Into the Box / Το Πρώτο Τρίμηνο της Πρώτης Ώρας

Into the Box / Το Πρώτο Τρίμηνο της Πρώτης Ώρας



Της έλε­γε: «Έρω­τας εί­ναι ν᾽ ακούς δέ­κα φο­ρές το ίδιο το τρα­γού­δι».
Του έλε­γε: «Εγώ εί­μαι κά­κτος, τί­γκα στ᾽ αγκά­θια, δεν εί­μαι λου­λού­δι».
Της έλε­γε, «Σου ετοι­μά­ζω πρω­ι­νό, στυμ­μέ­νο πορ­το­κά­λι, σπι­ρου­λί­να, ομε­λέ­τα».
Του ἔλε­γε, «Αλ­λού αυ­τά, αστέ­ρι μου, στην κό­ρη την ξαν­θή, που όλο εμε­λέ­τα».

μο­λα­ταύ­τα, εκεί­νο το Δε­κέμ­βριο, τον από­λυ­τα απε­ρι­νό­η­το, τον ευ­πρόσ­δε­κτα ανε­ξι­χνί­α­στο Δε­κέμ­βριο, του 2019, λί­γο προ­τού ο πλα­νή­της γη κα­τε­βά­σει τα ρο­λά, μπό­ρε­σαν να δια­νύ­σουν μα­ζί την από­στα­ση Αθή­να-Βε­ρο­λί­νο, με τα πό­δια, βα­δί­ζο­ντας στις οδούς Ναυα­ρί­νου, Σκου­φά, Πα­τριάρ­χου Ιω­α­κείμ, Λου­κια­νού, Βα­σι­λίσ­σης Σο­φί­ας, Πα­νε­πι­στη­μί­ου, Πα­τη­σί­ων, Ιθά­κης, όπου και κα­τέ­λυ­σαν/εγκα­τα­στά­θη­καν στην Πλα­τεία Αγί­ου Γε­ωρ­γί­ου, το κέ­ντρο του κέ­ντρου του κό­σμου, όπως έλε­γαν οι σο­φοί αεί­μνη­στοι Βα­κα­λό­που­λος Χρή­στος και Νό­βακ Οδυσ­σέ­ας, για στο­μα­χι­κό ανε­φο­δια­σμό (χυ­μός πορ­το­κά­λι, σπι­ρου­λί­να, κα­φές δι­πλός, ομε­λέ­τα με ασπρά­δια και δε­ντρο­λί­βα­νο) και σχέ­δια για το πα­ρελ­θόν, διό­τι όλοι & όλες οι χρο­νο­μα­νείς, οι χρο­νο­κα­ψου­λά­κη­δες, οι χρο­νο­χρο­νι­κοί (σε αντί­θε­ση με τους μα­νια­κούς του χώ­ρου, μ᾽ εκεί­νο το απο­τρό­παιο βου­κο­λι­κό φα­σι­στα­ριό του Lebensraum) δεν έκα­ναν πο­τέ σχέ­δια για το μέλ­λον, κα­θό­σον το μέλ­λον το εί­χαν στο οπι­σθο­τσε­πά­κι τους, όχι, οι λά­τρεις του χρό­νου έκα­ναν πά­ντο­τε σχέ­δια για το πα­ρελ­θόν, ένα πα­ρελ­θόν εν κι­νή­σει, ένα αε­νά­ως ρέ­ον πα­ρελ­θόν, ένα πα­ρελ­θόν που σκο­πού­σαν με κι­νή­σεις με­θο­δι­κές/στρα­τη­γι­κές να απο­κα­θι­στούν δια­κα­ώς & δι­η­νε­κώς, κι αν τους άκου­γες πώς γε­λού­σαν, τους δύο εν προ­κει­μέ­νω συ­γκε­κρι­μέ­νους, τον γα­λα­νο­μά­τη γα­λή­νιο εγε­λια­νό και την post-punk γα­λα­νο­μά­τα με το μυ­δρα­λιο­βό­λο βλέμ­μα, ενό­σω έκα­ναν σχέ­δια για το πα­ρελ­θόν και χλεύ­α­ζαν τους φαι­δρούς μα­νια­κούς του χώ­ρου θα αντι­λαμ­βα­νό­σουν ακα­ριαί­ως πε­ρί τί­νος πρό­κει­ται·

μο­λα­ταύ­τα, και πα­ρά τους σφο­δρούς, κα­τά τα ειω­θό­τα, κα­βγά­δες τους που εί­ναι πά­ντα ανα­πό­δρα­στοι, καί­τοι διευ­θε­τή­σι­μοι εν συ­νε­χεία, όταν δύο τέ­τοιες, σαν αυ­τούς, οντό­τη­τες αντα­μώ­νουν την πρώ­τη ώρα, η οποία, όπως έχου­με δια­πι­στώ­σει και δια­κη­ρύ­ξει, δεν εί­ναι πά­ντα η πρώ­τη στιγ­μή, και πα­ρα­τεί­νουν οι εν λό­γω οντό­τη­τες για ένα, και κα­τό­πιν, για δύο, για τρία, και πά­ει λέ­γο­ντας, τρί­μη­να την εν λό­γω πρώ­τη ώρα, έγε­μον εξαρ­χής από την αιφ­νί­δια (ναι, αιφ­νί­δια — καί­τοι υπήρ­ξαν προη­γού­με­να, έπε­σε πολ­λή δου­λειά στα λα­γού­μια του σκέ­πτε­σθαι / αι­σθά­νε­σθαι / γί­γνε­σθαι) επί­γνω­ση (ω!, επί­γευ­ση πα­ρα­λί­γο να γρά­ψω), ναι λοι­πόν, έγε­μον από την αιφ­νί­δια επί­γνω­ση —ιδί­ως εκεί­νος, ο ego maniac που έμελ­λε να επι­φορ­τι­στεί με το κα­θή­κον της με­τα­μόρ­φω­σης/με­ταλ­λα­γής του σε ego booster— ότι εί­χε δί­κιο ο φι­λό­σο­φος όταν επέ­με­νε —και πώς! ω πώς επέ­με­νε!— πως η «αφε­τη­ρία του νέ­ου νου [συ­νε­πώς: του νέ­ου τύ­που Έρω­τος, του νέ­ου στυλ Αγά­πης, ναι;] εί­ναι προ­ϊ­όν ευ­ρεί­ας ανα­τρο­πής πο­λι­τι­σμι­κών μορ­φών, το έπα­θλο ενός πο­λυ­δαί­δα­λου δρό­μου και συγ­χρό­νως πολ­λού μό­χθου και κό­που. Εί­ναι το σύ­νο­λο πού­χει επα­νέλ­θει στον εαυ­τό του απ᾽ τη δια­δο­χή κι από την έκτα­σή του, η γι­νό­με­νη απλή έν­νοιά του» [όπως με­τα­φρά­ζει ο λί­αν εκλε­κτός φί­λος Γιώρ­γος Φα­ρά­κλας το: Der Anfang des neuen Geistes ist das Produkt einer weitläufigen Umwälzung von mannigfaltigen Bildungsformen, der Preis eines vielfach verschlungnen Weges und ebenso vielfacher Anstrengung und Bemühung. Er ist das aus der Sukzession wie aus seiner Ausdehnung in sich zurückgegangene Ganze, der gewordne einfache Begriff desselben], πά­ει να πει αυ­τό που άλ­λοι έλε­γαν, σε με­τα­γε­νέ­στε­ρες επο­χές: νέα κα­τά­στα­ση, νέα κα­θή­κο­ντα — και ενώ ανή­καν σε γε­νιές, εκεί­νος στη γε­νιά του 1980, στη γε­νιά του 2000 Εκεί­νη, γε­νιές προσ­διο­ρι­ζό­με­νες τό­σο από τη χρο­νο­λο­γία εμ­φά­νι­σής τους στα λε­γό­με­να Γράμ­μα­τα και στις λε­γό­με­νες Τέ­χνες όσο και από τη σχε­δόν βί­αιη εί­σο­δό τους, εκεί­νου και Εκεί­νης, στους λα­βυ­ρίν­θους της κα­θη­με­ρι­νής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και στις αλέ­ες της πραγ­μα­τι­κής κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, γε­νιές που η διά­πλα­σή τους εί­χε να κά­νει με μια (δι­καιο­λο­γη­μέ­νη, εν πολ­λοίς) απέ­χθεια, με μιαν αλ­λερ­γία, ας πού­με, για τη λέ­ξη «κα­θή­κον», έμελ­λε αμ­φό­τε­ροι, ιδί­ως εκεί­νος, να συ­νει­δη­το­ποι­ή­σουν —να το αφου­γκρα­στούν, αλ­λά και να το δουν στην πρά­ξη— ότι το κα­θή­κον, die Pflicht, εί­ναι, αν μη τι άλ­λο, σέ­ξι, πο­λύ σέ­ξι, ανυ­πέρ­βλη­τα και καυ­τά και καυ­λω­τι­κά σέ­ξι, ότι η με­θο­δι­κή / συ­στη­μα­τι­κή / στρα­τη­γι­κή / σκα­κι­στι­κή άσκη­ση του κα­θή­κο­ντος, ιδί­ως αυ­τού της προ­σή­λω­σης / δέ­σμευ­σης / αφο­σί­ω­σης, βά­ζει φω­τιά στις ερω­το­γό­νες ζώ­νες, αχ ναι!, το κα­θή­κον εί­ναι το αντι­να­πάλμ στις ζού­γκλες του έν­δο­ξου ερω­τι­σμού, ενός ερω­τι­σμού που γί­νε­ται ο minimum κομ­μου­νι­σμός, ενός ερω­τι­σμού που μαί­νε­ται ακά­θε­κτος, απρό­σκο­πτος, ανε­μπό­δι­στος από τις μα­τσα­ρά­γκες ενός άσφαι­ρου πλέ­ουν, μου­νου­χι­σμέ­νου εγω­τι­σμού, ενός εγω­τι­σμού των πλη­βεί­ων, ενός εγω­τι­σμού των πυγ­μαί­ων χίπ­στερ του κώ­λου, κι έτσι —γκα­ρα­ντί! δια­πι­στω­μέ­νο στο κρε­βά­τι, αλ­λά και στον διά­δρο­μο προς το υπνο­δω­μά­τιο, στης κου­ζί­νας το μω­σαϊ­κό, μα και στο παρ­κέ του κα­θι­στι­κού, ακό­μα και σε κά­ποιους δη­μό­σιους χώ­ρους (ωω­ωω, πώς κοκ­κι­νί­ζω!, ωω­ωω πώς ερυ­θριούν οι πα­ρειές μου, ντάρ­λινγκ!)— τα κορ­μιά τους πυρ­πο­λού­νταν, κά­θε κυτ­τα­ρά­κι κού­τσι­κο γι­νό­ταν εμπρη­στι­κή ερω­τι­κή φω­λεά, και η Νο­μεν­κλα­τού­ρα του Πά­θους θριάμ­βευε, τα κο­μά­ντα του αι­σθη­σια­σμού (τύ­φλα νά­χει ο Μπα­τάιγ!) χα­λού­σαν κό­σμο με αλ­λε­πάλ­λη­λα σα­μπο­τάζ ενά­ντια στην αμ­βλύ­νοια των συμ­βά­σε­ων και στις συμ­βά­σεις της αμ­βλύ­νοιας, η κα­τα­δρο­μι­κή ηδο­νή στε­γνά γα­μού­σε την οδύ­νη, στον αγύ­ρι­στο το όνει­δος έστελ­νε, τα βλέμ­μα­τα γί­νο­νταν παρ­τού­ζες των δύο στα κα­τώ­φλια τ᾽ ου­ρα­νού, ιμέ­ρου ημέ­ρες, και νύ­χτες, γί­νο­νταν τα κλά­σμα­τα των δευ­τε­ρο­λέ­πτων, και η κλι­νο­πά­λη χό­ρευε (όσο συ­χνά το επέ­τρε­παν οι συν­θή­κες, επί ει­κο­σι­τε­τρα­ώ­ρου βά­σε­ως) κα­ζα­τσόκ με την άδο­λη, αμέ­ρι­στη, άσπι­λη, και με Άλ­φα Κε­φα­λαίο ΑΓΑ­ΠΗ, ενώ το τσέ­λο, όπως και το Αλη­θές, γι­νό­ταν απνευ­στί το Όλον — Das Wahre ist das Ganze, άλ­λω­στε·

μο­λα­ταύ­τα, εκεί­νο το Δε­κέμ­βριο, τον από­λυ­τα απε­ρι­νό­η­το, τον ευ­πρόσ­δε­κτα ανε­ξι­χνί­α­στο Δε­κέμ­βριο, του 2019, προ­τού αρ­χί­σουν να κα­βγα­δί­ζουν δη­μιουρ­γι­κά σχε­τι­κά με την κα­τί­σχυ­ση των ει­κό­νων ένα­ντι των λέ­ξε­ων, και τού­μπα­λιν: των λέ­ξε­ων την κα­τί­σχυ­ση ένα­ντι των ει­κό­νων, βά­δι­ζαν και βά­δι­ζαν και βά­δι­ζαν, με­τα­τρέ­πο­ντας την πό­λη, την Αθή­να, το Κο­λω­νά­κι, τα Εξάρ­χεια και την Κυ­ψέ­λη, με αυ­τή τη σει­ρά, σε χρο­νο­χρο­νι­κό παι­γνιό­το­πο, σε ονει­ρώ­δες λού­να παρκ, σε αυ­το­σχέ­διο σκη­νι­κό των ται­νιών του Γιό­νας Μέ­κας, σε καμ­βά για τα λου­λού­δια του Θά­νου Τσί­γκου, σε κα­βα­λέ­το για να φι­λο­τε­χνη­θεί το με­γα­λειώ­δες έρ­γο, ένας αν­θός, του Βέλ­γου ζω­γρά­φου Pol Ledent “Giorgia On My Mind’’, ο οποί­ος Βέλ­γος ζω­γρά­φος Pol Ledent ση­μειώ­νει στο μαύ­ρο δερ­μά­τι­νο ση­μειω­μα­τά­ριό του, πλα­γιο­γρα­φώ­ντας και εντός πα­ρεν­θέ­σε­ων (And, yes, it'sGiorgia”, notGeorgia), επι­θυ­μώ­ντας εν­δε­χο­μέ­νως να υπο­γραμ­μί­σει ότι, ναι μεν εμπνέ­ε­ται από το εξί­σου με­γα­λειώ­δες άσμα των Hoagy Carmichael & Stuart Gorell, το “Georgia on My Mind’’, αλ­λά συ­νά­μα θέ­λει να δια­χω­ρί­σει τον με­γα­λειώ­δη αν­θό του έρ­γου από τις με­γα­λειώ­δεις νό­τες του άσμα­τος —ποιος ξέ­ρει;—, πά­ντως για κά­θε νο­ή­μο­να λά­τρη του με­γα­λειώ­δους έρ­γου του Βέλ­γου ζω­γρά­φου Pol Ledent (πώς να το προ­φέ­ρω άρα­γε;) και του εξί­σου με­γα­λειώ­δους άσμα­τος των Hoagy Carmichael & Stuart Gorell δεν τί­θε­ται εν αμ­φι­βό­λω το ότι ο ζω­γρά­φος, ο μου­σι­κός, και ο στι­χουρ­γός σκο­πούν να ψάλ­λουν το κάλ­λος (ενί­ο­τε το δύ­στρο­πο κάλ­λος) της επα­νό­δου σε ό,τι γνω­ρί­ζα­με μεν ότι μας θέλ­γει αλ­λά απο­φεύ­γα­με να το προ­σεγ­γί­σου­με, θες από φαι­δρό εγω­τι­σμό, θες από ακό­μα πιο φαι­δρή δει­λία, πά­ντως εντέ­λει, ανα­πό­δρα­στα και λυ­τρω­τι­κά, άλ­λο δεν κά­νου­με από το να το σι­μώ­νου­με, να το ζυ­γώ­νου­με, να το πλη­σιά­ζου­με —

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: