Πρέσβης στο Παρίσι
Όταν έφτασα ν’ αναλάβω την πρεσβεία μας στο Παρίσι συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να πληρώσω ένα βαρύ τίμημα για την ματαιοδοξία μου. Είχα δεχτεί αυτή τη θέση δίχως να το σκεφτώ πολύ, αφήνοντας τον εαυτό μου να παρασυρθεί για μια ακόμα φορά από τις απρόβλεπτες στροφές της ζωής. Με ευχαριστούσε η ιδέα να αντιπροσωπεύσω μια λαϊκή κυβέρνηση που κατάφερε να βγει νικηφόρα μετά από τόσα χρόνια μετρίων κυβερνήσεων που έλεγαν ψέματα στο λαό. Ίσως στο βάθος αυτό που με παρακινούσε περισσότερο ήταν να μπω με μια καινούργια αξιοπρέπεια στο εσωτερικό της πρεσβείας της Χιλής, εκεί όπου κατάπια τόσους εξευτελισμούς όταν οργάνωσα την μετανάστευση των Ισπανών ρεπουμπλικανών στη χώρα μου. Κάθε ένας από τους προηγούμενους πρέσβεις είχε συνεργαστεί για την καταδίωξη μου, είχε συμβάλλει στο να με δυσφημήσει και να με πληγώσει. Ο διωκόμενος θα κάθονταν στην καρέκλα του διώκτη, θα έτρωγε στο τραπέζι του, θα κοιμόταν στο κρεβάτι του και θα άνοιγε τα παράθυρα για να μπει μέσα στην παλιά πρεσβεία ο καινούργιος αέρας του κόσμου.
Το πιο δύσκολο ήταν να κάνω τον αέρα να μπει. Το ασφυκτικό παλατιανό στιλ μπήκε στη μύτη και τα μάτια μου όταν εκείνη τη νύχτα του 1971 έφτασα με την Ματίλντε στο υπνοδωμάτιό μας και ξαπλώσαμε στα διαπρεπή κρεβάτια όπου πέθαναν, γαλήνιοι ή βασανισμένοι, μερικοί από τους πρέσβεις.
Είναι ένα δωμάτιο κατάλληλο για να φιλοξενήσει έναν πολεμιστή και το άλογο του, υπάρχει αρκετός χώρος για να ταϊστεί το άλογο και να κοιμηθεί ο ιππότης. Τα ταβάνια είναι πανύψηλα και ελαφρώς διακοσμημένα. Τα έπιπλα είναι κάτι πράγματα χνουδωτά, έχοντας μια θολή απόχρωση ξερού φύλλου, φινιρισμένα με απαίσια κρόσσια. Ένα περιβάλλον που αποκαλύπτει ταυτόχρονα σημάδια πλούτου και ίχνη παρακμής. Τα χαλιά μπορεί να ήταν όμορφα πριν από εξήντα χρόνια. Τώρα έχουν πάρει ένα αδιαφιλονίκητο χρώμα από πατημασιές και μια σκοροφαγωμένη μυρωδιά συμβατικών και νεκρών συζητήσεων. [...]
Σκεφτήκαμε: πρέπει να ψάξουμε ένα σπίτι που να μπορούμε να αναπνέουμε μαζί με τα φύλλα, το νερό, τα πουλιά και τον αέρα. Αυτή η σκέψη θα μετατρεπόταν με τον καιρό σε εμμονή. Σαν φυλακισμένοι που αγρυπνούν για την ελευθερία τους, ψάχναμε τον καθαρό αέρα έξω από το Παρίσι.
Αυτό το να είμαι πρέσβης ήταν κάτι καινούργιο και άβολο για μένα. Αποτελούσε ωστόσο μια πρόκληση. Στη Χιλή είχα επιζήσει από μια επανάσταση. Μια επανάσταση χιλιανού στιλ που αναλύθηκε και συζητήθηκε πολύ. Οι εσωτερικοί και εξωτερικοί εχθροί ακόνιζαν τα δόντια τους για να την υποσκάψουν. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι τα τελευταία ογδόντα χρόνια τη χώρα μου κυβέρνησαν οι ίδιοι κυβερνήτες, με διαφορετική μόνο ταμπέλα. Όλοι έκαναν το ίδιο. Συνέχισαν να υπάρχουν τα κουρέλια, η εξευτελιστική διαβίωση, τα παιδιά δίχως σχολεία και παπούτσια, οι φυλακές και τα ραβδίσματα ενάντια στο φτωχό λαό μου.
Τώρα μπορούσαμε να αναπνεύσουμε και να τραγουδήσουμε. Αυτό ήταν που μου άρεσε στη νέα μου κατάσταση.
Τα διπλωματικά αξιώματα απαιτούν στη Χιλή την έγκριση της Γερουσίας. Η δεξιά της Χιλής με επαινούσε επανειλημμένα σαν ποιητή, μέχρι που έβγαλε λόγους προς τιμή μου. Φυσικά αυτούς τους λόγους θα τους προσφωνούσαν με μεγαλύτερη αγαλλίαση στην κηδεία μου. Στη ψηφοφορία της Γερουσίας που έγινε για να επικυρωθεί η ανάληψή μου του αξιώματος του πρέσβη, επικράτησα για τρεις ψήφους. Οι δεξιοί και μερικοί από τους ψευτοχριστιανούς είχαν ψηφίσει εναντίον μου, κάτω από την προστασία της μυστικότητας που τους παρείχε η ψηφοφορία.
Ο προηγούμενος πρέσβης είχε τους τοίχους καλυμμένους με φωτογραφίες των προκατόχων του, συμπεριλαμβανομένου και ενός πορτρέτου του ίδιου. Ήταν μια εντυπωσιακή συλλογή από πρόσωπα κενά, με εξαίρεση δυο ή τρία, ανάμεσα στα οποία βρισκόταν ο αξιόλογος Μπλεστ Γκάνα, ο δικός μας μικρός Μπαλζάκ της Χιλής. Διέταξα το ξεκρέμασμα των στοιχειωμένων πορτρέτων και τα αντικατέστησα με πιο βαρύνουσες προσωπικότητες: πέντε προσωπογραφίες των ηρώων που έδωσαν στη Χιλή σημαία, εθνική ταυτότητα και ανεξαρτησία και τρεις σύγχρονες φωτογραφίες του Αγκίρε Σέρδα (Aguirre Cerda), προοδευτικού προέδρου της δημοκρατίας, του Λουίς Εμίλιο Ρεκαμπάρεν (Luis Emilio Recabarren), ιδρυτή του Κομμουνιστικού Κόμματος και του Σαλβαδόρ Αλιέντε (Salvador Allende). Οι τοίχοι έγιναν απείρως καλύτεροι.
Δεν ξέρω τι σκεφτόταν οι γραμματείς της πρεσβείας, δεξιόφρονες σχεδόν στην πλειοψηφία τους. Τα συντηρητικά κόμματα κρατούσαν στα χέρια τους την διακυβέρνηση της χώρας τα τελευταία εκατό χρόνια. Ούτε θυρωρός δεν μπορούσε να γίνει κανείς αν δεν ήταν συντηρητικός ή μοναρχικός. Οι χριστιανοδημοκράτες απ’ την πλευρά τους, αυτοαποκαλούμενοι «επανάσταση για την ελευθερία», έδειξαν την ίδια αδηφαγία με τους παλιούς συντηρητικούς. Αργότερα, όλες οι παράλληλοι οδοί θα συγχωνεύονταν στην ίδια γραμμή.
Η γραφειοκρατία, το αρχιπέλαγος των δημοσίων κτηρίων, όλα γέμισαν από εργαζόμενους, ελεγκτές και συμβούλους της δεξιάς, σαν να μην είχαν ποτέ θριαμβεύσει στη Χιλή ο Αλιέντε και το Λαϊκό Κίνημα, σαν να μην ήταν πια οι υπουργοί της κυβέρνησης σοσιαλιστές και κομμουνιστές.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες ζήτησα να αναλάβει το αξίωμα του συμβούλου της πρεσβείας στο Παρίσι ένας από τους φίλους μου, σπουδαγμένος διπλωμάτης και σημαντικός συγγραφέας. Επρόκειτο για το Χόρχε Έντουαρντς[3]. Αν και ανήκε στην πιο ολιγαρχική και συντηρητική οικογένεια της χώρας μου, ο ίδιος ήταν αριστερός, χωρίς να συνδέεται ωστόσο με κάποιο κόμμα. Αυτό που χρειαζόμουν εγώ πάνω απ’ όλα ήταν ένας έξυπνος δημόσιος υπάλληλος που να ξέρει τη δουλειά του και να είναι άξιος εμπιστοσύνης. Ο Έντουαρντς ήταν μέχρι εκείνη τη στιγμή υπεύθυνος των εμπορικών συναλλαγών της Αβάνα. Είχαν έρθει στ’ αφτιά μου ασαφείς φήμες σχετικά με ορισμένες δυσκολίες που είχε αντιμετωπίσει στην Κούβα. Καθώς, όμως, τον γνώριζα από χρόνια σαν άνθρωπο της αριστεράς, δεν έδωσα μεγαλύτερη σημασία στο θέμα.
Ο καινούργιος μου σύμβουλος έφτασε από την Κούβα πολύ εκνευρισμένος και αναφέρθηκε σ’ αυτό που είχε συμβεί. Είχα την εντύπωση ότι το δίκιο ήταν και στις δυο πλευρές και σε καμία ταυτόχρονα, όπως συμβαίνει μερικές φορές στη ζωή. Σιγά σιγά τα κατεστραμμένα νεύρα του Χόρχε Έντουαρντς ηρέμησαν, σταμάτησε να τρώει τα νύχια του και δούλεψε στο πλάι μου με μεγάλη ικανότητα, εξυπνάδα και πίστη. Στη διάρκεια εκείνων των δυο κοπιαστικών χρόνων στην Πρεσβεία, ο σύμβουλος μου ήταν ο καλύτερος μου σύντροφος και ένας δημόσιος λειτουργός, ίσως ο μοναδικός μέσα σ’ εκείνο το μεγάλο γραφείο, πολιτικά άψογος. [...]
Η λέξη
... Ό,τι θέλετε εσείς, ναι κύριε, αλλά είναι οι λέξεις αυτές που τραγουδούν, αυτές που ανεβαίνουν και κατεβαίνουν... Υποκλίνομαι μπροστά τους... Τις αγαπώ, προσκολλούμαι σ’ αυτές, τις κυνηγώ, τις δαγκώνω, τις ξεζουμίζω... Αγαπώ τόσο τις λέξεις... Τις ανέλπιστες... Αυτές που περιμένουν αδηφάγα, που παραμονεύουν, μέχρι που ξαφνικά πέφτουν... Αγαπημένες λέξεις... Λαμπυρίζουν σαν χρωματιστά πετράδια, πηδούν σαν ασημόψαρα, είναι αφρός, κλωστή, μέταλλο, σταγόνες πρωινής δροσιάς... Κυνηγώ μερικές λέξεις... Είναι τόσο όμορφες που θέλω να τις βάλω όλες στο ποίημά μου... Τις αρπάζω καθώς πετούν, καθώς βουίζουν, και τις παγιδεύω, τις καθαρίζω, τις ξεφλουδίζω, κάθομαι μπροστά στο πιάτο, τις νιώθω κρυστάλλινες, παλλόμενες, αλαβάστρινες, τις γεύομαι σαν λαχανικά, σαν λάδι, σαν φρούτα, σαν φύκια, σαν αχάτη, σαν ελιές... Και τότε τις ανακατεύω, τις ταρακουνώ, τις πίνω, τις καταβροχθίζω, τις λιώνω, τις στολίζω, τις απελευθερώνω... Τις αφήνω σαν σταλακτίτες στο ποίημά μου, σαν κομματάκια λουστραρισμένου ξύλου, σαν υπολείμματα ναυαγίου, δώρα των κυμάτων... Όλα βρίσκονται στη λέξη... Μια ιδέα ολόκληρη αλλάζει γιατί μια λέξη μεταφέρθηκε σε άλλο μέρος ή γιατί κάποια άλλη κάθισε σαν μικρή βασίλισσα μέσα σε μια φράση που δεν την περίμενε αλλά την υπάκουσε... Έχουν σκιά, διαφάνεια, βάρος, φτερά, τρίχες, έχουν όλα όσα προστέθηκαν σιγά σιγά πάνω τους από το τόσο κατρακύλισμα στο ποτάμι, από την τόση μετενσάρκωση σε πατρίδα, από το τόσο να είναι ρίζες... Είναι παμπάλαιες και ολοκαίνουργιες... Ζουν στο κρυμμένο φέρετρο και στον ανθό που μόλις γεννιέται... Τι ωραία γλώσσα η δική μου, τι ωραία γλώσσα κληρονομήσαμε από τους λυσσαλέους κατακτητές... Αυτοί δρασκέλιζαν τις τρομερές οροσειρές, την αποτροπιασμένη Αμερική, ψάχνοντας για πατάτες, μπουτιφάρες, φριχόλες, μαύρο καπνό, καλαμπόκι, τηγανητά αυγά, μ’ αυτήν την άπληστη όρεξη που δεν ξανάδε ποτέ η γη... Τα κατάπιναν όλα, μαζί με τις θρησκείες, τις πυραμίδες, τις φυλές, τις ειδωλολατρίες, όμοιες μ’ αυτές που έφερναν οι ίδιοι στις μεγάλες τους τσάντες... Απ’ όπου περνούσαν, άφηναν πίσω τους τη γη ρημαγμένη... Απ’ τις μπότες των βαρβάρων, όμως, απ’ τα γένια, απ’ τα κράνη, απ’ τα πέταλα, έπεφταν σαν πετρούλες οι φωτεινές λέξεις που έμειναν εδώ ακτινοβολώντας... Η γλώσσα. Βγήκαμε χαμένοι... Βγήκαμε κερδισμένοι... Πήραν τον χρυσό και μας άφησαν τον χρυσό... Τα πήραν όλα και μας τα άφησαν όλα... Μας άφησαν τις λέξεις.
Πηγή: Fundación Pablo Neruda