Σκοτάδι αλά καρτ

Κάθε μήνα, σας προτείνουμε έναν τρόπο για να διασχίσετε 90" της ζωής σας. Τι ψυχή έχουν;


Τα προ­κα­ταρ­τι­κά

Προη­γεί­ται η ανα­ζή­τη­ση του κα­τάλ­λη­λου χώ­ρου. Κά­θε σπί­τι δια­θέ­τει μια μο­νιά: ένα πα­τά­ρι, μια σκο­τει­νή ντου­λά­πα, ένα κε­λά­ρι, έστω ένα λε­βη­το­στά­σιο ή πλυ­στα­ριό, ένα μπα­ού­λο, μια κόγ­χη κά­τω από τις σκά­λες, μια μι­σά­ντρα. Ανα­κα­λύψ­τε την και στρώ­στε ένα ψα­θά­κι, για­τί τα μάρ­μα­ρα και τα μω­σαϊ­κά εκλύ­ουν κρύ­ες ανα­τρι­χί­λες. Φρο­ντί­στε και για τη συ­σκό­τι­ση. Μια κα­λύ­πτρα για τα μά­τια εί­ναι βέ­βαια μια λύ­ση πρό­χει­ρη, όμως κα­λύ­τε­ρα να φρο­ντί­σε­τε για σκό­τος φυ­σι­κό. Κλεί­στε τις χα­ρα­μά­δες, τα πορ­τό­φυλ­λα και τα πα­τζού­ρια, κρε­μά­στε μαύ­ρα κρέ­πια να σπά­σει πά­νω τους τα μού­τρα του το έξω φως του ήλιου. Κα­λό θα εί­ναι να προη­γη­θεί και νη­στεία δύο ωρών, ώστε ν’ ακού­σε­τε να γουρ­γου­ρί­ζει το μέ­σα σώ­μα πα­ρα­πο­νιά­ρι­κα, και ν’ απο­ρεί γι’ αυ­τό το κυ­ρια­κά­τι­κο κα­ψό­νι. Τι άλ­λο; Α, ναι, προ­πο­νη­θεί­τε στο κρά­τη­μα της ανά­σας για ενά­μι­σι λε­πτό. Μη το φο­βά­στε, τα πνευ­μό­νια αντέ­χουν μέ­χρι και πε­ντά­λε­πτο, αρ­κεί να μη λα­χα­νιά­σε­τε βλέ­πο­ντας αντί­κρυ σας το σκο­τά­δι να παίρ­νει πό­ζες. Εν­δυ­μα­σία χα­λα­ρή, τη­λέ­φω­να κα­τε­βα­σμέ­να, το κι­νη­τό σε κα­ρα­ντί­να, το κυ­ρια­κά­τι­κο κο­τό­που­λο στον φούρ­νο σε χα­μη­λή φω­τιά για να με­λώ­σει, ε, τώ­ρα εί­σα­στε πα­νέ­τοι­μοι. Υπάρ­χει κα­μιά απο­ρία;


Και τώ­ρα, δρά­ση 90′′

Κλει­στεί­τε μέ­σα στο για­τά­κι που δια­λέ­ξα­τε. Ενά­μι­σι λε­πτά­κι θα κρα­τή­σει μό­νο, μη το σκιά­ζε­στε, δεν δα­γκώ­νει. Ή μάλ­λον, δεν δα­γκώ­νει τό­σο πο­λύ. Το τι θα κά­νε­τε μέ­σα εκεί, εί­ναι δι­κός σας λο­γα­ρια­σμός, και μην τον δί­νε­τε που­θε­νά άμα δεν θέ­λε­τε. Κά­ποιοι λέ­νε με­τά πως τους φά­νη­κε σαν πρό­βα για τον αγύ­ρι­στο, μα μάλ­λον υπερ­βά­λουν, για­τί κα­νείς πο­τέ δεν πρό­λα­βε να ξε­σκο­νί­σει το μνή­μα του πριν τον πα­ρα­χώ­σουν μέ­σα του. Άλ­λοι υπο­στη­ρί­ζουν πως άκου­σαν φω­νές και εί­δαν χιό­νι σαν εκεί­νο που φαι­νό­ταν πα­λιά στην τη­λε­ό­ρα­ση όταν νε­κρώ­ναν οι συ­χνό­τη­τες του σταθ­μού, μα κα­νείς δεν μαρ­τυ­ρά τι ξε­πρό­βα­λε όταν το χιό­νι αυ­τό κα­τα­κά­θο­νταν για τα κα­λά στο μά­τι. Με­ρι­κοί ορ­κί­ζο­νται πως άκου­σαν τον ήχο που κά­νει ο πλα­νή­της τη στιγ­μή που παίρ­νει τη στρο­φή γύ­ρω απ’ τον ήλιο και ζο­ρί­ζε­ται να μεί­νει προ­ση­λω­μέ­νος πά­νω στις στά­νταρντ τρο­χιές. Ακό­μη, δεν εί­ναι λί­γοι αυ­τοί που πή­ραν όρ­κο να μην ξα­να­πνί­ξου­νε γα­τί, ή έτα­ξαν στον εαυ­τό τους να ρί­ξουν ένα σβου­ρι­χτό φι­λί μό­λις βγουν από κει μέ­σα. Με λί­γα λό­για, μπεί­τε εσείς κι ό,που σας βγά­λει. Μην απο­ρή­σε­τε, μπο­ρεί και ν’ ακού­σε­τε ένα που­λί να απαγ­γέλ­λει τις λέ­ξεις της ζω­ής σας, σαν εκεί­νο που άκου­σε ο Μίλ­τος Σα­χτού­ρης: «Σα θα με βρού­νε πά­νω στο ξύ­λο του θα­νά­του μου / γύ­ρω θα ’χει κοκ­κι­νί­σει πέ­ρα για πέ­ρα ο ου­ρα­νός / μια υπο­ψία θά­λασ­σας θα υπάρ­χει / κι έν’ άσπρο που­λί, από πά­νω, ν’ απαγ­γέ­λει μέ­σα / σ’ ένα τρο­μα­κτι­κό τώ­ρα σκο­τά­δι, τα τρα­γού­δια μου.» Μην ανη­συ­χεί­τε, όταν οι ποι­η­τές λέ­νε «τρο­μα­κτι­κό» εν­νο­ού­νε «εξαι­ρε­τι­κά εν­δια­φέ­ρον.»

Τέ­λος χρό­νου.


Αμέ­σως με­τά

Βγεί­τε στον κα­θα­ρό αέ­ρα, στο άπλε­το φως, αμο­λη­θεί­τε στον λει­μώ­να των ορέ­ξε­ων, πα­ρ’ τε τη­λέ­φω­να, φά­τε γα­λα­κτο­μπού­ρε­κα, κά­νε­τε ζά­πινγκ ασύ­στο­λο μπρο­στά στις συ­σκευ­ές, αλείψ­τε την κό­τα με μου­στάρ­δα και μέ­λι, απαγ­γεί­λε­τε με­γα­λό­φω­να μι­σή σε­λί­δα από τον τη­λε­φω­νι­κό κα­τά­λο­γο της πό­λης σας, ανοίξ­τε τα πα­ρά­θυ­ρα να βγουν τα ακά­ρεα και να μπού­νε άφθο­νες μύ­γες, χτυ­πή­στε το κου­δού­νι της εξώ­πορ­τάς σας και τρέξ­τε πά­λι από μέ­σα για ν’ ανοί­ξε­τε, χα­ρεί­τε χα­ρά με­γά­λη. Για­τί; Μό­νο εσείς θα το ξέ­ρε­τε αυ­τό το για­τί.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: