –πού να ήταν άραγε τώρα αυτό το παιδί;–, γιατί στ’ αλήθεια δεν είχε πολλά να θυμηθεί από τα χρόνια της τότε. Δουλειά μόνο σκληρή και φτώχεια, κι αυτό το πράγμα που ένιωθε κάθε φορά που έχωνε φτυάρι στη γη, πως το χώμα ήταν τόσο χορτάτο που άνοιγε στα δύο, πληγή που έχασκε, κι από μέσα χυνόταν αίμα, όλο το αίμα που το είχε ποτίσει τόσα και τόσα χρόνια, όχι μόνο τα χρόνια που θυμούνταν οι γονείς κι οι παππούδες της, μα και τα χρόνια που ’χαν ξεχαστεί πια για πάντα.
Λιλίτ, της είπε μια φορά η γριά, πάνω που είχε πλαγιάσει για βράδυ, και η Λίλη καθόταν στο πλευρό της περιμένοντας να κοιμηθεί. Πάντα την έλεγε Λιλίτ η κυρά-Ζορζέτ, όπως τη φώναζαν στον τόπο της, όχι με το όνομα που της είχαν δώσει εδώ. Λιλίτ, είπε η γερόντισσα, ξέρεις να τραγουδάς;
Έγνεψε ντροπαλά ναι η Λίλη, γιατί στην οικογένειά της όλες οι γυναίκες ήξεραν να τραγουδούν, κι οι γιαγιάδες κι οι θειάδες, κι η μάνα της κι η ίδια ακόμη. Μα μπροστά σε ξένους δεν είχε τραγουδήσει ποτέ.
Πες μου ένα τραγούδι του τόπου σου. Έσμιξε τότε η Λίλη τα φρύδια, να σκεφτεί ένα τραγούδι που θα μπορούσε ν’ αρέσει στη γριά και να μαζέψει κουράγιο να το πει μπροστά της, μα εκείνη γύρισε και την κοίταξε με τα νερουλιασμένα της μάτια και της είπε, Μόνο μη μου πεις τι λέει. Θέλω να το φανταστώ. Κι ας πέφτω τελείως έξω, δεν με νοιάζει.
Έπιασε τότε η Λίλη έναν σκοπό, σιγανά, σχεδόν από μέσα της στην αρχή, μα όσο προχωρούσε τόσο η γριά τής έκανε νόημα να δυναμώσει και τόσο ξεθάρρευε και η ίδια, μέχρι που έφτασε να τραγουδάει τόσο δυνατά όσο τραγουδούσαν όλες οι γυναίκες μαζί στις οικογενειακές μαζώξεις.
Σ’ ευχαριστώ, Λιλίτ, είπε τότε η Ζορζέτ, γύρισε στο πλευρό της κι αποκοιμήθηκε, με τα σκαμμένα μάγουλά της να γυαλίζουν στο μισόφωτο.
Το επόμενο πρωί, η Λίλη ξύπνησε αχάραγα όπως πάντα κι έτρεξε να δει αν είχε βγάλει τη νύχτα η γριά. Η κυρά-Ζορζέτ αργοσάλεψε λίγο μόλις άκουσε τα βήματά της, άνοιξε τα μάτια και, για πρώτη φορά εδώ και πέντε χρόνια, της χαμογέλασε με τα λιγοστά της δόντια. Η Λίλη έτρεξε τότε να φτιάξει καφέ και την κρέμα που έτρωγε η γερόντισσα το πρωί. Έπειτα τύλιξε το μπράτσο της στους ώμους της, τη σήκωσε απ’ το κρεβάτι και την ακούμπησε απαλά στο καροτσάκι.
Αφού απόφαγαν και ήπιαν τον καφέ τους, κάθισαν η μία απέναντι στην άλλη σιωπηλές· η Λίλη γιατί ποτέ δεν τολμούσε να πιάσει κουβέντα από μόνη της –δεν ήξερε άλλωστε τι να πει–, η Ζορζέτ μάλλον χαμένη σε αναμνήσεις μια ζωής αρχαίας απ’ όπου τώρα πια το μόνο που είχε απομείνει ήταν λιγοστά ξέφτια στη μνήμη και σημάδια στο σώμα, που κι αυτά χάνονταν κάτω από τις ζάρες και τις ρυτίδες.
«Κυρία Ζορζέτ», είπε τότε η Λίλη, όταν πια η σιωπή έφτασε να τρυπάει τ’ αυτιά, «θέλεις να σε βγάλω μια βόλτα στη γειτονιά; Έχει ωραία δροσιά σήμερα και...».
Η γριά τής χαμογέλασε με σφιγμένα χείλη. «Έχω τριάντα τέσσερα χρόνια να βγω απ’ αυτό το σπίτι. Δεν σκοπεύω να το αλλάξω αυτό στα ενενήντα οχτώ μου».
Σώπασε τότε η Λίλη κι ένιωσε τα μάγουλά της να καίνε. Γι’ αυτό δεν έπρεπε να παίρνει ποτέ πρωτοβουλίες, δεν έπρεπε ν’ ανοίγει κουβέντες από μόνη της· μήπως δεν ήταν πρέπον αυτό που είχε πει, μήπως είχε σκαλίσει κάποιαν ανάμνηση της γριάς που η ίδια προτιμούσε να την αφήνει στην ησυχία της;
Μα η κυρά-Ζορζέτ άφησε με θόρυβο το κουτάλι της στο τραπέζι, ήπιε μια τελευταία γουλιά απ’ τον καφέ της και είπε, «Πάρε τηλέφωνο, καλή μου, τον Νάσο. Το πιάνο θέλει κούρδισμα, κι αν το αφήσω κι άλλο, τούτα δω τα δάχτυλα θα σκουριάσουν και δεν θα μπορούν ούτε πιρούνι να πιάσουν, όχι να παίξουν μουσική. Και πες του να βιαστεί».
Ο Νάσος ήρθε νωρίς το μεσημέρι. Όταν έπιασε πια ν’ απογευματιάζει, η Ζορζέτ ζήτησε από τη Λίλη να την πάει να κάτσει μπροστά στα μαυρόασπρα πλήκτρα, που θύμιζαν στη Λίλη δόντια γερά και δόντια χαλασμένα. Αναρωτιέμαι γιατί έβαλαν τα χαλασμένα δόντια σ’ ένα τόσο όμορφο πράγμα, σκέφτηκε, γιατί βέβαια κανείς στην οικογένειά της δεν είχε ποτέ κάτι τόσο θαυμαστό για να το μελετήσει.
«Έλα, καλή μου, να πιάσουμε το τραγούδι που μου ’λεγες χτες», είπε η κυρά-Ζορζέτ. Η Λίλη κοκκίνησε πάλι καθώς θυμήθηκε την προηγούμενη βραδιά κι αναρωτήθηκε πού είχε βρει το θάρρος να τραγουδήσει μπροστά στην κυρά-Ζορζέτ. Εκείνη όμως της χαμογέλασε ξεδοντιάρικα –Έχει ένα πιάνο στο στόμα της, σκέφτηκε η Λίλη– και της είπε γλυκά, «Έλα, μην ντρέπεσαι».
Έπιασε τότε η Λίλη να τραγουδάει ψιθυριστά, κι η γριά άρχισε τις οδηγίες: «Μη με φοβάσαι, πιο δυνατά· πιάσ’ το από λίγο πιο χαμηλά· άκουσέ με, άκου τι παίζω, εκεί θα πρέπει να πατήσεις». Και σιγά σιγά βρήκε η μία την άλλη, και μέχρι να βραδιάσει ακούγονταν πια σαν ένας άνθρωπος, πιάνο και φωνή είχαν γίνει ένα πλάσμα, ένα πλάσμα αλλόκοτο και πανέμορφο, και τα δόντια του δεν ήταν πια χαλασμένα, παρά μόνο άσπρο και μαύρο φίλντισι.
Μια φορά η Λίλη πήρε το θάρρος και ρώτησε τη Ζορζέτ τι σκεφτόταν όταν άκουγε το τραγούδι της.
«Μη με παρεξηγήσεις», είπε τότε εκείνη· «είναι υπέροχο τραγούδι, μα μια φορά τραγούδι αγάπης ή τραγούδι γλεντιού δεν είναι. Με κάνει και σκέφτομαι τις συχωρεμένες τις αδερφές μου και τα εγγόνια μου, που φύγανε μακριά από δω. Και, καμιά φορά, αν κλείσω τα μάτια και τ’ αφήσω να με πάει μόνο του, σκέφτομαι γυναίκες ξεκοιλιασμένες και παλικάρια χωρίς πόδια και χέρια». Η κυρά-Ζορζέτ ξεφύσηξε κι έτριψε τα θολά μάτια της. «Συγχώρα με γι’ αυτά που λέω. Μα για μένα αυτά τα πράγματα είναι η τέχνη, κι όχι οι μεγάλοι έρωτες κι οι μεγάλες νίκες· οι ήττες, οι πίκρες, ο θάνατος. Γι’ αυτό τα κάνουμε όλα».
Σάστισε η Λίλη από τα λόγια της. Δεν το είχε σκεφτεί ποτέ έτσι· δεν είχε σκεφτεί ότι ο θάνατος μπορεί να είχε μέσα του ομορφιά. Γι’ αυτή, ο θάνατος ήταν είτε δόντια που πέφτουν και πόδια που δεν σε σηκώνουν πια είτε τρύπες στο μέτωπο, σωθικά που χύνονται έξω, βιασμοί, κορμιά τσακισμένα. Μα δεν είπε τίποτα. Η γριά το ήξερε καλά ότι ο θάνατος την περίμενε στη γωνία, οπότε δεν ήταν παράξενο που προσπαθούσε να τον καλοπιάσει.
Δεν πέρασαν δυο χρόνια, και τα πόδια της Ζορζέτ την άφησαν τελείως. Τώρα δεν μπορούσε ούτε να κάτσει στην πολυθρόνα της να διαβάσει ούτε να παίξει πιάνο ούτε να φάει πρωινό μαζί της. Η Λίλη καθόταν όλη μέρα στο προσκέφαλό της, της χάιδευε το μέτωπο, την καθάριζε, προσπαθούσε να της μιλήσει, όσο κι αν δεν τα κατάφερνε σ’ αυτό.
«Λιλίτ μου, βγες καμιά βόλτα να πάρεις λίγο αέρα. Ίσως να γνωρίσεις και κάναν άνθρωπο. Μην κάθεσαι εδώ μαζί μου. Εγώ μπορώ να μείνω εδώ, να διαβάσω το βιβλίο μου και να περιμένω να πεθάνω. Δεν μένει κάτι άλλο».
Η Λίλη τότε έπιανε το τραγούδι που έλεγαν κάποτε μαζί –το τραγούδι τους–, κι η κυρά-Ζορζέτ αναστέναζε κι έκλεινε τα μάτια κι ό,τι δάκρυ απέμενε στα σουφρωμένα της μάτια χυνόταν στο μαξιλάρι.
«Κρίμα που δεν πρόφτασα να πάω ποτέ στον τόπο σου», έλεγε τότε η γριά. «Φαντάζομαι πυκνά δάση και παγωμένους χειμάρρους και όμορφα και τακτοποιημένα μποστάνια και κήπους».
Ματωμένη γη με νεκρά κορμιά για λίπασμα, σκεφτόταν τότε η Λίλη, αλλά δεν έλεγε τίποτα. Ξερό ψωμί και νερό με τη μεζούρα. Πεθαμένα αδέρφια. Χαμένα αδέρφια. Γενιές ολόκληρες.
Ένα βράδυ, εκεί που η Λίλη τραγουδούσε στην κυρά-Ζορζέτ κι εκείνη διάβαζε αμίλητη το βιβλίο της, η γριά έγειρε το κεφάλι της στο πλάι, της χαμογέλασε φαφούτικα κι έκλεισε τα μάτια. Έπειτα από λίγο το βιβλίο έπεσε στο πάτωμα κι ο χαμηλός ψίθυρος της ανάσας της έπαψε. Η Λίλη έφερε τα δάχτυλά της στο πλάι του λαιμού της και κατάλαβε ότι δεν ήταν ύπνος αυτό.
Η Ζωή άφησε τη Λίλη να μείνει ακόμα όσο ήθελε στο διαμέρισμα της μάνας της, μέχρι να βρει κάτι άλλο. Εκείνη όμως ούτε πώς να φανταστεί δεν ήξερε τι άλλο να βρει. Να φροντίσει άλλον ηλικιωμένο δεν υπήρχε περίπτωση, άλλη δουλειά δεν μπορούσε να σκεφτεί. Το συλλογίστηκε μερικές εβδομάδες, μάζεψε τα λιγοστά της πράγματα, πήρε μαζί της το βιβλίο της κυράς-Ζορζέτ, άφησε έναν φάκελο με λεφτά για τα κοινόχρηστα κι ένα σημείωμα γραμμένο στη γλώσσα της, που κανείς δεν θα το διάβαζε ποτέ, άνοιξε την πόρτα κι άφησε το κλειδί κάτω απ’ το χαλί της εισόδου. Μια φορά μόνο γύρισε προς τα πίσω κι ύστερα πήρε τον δρόμο που περνούσε έξω απ’ το σπίτι και που τον είχε περπατήσει μόνο όταν είχε πρωτοέρθει και όταν έβγαινε για ψώνια, και πού οδηγούσε στην πραγματικότητα δεν είχε ιδέα.
Η Ζωή είχε ήδη δυο σπίτια δικά της· να έχει ένα ακόμα στο νοίκι πιο πολύ ταλαιπωρία ήταν παρά όφελος. Βρήκε μεσίτη, έβαλαν αγγελία και περίμενε.
Για μια τελευταία φορά, μπήκε στο σπίτι της μητέρας της. Ήταν ο τρόπος της να την αποχαιρετήσει, να διώξει τις τύψεις της για το ότι ποτέ δεν την έβλεπε αρκετά. Έπιπλα, βιβλία και χοντρά πράγματα θα τ’ άφηνε όλα εκεί. Ήθελε μόνο να δει αν υπήρχε κάτι να πάρει από μέσα, κάτι που να το έχει και να το κοιτάζει και να θυμάται την πεισματάρα γριά μάνα της που αρνιόταν να πεθάνει μέχρι την τελευταία στιγμή.
Στο τραπεζάκι της εισόδου βρήκε τον φάκελο της Λίλης, Τον άνοιξε, άφησε τα λεφτά πίσω στη θέση τους κι έχωσε το σημείωμα στην τσέπη της. Δεν ήξερε κανέναν που να μπορούσε να το διαβάσει, αλλά θα προσπαθούσε να βρει. Η κοπέλα αυτή ήταν η τελευταία φίλη της μητέρας της, ίσως πιο φίλη της κι απ’ ό,τι η ίδια η κόρη της. Έπιασε να γυροφέρνει το σπίτι μήπως και βρει το αναμνηστικό που ζητούσε.
Άνοιξε την πόρτα του σαλονιού. Στην αρχή τής φάνηκε παράξενο που το αμαξίδιο της Ζορζέτ ήταν ακουμπισμένο μπροστά στο πιάνο, μετά όμως σαν κάτι να έπιασαν τ’ αυτιά της, έναν αχνό ψίθυρο που όλο και δυνάμωνε. Μια φωνή. Μια ωραία άλτο γυναικεία φωνή που τραγουδούσε σε μια γλώσσα άγνωστη, αχνά και ντροπαλά στην αρχή, όλο και πιο δυνατά στη συνέχεια. Κι έπειτα – Είχε ακούσει χιλιάδες φορές τη μητέρα της να παίζει πιάνο, και δεν θα μπορούσε να μπερδέψει το άγγιγμά της στα πλήκτρα με κανενός άλλου.
Φωνή και πιάνο έγιναν ένα και τραγουδούσαν για παλικάρια σκοτωμένα σε παγωμένους χειμάρρους και ξεκοιλιασμένες εγκύους σε κήπους με κρίνους και τριανταφυλλιές. Και το τραγούδι δυνάμωνε και δυνάμωνε, μέχρι που γέμισε όλο το σπίτι, και όπου και να πήγαινε η Ζωή δεν μπορούσε να του ξεφύγει.
Μάζεψε βιαστικά τα πράγματά της και στάθηκε δυο λεπτά να το συλλογιστεί. Δεν ήταν έτοιμη ακόμα. Αλλά ίσως να ερχόταν η στιγμή που θα άντεχε επιτέλους ν’ ακούσει το αντίο της μητέρας της – και το αντίο ή ευχαριστώ ή ό,τι άλλο ήταν της Λίλης. Θα ερχόταν, ήταν σίγουρη.
Κλείδωσε την πόρτα, έβγαλε το κινητό της και πήρε τον μεσίτη να κατεβάσει την αγγελία. Η κυρά-Ζορζέτ χρειαζόταν ένα σπίτι να μείνει. Και όλοι ήξεραν ότι είχε πάνω από τριάντα χρόνια να βγει από κει.