Ο Καναδός μελετητής και λάτρης των κόμικς, Γκρέιντον Κάρτερ, το επέλεξε ως ένα από τα καλύτερα περιοδικά —οποιουδήποτε είδους— συνοψίζοντας με τα ακόλουθα λόγια την αξία του: «Είναι πάντα έτοιμο να επιτεθεί στο υποκριτικό, στο σοβαροφανές και στο γελοίο. Χρόνια τώρα, αποτελεί μέρος του οξυγόνου που αναπνέουμε.» Το εγκώμιο αφορά το αμερικανικό περιοδικό Mad, που πριν λίγους μήνες συμπλήρωσε 70 χρόνια εκδοτικής ζωής. Από το ντεμπούτο του, τον Αύγουστο του 1952, το περιοδικό παρουσίασε με ένα καινούριο, εντελώς ριζοσπαστικό τρόπο τα χιουμοριστικά κόμικς, έχοντας, έκτοτε, εμπνεύσει γενιές σεναριογράφων και σχεδιαστών με την αλάνθαστη σατιρική συνταγή του. Στη μακρά πορεία του παρέμεινε μοναδικό το μείγμα αυθάδειας, ανατρεπτικού χιούμορ και πολιτικής σάτιρας που πρώτο αυτό εισηγήθηκε. Όσο η κυρίαρχη κουλτούρα παρήγαγε «ωφέλιμες» απεικονίσεις του αμερικανικού τρόπου ζωής σε κόμικς, ταινίες ή τηλεόραση, το Mad ήταν εκεί για να τις γκρεμίσει.
Όλα ξεκίνησαν χάρη στο κέφι και τη δημιουργική διάθεση δύο ανθρώπων που ένωσαν τις δυνάμεις τους για γεννηθεί η τρέλα που πρέσβευε ο τίτλος του περιοδικού. Ήταν ο Αμερικανός εκδότης Γουίλιαμ Γκέινς (E.C. Comics), που είχε ήδη κυκλοφορήσει μια καλλιτεχνική και ιστορικά σημαντική σειρά κόμικς για ενήλικο κοινό. Άξιος συμπαραστάτης και ο βασικός μοχλός για την επιτυχία του Mad ήταν ο σχεδιαστής Χάρβεϊ Κέρτζμαν. Η στιγμή της εκδοτικής εκτόξευσης δεν άργησε να έλθει. Στο τέταρτο τεύχος παρουσιάστηκε μια —κλασική πλέον— παρωδία του Σούπερμαν, με τίτλο «Superduperman», σε σενάριο Χάρβεϊ Κέρτζμαν και σχέδιο Γουάλι Γουντ. Αυτή ήταν η πρώτη παρωδία κόμικς μέσω των κόμικς, προκαλώντας αίσθηση με την καινοτομία. Το χαμηλών πωλήσεων Mad έγινε επιτέλους μπεστ σέλερ.
Με τον Κέρτζμαν στο τιμόνι για τα πρώτα 23 τεύχη, και με κύριους σχεδιαστές τον ίδιο και τους Γουάλι Γουντ, Μπιλ Έλντερ Τζον Σέβεριν, Τζακ Ντέιβις, το Mad ήταν επί της ουσίας ένα άθροισμα διαφόρων κόμικς που, διόλου τυχαία, ονομάζονταν «Ιστορίες που έχουν υπολογιστεί να σας τρελάνουν». Σύντομα, όμως, αναγκάστηκε να γίνει συμμιγές περιοδικό με κυρίαρχο στοιχείο τη σατιρική ύλη. Αιτία αυτής της αλλαγής ήταν ένας μισαλλόδοξος πόλεμος που είχε κηρυχθεί εκείνα τα χρόνια στην Αμερική ενάντια στα κόμικς. Το Mad εμφανίστηκε σε μια ιδιαίτερα τεταμένη περίοδο, με συλλόγους συντηρητικών γονέων και παντοειδείς θεματοφύλακες της ηθικής να ανησυχούν για το περιεχόμενο και την επίδραση που μπορούσαν να έχουν τα κόμικς στη νεολαία. Το 1954, ένα εμπρηστικό βιβλίο με τίτλο «Αποπλάνηση του Αθώου», γραμμένο από ένα ψυχίατρο, τον δόκτορα Φρέντρικ Γουέρθαμ, προκάλεσε δημόσια υστερία υποστηρίζοντας ότι τα κόμικς προκαλούν τη νεανική παραβατικότητα με όσα εικονίζουν. Το αποτέλεσμα ήταν ένα «εθελοντικό» σύνολο κατευθυντήριων γραμμών που υιοθέτησε η εκδοτική βιομηχανία για να αποφύγει τους επαχθείς κυβερνητικούς κανονισμούς. Η Αρχή Κώδικα Κόμικς που εφαρμόστηκε τότε, απαγόρευε όχι μόνο το σεξ, τα ναρκωτικά, το έγκλημα, τη λαγνεία, τα τέρατα και τους βρικόλακες, αλλά και οτιδήποτε μπορούσε να προάγει την «ασέβεια προς τα ισχύοντα ήθη», σύμφωνα με τις απαγορευτικές διατάξεις. Κάτι που έκανε, αντιθέτως, με ενθουσιώδη επίταση το Mad.
Υπήρχε, εντούτοις, μια κρίσιμη λεπτομέρεια στις εντολές: ο Κώδικας αφορούσε μόνο τα κόμικς, αφού για αυτά συντάχθηκε. Ο δαιμόνιος Γουίλιαμ Γκέινς αποφάσισε να κάνει ένα έξυπνο ελιγμό και το «περιοδικό ποικίλης ύλης» Mad αντικατέστησε τα «σκέτα» κόμικς. Ο ίδιος σκέφτηκε ότι θα ήταν αστείο να δημοσιεύσει μια φανταστική βιογραφία του στο τεύχος που άλλαξε πλεύση, μεν, διατηρώντας αυτούσια τα συστατικά του, δε. Στο προβοκατόρικό βιογραφικό ανέφερε τις κομμουνιστικές τάσεις του πατέρα του, το παρελθόν του ίδιου ως εμπόρου ναρκωτικών «κοντά σε νηπιαγωγεία», όπως σημείωνε, καθώς και τις «κρίσεις πυρομανίας» που συχνά τον κυρίευαν. Οι υπεύθυνοι των δικτύων διανομής τύπου σοκαρίστηκαν και απείλησαν να μποϊκοτάρουν την έκδοση, ο Γκέινς δημοσίευσε μια επιστολή συγγνώμης, αλλά τα διαπιστευτήρια του περιοδικού είχαν ήδη δοθεί και αποτέλεσαν το μπούσουλα στα χρόνια που ακολούθησαν.
Τα πρώτα γραφεία του Mad, στο Μανχάταν, βρίσκονταν στην οδό Λαφαγιέτ, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 1960 μετακόμισαν στη λεωφόρο Μάντισον 485. Μια καλή αφορμή για λογοπαίγνιο, καθώς η διεύθυνση του περιοδικού γραφόταν MADison Avenue. Ο όρος «Madison Avenue» χρησιμοποιείται, ως γνωστό, μετωνυμικά για να σημάνει την αμερικανική διαφημιστική βιομηχανία. Η λεωφόρος Μάντισον ταυτίστηκε με τη διαφήμιση, μετά την εκρηκτική ανάπτυξη της περιοχής σε αυτόν τον τομέα από τη δεκαετία του 1920. Για το Mad όμως, τα πράγματα ήταν εκ διαμέτρου αντίθετα. Από την αρχή ο Γουίλιαμ Γκέινς θεώρησε ότι η συνύπαρξη στις σελίδες του περιοδικού πραγματικών διαφημίσεων δίπλα σε προϊόντα που τα κορόιδευαν με τα κόμικς, θα φαινόταν τουλάχιστον υποκριτικό. Έτσι, ξεκινώντας από το 1955 και μέχρι το 2001, το Mad δεν δημοσίευε πραγματικές διαφημίσεις.
Η απόφαση αυτή κόστιζε πολύ, αφού οι περισσότερες εκδόσεις επιβιώνουν με τέτοια έσοδα, αλλά επέτρεψε στο περιοδικό να παρουσιάζει ελεύθερα παρωδίες διαφόρων προϊόντων. Χαρακτηριστικό είναι ένα αφιέρωμα του Mad, στο οποίο, εκτός από γνωστά προϊόντα της αγοράς, τα σατιρικά βέλη στόχευαν και στα «σαΐνια» των διαφημιστικών γραφείων με τα οποία γειτνίαζαν στη διάσημη λεωφόρο. Ένα σχετικό κείμενο προλόγιζε τις εικονογραφημένες παρωδίες: «Με τις διαφημίσεις να βομβαρδίζουν τη χώρα, σε μια προσπάθεια να “Ομορφύνουν την Αμερική”, οι ιδιοφυίες στη λεωφόρο Μάντισον πρέπει να βρουν κάτι καινούριο και πρωτότυπο, με ανάλογο οπτικό αντίκτυπο, προκειμένου να κερδίσουν τις εντυπώσεις. Ιδού, λοιπόν, κάποιες ιδέες του Mad για πιο αποτελεσματικές διαφημίσεις.» Ποιες ήταν αυτές; Για ηλεκτρική σκούπα γνωστής εταιρείας η μακέτα παρουσίαζε μια ψάθινη σκούπα να σπρώχνει τις σκόνες κάτω από το χαλί, στην ούγια του οποίου έγραφε Hoover. Για μια ασφαλιστική εταιρεία που κάλυπτε ατυχήματα, η μακέτα είχε σε πρώτο πλάνο μια μπανανόφλουδα ριγμένη στο δρόμο. Για τις προσφερόμενες θέσεις ενός κοιμητηρίου υπήρχε ένα τασάκι με τη φίρμα του κοιμητηρίου τυπωμένη πάνω στο αναμμένο τσιγάρο. Τέλος, στη «διαφήμιση» ενός —διαβόητου μέχρι τις μέρες μας— ταμπλόιντ, πρωταγωνιστούσε ένα παπαγαλάκι σε κλουβί που είχε την ένδειξη «Διαβάζετε National Enquirer». Το περιοδικό, ως όφειλε, δεν εξαίρεσε τον εαυτό του από αυτές τις σατιρικές αντι-διαφημίσεις: Σε ένα ρολό χαρτιού υγείας υπήρχε πολλαπλά τυπωμένη η ένδειξη «Διαβάζετε το Mad».
Στη μακρόχρονη πορεία της έκδοσης, η σάτιρα αποτέλεσε το σήμα κατατεθέν. Σάτιρα εμπνευσμένη, συχνά μπροστά από την εποχή της, για όλες τις πτυχές της ζωής, της πολιτικής, της ψυχαγωγίας, των δημοσίων προσώπων κ.λπ. Υπήρχαν σειρές που κράτησαν χρόνια —και συνεχίζουν— όπως οι κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παρωδίες, τα δημοφιλή «Κατάσκοπος εναντίον Κατασκόπου», «Η πιο ανάλαφρη πλευρά…», «Έξυπνες απαντήσεις σε ηλίθιες ερωτήσεις», αλλά και το «Mad Fold-in», με τα εικονογραφημένα οπισθόφυλλα του περιοδικού που όταν τα διπλώνεις εμφανίζονται κρυμμένες εικόνες. Εκτός των κόμικς, που αποτελούσαν την κύρια ύλη του περιοδικού, δημοσιεύονταν επίσης σατιρικά κείμενα για διάφορα φαινόμενα της καθημερινής ζωής.
Με την αναχώρηση του Χάρβεϊ Κέρτζμαν, το 1956, το διευθυντικό πόστο ανέλαβε ο σεναριογράφος και σχεδιαστής, Αλ Φέλντστιν. Μαζί του έφερε μια ευάριθμη ομάδα σχεδιαστών και σεναριογράφων που καθόρισαν την ιστορία του Mad. Μεταξύ αυτών, ο σκιτσογράφος Ντον Μάρτιν, η δημοτικότητα του οποίου επικυρώθηκε με τον τίτλο «ο πιο τρελός καλλιτέχνης του Mad». Γνωστός για τις συνεισφορές του στο περιοδικό είναι επίσης ο Μεξικανός Σέρχιο Αραγκόνες, δημιουργός χιλιάδων σκίτσων χωρίς λόγια, που δημοσιεύονται στα περιθώρια και σε άλλους κενούς χώρους των σελίδων. Ο ανάλογος τίτλος τιμής που του απονεμήθηκε από το περιοδικό είναι «ο ταχύτερος σκιτσογράφος του κόσμου», με τις θεότρελες δημιουργίες του να δημοσιεύονται από το 1963, ανελλιπώς, σε κάθε τεύχος. Από το πενάκι του γεννήθηκε και ο πιο βλάκας βάρβαρος στη σειρά κόμικς «Γκρου», που έχει κάνει το πέρασμά του και από την Ελλάδα με δημοσιεύσεις στο περιοδικό Παραπέντε και σε άλμπουμ από τις εκδόσεις Τερζόπουλου.
Μια ιδιαίτερη περίπτωση στην καλλιτεχνική κομπανία του Mad είναι ο Κουβανός σκιτσογράφος Αντόνιο Προχίας. Υπήρξε επικριτικός για το καθεστώς της πατρίδας του και η κουβανική κυβέρνηση τον υποπτευόταν ότι εργαζόταν για την CIA. Δεν ήταν, αλλά για να ξεφύγει από αυτή την κατάσταση έφυγε οικογενειακώς και ,ύστερα από μεγάλες περιπέτειες, έφτασε το 1960 στις ΗΠΑ. Με τη βοήθεια της κόρης του στη μετάφραση, αφού ο ίδιος δεν γνώριζε αγγλικά, επισκέφθηκε τα γραφεία του Mad και παρουσίασε μια σειρά που έμελλε να αποτελέσει τη μεγαλύτερη επιτυχία του. Οι ύπουλοι τριγωνοκέφαλοι αντιήρωες στο «Κατάσκοπος εναντίον Κατασκόπου», μαύρη φιγούρα ο ένας και λευκή ο άλλος, συμβόλισαν —σπαρταριστά— τον Ψυχρό Πόλεμο και τις αμείλικτες συγκρούσεις των αντιπάλων.
Αρκετοί σχεδιαστές μακροημέρευσαν στο Mad, δημιουργώντας ρεκόρ συνεχούς παρουσίας και παράγοντας ένα τεράστιο όγκο δουλειάς. Ο Ντέιβ Μπεργκ έγινε γνωστός για την επί πέντε δεκαετίες δημοσίευση της σειράς «Η πιο ανάλαφρη πλευρά…» με σατιρικές εκδοχές καθημερινών, ενοχλητικών ή ανυπόφορων καταστάσεων. Ο μακροβιότερος (κυριολεκτικά) συνεργάτης του περιοδικού είναι ο Αλ Τζάφι, που πέρυσι γιόρτασε 101 χρόνια ζωής. Ο υπεραιωνόβιος σχεδιαστής, με μια καριέρα που διαρκεί από το 1942 έως το 2020, κατέχει το Παγκόσμιο Ρεκόρ Γκίνες για τη μεγαλύτερη καριέρα ως καλλιτέχνης κόμικς. Έχοντας δει κάτι αντίστοιχο σε περιοδικά όπως το National Geographic, το Life και το Playboy, λανσάρισε ένα διαφορετικό οπισθόφυλλο του Mad, που αποκάλυπτε μια «μαγική» εικόνα όταν διπλωνόταν. Το περίφημο Fold-In εγκαινιάστηκε το 1960 και έκτοτε ο Αλ Τζάφι σπάνια έχει χάσει τεύχος.
Στην άλλη άκρη του φάσματος, μεταξύ των εκτάκτων συνεργατών με μόλις 1-2 δημοσιεύσεις στο Mad, περιλαμβάνονται κάποια σημαντικά ονόματα. Ανάμεσά τους, ο Γουίλ Άισνερ, δημιουργός του «Σπίριτ» και του νεοπαγούς όρου «γκράφικ νόβελ». Ο Γουόλτ Κέλι, περισσότερο γνωστός για το κόμικς «Πόγκο» που έγινε μια πλατφόρμα για εύστοχο πολιτικό και φιλοσοφικό σχολιασμό. Ο εικονογράφος Μπόρις Βαλέχο, που διακρίθηκε στην επιστημονική, ερωτική και επική φαντασία (χάρη στο Mad, προστέθηκε και η σατιρική φαντασία). Στη λίστα των έκτακτων συνεργατών ξεχωρίζει επίσης ο Τσαρλς Μ. Σουλτζ («Peanuts»), καθώς και ο τιμημένος το 1986 με το βραβείο Πούλιτζερ ως κορυφαίος γελοιογράφος της Βόρειας Αμερικής, Τζουλ Φάιφερ, Αναπάντεχη παρουσία στη λίστα με τους συνεργάτες (αλλά ενδεικτική του χιούμορ που χαρακτηρίζει το Mad) είναι ο αλήστου μνήμης Ρίτσαρντ Νίξον, ο οποίος παραμένει ο μόνος πρόεδρος των ΗΠΑ που «έγραψε» ένα άρθρο για το περιοδικό. Στην πραγματικότητα, το κείμενο αποτελούσε συρραφή από διάφορες ομιλίες του Νίξον.
Η επίσημη μασκότ του περιοδικού και ο σταρ των εξώφυλλων είναι ένα φανταστικό πρόσωπο, ο Άλφρεντ Ε. Νιούμαν. Η αστεία φάτσα του νεαρού με το αδύναμο σώμα, τα κόκκινα μαλλιά, τις φακίδες και το μόνιμο χαμόγελο που αποκάλυπτε τη χασμοδοντία του, ήταν ήδη γνωστό στην εικονογραφία πολύ πριν «εδραιωθεί» στο περιοδικό, καθώς από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα πρωταγωνιστούσε, χωρίς όνομα, σε διαφημιστικές καταχωρήσεις. Ο Χάρβεϊ Κέρτζμαν, που γνώριζε τη φιγούρα, τον «υιοθέτησε» στο Mad και έτσι ο Αλφρεντ Ε. Νιούμαν θρονιάστηκε στα εξώφυλλα (κατά κανόνα ανφάς), έχοντας μέχρι σήμερα απουσιάσει από λίγα μόνο τεύχη. Όταν ο Αλ Φέλντστιν ανέλαβε ως διευθυντής, διέβλεψε αμέσως τις δυνατότητες αυτής της αστείας φάτσας. Ο ίδιος έχει πει ότι ήθελε να λανσάρει τη φιγούρα ως οπτικό λογότυπο του Mad, με τον ίδιο τρόπο που ο σκύλος μπροστά στο χωνί του γραμμοφώνου παρέπεμπε στην RCA: «Αυτό το παιδί ήταν το τέλειο παράδειγμα αυτού που ήθελα. Έβαλα, λοιπόν, μια διαφήμιση στους New York Times που έγραφε, “Το εθνικό περιοδικό ψάχνει ένα πορτρετίστα για ειδική παραγγελία”. Μπαίνει στο γραφείο ένας μικροκαμωμένος εξηντάρης, ο Νόρμαν Μίνγκο, και λέει, “Τι σόι εθνικό περιοδικό είναι αυτό;” Του απάντησα “Τρελό” και μου είπε “Αντίο”. Του ζήτησα να περιμένει, έδειξα διάφορες διαφημίσεις με αυτή τη φιγούρα και του είπα, “Θέλω ένα πορτρέτο αυτού του παιδιού. Δεν θέλω να μοιάζει με ηλίθιο — θέλω να είναι αξιαγάπητο και να έχει μια ευφυΐα κρυμμένη στα μάτια του. Αλλά θέλω να έχει και αυτή τη στάση του διάβολου, κάποιου που μπορεί να διατηρήσει την αίσθηση του χιούμορ ενώ ο κόσμος καταρρέει γύρω του”. Προσάρμοσα το πορτρέτο που έφτιαξε, και αυτό ήταν η αρχή του Άλφρεντ.» Εκτός από μασκότ, ο Άλφρεντ Ε, Νιούμαν πιστώνεται τους χιουμοριστικούς αφορισμούς που πλαισιώνουν τον πίνακα περιεχομένων κάθε τεύχους. Μερικά παραδείγματα: «Ο ΟΗΕ είναι ένα μέρος όπου οι κυβερνήσεις που αντιτίθενται στην ελευθερία του λόγου απαιτούν να ακουστούν». «Πώς γίνεται να επιλέγουμε Πρόεδρο ανάμεσα σε δύο μόνο υποψήφιους και την Μις Αμερική ανάμεσα σε πενήντα;». «Οι έφηβοι είναι άνθρωποι που συμπεριφέρονται σαν μωρά, αν δεν τους φέρονται σαν ενήλικες». «Γιατί το να κλέβεις από ένα βιβλίο είναι λογοκλοπή, αλλά το να κλέβεις από πολλά είναι έρευνα;». Αρκετά από αυτά τα ευφυολογήματα συγκεντρώθηκαν το 1997 σε ένα βιβλίο με τίτλο «Mad: Η μισή εξυπνάδα και σοφία του Άλφρεντ Ε. Νιούμαν», που εικονογράφησε ο Αραγκόνες.
Σχολιάζοντας την επίδραση του περιοδικού στις γενιές που μεγάλωσαν με αυτό, ο συγγραφέας και ερευνητής Μπράιαν Σιάνο έγραψε: «Για τα έξυπνα παιδιά δύο, τουλάχιστον, γενεών, το Mad υπήρξε μια αποκάλυψη: ήταν το πρώτο που μας είπε ότι οι δάσκαλοί μας είναι ψεύτικοι, οι ηγέτες μας ανόητοι, οι θρησκευτικοί μας σύμβουλοι υποκριτές, ακόμα και οι γονείς με τις ανούσιες νουθεσίες τους. Τα ίδια παιδιά μάς χάρισαν αργότερα τη σεξουαλική επανάσταση, το περιβαλλοντικό κίνημα, το κίνημα ειρήνης, τη μεγαλύτερη ελευθερία στην καλλιτεχνική έκφραση και μια σειρά από άλλα σημαντικά πράγματα.» Το περιοδικό κάλυψε με την παρουσία του ένα μεγάλο κενό στην πολιτική σάτιρα, από τα χρόνια του ’50 μέχρι τη δεκαετία του ’70, όταν η παράνοια του Ψυχρού Πολέμου και μια διάχυτη λογοκρισία επικρατούσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, ειδικά στα αναγνώσματα των εφήβων. Το Mad σατίριζε επίκαιρα ζητήματα, όπως το χάσμα των γενεών, η οπλοκατοχή, η ρύπανση, ο πόλεμος του Βιετνάμ κ.ά. Επίσης, σατίριζε ανελέητα και χωρίς διακρίσεις, τόσο τους Ρεπουμπλικάνους όσο και τους Δημοκρατικούς.