Απόκρυφο



                    I

Έτσι όπως ρουφούσα το φως της παλιάς Σελήνης ως το μεδούλι, μισάνοιγα το στόμα και ξερνούσα ξεχασμένες διαλέκτους πουλιών κι εκείνη την μακρινή, γνώριμη μυρωδιά της, που ακόμη δεν βρήκε δικαίωση στις αδιάκοπες μεταμορφώσεις εντός μου.

Τότε λιγόστευα κι έγερνα από το βάρος του κορμιού σου, του κορμιού μου, από το συμπαγές σώμα όλου του κόσμου· μια δοκιμασία φορτωμένη με την φαινομενική αρρυθμία των γεγονότων.

Μέρες φουσκωμένες κίνδυνο, ισχυρών παρορμήσεων, αλλά και αποκαλύψεων για την ταυτότητα μου· αποτέλεσμα μιας νεότητας ολωσδιόλου ξένης κι επαναλαμβανόμενης
της μακρινής μου μνήμης ο απόηχος.

Το πρόσωπο που κάποτε με συντηρούσε γεννούσε θρήνους

Μια νύχτα κόκκινη στα σωθικά μου
γκρεμιζόταν σαν άλλο σώμα
κι έπινε αργά το φως μου.

Ποτέ μου δεν είδα τέτοια σφαγή

Ένας λυγμός –μονάχα– συντηρούσε το ύψος των πραγμάτων από απόσταση.
Λίγο πριν το θαύμα η τελευταία μας πτώση πλάνταζε
συναρμολογούσε λέξεις ακατάληπτες
                                        λέξεις ακατάλληλες
καταδικάζοντας το μέλλον
ξεπουλώντας το άρρητο

Πάλι με το βράδυ
την ανάσταση κρατήσαμε με όλη μας την δύναμη στα δόντια, μην τύχει και μας φύγει· δεν είχε έρθει η ώρα της ακόμη—


                        II

Ἴνα τί περίλυπος εἶ, ἡ ψυχή μου, καὶ ἴνα τί συνταράσσεις με;
Ψ. 41

Πάνε χρόνια, αγαπημένη, που δεν εννοώ ν’ ακούσω τις αντανακλάσεις των χρωμάτων, που άλλοτε σε χάιδευαν ευτυχισμένη. Κάθομαι ώρες και σου μιλώ για πράγματα που είναι μακριά από κάθε αλήθεια. Όπως τα φύλλα της ελιάς αφήνονται ανέξοδα στο φως, έτσι κι εγώ με μια ελπίδα μεγάλη σαν φωτοστέφανο, ετοιμόγεννος περιμένω να μου αποκαλυφθεί καθαρότερα το τελευταίο σου όνειρο. Ατελεύτητο τριγυρνά σε τόπους άγονους, προσμένοντας να βρει τον ασάλευτο χώρο και τη συνταγή της επόμενης διαύγειας.

Τις μέρες αυτές ασκώ την τέχνη της υπομονής, μάρτυρας πολλών θαυμάτων (και ακριβών στιγμών) βάλθηκα να ανασύρω, την πρωτογονική εικόνα της καθαρότητας, υψώνοντάς τη φανοστάτη στο δρόμο μου· αυτή τα ασήμαντα γεγονότα του βίου ανυψώνει
και μαθαίνω από την αρχή και πάλι τις αδιόρατες κινήσεις σου, τους τρόπους και τους
ιερούς λόγους σου. Νεογέννητοι ουρανοί –πάλλευκα σεντόνια– ξεδιπλώνουν το τετριμμένο, αν επιμένεις να σκαλίζεις. Με μια σκιά μικρότερη από το ύψος μου σε βρίσκω (όταν χάνουν από το βάρος τους, κερδίζουν σε ύψος τα σώματα μας).

Τώρα κρυφακούω τις διαλέκτους του μπλε
της σιλουέτας σου το φως καθώς χαϊδεύω

Να φεύγεις, να πετάς ψηλότερα από την μοίρα, μου ’λεγες τις ημέρες που κυριαρχεί το σκοτάδι. Σαν σάρκα συμπυκνωμένες να θερίζεις μνήμες, άεργες τριγυρνούν και ερμητικά ψαχουλεύουν ένα δίκιο που πια δεν εξουσιάζουν.

Το σώμα μου, η πέτρα που σήκωσα και αγκάλιασα τον κόσμο, αυτή η αίσθηση που στέριωσε και έλαβε σχήμα, λειαίνεται στην μοναξιά των βουνών, ξεδιψάει στην τραχύτητα των βράχων και σε μέρη κατά τα άλλα κοινότυπα, ατάραχα διδάσκεται και ταξιδεύει μέσα μου, μέσα σου όλα τα μυστικά. Στο δάκρυ σου μυρίζω την πιο αρχαία θάλασσα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: