Τρία ποιήματα

Μετάφραση: Μαρουσώ Αθανασίου


Η Σίλβια Πλαθ γεννήθηκε στη Βοστόνη στις 27 Οκτωβρίου 1932, πρώτο παιδί του Εμίλ Ότο Πλαθ και της Ορέλια Σόμπερ Πλαθ. Χάνει τον πατέρα της τον Νοέμβρη του 1940, όταν η ίδια είναι 8 ετών και την ανατροφή της αναλαμβάνει η μητέρα της. Σπουδάζει αμερικανική λογοτεχνία, γίνεται συντάκτρια σε περιοδικά, δημοσιεύει ποιήματα και διηγήματα και βραβεύεται γι’ αυτά και το 1950 κερδίζει υποτροφία για το Κολέγιο Σμιθ. Στις 24 Αυγούστου 1953 κάνει την πρώτη της απόπειρα αυτοκτονίας με υπνωτικά χάπια. Νοσηλεύεται σε ψυχιατρείο και υπόκειται σε θεραπείες με ηλεκτροσόκ. Το 1955 αποφοιτά από το Κολέγιο Σμιθ και κερδίζει υποτροφία Φουλμπράιτ για το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ. Γνωρίζει τον Τεντ Χιουζ σε ένα πάρτι στο Κέμπριτζ το 1956, τον οποίο παντρεύεται μέσα σε λίγους μήνες. Παίρνει το δίπλωμά της και διδάσκει στο Κολέγιο Σμιθ για έναν χρόνο. Τότε αρχίζουν οι προστριβές με τον Χιουζ, λόγω των συναναστροφών του με άλλες γυναίκες, και η ίδια αποφασίζει να ξεκινήσει ψυχοθεραπεία. Το 1959 γεννιέται το πρώτο τους παιδί και εκδίδεται η πρώτη της συλλογή ποιημάτων Ο Κολοσσός (The Colossus). Μένει έγκυος για δεύτερη φορά και αποβάλλει.
1962. Τον Ιανουάριο γεννιέται το δεύτερο παιδί της. Γράφει ποίηση εντατικά. Τον Ιούνιο ρίχνει το αυτοκίνητό της έξω από τον δρόμο, γεγονός που η ίδια περιγράφει ως απόπειρα αυτοκτονίας. Τον Ιούλιο μαθαίνει για τη σχέση του Χιουζ με την Άσια Ουέβιλ και τον Σεπτέμβρη χωρίζουν. Τον Οκτώβρη γράφει τα τελευταία 26 ποιήματα και μέχρι τον Δεκέμβρη, που μετακομίζει στο Λονδίνο με τα παιδιά της, έχει ετοιμάσει τη συλλογή ποιημάτων Άριελ (Ariel).
1963. Τον Ιανουάριο εκδίδει με το ψευδώνυμο Βικτόρια Λούκας το μυθιστόρημα Ο γυάλινος κώδων (The Bell Jar) και στις 11 Φεβρουαρίου η Σίλβια Πλαθ αφήνει ένα ποτήρι γάλα και ένα κομμάτι ψωμί δίπλα στα παιδιά της, ασφαλίζει την πόρτα της κουζίνας για να μην έχει διαρροές και αυτοκτονεί με γκάζι.


Το 1965 ξεκινά μια δεύτερη ζωή για τη Σίλβια Πλαθ σε επιμέλεια Τεντ Χιουζ. Ως νόμιμος κληρονόμος της, εκδίδει το Άριελ λογοκριμένο. Αργότερα, εκδίδονται τα ημερολόγιά της, η αλληλογραφία της, πλείστες διαφορετικές συνθέσεις συλλογών —με τη Συλλογή ποιημάτων (Collected Poems) να κερδίζει το βραβείο Πούλιτζερ—, βιογραφίες, διηγήματα και πεζά που είχε στο συρτάρι της και ό,τι μπορεί να πουληθεί πουλιέται, από την ελάχιστη πληροφορία για τη ζωή της και ένα διήγημα που έγραψε σε ηλικία 15 ετών, μέχρι τις βέρες του γάμου της που βγαίνουν σε πλειστηριασμό. Χαρακτηριστικό αυτής της κλειδαροτρυπικής και κανιβαλιστικής συμπεριφοράς αναγνωστών, εκδοτικών και συγγενών της, είναι ότι μέχρι σήμερα μπορεί κανείς πολύ εύκολα να βρει την εικόνα της Πλαθ νεκρής με το κεφάλι μέσα στον φούρνο.
Η Πλαθ επηρεασμένη πολύ από τον Ρόμπερτ Λόουελ, γράφει εξομολογητική ποίηση. Τι σημαίνει όμως αυτό; Ο Χιουζ θα υποστηρίξει ότι της ήταν αδύνατο να ξεφύγει από τις προσωπικές της εμπειρίες και πως ήταν δέσμια της πραγματικότητας. Με αυτή του την ερμηνεία όμως, γινόμαστε εμείς δέσμιοι της βιογραφίας της, η οποία αποτελεί απλώς έναυσμα για την Πλαθ και όχι τελικό προορισμό. Είναι σπουδαίο να κόβεις το δάχτυλό σου κόβοντας κρεμμύδια κι από αυτό να ξεχύνονται ερυθροχίτωνες στρατιώτες (βλ. Cut, Ariel).
Ο Λόουελ είχε πει για το Άριελ πως αυτά τα ποιήματα παίζουν ρώσικη ρουλέτα και συμφωνούμε απολύτως. Τα 41 ποιήματα του βιβλίου έχουν δύο κοινά σημεία, είναι όλα ποιήματα για το αυτί, ποιήματα θεατρικοί μονόλογοι, και γράφονται όλα στις τέσσερις το πρωί. Το Άριελ αφορμάται από τους γονείς της, τα παιδιά της, τον έρωτα, τον εαυτό της, τον κόσμο που ερμηνεύει και τον μετουσιώνει σε ποίηση. Φαίνεται συχνά στη συλλογή η ροπή προς το νεκρό και ο διπλός —φαινομενικά— ρόλος του θανάτου: ως απουσία να τραυματίζει και ως παρουσία να ανακουφίζει από την οδύνη. Η συνύπαρξη της άκαμπτης ζωής και του νεκρού που σαλεύει ακόμη.

Το ποίημα Η Σελήνη και ο Ίταμος (The moon and the yew tree) είναι το 29ο ποίημα του Άριελ και γράφτηκε ως άσκηση που της δόθηκε από τον Χιουζ στις 29 Οκτωβρίου 1961. Το φως της σελήνης που πέφτει σε έναν μεγάλο ίταμο στην αυλή μιας εκκλησίας. Η Πλαθ ρίχνει το ποιητικό υποκείμενο, σαν μια άλλη Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, στην αυλή της εκκλησίας. Το ποιητικό υποκείμενο μονολογεί. Μεταμορφώνει τον δηλητηριώδη ίταμο σε σιωπηλό και σκοτεινό πατέρα, την ολόκληρη Σελήνη σε ψυχρή και απρόσιτη μητέρα. Δηλώνει απελπιστικά πως ψάχνει διέξοδο στην τρυφερότητα. Βρίσκει μόνο σιωπή και σκοτεινιά. Όταν γράφεται το ποίημα, η Πλαθ ζει με τον Χιουζ και την κόρη της Φρίντα στο Ντεβόν. Απ’ το παράθυρό της κοιτάζει έναν ίταμο.

Το ποίημα Η άλλη (The other) είναι το 19ο ποίημα του Άριελ. Ο Χιουζ το εντάσσει αργότερα στη σύνθεση Συλλογή ποιημάτων που κερδίζει το βραβείο Πούλιτζερ το 1982. Γράφτηκε στις 2 Ιουλίου 1962, μόλις η Πλαθ μαθαίνει για τη σχέση του Χιουζ με την Ουέβιλ. Ένας βίαιος μονόλογος προς μια αντίζηλο με την επιθετικότητα εν τέλει να στρέφεται και προς το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο. Το 1990 ο Χιουζ θα δημοσιεύσει το δικό του ποίημα Η άλλη (The other) συνομιλώντας μαζί της. Το 1969 η Άσια Ουέβιλ αυτοκτονεί με τον ίδιο τρόπο με την Πλαθ, αφού πρώτα σκοτώσει την 4χρονη Σούρα, την κόρη που απέκτησε με τον Χιουζ.

Το ποίημα Λεσβίες (Lesbos) είναι το 18ο ποίημα του Άριελ. Είναι ένα από τα τελευταία 26 ποιήματα που γράφτηκαν τον Οκτώβρη του 1962, λίγους μόλις μήνες πριν τον θάνατο της Πλαθ. Ένας δραματικός μονόλογος άμεση επίθεση στην οικογενειακή ζωή και τους ρόλους μέσα σε αυτή. Αφορμάται από μία πραγματική επίσκεψη που είχε κάνει η Πλαθ σε ένα φιλικό σπίτι, μετά τον χωρισμό της με τον Χιουζ, όμως ο τρόπος που μία κακή επίσκεψη γίνεται ποίηση είναι αναπάντεχος και αριστοτεχνικός.

Bλ. και ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ, Η ΦΩΝΗ ΤΟΥΣ, Χάρτης # 1
και στο παρόν τεύχος

Τρία ποιήματα



Η σελήνη και ο ίταμος (29/10/1961)

Αυτό είναι το φως του μυαλού, ψυχρό και αστρικό
Τα δέντρα του μυαλού είναι μαύρα. Το φως είναι μπλε.
Τα χόρτα αφήνουν τον πόνο τους στα πόδια μου σαν να ‘μουν Θεός,
Χαϊδεύουν τους αστραγάλους μου και ψέλνουν την ταπεινότητά τους.
Βρωμερή πνευματική ομίχλη ζει σ’ αυτό το μέρος
Που το χωρίζει απ’ το σπίτι μου μια σειρά από ταφόπλακες.
Δεν βρίσκω πουθενά να πάω.

Η σελήνη δεν είναι πόρτα. Είναι ένα πρόσωπο από μόνο του,
Λευκό σαν γροθιά και φοβερά θυμωμένο.
Σέρνει τη θάλασσα πίσω της σαν σκοτεινό έγκλημα, είναι αθόρυβη
Με το ορθάνοιχτο στόμα της απόλυτης απελπισίας. Εδώ ζω.
Την Κυριακή οι καμπάνες ξαφνιάζουν τον ουρανό δυο φορές
Οχτώ τεράστιες γλώσσες επιβεβαιώνουν την Ανάσταση.
Στο τέλος, αναφωνούν με επισημότητα τα ονόματά τους.

Ο ίταμος δείχνει προς τα πάνω. Έχει σχήμα γοτθικό.
Τον διατρέχει το βλέμμα και βρίσκει τη σελήνη.
Η σελήνη είναι η μητέρα μου. Δεν είναι γλυκιά σαν την Παναγιά.
Απ’ τον μπλε χιτώνα της βγαίνουν μικρές νυχτερίδες και κουκουβάγιες.
Πόσο θα ‘θελα να πιστέψω στην τρυφερότητα—
Το πρόσωπο του αγάλματος, απαλό απ’ το φως των κεριών,
Γέρνει μόνο σε μένα τα ζεστά του μάτια.

Έχω εκπέσει. Τα σύννεφα ανθίζουν
Μπλε και απόκοσμα πάνω απ’ τα πρόσωπα των αστεριών.
Στην εκκλησία, οι άγιοι θα είναι όλοι θλιμμένοι
Θα αιωρούνται με τα ευαίσθητα πόδια τους πάνω απ’ κρύα στασίδια,
Τα χέρια και τα πρόσωπά τους αυστηρά, γεμάτα αγιότητα.
Η σελήνη δεν καταλαβαίνει απ’ αυτά. Είναι τυφλή και αγριεμένη.
Και το άγγελμα του ίταμου είναι σκοτεινιά, σκοτεινιά και σιωπή.

Ίταμος
Ίταμος

Η άλλη (2/7/1962)

Έρχεσαι αργά, σκουπίζοντας τα χείλη σου.
Τι άφησα ανέγγιχτο στο κατώφλι

Λευκή Νίκη,
Πετάς στους τοίχους μου ανάμεσα;

Χαμογελώντας η μπλε αστραπή
Αξιώνει, σαν τσιγκέλι, το βάρος των μελών του.

Η αστυνομία σε λατρεύει, ομολογείς τα πάντα.
Λαμπερά μαλλιά, μαύρο βερνίκι, η γνωστή επιτήδευση,

Είναι η ζωή μου τόσο ενδιαφέρουσα;
Γι’ αυτό γούρλωσες τα μάτια σου;

Γι’ αυτό τα μόρια του αέρα χάνονται;
Δεν είναι μόρια αέρα, αιμοσφαίρια είναι.

Άνοιξε την τσάντα σου. Τι μυρωδιά είναι αυτή;
Είναι το πλεκτό σου,

Μόνο του πλέκεται με ζήλο,
Είναι οι γλοιώδεις καραμέλες σου.

Έχω το κεφάλι σου στον τοίχο μου.
Ομφάλιοι λώροι, πορφυροί και λαμπεροί,

Στριγκλίζουν από την κοιλιά μου σαν βέλη, αυτά καβαλάω.
Ω λάμψη της σελήνης, Ω άρρωστη εσύ,

Κλεμμένα άλογα, πορνείες
Κυκλώνουν μια μαρμάρινη μήτρα.

Πού πας
Και ρουφάς την ανάσα σαν απόσταση;

Θειώδεις μοιχείες θρηνούν σ’ ένα όνειρο.
Παγωμένο γυαλί, πώς εισβάλεις

Ανάμεσα σε εμένα κι εμένα.
Γρατζουνάω σαν γάτα.

Το αίμα που τρέχει είναι φρούτο σκοτεινό—
Μια εντύπωση, ένα κοσμητικό.

Χαμογελάς.
Όχι, δεν είναι μοιραίο.


Με τον Τεντ Χιούζ
Με τον Τεντ Χιούζ

Λεσβίες (18/10/1962)

Λύσσα μες στην κουζίνα!
Οι πατάτες συρίζουν.
Τόσο χολιγουντιανή, χωρίς παράθυρα,
Η λάμπα φθορισμού αναβοσβήνει σαν φριχτή ημικρανία,
Σεμνότυφες χάρτινες κουρτίνες για πόρτες--
Αυλαίες, μπουκλίτσες χήρας.
Κι εγώ, αγαπούλα, είμαι παθολογική ψεύτρα,
Και το παιδί μου-- κοίτα τη, με τα μούτρα στο πάτωμα,
Μια μικρή αναστατωμένη μαριονέτα που κλωτσάει μπας κι εξαφανιστεί--
Μα είναι μια σχιζοφρενής,
Το πρόσωπό της κόκκινο και άσπρο, ένας πανικός,
Έχωσες τα γατάκια της σ’ ένα τσιμεντένιο πηγάδι
Έξω απ’ το παράθυρό σου
Κι εκεί μέσα χέζουν, ξερνάνε και κλαίνε και δεν μπορεί να τ’ ακούει.
Λες δεν την αντέχεις,
Είναι κορίτσι το μπάσταρδο.
Εσύ έχεις κάψει τις λάμπες σου σαν παλιό ραδιόφωνο
Καθαρό από φωνές και ιστορία, το καινούριο
Είναι γεμάτο παράσιτα.
Λες θα ‘πρεπε να πνίξω τα γατάκια. Τη βρώμα τους!
Λες θα ‘πρεπε να πνίξω το κορίτσι μου.
Θα κόψει τον λαιμό της στα δέκα, αν είναι τρελή στα δύο.
Το μωρό χαμογελάει, παχουλό σαλιγκάρι,
Στους γυαλιστερούς ρόμβους του πορτοκαλί μουσαμά.
Θα μπορούσες να τον φας. Αγόρι είναι.
Λες ο άντρας σου δεν σου φέρεται καλά,
Η Εβραία του μαμά φυλάει το γλυκό του φύλο σαν θησαυρό.
Εσύ έχεις ένα μωρό, εγώ έχω δυο.
Θα ‘πρεπε να κάθομαι σ’ ένα βράχο έξω απ’ την Κορνουάλη να χτενίζω τα μαλλιά μου.
Θα ‘πρεπε να φοράω τιγρέ εσώρουχα, θα ‘πρεπε να έχω εραστή.
Θα ‘πρεπε να συναντηθούμε σε μια άλλη ζωή, θα ‘πρεπε να συναντηθούμε στον άνεμο,
Εγώ κι εσύ.

Στο μεταξύ βρωμάει λίπος και σκατό μωρού.
Είμαι ναρκωμένη και βαριά απ’ το τελευταίο μου ηρεμιστικό.
Η κάπνα απ’ το μαγείρεμα, η κάπνα της κόλασης
Κάνει τα κεφάλια μας να αιωρούνται, δυο φαρμακερά αντίθετα άκρα,
Τα κόκαλά μας, τα μαλλιά μας.
Σε φωνάζω Ορφανή, ορφανή. Είσαι άρρωστη.
Ο ήλιος σε γεμίζει με έλκη, ο άνεμος με φυματίωση.
Κάποτε ήσουνα όμορφη.
Στη Νέα Υόρκη, στο Χόλιγουντ, οι άντρες έλεγαν: «Τέλος;
Άτσα το μωρό, πολύ ζόρικο.»
Έπαιζες, έπαιζες, έπαιζες για την έξαψη.
Ο ανίκανος σύζυγος πετάγεται έξω για καφέ.
Προσπαθώ να τον κρατήσω μέσα,
Ένα γέρικο κοντάρι για τον κεραυνό,
Όξινα λουτρά, ξεχύνονται ουρανοκατέβατα από μέσα σου.
Το σπρώχνει στην πλαστική λιθόστρωτη κατηφόρα,
Τραμ χτυπημένο. Οι σπινθήρες είναι μπλε.
Οι μπλε σπινθήρες ξεχύνονται,
Σκάνε σαν χαλαζίες σε εκατομμύρια κομματάκια.

Ω στολίδι μου! Ω πολύτιμή μου!
Εκείνη τη νύχτα η σελήνη
Έσυρε τον αιμάτινο σάκο της, άρρωστο
Ζώο
Πάνω απ’ τα φώτα του λιμανιού
Κι ύστερα μεγάλωσε κανονικά,
Σκληρή κι απόμακρη κι ολόλευκη.
Η λάμψη της άμμου πάγωνε το αίμα μου.
Τη μαζεύαμε στις χούφτες μας, τη λατρεύαμε,
Τη δουλεύαμε σαν ζυμάρι, σαν κορμί μιγάδας,
Τη μεταξωτή άμμο.
Ένας σκύλος πέρασε και πήρε τον σκυλίσιο σου σύζυγο. Κι έφυγε.

Τώρα είμαι σιωπηλή, μίσος
Ως τον λαιμό,
Παχύ, παχύ.
Δε βγάζω τσιμουδιά.
Μαζεύω τις ωμές πατάτες σαν ρούχα καλά,
Μαζεύω τα μωρά,
Μαζεύω τα άρρωστα γατιά.
Ω βάζο με οξύ,
Με έρωτα έχεις γεμίσει. Ξέρεις ποιον μισείς.
Αυτόν που κρεμάει την μπάλα του και την αλυσίδα στην αυλόπορτα
Που ανοίγει στη θάλασσα
Και την οδηγεί μέσα, λευκή και μαύρη,
Και ύστερα την ξερνάει πίσω.
Κάθε μέρα τον γεμίζεις ψυχή, σαν κανάτα.
Είσαι τόσο εξαντλημένη.
Η φωνή σου σκουλαρίκι μου,
Φτεροκοπάει και ρουφάει, αιμοβόρα νυχτερίδα.
Αυτά. Αυτά.
Κρυφοκοιτάζεις πίσω απ’ την πόρτα,
Θλιβερή στρίγκλα. «Όλες οι γυναίκες είναι πουτάνες.
Δεν βγάζω άκρη.»

Βλέπω τη χαριτωμένη σου διακόσμηση
Να σε σφίγγει σαν γροθιά μωρού
Ή σαν ανεμώνη, εκείνη την αγαπημένη
Τη θαλασσινή, εκείνη την κλεπτομανή.
Είμαι ακόμη ωμή.
Λέω πως μπορεί να ξανάρθω.
Γι’ αυτό είναι τα ψέματα.

Ούτε στον Ζεν παράδεισό σου δεν πρόκειται να συναντηθούμε.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: