Διαφορετικά αστέρια κρέμονται στον ουρανό της Αυστραλίας

Έργο του Horace Pippin (1888-1946). Moυσείο Τέχνης Φιλαδέλφειας
Έργο του Horace Pippin (1888-1946). Moυσείο Τέχνης Φιλαδέλφειας



Η πρώ­τη του σκέ­ψη ήταν πως μάλ­λον πρό­κει­ται για ένα ακό­μα πα­γκά­κι. Όχι για ένα πα­γκά­κι σαν αυ­τά που κά­θο­νται οι ηλι­κιω­μέ­νοι για να πε­ρά­σουν την ώρα τους ή οι νε­α­ρές μη­τέ­ρες για να πα­ρη­γο­ρή­σουν με μια πι­πί­λα ή ένα σκλη­ρό μπι­σκό­το τα μω­ρά τους. Ένα πα­γκά­κι που η επι­φά­νειά του εί­χε συρ­ρι­κνω­θεί κά­πως, κα­θώς έπε­φταν πά­νω του οι σκιές του με­ση­με­ριού χα­ρά­ζο­ντας εξαι­ρε­τι­κά λι­τά και άμορ­φα σχέ­δια. Προς το βρά­δυ, εί­ναι σί­γου­ρος ότι θα υπάρ­ξει μια αλ­λα­γή αφού οι σκιές θα δια­στα­λούν και θα χα­θούν στο άπει­ρο. Πέ­ρα­σε απέ­να­ντι και το ξα­να­κοί­τα­ξε. Του φά­νη­κε δια­φο­ρε­τι­κό κά­τω από τα σύν­νε­φα που κρέ­μο­νταν σκού­ρα και πυ­κνά από πά­νω του. Με­ρι­κοί πε­ρα­στι­κοί εί­χαν ανοί­ξει ήδη τις ομπρέ­λες τους. Τα φα­νά­ρια που ανα­βό­σβη­ναν άφη­ναν τα χρώ­μα­τά τους στις γλι­στε­ρές σα­νί­δες του. Ο αέ­ρας που ση­κώ­θη­κε ανα­κά­τε­ψε τις πρώ­τες στα­γό­νες. Έψα­ξε για το μπλοκ και τα μο­λύ­βια. Τη φω­το­γρα­φι­κή μη­χα­νή δεν την εί­χε σί­γου­ρα μα­ζί του.
Ζω­γρά­φι­ζε μό­νο πα­γκά­κια. Ξε­φλου­δι­σμέ­να ή φρε­σκο­βαμ­μέ­να. Όταν δεν τα ζω­γρά­φι­ζε, τα σχε­δί­α­ζε ή τα σκι­τσά­ρι­ζε. Δεν μπο­ρού­σε να αντι­στα­θεί. Το έκα­νε από πα­λιά. Εί­χε δο­κι­μά­σει να ζω­γρα­φί­σει φι­γού­ρες, δέ­ντρα, ζώα αλ­λά δεν τα κα­τά­φε­ρε. Γι’ αυ­τό ζη­τού­σε πρώ­τα συγ­γνώ­μη από αυ­τούς που κά­θο­νταν πά­νω τους, κου­νώ­ντας ελα­φρά το κε­φά­λι και με­τά ψα­χού­λευε με τις πα­λά­μες του το κά­θι­σμα και την πλά­τη τους. Ύστε­ρα άνοι­γε το μπλοκ που κου­βα­λού­σε πά­ντα μα­ζί του. Όταν γέ­μι­ζαν οι άδειες σε­λί­δες, τα μπλοκ τα στοί­βα­ζε, το ένα πά­νω στο άλ­λο, στο βά­θος της ντου­λά­πας. Τώ­ρα τε­λευ­ταία τα πα­γκά­κια τα φω­το­γρά­φι­ζε. Από κο­ντά, από μα­κριά. Με φως ή σκο­τά­δι. Τις φω­το­γρα­φί­ες τις γύ­ρι­ζε ανά­πο­δα, έγρα­φε την ημε­ρο­μη­νία, την ώρα και το μέ­ρος που εί­χε βρει το πα­γκά­κι και με­τά τις κολ­λού­σε στις τε­λευ­ταί­ες σε­λί­δες του άλ­μπουμ. Ήταν ένα άλ­μπουμ πα­λιό που στις πρώ­τες σε­λί­δες υπήρ­χαν πολ­λές φω­το­γρα­φί­ες ενός αγο­ριού. Ένα αγό­ρι με μπλε ρού­χα που δεν το γνώ­ρι­ζε. Μό­νο η άσπρη γά­τα που μπερ­δευό­ταν στα πό­δια του με ορ­θά­νοι­χτο το στό­μα του θύ­μι­ζε κά­τι.
Δεν κα­θό­ταν ού­τε ανέ­βαι­νε πο­τέ πά­νω τους. Φο­βό­ταν ότι δεν θα άντε­χαν το βά­ρος του. Κό­ντε­ψε να έρ­θει στα χέ­ρια μ’ ένα νε­α­ρό που ακου­μπού­σε το αθλη­τι­κό πα­πού­τσι του πά­νω στο αγα­πη­μέ­νο του πα­γκά­κι, στο βά­θος της στά­σης του προ­α­στια­κού, για να δέ­σει το κορ­δό­νι του. Ένα κορ­δό­νι γκρί­ζο και ξε­φτι­σμέ­νο που το βλέ­πει ακό­μα. Σφιγ­μέ­νο γύ­ρω από τον κοκ­κα­λιά­ρι­κο λαι­μό του παι­διού ή όταν έμπαι­νε ο χει­μώ­νας, ανέγ­γι­χτο κά­τω από το χιό­νι.
Στον ύπνο του πολ­λές φο­ρές έβλε­πε ότι στε­ρέ­ω­ναν τα πα­γκά­κια στο δρό­μο με φρέ­σκο μπε­τόν. Οι ερ­γά­τες έρι­χναν αστα­μά­τη­τα με τα φτυά­ρια και τα πα­γκά­κια, το ένα με­τά το άλ­λο, έμοια­ζαν να βου­λιά­ζουν κι αυ­τοί που κά­θο­νταν πά­νω τους βυ­θί­ζο­νταν και κα­θώς το τσι­μέ­ντο άρ­χι­ζε να κρυώ­νει και να σφίγ­γει και τα πνευ­μό­νια τους δεν μπο­ρού­σαν να λει­τουρ­γή­σουν άλ­λο, οι πε­ρα­στι­κοί όχι μό­νο δεν τους βοη­θού­σαν αλ­λά ού­τε καν τους έβλε­παν χω­μέ­νοι κά­τω από τις ομπρέ­λες τους ή κρυμ­μέ­νοι πί­σω από τις πο­λύ­χρω­μες βε­ντά­λιες τους. Ίσως αυ­τό εί­ναι το τέ­λος, σκε­φτό­ταν κά­θε φο­ρά πριν ανοί­ξει τα μά­τια του κι αντι­κρύ­σει την ξύ­λι­νη ντου­λά­πα και το γρα­φείο με το πρά­σι­νο φω­τι­στι­κό.
Έμε­νε στον πρώ­το όρο­φο μιας φρε­σκο­α­σβε­στω­μέ­νης πο­λυ­κα­τοι­κί­ας, μα­κριά από το κέ­ντρο της πό­λης. Δε­ξιά κα αρι­στε­ρά από την εί­σο­δο της πο­λυ­κα­τοι­κί­ας υπήρ­χαν δυο με­γά­λα τε­τρά­γω­να γε­μά­τα χα­λί­κια. Εκεί οι σκύ­λοι της γει­το­νιάς έκα­ναν την πρω­ι­νή και τη βρα­δι­νή τους βόλ­τα. Κά­θε φο­ρά που η κα­θα­ρί­στρια έρι­χνε νε­ρό με χλω­ρί­νη, μια ξι­νή μυ­ρω­διά έμπαι­νε από το ανοι­χτό πα­ρά­θυ­ρο. Το δια­μέ­ρι­σμά του εί­χε ένα σα­λό­νι και μια κρε­βα­το­κά­μα­ρα. Η κου­ζί­να κρυ­βό­ταν πί­σω από μια κουρ­τί­να και το μπά­νιο δεν εί­χε πα­ρά­θυ­ρο, μό­νο έναν ανε­μι­στή­ρα που όταν δού­λευε, του θύ­μι­ζε τον ήχο της μη­χα­νής του αε­ρο­πλά­νου που προ­σγειώ­νε­ται. Σκε­φτό­ταν διαρ­κώς την Αυ­στρα­λία. Στον ου­ρα­νό της πί­στευε ότι κρέ­μο­νται δια­φο­ρε­τι­κά αστέ­ρια.
Δεν του άρε­σε να κοι­μά­ται στην κρε­βα­το­κά­μα­ρα. Προ­τι­μού­σε το χα­μη­λό κα­να­πέ του σα­λο­νιού. Άνοι­γε την τη­λε­ό­ρα­ση, κολ­λού­σε στις ται­νί­ες επο­χής, εκεί­νες ει­δι­κά που οι πρω­τα­γω­νι­στές μι­λού­σαν αγ­γλι­κά, αγκά­λια­ζε την κόκ­κι­νη κου­βέρ­τα και προ­γραμ­μά­τι­ζε με κά­θε λε­πτο­μέ­ρεια το τα­ξί­δι του στο νό­τιο ημι­σφαί­ριο. Ήταν γε­νι­κά πο­λύ λυ­πη­μέ­νος πριν ξα­πλώ­σει. Έκλει­νε την τη­λε­ό­ρα­ση κι έβλε­πε τα δέ­ντρα της απέ­να­ντι πλα­τεί­ας που έστε­καν όλο το βρά­δυ ακί­νη­τα. Κά­θε τό­σο οι προ­βο­λείς κά­ποιου αυ­το­κι­νή­του γυά­λι­ζαν στο σκο­τά­δι.
Ένας φρέ­σκος αέ­ρας έμπαι­νε κά­θε πρωί στο δω­μά­τιο από το ανοι­χτό πα­ρά­θυ­ρο και τον ξυ­πνού­σε. Έβγαι­νε στο μπαλ­κό­νι, τυ­λιγ­μέ­νος με την κου­βέρ­τα και κάρ­φω­νε τα μά­τια του σε κά­θε που­λί που πε­τού­σε δι­στα­κτι­κά προ­τού προ­σγειω­θεί σε κά­ποιο κλα­δί. Δεν ήθε­λε να κοι­τά­ζει τα πα­γκά­κια της στρογ­γυ­λής πλα­τεί­ας. Τα εί­χε ζω­γρα­φί­σει τό­σες φο­ρές. Δεν άπλω­νε πια τα χέ­ρια να τα ψα­χου­λέ­ψει, ήξε­ρε κά­θε σκά­σι­μο στο χρώ­μα τους ή γδάρ­σι­μο στις σα­νί­δες τους. Ού­τε ζη­τού­σε πια συγ­γνώ­μη απ’ αυ­τούς που κά­θο­νταν πά­νω τους κου­νώ­ντας ευ­γε­νι­κά το κε­φά­λι. Μό­νο με το φα­κό της φω­το­γρα­φι­κής μη­χα­νής έφερ­νε κο­ντά του ένα πο­τι­στή­ρι ή ένα ξε­χα­σμέ­νο στο γρα­σί­δι, μπρο­στά από τα πα­γκά­κια, παι­δι­κό παι­χνί­δι. Με­ρι­κά βρά­δια όταν έσβη­ναν τα φώ­τα στο πάρ­κο, πα­ρα­τη­ρού­σε τις σκιές τους που δια­στέλ­λο­νταν.
Η κο­πέ­λα με το αδιά­βρο­χο και τις λα­στι­χέ­νιες μπό­τες κα­θό­ταν κρα­τώ­ντας σφι­χτά την άσπρη τσά­ντα με το κλει­στό χρυ­σό φερ­μουάρ. Πολ­λές ίδιες κο­πέ­λες κά­θο­νταν κά­θε μέ­ρα στα πα­γκά­κια της πλα­τεί­ας. Ήταν ίδιες εξω­τε­ρι­κά και έσφιγ­γαν την ίδια άσπρη τσά­ντα. Μό­νο αυ­τή που κα­θό­ταν στο πιο κο­ντι­νό πα­γκά­κι φαι­νό­ταν μι­σό κε­φά­λι ψη­λό­τε­ρη από τις άλ­λες. Άνοι­γαν όλες μα­ζί την τσά­ντα τους κι έβγα­ζαν ένα κι­νη­τό και το κολ­λού­σαν στο αρι­στε­ρό αφτί τους. Δεν έβλε­πε τα χεί­λια τους να κου­νιού­νται. Δεν μι­λού­σαν. Μό­νο άκου­γαν.
Κα­τέ­βαι­νε βια­στι­κά στο δρό­μο, όταν τις έβλε­πε να ση­κώ­νο­νται από τα πα­γκά­κια με το κι­νη­τό πά­ντα στο αφτί. Από εκεί που βρι­σκό­ταν νό­μι­ζε ότι τις έβλε­πε να βα­δί­ζουν πια­σμέ­νες χέ­ρι-χέ­ρι. Η σκη­νή εξε­λισ­σό­ταν με­ρι­κές φο­ρές δια­φο­ρε­τι­κά. Υπήρ­χαν πολ­λές πα­ραλ­λα­γές της. Δεν ήξε­ρε ποια ήταν η αλη­θι­νή. Θα μπο­ρού­σε όμως να τις φω­το­γρα­φί­σει κά­ποια στιγ­μή. Θα έπρε­πε όμως να ανοί­ξει τα μά­τια του και να εστιά­σει με το φα­κό πά­νω τους. Αλ­λά δεν το έκα­νε. Ίσως για­τί μέ­σα του ήταν βέ­βαιος ότι κά­ποιο από τα αε­ρο­δρό­μια της Αυ­στρα­λί­ας ήταν μό­νο δυο μέ­ρες μα­κριά.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: