Η πρώτη του σκέψη ήταν πως μάλλον πρόκειται για ένα ακόμα παγκάκι. Όχι για ένα παγκάκι σαν αυτά που κάθονται οι ηλικιωμένοι για να περάσουν την ώρα τους ή οι νεαρές μητέρες για να παρηγορήσουν με μια πιπίλα ή ένα σκληρό μπισκότο τα μωρά τους. Ένα παγκάκι που η επιφάνειά του είχε συρρικνωθεί κάπως, καθώς έπεφταν πάνω του οι σκιές του μεσημεριού χαράζοντας εξαιρετικά λιτά και άμορφα σχέδια. Προς το βράδυ, είναι σίγουρος ότι θα υπάρξει μια αλλαγή αφού οι σκιές θα διασταλούν και θα χαθούν στο άπειρο. Πέρασε απέναντι και το ξανακοίταξε. Του φάνηκε διαφορετικό κάτω από τα σύννεφα που κρέμονταν σκούρα και πυκνά από πάνω του. Μερικοί περαστικοί είχαν ανοίξει ήδη τις ομπρέλες τους. Τα φανάρια που αναβόσβηναν άφηναν τα χρώματά τους στις γλιστερές σανίδες του. Ο αέρας που σηκώθηκε ανακάτεψε τις πρώτες σταγόνες. Έψαξε για το μπλοκ και τα μολύβια. Τη φωτογραφική μηχανή δεν την είχε σίγουρα μαζί του.
Ζωγράφιζε μόνο παγκάκια. Ξεφλουδισμένα ή φρεσκοβαμμένα. Όταν δεν τα ζωγράφιζε, τα σχεδίαζε ή τα σκιτσάριζε. Δεν μπορούσε να αντισταθεί. Το έκανε από παλιά. Είχε δοκιμάσει να ζωγραφίσει φιγούρες, δέντρα, ζώα αλλά δεν τα κατάφερε. Γι’ αυτό ζητούσε πρώτα συγγνώμη από αυτούς που κάθονταν πάνω τους, κουνώντας ελαφρά το κεφάλι και μετά ψαχούλευε με τις παλάμες του το κάθισμα και την πλάτη τους. Ύστερα άνοιγε το μπλοκ που κουβαλούσε πάντα μαζί του. Όταν γέμιζαν οι άδειες σελίδες, τα μπλοκ τα στοίβαζε, το ένα πάνω στο άλλο, στο βάθος της ντουλάπας. Τώρα τελευταία τα παγκάκια τα φωτογράφιζε. Από κοντά, από μακριά. Με φως ή σκοτάδι. Τις φωτογραφίες τις γύριζε ανάποδα, έγραφε την ημερομηνία, την ώρα και το μέρος που είχε βρει το παγκάκι και μετά τις κολλούσε στις τελευταίες σελίδες του άλμπουμ. Ήταν ένα άλμπουμ παλιό που στις πρώτες σελίδες υπήρχαν πολλές φωτογραφίες ενός αγοριού. Ένα αγόρι με μπλε ρούχα που δεν το γνώριζε. Μόνο η άσπρη γάτα που μπερδευόταν στα πόδια του με ορθάνοιχτο το στόμα του θύμιζε κάτι.
Δεν καθόταν ούτε ανέβαινε ποτέ πάνω τους. Φοβόταν ότι δεν θα άντεχαν το βάρος του. Κόντεψε να έρθει στα χέρια μ’ ένα νεαρό που ακουμπούσε το αθλητικό παπούτσι του πάνω στο αγαπημένο του παγκάκι, στο βάθος της στάσης του προαστιακού, για να δέσει το κορδόνι του. Ένα κορδόνι γκρίζο και ξεφτισμένο που το βλέπει ακόμα. Σφιγμένο γύρω από τον κοκκαλιάρικο λαιμό του παιδιού ή όταν έμπαινε ο χειμώνας, ανέγγιχτο κάτω από το χιόνι.
Στον ύπνο του πολλές φορές έβλεπε ότι στερέωναν τα παγκάκια στο δρόμο με φρέσκο μπετόν. Οι εργάτες έριχναν ασταμάτητα με τα φτυάρια και τα παγκάκια, το ένα μετά το άλλο, έμοιαζαν να βουλιάζουν κι αυτοί που κάθονταν πάνω τους βυθίζονταν και καθώς το τσιμέντο άρχιζε να κρυώνει και να σφίγγει και τα πνευμόνια τους δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν άλλο, οι περαστικοί όχι μόνο δεν τους βοηθούσαν αλλά ούτε καν τους έβλεπαν χωμένοι κάτω από τις ομπρέλες τους ή κρυμμένοι πίσω από τις πολύχρωμες βεντάλιες τους. Ίσως αυτό είναι το τέλος, σκεφτόταν κάθε φορά πριν ανοίξει τα μάτια του κι αντικρύσει την ξύλινη ντουλάπα και το γραφείο με το πράσινο φωτιστικό.
Έμενε στον πρώτο όροφο μιας φρεσκοασβεστωμένης πολυκατοικίας, μακριά από το κέντρο της πόλης. Δεξιά κα αριστερά από την είσοδο της πολυκατοικίας υπήρχαν δυο μεγάλα τετράγωνα γεμάτα χαλίκια. Εκεί οι σκύλοι της γειτονιάς έκαναν την πρωινή και τη βραδινή τους βόλτα. Κάθε φορά που η καθαρίστρια έριχνε νερό με χλωρίνη, μια ξινή μυρωδιά έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο. Το διαμέρισμά του είχε ένα σαλόνι και μια κρεβατοκάμαρα. Η κουζίνα κρυβόταν πίσω από μια κουρτίνα και το μπάνιο δεν είχε παράθυρο, μόνο έναν ανεμιστήρα που όταν δούλευε, του θύμιζε τον ήχο της μηχανής του αεροπλάνου που προσγειώνεται. Σκεφτόταν διαρκώς την Αυστραλία. Στον ουρανό της πίστευε ότι κρέμονται διαφορετικά αστέρια.
Δεν του άρεσε να κοιμάται στην κρεβατοκάμαρα. Προτιμούσε το χαμηλό καναπέ του σαλονιού. Άνοιγε την τηλεόραση, κολλούσε στις ταινίες εποχής, εκείνες ειδικά που οι πρωταγωνιστές μιλούσαν αγγλικά, αγκάλιαζε την κόκκινη κουβέρτα και προγραμμάτιζε με κάθε λεπτομέρεια το ταξίδι του στο νότιο ημισφαίριο. Ήταν γενικά πολύ λυπημένος πριν ξαπλώσει. Έκλεινε την τηλεόραση κι έβλεπε τα δέντρα της απέναντι πλατείας που έστεκαν όλο το βράδυ ακίνητα. Κάθε τόσο οι προβολείς κάποιου αυτοκινήτου γυάλιζαν στο σκοτάδι.
Ένας φρέσκος αέρας έμπαινε κάθε πρωί στο δωμάτιο από το ανοιχτό παράθυρο και τον ξυπνούσε. Έβγαινε στο μπαλκόνι, τυλιγμένος με την κουβέρτα και κάρφωνε τα μάτια του σε κάθε πουλί που πετούσε διστακτικά προτού προσγειωθεί σε κάποιο κλαδί. Δεν ήθελε να κοιτάζει τα παγκάκια της στρογγυλής πλατείας. Τα είχε ζωγραφίσει τόσες φορές. Δεν άπλωνε πια τα χέρια να τα ψαχουλέψει, ήξερε κάθε σκάσιμο στο χρώμα τους ή γδάρσιμο στις σανίδες τους. Ούτε ζητούσε πια συγγνώμη απ’ αυτούς που κάθονταν πάνω τους κουνώντας ευγενικά το κεφάλι. Μόνο με το φακό της φωτογραφικής μηχανής έφερνε κοντά του ένα ποτιστήρι ή ένα ξεχασμένο στο γρασίδι, μπροστά από τα παγκάκια, παιδικό παιχνίδι. Μερικά βράδια όταν έσβηναν τα φώτα στο πάρκο, παρατηρούσε τις σκιές τους που διαστέλλονταν.
Η κοπέλα με το αδιάβροχο και τις λαστιχένιες μπότες καθόταν κρατώντας σφιχτά την άσπρη τσάντα με το κλειστό χρυσό φερμουάρ. Πολλές ίδιες κοπέλες κάθονταν κάθε μέρα στα παγκάκια της πλατείας. Ήταν ίδιες εξωτερικά και έσφιγγαν την ίδια άσπρη τσάντα. Μόνο αυτή που καθόταν στο πιο κοντινό παγκάκι φαινόταν μισό κεφάλι ψηλότερη από τις άλλες. Άνοιγαν όλες μαζί την τσάντα τους κι έβγαζαν ένα κινητό και το κολλούσαν στο αριστερό αφτί τους. Δεν έβλεπε τα χείλια τους να κουνιούνται. Δεν μιλούσαν. Μόνο άκουγαν.
Κατέβαινε βιαστικά στο δρόμο, όταν τις έβλεπε να σηκώνονται από τα παγκάκια με το κινητό πάντα στο αφτί. Από εκεί που βρισκόταν νόμιζε ότι τις έβλεπε να βαδίζουν πιασμένες χέρι-χέρι. Η σκηνή εξελισσόταν μερικές φορές διαφορετικά. Υπήρχαν πολλές παραλλαγές της. Δεν ήξερε ποια ήταν η αληθινή. Θα μπορούσε όμως να τις φωτογραφίσει κάποια στιγμή. Θα έπρεπε όμως να ανοίξει τα μάτια του και να εστιάσει με το φακό πάνω τους. Αλλά δεν το έκανε. Ίσως γιατί μέσα του ήταν βέβαιος ότι κάποιο από τα αεροδρόμια της Αυστραλίας ήταν μόνο δυο μέρες μακριά.