Μνήμη Νίκου Φρουδαράκη (1928-2022)
——— Α ———
Δεν έμπαινε στ’ αλήθεια φως από τις χαραμάδες του. Ήταν εγκατεστημένο, παρατημένο θα ‘λεγες και ορφανό από τη γέννηση, μέσα σ’ ένα ελάχιστο στενό που ένωνε δυο πιο κεντρικούς δρόμους στην καρδιά του Χάνδακα, του Ηρακλείου, την εποχή που οι πολλές ονομασίες της πόλης ηχούσαν ακόμα στον λαβύρινθο, φρεσκοφορεμένα ρούχα νεοφώτιστου: η Χώρα, το Μεγάλο Κάστρο, η Κάντια, ο Χάνδακας… Στεκόταν ακίνητο και ευαίσθητο στο φύσημα του χρόνου, μια πεταλούδα πάνω από ρυάκι, δωμάτιο τυφλό στις τρεις πλευρές του, μα που δεν σε αιχμαλώτιζε, γιατί είχε σ’ άλλους καιρούς μονάχο του ζωγραφίσει τη φάτνη του, την ιδανική τοπογραφία, το κρυφό πέρασμα που υπήρξε, θα ορκιζόσουν πως στο πρώτο δευτερόλεπτο του βίου του είχε φροντίσει να ‘ναι μαζί το χέρι της μαμής και το βρέφος, η σκήτη και ο μοναχός, το χελιδόνι κι η φωλιά του, μια φούχτα φως μες στη μεγάλη φούχτα του Χάνδακα, τα τείχη, που ανέπνεαν κι εκείνα χαμηλόφωνα την ιστορία τους πάνω απ’ τις μικρές ζωές μας, μη μας τρομάξουν. Ποτέ δεν θέλησα να φύγω από κει, ποτέ δεν έφυγα, ποτέ δεν φεύγεις απ’ το πατρικό σου, όσο μακριά κι αν ταξιδέψεις.
Εκεί τον γνώρισα, κάπου στα 1973, λίγο μετά ή λίγο πριν απ’ το Πολυτεχνείο, λίγο μετά ή λίγο πριν απ’ το ναυάγιο της Κύπρου, την προδοσία και τον θρήνο, το δια βίου βουλισμένο μέσα μας αλώνι, σε χρόνια που χώνευαν κοσμοϊστορικά γεγονότα σαν μες σε ύπνο γίγαντα, τον ύπνο αυτού του τόπου που μας σκέπαζε με τη φτερούγα του, όνειρο άλλης χιλιετίας, και μας έδειχνε κατά πού να βαδίσουμε.
Το δάχτυλο του θείου Καλοκύρη, πρώτου ξαδέρφου του πατέρα μου και δικηγόρου, που είχε το γραφείο του 50 μέτρα από την πάροδο-ρυάκι που έβρεχε απ’ τη μια πλευρά το εργαστήρι του κυρίου Νίκου, το μοναστήρι, έτσι μονάχα μπορώ να πω εκείνο που αργότερα ήταν για όλους μας η σχολή κιθάρας, το δάχτυλο του θείου Καλοκύρη έδειξε την κάτω μεριά της οδού Περδικάρη, εκεί ήταν, προς τα κει θα πηγαίναμε εγώ κι ο πατέρας μου, που είχε περπατήσει ως εδώ, πειθήνια, ακολουθώντας με σοφές υποχωρήσεις τους κυματισμούς του θυμικού μου: «—Να, εκεί είναι ο Φρουδαράκης! Κι είναι καλή η ώρα που τ’ ακούει, γιατί βλέπω κι οι κοπελιές προς τα κει πηγαίνουν!» Κι ακούμπησε με το βλέμμα του, και με τον εξαίσια αποσιωπημένο θαυμασμό που η ηλικία του κι η θέση του τού επέτρεπαν, δυο όμορφα κορίτσια που κατηφόριζαν το στενό, τουρίστριες, τότε που οι τουρίστριες ήταν γένος εξωγήινο, πλάσματα μυθικά για τον παρθένο λυρισμό της επαρχίας, και ήταν πάντα όμορφες και πάντα με τον πιο τίμια αμαρτωλό τρόπο επιθυμητές. Ακολουθήσαμε τα γυμνά τους πόδια με τα σανδάλια και το μαυρισμένο δέρμα που έλαμπε χαμογελαστό κάτω από κοντές ολάνθιστες φούστες, ολάνθιστες όπως η ώρα μας, και χτυπήσαμε την πόρτα που χώριζε τον έξω χρόνο από ό,τι θα ακολουθούσε.
——— Β ———
Ποτέ δεν ήξερα πολλά για αυτόν. Ποτέ δεν ρώτησα. Ποτέ στο μέλλον δεν θυμήθηκα παρά τα απολύτως απαραίτητα. Μέσα στην κατολίσθηση των κόσμων που προξένησε το αλέτρι της εφηβείας, αυτού του σωματικού χρόνου που κυνικά ισορροπούσε ανάμεσα στο γκρέμισμα των τειχών και την συνακόλουθη απόδραση, και στην παράλληλη λατρεία προς τα ήθη του καιρού και του τόπου που μας μεγάλωνε —πώς να το πεις αλλιώς δίχως να σκιστεί η τσίπα της σκέψης;—, η φτώχια της πληροφόρησης θα παρέμενε εκ των ων ουκ άνευ. Ο νεογέννητος κόσμος θα χρησιμοποιούσε νέα λεξικά, θα ψιθύριζε πίσω από λέξεις που περί άλλα τύρβαζαν. Μικρή και κατρουλού ακόμα η μουσική μας, κατάφερνε να αφήσει μέσα στο εικονοστάσι δυο προσευχές, που έσταζαν τη χαμηλόφωνη ευλογία τους ανάμεσα σε ωραία ερείπια. Η κιθάρα μάς χάιδευε το στήθος, η καρδιά της, δωρισμένη στις υποφωτισμένες κάμαρες του καιρού, παλλόταν ήρεμα κάτω απ’ το φαρδύ στήθος των χορδών, τα δάχτυλά μας γεύονταν με προσμονή το τρυφερό της σθένος, αλλά κι αργότερα το Διονυσιακό, τότε που η εμπιστοσύνη τρύγησε τις αντιστάσεις κι ο φόβος γύρισε πλευρό και αποκοιμήθηκε. Όλα τώρα θα μύριζαν άρωμα κέδρου. Το βλέμμα πίσω απ’ τα γυαλιά του κύριου Νίκου έσταζε βουβή δικαιοσύνη, καλωσόριζε τα ισοζύγια, τίποτα δεν χρειαζόταν να ξαναειπωθεί.
Σε αντάλλαγμα, αυτή η μέθοδος της μηδενικής πληροφόρησης διατηρούσε το στόμα του αγνώστου ομιλητικότατο. Έτσι τον είχα κάπως τοποθετήσει, πριν ακόμα τον γνωρίσω, σε θέση περίοπτη, ψηλά, στο πάνθεο των συγγενών, την εποχή που όλα γίνονταν ναοί, παγόδες αλλοθρήσκων, τρούλοι επουράνιοι δίχως θεό να σε κοιτά πίσω απ’ το τρίγωνο της καχυποψίας του, συμπυκνωμένα σύμπαντα να αφανίσουν κάθε εχθρό πριν από μας για μας. Εμείς θα πορευόμασταν αμέριμνοι, οπισθοφυλακή, με την καρδιά ζεστή και με τις μάχες ήδη κερδισμένες.
Δυο-τρία πράγματα ήξερα γι’ αυτόν και ήταν ήδη αρκετά για να στερεωθεί το σκίτσο, όχι για μένα, που υποπτευόμουν τα παιγνίδια του αόρατου πίσω απ’ τους ρόλους, μα για τα αλλότρια βλέμματα:
Ήταν ένας εξαίσιος κιθαριστής, μια λίμνη πρωτόγονου λυρισμού κι ένα ιερά μοναχικό πλάσμα, ένα παραδείσιο πουλί άλλης ηπείρου, που άφηνε δίχως να το διαλαλεί τα ακριβά του γεννήματα δίπλα στις πλανταγμένες από ήλιο πλατείες της Κρήτης, με τις λύρες και τα λαούτα, με τις βράκες και τα σαρίκια, με τα στιβάνια και τα συνοφρυωμένα βλέμματα, εικόνες που κανοναρχούσαν τον αμήχανο αστισμό της επαρχίας και τον υποχρέωναν να πατά με το ‘να πόδι στα φορτωμένα λιόφυτα και τους μυθικούς γαλαξίες των βοσκών που σε καλωσόριζαν σαν να σου λέγανε Αληθώς Ανέστη, και με το άλλο στο όνειρο μιας ευμάρειας που όλο και πλησίαζε και που ποτέ δεν έφτανε, σε μια απ’ την κούνια υπεσχημένη εύνοια, ψεύδος πολύτιμο για να επιβιώσεις μες στους δύσκολους καιρούς. Κι όμως στο βάθος η καρδιά μας μοναχά τον πλούτο του Ελάχιστου αποζητούσε, εκείνου που μας είχε ήδη δωρισθεί.
Ήταν παντρεμένος με την κυρία Λίτσα, την ωραία γυναίκα του, που πάντα μας κοιτούσε με αγάπη, και για την ίδια μα και για λογαριασμό του θα ’λεγες, για κείνες τις λιγοστές στιγμές που απουσίαζε απ’ τη φροντίδα μας, κερδισμένος απ’ την δική του ιδανική εξορία. Και είχαν δυο παιδιά, τον Αλέξη και τη Μαρία, που μεγάλωναν δίπλα μας. Όταν αργότερα ο Αλέξης έγινε ο σπουδαίος κιθαριστής που είναι σήμερα, η τότε θολή εικόνα σταθεροποιήθηκε και μας ψιθύρισε καινούργια λόγια, για τις ιδανικές της ψυχής επενδύσεις, για τις προσευχές της, προσευχές προς τον σύνολο χρόνο του μεγάλου εαυτού, για κείνο το νυν και αεί που ζητά η αγάπη για να αφήσει με εμπιστοσύνη τα αυγά της στο μέλλον, τέτοια κι άλλα σιβυλλικά γεννούσε η σκέψη, που όμως κάποιος μέσα μας ήδη ήξερε τη γλώσσα τους για να τα μεταφράσει, και υποσχόταν να μας τα εξηγήσει όταν κάποτε θα ‘μασταν έτοιμοι. Μα η αγάπη του κυρίου Νίκου άφηνε τα σημάδια της σ’ όλα του τα παιδιά, δάχτυλα γλύπτη πάνω στον εύπλαστο πηλό της μεγάλης του οικογένειας, πάνω σε όλους μας, έτσι που ήταν τίμιο για τη δικαιοσύνη της ζαριάς του σύμπαντος να γίνει.
Ξέραμε ακόμα πως σε ένα όχι μακρινό παρελθόν δίδαξε Αγγλικά στο λύκειο του Κοραή, που γειτνίαζε στο ρυάκι, και που φιλοξένησε και τα δικά μου πολύ πρώτα μαθητικά βήματα. Από εκείνη την πρώιμη εποχή χρειάστηκα σχεδόν πέντε χρόνια για να διανύσω τα είκοσι όλα κι όλα βήματα που χώριζαν την αυλή του Κοραή απ’ το μοναστήρι του κυρίου Νίκου, και δικαίως λέω σήμερα, γιατί το κάθε ένα απ’ αυτά τα βήματα υπήρξε συμπυκνωμένος δρόμος άπειρων αποκαλύψεων, ώσπου να βρεις το ξέφωτο, την όαση που θα φιλοξενούσε τον μοναδικό καθρέφτη του προσώπου σου.
Ξέραμε ακόμα πως για ένα φεγγάρι πυγμάχησε ερασιτεχνικά, πράγμα που έστριβε τη φαντασία μας προς τους παράξενους, συμπληρωματικούς, τρόπους που ο χρόνος διαλέγει να μιλήσει για την τρυφερότητα, αφού ένας αντίπαλος κι ένας ακροατής είναι πιθανότατα το ίδιο ακριβώς πρόσωπο, που το κερδίζεις ή το αγαπάς με μόνο μέσο αυτά τα δυο σου χέρια, χέρια που λεν τα πάντα, απ’ τη βία ως τον έρωτα. Ο δάσκαλος έμοιαζε να έχει διασχίσει όλα τα πλάτη της υδρογείου των αισθημάτων, έτσι μας έλεγε το μικρό κομμάτι ιστορίας του που μας αποκαλύφθηκε.
Ξέραμε ακόμα πως έγινε στη συνέχεια ο φωτισμένος μαθητής του Γεράσιμου Μηλιαρέση, που μαζί με τον Δημήτρη Φάμπα, τον Χαράλαμπο Εκμετζόγλου και τον Ανδρέα Παλαιολόγο καθόταν στους πατριαρχικούς θρόνους της πρώτης κιθαριστικής σχολής, την εποχή που ανάμεσα στις κουβέντες τρύπωνε φαρδιά η σκιά του Σεγκόβια και στρογγύλευε τους ήχους. Όλοι μιλούσαν μέσα απ’ το δικό Του Ευαγγέλιο για την επερχόμενη Δευτέρα Παρουσία. Στο μεταξύ εκείνος ζούσε και βασίλευε, ήδη στην ένατη δεκαετία της ζωής του.
Αυτά μονάχα ξέραμε για τον δάσκαλο. Έτσι, όλος ο άλλος τόπος του επιστητού παρέμενε ένα λευκό χαρτί, εκείνο που είχε ανάγκη η ψυχή μας για να αντιγράψει τον εαυτό της. Ο κύριος Νίκος τα γνώριζε όλα αυτά, κάποιος μες στις μοναχικές του ώρες, με την κιθάρα στα χέρια, θα του τα υπαγόρευε, και μας παρακολουθούσε από μακριά, με αδημονία. Ως χτες που έφυγε. Ή μήπως δεν μπορεί κανείς να φύγει έτσι;
——— Γ ———
Εικόνες ξεκολλούν απ’ το συμπαγές σώμα της πρώιμης μνήμης, χαράζουν την πλάκα με τον κοντυλοφόρο, όργανα μέτρησης των μεγεθών που ποτέ δεν έφυγαν από τα μάτια μας, μαύρη πλάκα των παππούδων και μαύρη πλάκα δική μας, πλήρης ιερογλυφικών, που έλεγαν τον χρησμό, τη μια κουβέντα ή το παράξενο τσαμπί μιας συγχορδίας που ενοποιούσε τον θρυμματισμένο χρόνο. Τον θυμάμαι να μπαίνει στο μοναστήρι και να ραίνει τις παλάμες του με οινόπνευμα, λες κι έπρεπε να είναι αυτές τώρα άλλες παλάμες, αποκομμένες απ’ τους έξω τρόπους. Το ράντισμα γινότανε στα μάτια μου ράσο και προσευχή ιερομόναχου. Ύστερα έπιανε την καφέ κιθάρα του, σκούρα καφέ, έτσι τη θυμάμαι, με καπάκι από κέδρο και με ταστιέρα από έβενο —από τότε μ’ αρέσει να ακούω τα ονόματα αυτών των ξύλων—, κατασκευής Παναγή, μια μυθική για μας κιθάρα, και άρχιζε το μάθημα, πού ήταν ένας διαρκής σχολιασμός των δικών του χορδών στο κάθε τι που συνέβαινε, μια αδιάλειπτη επένδυση της στιγμής και της σχέσης, που χρησιμοποιούσε την ζωντανή, συμπυκνωμένη ύλη του παλλόμενου ήχου. Το μοναστήρι το ίδιο παλλόταν ανάμεσα στους τοίχους και μας υποχρέωνε να συντονιστούμε σε έναν μελλοντικό, και μαζί παμπάλαιο, τρόπο, μας μπόλιαζε μέρα τη μέρα με εκείνο που δεν εξηγείται, μα που σου επιτρέπει ένα στιγμιαίο κρυφοκοίταγμα προς την παράλληλη ζωή μες στη ζωή, εκείνο που αργότερα είπαμε μόνη πραγματικότητα. Έτσι κατέβαινε κι αυτός από το βάθρο του, κι ανέπνεε αυτόν τον τρόπο του στο πλάι μας, για να τον καταλάβουμε. Πάντα έπαιζε κάτι μαζί μας, λες κι έσκαβε με γυμνά χέρια ένα μονοπάτι να προχωρήσουμε, σήκωνε πρώτος τα μανίκια να δουλέψει, χωρίς κουβέντες, δίχως βία, με απέραντη υπομονή, ακόμα κι όταν ήξερες πως δεν περίσσευε, δίχως καμιά αμφιβολία για το ασφαλές του τόπου που πατούσαμε. Κι ο δρόμος που άνοιγε ήταν για να περπατηθεί. Και για να μην χαθούμε μες στη ζούγκλα που ακουμπούσανε τα τρυφερά μας πέλματα, είχε κρεμάσει ολόγυρα στους τοίχους αγιογραφίες των πατέρων, τους Άγιους κιθαριστές, που έπαιρναν πειθήνιες πόζες πίσω απ’ τον διατρητικό προσηλυτισμό των ήχων, μέσα σ’ αυτήν την ιερή διαφθορά —πώς να το πεις αλλιώς;— που με την πιο βαθιά του ευγένεια επέβαλλε. Ήταν εκεί ο Σορ, ο Τάρεγκα, ο Πουχόλ, ο Λιόμπετ, ο Σεγκόβια —ως εκεί, οι τοίχοι δεν χωρούσαν τότε νεομάρτυρες—, κι ο τελευταίος δέσποζε στο πάνθεον ως ο πλέον κοντινός συγγενής, παρότι Ισπανός κι αυτός, αλλόφυλος, τότε όμως που η Ισπανία ήτανε μεγάλη αδερφή, και το φλαμένκο κάτω απ’ τα φουστάνια της ήτανε κόσμος άγριος, που μύριζε ιδρώτα και ακαταμάχητη συγγένεια. Στο κομμάτι που μας ήταν μπορετό να καταλάβουμε, δέσποζε ο Σεγκόβια. Ο δάσκαλός του κυρίου Νίκου, ο Μηλιαρέσης, τον είχε επισκεφθεί, τότε που όλοι θεωρούσαν χρέος τους ένα ταξίδι στους Αγίους Τόπους, να περπατήσουν στα ιερά Του βήματα, να καταθέσουν την ακριβή τους παρουσία, νέοι Απόστολοι, αυτοί, πλάι στον αδιαφιλονίκητο, απεσταλμένο στη γη, Θεό της κιθάρας. Σ’ αυτά τα θέματα δεν χωρούσε αμφισβήτηση, ζούσαμε σε ορθόδοξη αυτοκρατορία, το σύμβολο της πίστης ήταν ένα και αδιαίρετο, το Filioque θα περνούσαν χρόνια να φανερωθεί. Τίποτα στον πυρήνα της πίστης δεν κακοφόρμιζε. Μέσα στην άυλη εκκλησία που η παρουσία των αγίων ανήγειρε, μόνο με τρόπο ιερό ήταν επιτρεπτό να λειτουργήσεις.
——— Δ ———
Η μάνα μου μας έπαιρνε τις Κυριακές με τον αδερφό μου στην εκκλησία. Οι ψαλμωδίες που αντηχούσαν κάτω απ’ τις αγιογραφίες, το άρωμα του ξύλου και του λιβανιού, τα κεριά που καίγονταν όμοια, μικρά-μεγάλα, τα κείμενα που δεν καταλαβαίναμε μα που ξέραμε πως μιλούσαν για δικά μας πράγματα, ο ιδρώτας των ανθρώπων και η επίκληση εκείνου που δεν βλέπαμε αλλά που νιώθαμε ασφυκτικά και χαρμόσυνα την παρουσία του, όλα ετούτα, απ’ τη μια, κι ο τρόπος του μοναστηριού δίπλα στο ρυάκι της Περδικάρη, απ’ την άλλη, ήταν ένας και μόνον κόσμος. Και τότε και τώρα, θα έπρεπε να διαπραχθεί η ιδιοφυής μονοκοντυλιά που θα μας παρατούσε οριστικά, σαν ποντοπόρους μετά από ναυάγιο, στην άλλη άκρη της αντίληψης, εκεί όπου μες στην απόλυτη μοναξιά και με μόνη μια μικρή κιθάρα στην αγκαλιά, θα αντιλαμβανόμασταν τη σημασία του κόσμου μας. Τόσο απλό, τόσο υπέροχα περιπλεγμένο, ένας από πάντα Γόρδιος δεσμός κι ένα σπαθί, όλα μπροστά στα μάτια μας.
Το μοναστήρι τού δασκάλου υπήρξε τόπος απαραίτητος, για να διαβάσεις με τίμια γυαλιά τον εαυτό σου. Το σιωπηλό κομμάτι του το ήξερε. Δίπλα στα εξακολουθητικά κλειστά του χείλη, που μιλούσαν μονάχα με την τρυφερότητα και κάποτε με τον λίγο πατρικό θαυμασμό, θα μεγάλωνε κι ο ίδιος την φυσική του οικογένεια, και θα χανόταν μέσα σε μια δύσκολη καθημερινότητα, όπως όλοι οι πατεράδες μας. Ένας κοσμοκαλόγερος, που επέτρεπε στον εαυτό του να περπατά μέσα στις δυσκολίες του κόσμου, αφού η αδιάλειπτη προσευχή στη σκήτη, κάτω απ’ το βλέμμα των νεομαρτύρων, τον έντυνε μια πανοπλία αδιαπέραστη απ’ το κακό.
Τη στιγμή που κράταγε την κιθάρα του και τη στιγμή που άκουγε την ευλογία των κόπων του να στάζει απ’ τα δάχτυλα ενός μαθητή, έδειχνε ευτυχής, με εκείνον τον αφηρημένα χαμογελαστό του τρόπο. Ίσως και να ‘ταν τότε ξαφνιασμένος, αφού εμείς, μέσα στα λίγα λεπτά ευλογημένης συνύπαρξης, επιβεβαιώναμε την ορθότητα του δρόμου που είχε χαράξει, ανοίγαμε τους νέους παραδρόμους μας, τότε που και ο ίδιος θα ‘χε ίσως ξεχαστεί μες στη σκληρή για όλους, μα ομιλούσα ακόμα μέσα στην ψυχή μας, καθημερινότητα. Κι αυτό ήταν η μόνη βαθιά ανάγνωση του Εμείς. Μια σκυταλοδρομία ευθύνης που την άναβε, σαν άκαυτη βάτο, το φιλότιμο της ύπαρξης. Κι ο δάσκαλος ήξερε να κάνει τα αόρατα εκείνα προς τα πίσω βήματα, που θα μας επέτρεπαν να τον προλάβουμε, να συντονίσουμε τον βηματισμό τού Εμείς
κάτω απ’ το άδειο σακί τού Εγώ μας. Είναι αυτό βαθιά ευγένεια ή μήπως είναι αγιοσύνη;
Ας είναι καλά, σε όποια μνήμη κι αν τώρα κατοικεί. Μέσα στους μαθητές του αυτό το καλά ενσαρκώνει τον τρόπο να συλλαβίζεις τον κόσμο σου απ’ την απόσταση της βαθιάς θάλασσας, όχι κάτι λιγότερο απ’ την ευλογία του να τον ζεις σαν να ‘ταν ήδη παράδεισος. Αυτό δεν ήταν λίγο.