Η Λιλίτ τραγουδάει

Βαν Γκογκ: «Η κυρία Γκρασέ στο πιάνο» (1890)
Βαν Γκογκ: «Η κυρία Γκρασέ στο πιάνο» (1890)



Όταν η Λί­λη πρω­το­μπή­κε στο σπί­τι της κυ­ρί­ας Ζορ­ζέτ, η γριά στε­κό­ταν ακό­μα στα πό­δια της. Έσερ­νε γερ­μέ­νη πά­νω στο πι το σκυ­φτό, κο­κα­λιά­ρι­κο σώ­μα της από το ένα δω­μά­τιο στο άλ­λο και τα­κτο­ποιού­σε διαρ­κώς τα βι­βλία· πό­τε έβα­ζε χω­ρι­στά τους Έλ­λη­νες, τους Γάλ­λους, τους Άγ­γλους, τους Γερ­μα­νούς, λί­γες μέ­ρες με­τά άλ­λα­ζε γνώ­μη και τα χώ­ρι­ζε θε­μα­τι­κά, έπει­τα πά­λι τους έβα­ζε όλους ανά­κα­τα, με αλ­φα­βη­τι­κή σει­ρά. Η Λί­λη έτρε­χε από πί­σω της, να της φτά­νει τους τό­μους στα ψη­λά ρά­φια, να τους κου­βα­λά­ει, να τους ξε­σκο­νί­ζει, να τους το­πο­θε­τεί όπου της έδει­χνε η γε­ρό­ντισ­σα. Εκεί­νον τον και­ρό ακό­μα η Ζορ­ζέτ τής έβα­ζε τις φω­νές με οποια­δή­πο­τε αφορ­μή – εί­τε για­τί έβα­λε τα βι­βλία στρα­βά εί­τε για­τί το φα­γη­τό δεν ήταν νό­στι­μο, εί­τε για­τί εί­χε αμε­λή­σει να πά­ει για ψώ­νια και το ρύ­ζι εί­χε τε­λειώ­σει.

Η Λί­λη έσκυ­βε το κε­φά­λι, άκου­γε την κα­τσά­δα κι έτρε­χε να μα­γει­ρέ­ψει άλ­λο φα­γη­τό, να πά­ει στο σου­περ­μάρ­κετ, να κα­τε­βά­σει τα βι­βλία απ’ το ρά­φι και να τα βά­λει πά­λι από την αρ­χή. Δεν της θύ­μω­νε πο­τέ της κυ­ράς-Ζορ­ζέτ. Την κα­τα­λά­βαι­νε· της εί­χαν φορ­τώ­σει ξαφ­νι­κά μια ξέ­νη στο σπί­τι της χω­ρίς καν να της τη φέ­ρουν να τη γνω­ρί­σει πρώ­τα και την εί­χαν αφή­σει να την προ­σέ­χει. Εντά­ξει, η Ζωή ερ­χό­ταν μια φο­ρά την εβδο­μά­δα και κα­θό­ταν κά­να δί­ω­ρο με τη μη­τέ­ρα της, αλ­λά πιο συ­χνά δεν μπο­ρού­σε να τη βλέ­πει. Κι έπει­τα, η Ζορ­ζέτ εί­χε μά­θει να ζει μό­νη της εδώ και σα­ρά­ντα χρό­νια, ίσως και πα­ρα­πά­νω, και τώ­ρα ήταν ανα­γκα­σμέ­νη να συμ­βιώ­σει μα­ζί της, όσο κι αν η Λί­λη προ­σπα­θού­σε να μην την ενο­χλεί όταν ήθε­λε την ησυ­χία της· απλώς εί­χε πά­ντα το αυ­τί τε­ντω­μέ­νο, μπας και τη χρεια­ζό­ταν κά­τι.

Κι έπει­τα, κά­πως έπρε­πε να περ­νά­νε όλες αυ­τές οι ώρες, κι οι κα­τσά­δες και τα κα­ψό­νια ήταν κι αυ­τά μια λύ­ση. Η Λί­λη τα ελ­λη­νι­κά μό­νο να τα μι­λά­ει ήξε­ρε, γαλ­λι­κά, αγ­γλι­κά δεν γνώ­ρι­ζε κα­θό­λου, οπό­τε δεν μπο­ρού­σε να δια­βά­σει ακό­μα κι αν η γριά την άφη­νε ν’ αγ­γί­ξει τα αγα­πη­μέ­να της βι­βλία, κι η τη­λε­ό­ρα­ση πα­ρέ­με­νε πά­ντα κλει­στή. Ήταν μια πα­λιά τη­λε­ό­ρα­ση, από εκεί­νες με το τε­ρά­στιο πρή­ξι­μο στο πί­σω μέ­ρος, σαν κι αυ­τή που εί­χε κι η ίδια τό­σα χρό­νια πριν, προ­τού έρ­θει εδώ. Το μό­νο που μπο­ρού­σε να τη δια­σκε­δά­σει ήταν όταν κα­μιά φο­ρά η γε­ρό­ντισ­σα κα­θό­ταν στο πιά­νο της, και τό­τε η Λί­λη έστη­νε αυ­τί κι έκλει­νε τα μά­τια και ονει­ρευό­ταν μια ζωή που δεν εί­χε πά­ει όλη στρά­φι.

Κά­πο­τε η κυ­ρά-Ζορ­ζέτ στα­μά­τη­σε να περ­πα­τά­ει· τα πό­δια της δεν την κρα­τού­σαν πια. Ήρ­θε η Ζωή, της έφε­ρε ένα ανα­πη­ρι­κό κα­ρο­τσά­κι, και μα­ζί την έπια­σαν και την κά­θι­σαν πά­νω. Σαν να ση­κώ­νεις μω­ρό, σκέ­φτη­κε η Λί­λη, πα­ρό­λο που το μό­νο μω­ρό που εί­χε ση­κώ­σει πο­τέ ήταν της αδερ­φής της, κι αυ­τό δέ­κα χρό­νια πί­σω. Ένα μω­ρό ζα­ρω­μέ­νο και πλα­δα­ρό, που κιν­δύ­νευε να γί­νει κομ­μά­τια με την πα­ρα­μι­κρή από­το­μη κί­νη­ση, αλ­λά τό­σο αλα­φριά ήταν στα χέ­ρια, και τα μέ­λη της λύ­γι­ζαν από μό­να τους όπως σε βό­λευε να την κρα­τή­σεις, έτσι που πε­ρί­με­νες σχε­δόν ν’ απο­κοι­μη­θεί στην αγκα­λιά σου.

Θα μπο­ρείς να την κου­βα­λάς μό­νη σου; την εί­χε ρω­τή­σει η Ζωή, κι αυ­τή απά­ντη­σε απλώς μ’ ένα κού­νη­μα του κε­φα­λιού.

Από τό­τε που η Ζορ­ζέτ κά­θι­σε στο κα­ρο­τσά­κι, στα­μά­τη­σε να της θυ­μώ­νει, στα­μά­τη­σε να τη βά­ζει να κά­νει ξα­νά και ξα­νά την ίδια δου­λειά μέ­χρι να ικα­νο­ποι­η­θεί. Σαν κά­τι να έφτια­ξε και κά­τι άλ­λο να έσπα­σε μέ­σα της, σκέ­φτη­κε η Λί­λη. Μα έτσι ήταν· εί­χε πε­ρά­σει πια ο και­ρός που μπο­ρού­σαν όλα να δου­λεύ­ουν άψο­γα στο σώ­μα και στο μυα­λό της. Τη­λε­ό­ρα­ση, βέ­βαια, ακό­μα αρ­νιό­ταν ν’ ανοί­ξει· κα­θό­ταν απλώς με τις ώρες στο αμα­ξί­διό της και διά­βα­ζε το ίδιο βι­βλίο ξα­νά και ξα­νά, ένα βι­βλίο με κόκ­κι­νο χο­ντρό εξώ­φυλ­λο με χρυ­σά γράμ­μα­τα που έκρυ­βαν ένα μυ­στι­κό τό­σο γοη­τευ­τι­κό που η Λί­λη δεν ήθε­λε να το μά­θει.

Έδει­χνε όμως να τη γα­λη­νεύ­ει το βι­βλίο, κι η ανη­μπό­ρια την έκα­νε ν’ απο­ζη­τά την πα­ρέα της. Τη ρω­τού­σε να της πει για την πα­τρί­δα της και για τη ζωή της μέ­χρι που ανα­γκά­στη­κε να φύ­γει. Ντρε­πό­ταν τό­τε η Λί­λη και μουρ­μού­ρι­ζε μο­νά­χα δυο πράγ­μα­τα για τους γο­νείς της και τον αδερ­φό της –πού να ήταν άρα­γε τώ­ρα αυ­τό το παι­δί;–, για­τί στ’ αλή­θεια δεν εί­χε πολ­λά να θυ­μη­θεί από τα χρό­νια της τό­τε. Δου­λειά μό­νο σκλη­ρή και φτώ­χεια, κι αυ­τό το πράγ­μα που ένιω­θε κά­θε φο­ρά που έχω­νε φτυά­ρι στη γη, πως το χώ­μα ήταν τό­σο χορ­τά­το που άνοι­γε στα δύο, πλη­γή που έχα­σκε, κι από μέ­σα χυ­νό­ταν αί­μα, όλο το αί­μα που το εί­χε πο­τί­σει τό­σα και τό­σα χρό­νια, όχι μό­νο τα χρό­νια που θυ­μού­νταν οι γο­νείς κι οι παπ­πού­δες της, μα και τα χρό­νια που ’χαν ξε­χα­στεί πια για πά­ντα.

Λι­λίτ, της εί­πε μια φο­ρά η γριά, πά­νω που εί­χε πλα­γιά­σει για βρά­δυ, και η Λί­λη κα­θό­ταν στο πλευ­ρό της πε­ρι­μέ­νο­ντας να κοι­μη­θεί. Πά­ντα την έλε­γε Λι­λίτ η κυ­ρά-Ζορ­ζέτ, όπως τη φώ­να­ζαν στον τό­πο της, όχι με το όνο­μα που της εί­χαν δώ­σει εδώ. Λι­λίτ, εί­πε η γε­ρό­ντισ­σα, ξέ­ρεις να τρα­γου­δάς;

Έγνε­ψε ντρο­πα­λά ναι η Λί­λη, για­τί στην οι­κο­γέ­νειά της όλες οι γυ­ναί­κες ήξε­ραν να τρα­γου­δούν, κι οι για­γιά­δες κι οι θειά­δες, κι η μά­να της κι η ίδια ακό­μη. Μα μπρο­στά σε ξέ­νους δεν εί­χε τρα­γου­δή­σει πο­τέ.

Πες μου ένα τρα­γού­δι του τό­που σου. Έσμι­ξε τό­τε η Λί­λη τα φρύ­δια, να σκε­φτεί ένα τρα­γού­δι που θα μπο­ρού­σε ν’ αρέ­σει στη γριά και να μα­ζέ­ψει κου­ρά­γιο να το πει μπρο­στά της, μα εκεί­νη γύ­ρι­σε και την κοί­τα­ξε με τα νε­ρου­λια­σμέ­να της μά­τια και της εί­πε, Μό­νο μη μου πεις τι λέ­ει. Θέ­λω να το φα­ντα­στώ. Κι ας πέ­φτω τε­λεί­ως έξω, δεν με νοιά­ζει.

Έπια­σε τό­τε η Λί­λη έναν σκο­πό, σι­γα­νά, σχε­δόν από μέ­σα της στην αρ­χή, μα όσο προ­χω­ρού­σε τό­σο η γριά τής έκα­νε νό­η­μα να δυ­να­μώ­σει και τό­σο ξε­θάρ­ρευε και η ίδια, μέ­χρι που έφτα­σε να τρα­γου­δά­ει τό­σο δυ­να­τά όσο τρα­γου­δού­σαν όλες οι γυ­ναί­κες μα­ζί στις οι­κο­γε­νεια­κές μα­ζώ­ξεις.

Σ’ ευ­χα­ρι­στώ, Λι­λίτ, εί­πε τό­τε η Ζορ­ζέτ, γύ­ρι­σε στο πλευ­ρό της κι απο­κοι­μή­θη­κε, με τα σκαμ­μέ­να μά­γου­λά της να γυα­λί­ζουν στο μι­σό­φω­το.

Το επό­με­νο πρωί, η Λί­λη ξύ­πνη­σε αχά­ρα­γα όπως πά­ντα κι έτρε­ξε να δει αν εί­χε βγά­λει τη νύ­χτα η γριά. Η κυ­ρά-Ζορ­ζέτ αρ­γο­σά­λε­ψε λί­γο μό­λις άκου­σε τα βή­μα­τά της, άνοι­ξε τα μά­τια και, για πρώ­τη φο­ρά εδώ και πέ­ντε χρό­νια, της χα­μο­γέ­λα­σε με τα λι­γο­στά της δό­ντια. Η Λί­λη έτρε­ξε τό­τε να φτιά­ξει κα­φέ και την κρέ­μα που έτρω­γε η γε­ρό­ντισ­σα το πρωί. Έπει­τα τύ­λι­ξε το μπρά­τσο της στους ώμους της, τη σή­κω­σε απ’ το κρε­βά­τι και την ακού­μπη­σε απα­λά στο κα­ρο­τσά­κι.

Αφού από­φα­γαν και ήπιαν τον κα­φέ τους, κά­θι­σαν η μία απέ­να­ντι στην άλ­λη σιω­πη­λές· η Λί­λη για­τί πο­τέ δεν τολ­μού­σε να πιά­σει κου­βέ­ντα από μό­νη της –δεν ήξε­ρε άλ­λω­στε τι να πει–, η Ζορ­ζέτ μάλ­λον χα­μέ­νη σε ανα­μνή­σεις μια ζω­ής αρ­χαί­ας απ’ όπου τώ­ρα πια το μό­νο που εί­χε απο­μεί­νει ήταν λι­γο­στά ξέ­φτια στη μνή­μη και ση­μά­δια στο σώ­μα, που κι αυ­τά χά­νο­νταν κά­τω από τις ζά­ρες και τις ρυ­τί­δες.

«Κυ­ρία Ζορ­ζέτ», εί­πε τό­τε η Λί­λη, όταν πια η σιω­πή έφτα­σε να τρυ­πά­ει τ’ αυ­τιά, «θέ­λεις να σε βγά­λω μια βόλ­τα στη γει­το­νιά; Έχει ωραία δρο­σιά σή­με­ρα και...».

Η γριά τής χα­μο­γέ­λα­σε με σφιγ­μέ­να χεί­λη. «Έχω τριά­ντα τέσ­σε­ρα χρό­νια να βγω απ’ αυ­τό το σπί­τι. Δεν σκο­πεύω να το αλ­λά­ξω αυ­τό στα ενε­νή­ντα οχτώ μου».

Σώ­πα­σε τό­τε η Λί­λη κι ένιω­σε τα μά­γου­λά της να καί­νε. Γι’ αυ­τό δεν έπρε­πε να παίρ­νει πο­τέ πρω­το­βου­λί­ες, δεν έπρε­πε ν’ ανοί­γει κου­βέ­ντες από μό­νη της· μή­πως δεν ήταν πρέ­πον αυ­τό που εί­χε πει, μή­πως εί­χε σκα­λί­σει κά­ποιαν ανά­μνη­ση της γριάς που η ίδια προ­τι­μού­σε να την αφή­νει στην ησυ­χία της;

Μα η κυ­ρά-Ζορ­ζέτ άφη­σε με θό­ρυ­βο το κου­τά­λι της στο τρα­πέ­ζι, ήπιε μια τε­λευ­ταία γου­λιά απ’ τον κα­φέ της και εί­πε, «Πά­ρε τη­λέ­φω­νο, κα­λή μου, τον Νά­σο. Το πιά­νο θέ­λει κούρ­δι­σμα, κι αν το αφή­σω κι άλ­λο, τού­τα δω τα δά­χτυ­λα θα σκου­ριά­σουν και δεν θα μπο­ρούν ού­τε πι­ρού­νι να πιά­σουν, όχι να παί­ξουν μου­σι­κή. Και πες του να βια­στεί».

Ο Νά­σος ήρ­θε νω­ρίς το με­ση­μέ­ρι. Όταν έπια­σε πια ν’ απο­γευ­μα­τιά­ζει, η Ζορ­ζέτ ζή­τη­σε από τη Λί­λη να την πά­ει να κά­τσει μπρο­στά στα μαυ­ρό­α­σπρα πλή­κτρα, που θύ­μι­ζαν στη Λί­λη δό­ντια γε­ρά και δό­ντια χα­λα­σμέ­να. Ανα­ρω­τιέ­μαι για­τί έβα­λαν τα χα­λα­σμέ­να δό­ντια σ’ ένα τό­σο όμορ­φο πράγ­μα, σκέ­φτη­κε, για­τί βέ­βαια κα­νείς στην οι­κο­γέ­νειά της δεν εί­χε πο­τέ κά­τι τό­σο θαυ­μα­στό για να το με­λε­τή­σει.

«Έλα, κα­λή μου, να πιά­σου­με το τρα­γού­δι που μου ’λε­γες χτες», εί­πε η κυ­ρά-Ζορ­ζέτ. Η Λί­λη κοκ­κί­νη­σε πά­λι κα­θώς θυ­μή­θη­κε την προη­γού­με­νη βρα­διά κι ανα­ρω­τή­θη­κε πού εί­χε βρει το θάρ­ρος να τρα­γου­δή­σει μπρο­στά στην κυ­ρά-Ζορ­ζέτ. Εκεί­νη όμως της χα­μο­γέ­λα­σε ξε­δο­ντιά­ρι­κα –Έχει ένα πιά­νο στο στό­μα της, σκέ­φτη­κε η Λί­λη– και της εί­πε γλυ­κά, «Έλα, μην ντρέ­πε­σαι».

Έπια­σε τό­τε η Λί­λη να τρα­γου­δά­ει ψι­θυ­ρι­στά, κι η γριά άρ­χι­σε τις οδη­γί­ες: «Μη με φο­βά­σαι, πιο δυ­να­τά· πιά­σ’ το από λί­γο πιο χα­μη­λά· άκου­σέ με, άκου τι παί­ζω, εκεί θα πρέ­πει να πα­τή­σεις». Και σι­γά σι­γά βρή­κε η μία την άλ­λη, και μέ­χρι να βρα­διά­σει ακού­γο­νταν πια σαν ένας άν­θρω­πος, πιά­νο και φω­νή εί­χαν γί­νει ένα πλά­σμα, ένα πλά­σμα αλ­λό­κο­το και πα­νέ­μορ­φο, και τα δό­ντια του δεν ήταν πια χα­λα­σμέ­να, πα­ρά μό­νο άσπρο και μαύ­ρο φίλ­ντι­σι.

Μια φο­ρά η Λί­λη πή­ρε το θάρ­ρος και ρώ­τη­σε τη Ζορ­ζέτ τι σκε­φτό­ταν όταν άκου­γε το τρα­γού­δι της.

«Μη με πα­ρε­ξη­γή­σεις», εί­πε τό­τε εκεί­νη· «εί­ναι υπέ­ρο­χο τρα­γού­δι, μα μια φο­ρά τρα­γού­δι αγά­πης ή τρα­γού­δι γλε­ντιού δεν εί­ναι. Με κά­νει και σκέ­φτο­μαι τις συ­χω­ρε­μέ­νες τις αδερ­φές μου και τα εγ­γό­νια μου, που φύ­γα­νε μα­κριά από δω. Και, κα­μιά φο­ρά, αν κλεί­σω τα μά­τια και τ’ αφή­σω να με πά­ει μό­νο του, σκέ­φτο­μαι γυ­ναί­κες ξε­κοι­λια­σμέ­νες και πα­λι­κά­ρια χω­ρίς πό­δια και χέ­ρια». Η κυ­ρά-Ζορ­ζέτ ξε­φύ­ση­ξε κι έτρι­ψε τα θο­λά μά­τια της. «Συγ­χώ­ρα με γι’ αυ­τά που λέω. Μα για μέ­να αυ­τά τα πράγ­μα­τα εί­ναι η τέ­χνη, κι όχι οι με­γά­λοι έρω­τες κι οι με­γά­λες νί­κες· οι ήτ­τες, οι πί­κρες, ο θά­να­τος. Γι’ αυ­τό τα κά­νου­με όλα».

Σά­στι­σε η Λί­λη από τα λό­για της. Δεν το εί­χε σκε­φτεί πο­τέ έτσι· δεν εί­χε σκε­φτεί ότι ο θά­να­τος μπο­ρεί να εί­χε μέ­σα του ομορ­φιά. Γι’ αυ­τή, ο θά­να­τος ήταν εί­τε δό­ντια που πέ­φτουν και πό­δια που δεν σε ση­κώ­νουν πια εί­τε τρύ­πες στο μέ­τω­πο, σω­θι­κά που χύ­νο­νται έξω, βια­σμοί, κορ­μιά τσα­κι­σμέ­να. Μα δεν εί­πε τί­πο­τα. Η γριά το ήξε­ρε κα­λά ότι ο θά­να­τος την πε­ρί­με­νε στη γω­νία, οπό­τε δεν ήταν πα­ρά­ξε­νο που προ­σπα­θού­σε να τον κα­λο­πιά­σει.

Δεν πέ­ρα­σαν δυο χρό­νια, και τα πό­δια της Ζορ­ζέτ την άφη­σαν τε­λεί­ως. Τώ­ρα δεν μπο­ρού­σε ού­τε να κά­τσει στην πο­λυ­θρό­να της να δια­βά­σει ού­τε να παί­ξει πιά­νο ού­τε να φά­ει πρω­ι­νό μα­ζί της. Η Λί­λη κα­θό­ταν όλη μέ­ρα στο προ­σκέ­φα­λό της, της χάι­δευε το μέ­τω­πο, την κα­θά­ρι­ζε, προ­σπα­θού­σε να της μι­λή­σει, όσο κι αν δεν τα κα­τά­φερ­νε σ’ αυ­τό.

«Λι­λίτ μου, βγες κα­μιά βόλ­τα να πά­ρεις λί­γο αέ­ρα. Ίσως να γνω­ρί­σεις και κά­ναν άν­θρω­πο. Μην κά­θε­σαι εδώ μα­ζί μου. Εγώ μπο­ρώ να μεί­νω εδώ, να δια­βά­σω το βι­βλίο μου και να πε­ρι­μέ­νω να πε­θά­νω. Δεν μέ­νει κά­τι άλ­λο».

Η Λί­λη τό­τε έπια­νε το τρα­γού­δι που έλε­γαν κά­πο­τε μα­ζί –το τρα­γού­δι τους–, κι η κυ­ρά-Ζορ­ζέτ ανα­στέ­να­ζε κι έκλει­νε τα μά­τια κι ό,τι δά­κρυ απέ­με­νε στα σου­φρω­μέ­να της μά­τια χυ­νό­ταν στο μα­ξι­λά­ρι.

«Κρί­μα που δεν πρό­φτα­σα να πάω πο­τέ στον τό­πο σου», έλε­γε τό­τε η γριά. «Φα­ντά­ζο­μαι πυ­κνά δά­ση και πα­γω­μέ­νους χει­μάρ­ρους και όμορ­φα και τα­κτο­ποι­η­μέ­να μπο­στά­νια και κή­πους».

Μα­τω­μέ­νη γη με νε­κρά κορ­μιά για λί­πα­σμα, σκε­φτό­ταν τό­τε η Λί­λη, αλ­λά δεν έλε­γε τί­πο­τα. Ξε­ρό ψω­μί και νε­ρό με τη με­ζού­ρα. Πε­θα­μέ­να αδέρ­φια. Χα­μέ­να αδέρ­φια. Γε­νιές ολό­κλη­ρες.

Ένα βρά­δυ, εκεί που η Λί­λη τρα­γου­δού­σε στην κυ­ρά-Ζορ­ζέτ κι εκεί­νη διά­βα­ζε αμί­λη­τη το βι­βλίο της, η γριά έγει­ρε το κε­φά­λι της στο πλάι, της χα­μο­γέ­λα­σε φα­φού­τι­κα κι έκλει­σε τα μά­τια. Έπει­τα από λί­γο το βι­βλίο έπε­σε στο πά­τω­μα κι ο χα­μη­λός ψί­θυ­ρος της ανά­σας της έπα­ψε. Η Λί­λη έφε­ρε τα δά­χτυ­λά της στο πλάι του λαι­μού της και κα­τά­λα­βε ότι δεν ήταν ύπνος αυ­τό.

Η Ζωή άφη­σε τη Λί­λη να μεί­νει ακό­μα όσο ήθε­λε στο δια­μέ­ρι­σμα της μά­νας της, μέ­χρι να βρει κά­τι άλ­λο. Εκεί­νη όμως ού­τε πώς να φα­ντα­στεί δεν ήξε­ρε τι άλ­λο να βρει. Να φρο­ντί­σει άλ­λον ηλι­κιω­μέ­νο δεν υπήρ­χε πε­ρί­πτω­ση, άλ­λη δου­λειά δεν μπο­ρού­σε να σκε­φτεί. Το συλ­λο­γί­στη­κε με­ρι­κές εβδο­μά­δες, μά­ζε­ψε τα λι­γο­στά της πράγ­μα­τα, πή­ρε μα­ζί της το βι­βλίο της κυ­ράς-Ζορ­ζέτ, άφη­σε έναν φά­κε­λο με λε­φτά για τα κοι­νό­χρη­στα κι ένα ση­μεί­ω­μα γραμ­μέ­νο στη γλώσ­σα της, που κα­νείς δεν θα το διά­βα­ζε πο­τέ, άνοι­ξε την πόρ­τα κι άφη­σε το κλει­δί κά­τω απ’ το χα­λί της ει­σό­δου. Μια φο­ρά μό­νο γύ­ρι­σε προς τα πί­σω κι ύστε­ρα πή­ρε τον δρό­μο που περ­νού­σε έξω απ’ το σπί­τι και που τον εί­χε περ­πα­τή­σει μό­νο όταν εί­χε πρω­το­έρ­θει και όταν έβγαι­νε για ψώ­νια, και πού οδη­γού­σε στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν εί­χε ιδέα.


Η Ζωή εί­χε ήδη δυο σπί­τια δι­κά της· να έχει ένα ακό­μα στο νοί­κι πιο πο­λύ τα­λαι­πω­ρία ήταν πα­ρά όφε­λος. Βρή­κε με­σί­τη, έβα­λαν αγ­γε­λία και πε­ρί­με­νε.

Για μια τε­λευ­ταία φο­ρά, μπή­κε στο σπί­τι της μη­τέ­ρας της. Ήταν ο τρό­πος της να την απο­χαι­ρε­τή­σει, να διώ­ξει τις τύ­ψεις της για το ότι πο­τέ δεν την έβλε­πε αρ­κε­τά. Έπι­πλα, βι­βλία και χο­ντρά πράγ­μα­τα θα τ’ άφη­νε όλα εκεί. Ήθε­λε μό­νο να δει αν υπήρ­χε κά­τι να πά­ρει από μέ­σα, κά­τι που να το έχει και να το κοι­τά­ζει και να θυ­μά­ται την πει­σμα­τά­ρα γριά μά­να της που αρ­νιό­ταν να πε­θά­νει μέ­χρι την τε­λευ­ταία στιγ­μή.

Στο τρα­πε­ζά­κι της ει­σό­δου βρή­κε τον φά­κε­λο της Λί­λης, Τον άνοι­ξε, άφη­σε τα λε­φτά πί­σω στη θέ­ση τους κι έχω­σε το ση­μεί­ω­μα στην τσέ­πη της. Δεν ήξε­ρε κα­νέ­ναν που να μπο­ρού­σε να το δια­βά­σει, αλ­λά θα προ­σπα­θού­σε να βρει. Η κο­πέ­λα αυ­τή ήταν η τε­λευ­ταία φί­λη της μη­τέ­ρας της, ίσως πιο φί­λη της κι απ’ ό,τι η ίδια η κό­ρη της. Έπια­σε να γυ­ρο­φέρ­νει το σπί­τι μή­πως και βρει το ανα­μνη­στι­κό που ζη­τού­σε.

Άνοι­ξε την πόρ­τα του σα­λο­νιού. Στην αρ­χή τής φά­νη­κε πα­ρά­ξε­νο που το αμα­ξί­διο της Ζορ­ζέτ ήταν ακου­μπι­σμέ­νο μπρο­στά στο πιά­νο, με­τά όμως σαν κά­τι να έπια­σαν τ’ αυ­τιά της, έναν αχνό ψί­θυ­ρο που όλο και δυ­νά­μω­νε. Μια φω­νή. Μια ωραία άλ­το γυ­ναι­κεία φω­νή που τρα­γου­δού­σε σε μια γλώσ­σα άγνω­στη, αχνά και ντρο­πα­λά στην αρ­χή, όλο και πιο δυ­να­τά στη συ­νέ­χεια. Κι έπει­τα – Εί­χε ακού­σει χι­λιά­δες φο­ρές τη μη­τέ­ρα της να παί­ζει πιά­νο, και δεν θα μπο­ρού­σε να μπερ­δέ­ψει το άγ­γιγ­μά της στα πλή­κτρα με κα­νε­νός άλ­λου.

Φω­νή και πιά­νο έγι­ναν ένα και τρα­γου­δού­σαν για πα­λι­κά­ρια σκο­τω­μέ­να σε πα­γω­μέ­νους χει­μάρ­ρους και ξε­κοι­λια­σμέ­νες εγκύ­ους σε κή­πους με κρί­νους και τρια­ντα­φυλ­λιές. Και το τρα­γού­δι δυ­νά­μω­νε και δυ­νά­μω­νε, μέ­χρι που γέ­μι­σε όλο το σπί­τι, και όπου και να πή­γαι­νε η Ζωή δεν μπο­ρού­σε να του ξε­φύ­γει.

Μά­ζε­ψε βια­στι­κά τα πράγ­μα­τά της και στά­θη­κε δυο λε­πτά να το συλ­λο­γι­στεί. Δεν ήταν έτοι­μη ακό­μα. Αλ­λά ίσως να ερ­χό­ταν η στιγ­μή που θα άντε­χε επι­τέ­λους ν’ ακού­σει το αντίο της μη­τέ­ρας της – και το αντίο ή ευ­χα­ρι­στώ ή ό,τι άλ­λο ήταν της Λί­λης. Θα ερ­χό­ταν, ήταν σί­γου­ρη.

Κλεί­δω­σε την πόρ­τα, έβγα­λε το κι­νη­τό της και πή­ρε τον με­σί­τη να κα­τε­βά­σει την αγ­γε­λία. Η κυ­ρά-Ζορ­ζέτ χρεια­ζό­ταν ένα σπί­τι να μεί­νει. Και όλοι ήξε­ραν ότι εί­χε πά­νω από τριά­ντα χρό­νια να βγει από κει.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: