Ήλιος με ξιφολόγχες

Ήλιος με ξιφολόγχες


[...]

Το μι­κρό, δι­πτέ­ρυ­γο μο­νο­κι­νη­τή­ριο αε­ρο­πλά­νο δια­γρά­φει πε­τώ­ντας χα­μη­λά κι αρ­γά, δύο γύ­ρους πά­νω από το κτή­μα και την βί­λα του κα­πνο­βιο­μή­χα­νου Τζέ­κι (Ιε­ζε­κι­ήλ) Γιαν­να­κου­ρέα στο Αρ­σα­κλί, το κο­ντι­νό ορει­νό θέ­ρε­τρο της Θεσ­σα­λο­νί­κης. Ο Τζέ­κι πού εί­ναι κο­ντός, με ψα­ρί­σια μου­στά­κια, μι­σο-φα­λα­κρός, αδύ­να­τος, αλ­λά νευ­ρι­κός, πο­λύ δρα­στή­ριος άν­θρω­πος και πρό­ε­δρος του σω­μα­τεί­ου των κα­πνο­βιο­μη­χά­νων «Η Αλ­λη­λο­βο­ή­θεια», και έμ­με­σα χει­ρα­γω­γεί το Εθνι­κό Ερ­γα­τι­κό Κέ­ντρο Θεσ­σα­λο­νί­κης, κά­θε­ται στην κε­φα­λή τού επι­μή­κους τρα­πε­ζιού δί­πλα στην πι­σί­να τού με­γά­λου κτή­μα­τος. Η πι­σί­να, πιο πο­λύ δε­ξα­με­νή, πρώ­ην νε­ρό­λακ­κος για να πο­τί­ζο­νται τα ζώα, παίρ­νει δω­ρε­άν νε­ρό από πα­ρα­κεί­με­νο χεί­μαρ­ρο που κα­τε­βαί­νει μαιαν­δρί­ζο­ντας πα­ρά­φο­ρα απ’ το βου­νό - εί­ναι μια τε­ρά­στια σκα­φτή λακ­κού­βα δέ­κα επί δώ­δε­κα μέ­τρα, που την έχτι­σε ο Γιαν­να­κου­ρέ­ας εσω­τε­ρι­κά με τσι­μέ­ντο και την κα­νά­κε­ψε κά­νο­ντάς την οιο­νεί πι­σί­να, όταν αγό­ρα­σε αυ­τή την γη από αγρό­τες. Με­γά­λη Δευ­τέ­ρα, σή­με­ρα, μέ­σα Απρι­λί­ου, με κα­λή λια­κά­δα. Με­ση­μέ­ρια­σε και στο τρα­πέ­ζι εί­ναι κα­λε­σμέ­νοι ο σω­μα­τάρ­χης του Τρί­του Σώ­μα­τος στρα­τη­γός Μά­γνης, ο επι­κε­φα­λής των Τριών Έψι­λον Γιώρ­γος Κο­σμί­δης (με­λα­χρι­νός με την χω­ρί­στρα προς τα δε­ξιά και στρι­φτό μου­στά­κι), και τρία δια­πρε­πή στε­λέ­χη του. Και οι τέσ­σε­ρις τριε­ψε­λί­τες φο­ρούν χι­τλε­ρι­κά, φαιά που­κά­μι­σα και εξαρ­τή­σεις – ο ένας εξ αυ­τών ο Ζά­χος Σιρ­βι­λής, εί­ναι ορ­ντι­νά­τσα του Κο­σμί­δη και σφη­νω­τός πλη­ρο­φο­ριο­δό­της του Γόρ­διου. Πα­ρα­κά­θο­νται επί­σης ο Φρού­ραρ­χος κ. Λε­ω­νι­δά­κος και τρεις διευ­θυ­ντές κα­πνερ­γο­στα­σί­ων, φί­λοι του οι­κο­δε­σπό­τη, στε­λέ­χη της αυ­λής κι αρ­γυ­ρά του εξα­πτέ­ρυ­γα. Στο τρα­πέ­ζι εί­ναι μό­νο άντρες — τους σερ­βί­ρουν δυο με­σή­λι­κες υπη­ρέ­τες, πρό­σφυ­γες απ’ την Πα­λαιά Φώ­καια. Η πα­ρέα ξε­κί­νη­σε από τις εντε­κά­μι­ση το πρωί την ευω­χία -— όλοι τώ­ρα έχου­νε στα­μα­τή­σει να τρώ­νε, να γλε­ντούν και να πί­νουν και κοι­τούν ψη­λά πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας την πτή­ση του μι­κρού αε­ρο­πλά­νου. Λέ­ει ο σω­μα­τάρ­χης:

— Εί­ναι πα­λιό, μο­νο­κι­νη­τή­ριο Mars από τον Πρώ­το Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο. Το πι­λο­τά­ρει ο φί­λος μου ο Δη­μή­τρης Χρυ­σο­βέρ­γης, άσ­σος, κά­πο­τε, στον βομ­βαρ­δι­σμό.
— Βομ­βάρ­δι­ζε κιό­λας, μ’ αυ­τήν την πα­λια­τσα­ρία; ρω­τά­ει ο Γιαν­να­κου­ρέ­ας.
— Βέ­βαια. Και όχι δι’ ορ­γά­νων, αλ­λά με το μά­τι. Υπο­λό­γι­ζε με το μά­τι και την βόμ­βα που την εί­χε μέ­σα σε τε­νε­κέ, την έρι­χνε απ’ πι­λο­τή­ριο, με το χέ­ρι, απ’ το πα­ρά­θυ­ρο, ή με το πό­δι – υπήρ­χε μια κα­τα­πα­κτή στην κοι­λιά της ατρά­κτου και την έσπρω­χνε από εκεί. Πα­ρά προσ­δο­κί­αν πε­τύ­χαι­νε πά­ντα διά­να. Κι έρ­χε­ται τώ­ρα να σου κά­νει έκ­πλη­ξη…

Κοι­τά­νε όλοι το μι­κρό αε­ρο­σκά­φος που ευ­θυ­γραμ­μί­ζε­ται προς αυ­τούς, χα­μη­λώ­νει, χα­μη­λώ­νει και κα­τε­βαί­νει ευ­θεία προς την πα­ρέα του τρα­πε­ζιού — ξαφ­νι­κά, πριν φτά­σει στα εί­κο­σι μέ­τρα, κά­τι πε­τά­γε­ται απ’ το αε­ρο­πλά­νο κι έρ­χε­ται από πά­νω και δια­γώ­νια κα­τα­πά­νω τους. Σκύ­βουν όλοι τρο­μο­κρα­τη­μέ­νοι κά­τω απ’ το τρα­πέ­ζι εκτός από τον στρα­τη­γό που μέ­νει ατά­ρα­χος, χα­μο­γε­λώ­ντας. Το χο­ντρό βα­ρύ πρά­μα σαν γε­μά­το τσου­βά­λι που πέ­φτει απ’ το ου­ρα­νό περ­νά­ει πλά­για απ’ την πα­ρέα και πά­ει και σκά­ει ακρι­βώς μέ­σα στην πι­σί­να με πα­φλα­σμό κα­τα­βρέ­χο­ντας τους πά­ντες γύ­ρω. Ση­κώ­νο­νται όλοι φο­βι­σμέ­νοι και βλέ­πουν – το πε­ρί­ερ­γο πράγ­μα έχει βυ­θι­στεί στο νε­ρό και με­τά βγαί­νει αρ­γά στην επι­φά­νεια. Το βλέ­πουν έκ­πλη­κτοι, βου­βοί: ένα με­γά­λο, βαρ­βά­το, σκο­τω­μέ­νο αγριο­γού­ρου­νο. Το νε­ρό κοκ­κι­νί­ζει σι­γά-σι­γά , το σώ­μα του ζώ­ου στέ­κε­ται για λί­γο και με­τά αρ­χί­ζει και βυ­θί­ζε­ται- ενώ ο στρα­τη­γός λέ­ει στον Γιαν­να­κου­ρέα:

— Τζέ­κι, το σκό­τω­σα χτες στο κυ­νή­γι, στη Βρο­ντού, κι εί­πα να στο κά­νω δώ­ρο για το Πά­σχα.

Ξε­σπού­νε όλοι σε χει­ρο­κρο­τή­μα­τα – ενώ ο στρα­τη­γός συ­μπλη­ρώ­νει:

— Αρ­κεί να μην μά­θει ο Θάν­νας ότι χρη­σι­μο­ποί­η­σα πα­ρά­νο­μα αε­ρο­πλά­νο απ’ το αε­ρο­δρό­μιο του Σέ­δες.

Τα γέ­λια και τα χει­ρο­κρο­τή­μα­τα συ­νε­χί­ζο­νται. Ο Γιαν­να­κου­ρέ­ας απευ­θύ­νε­ται σε έναν από τους δυο πρό­σφυ­γες υπη­ρέ­τες λέ­γο­ντας:

— Έλα δω, ρε βου­βω­νο­κή­λη…

Κι ενώ εκεί­νος πλη­σιά­ζει:

— Ψα­ρέψ­τε το γου­ρού­νι απ’ την πι­σί­να, γδάρ­τε το κι ετοι­μά­στε το να το ψή­σου­με το Πά­σχα μα­ζί με το αρ­νί.

Αλα­λαγ­μοί στην πα­ρέα, τσου­γκρί­σμα­τα – δί­πλα απ’ το τρα­πέ­ζι, μέ­σα σε ένα βα­ρε­λά­κι με πά­γο έχει τρείς ντα­μι­τζά­νες με ψα­θω­τό πε­ρί­βλη­μα, γε­μά­τες με εκλε­κτή ρε­τσί­να από την Νέα Με­σήμ­βρια.

Ο Τζέ­κι:

— Σ’ ευ­χα­ρι­στώ στρα­τη­γέ μου. Σου αξί­ζει η ρά­βδος του στρα­τάρ­χου. Εί­ναι ο πιο πε­τυ­χη­μέ­νος βομ­βαρ­δι­σμός που έχω δει…

Και ση­κώ­νο­ντας το πο­τή­ρι του:

— Άντε, και κα­λή Ανά­στα­ση…

Τσου­γκρί­ζου­νε πά­λι όλοι ευ­χό­με­νοι – ενώ ο Τριε­ψε­λί­της Γιώρ­γος Κο­σμί­δης:

— Μα­θαί­νω ότι θα παι­χτεί και φέ­τος (από με­θαύ­ριο) στο σι­νέ-Ηλύ­σια η ται­νία «Ο Βα­σι­λεύς των Βα­σι­λέ­ων» για τα Πά­θη του Χρι­στού. Δεν πι­στεύω να έχου­με πά­λι τα περ­σι­νά…

— Τι έγι­νε πέρ­σι, ρω­τά­ει ο Γιαν­να­κου­ρέ­ας.
— Μπή­κα­νε οι Εβραί­οι μέ­σα στο σι­νε­μά και διέ­κο­ψαν με το έτσι θέ­λω την προ­βο­λή. Για­τί, λέ­ει, η ται­νία τους προ­σέ­βα­λε. Ξέ­σπα­σε με­γά­λη φα­σα­ρία… πώς γί­νε­ται αυ­τοί οι μου­σα­φί­ρη­δες να απο­φα­σί­ζου­νε τι θα δού­με στο σι­νε­μά εμείς οι χρι­στια­νοί; Στο δι­κό μας κρά­τος, και στην δι­κή μας πό­λη;
— Νο­μί­ζω το πα­ρα­τρά­βη­ξαν…
— Αν το κά­νου­νε και φέ­τος, θα έχου­με κα­κά ξε­μπερ­δέ­μα­τα… τούς την έχου­με στη­μέ­νη…

Ένας από τους φί­λους του Γιαν­να­κου­ρέα, διευ­θυ­ντής στη «Ρε­ζή»:

— Ξέ­νος πε­φυ­κώς, τον ξε­νο­δό­χον σέ­βου…

Ο ήλιος ψη­λώ­νει όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο και άρ­χι­σε να ζε­μα­τά­ει – η πα­ρέα κά­θε­ται στην σκιά μιας με­γά­λης συ­κιάς με στρε­βλο­κέ­ρα­τα κλα­διά. Τώ­ρα, πια, οι ακτί­νες βρί­σκουν τους μι­σούς κα­λε­σμέ­νους κα­τα­κέ­φα­λα κι ο Τζέ­κι τους λέ­ει και πιά­νου­νε όλοι μα­ζί το τρα­πέ­ζι και το με­τα­κι­νού­νε στην σκιά. Μό­λις ξα­να­κά­θο­νται λέ­ει ο Κο­σμί­δης:

— Τους δια­λύ­σα­με τον Σύλ­λο­γο Εβραί­ων Γάλ­λων Πα­λαιών Πο­λε­μι­στών που πο­λέ­μη­σαν με τον Γαλ­λι­κό στρα­τό, για­τί ήθε­λαν να στή­σου­νε σχε­τι­κό αν­δριά­ντα στην πό­λη, πα­ρά το ότι οι Γάλ­λοι μας πρό­δω­σαν το ’22 στην Μι­κρα­σία. Συ­νε­χί­ζου­νε να βγά­ζουν την κο­μου­νι­στι­κή εφη­με­ρί­δα Αβά­ντι του Μπε­να­ρό­για. Δεν ανοί­γου­νε τα μα­γα­ζιά τους την Κυ­ρια­κή, προ­σβάλ­λου­νε την Κυ­ρια­κή αρ­γία, αν και εί­ναι νό­μος του κρά­τους — αυ­τοί θέ­λου­νε αρ­γία το Σάβ­βα­το…

— Στο δι­κό τους κρά­τος, αν και όταν το κά­νουν, λέ­ει προ­βο­κα­τό­ρι­κα ο Τριε­ψε­λί­της πλη­ρο­φο­ριο­δό­της Ζά­χος Σιρ­βι­λής.

Ο Κο­σμί­δης συ­νε­χί­ζει:

— Δεν ση­μαιο­στο­λί­ζουν τα μα­γα­ζιά τους στις εθνι­κές μας γιορ­τές. Ακό­μα δεν χώ­νε­ψαν ότι απε­λευ­θε­ρω­θή­κα­με απ’ τους Τούρ­κους.

-Με τον κα­θη­γη­τή τον Αβρο­τέ­λη Ελευ­θε­ρό­που­λο τι έγι­νε; Ρω­τά­ει ένας εκ των διευ­θυ­ντών της πα­ρέ­ας.

— Αυ­τός εκλέ­χτη­κε κο­σμή­το­ρας στη Νο­μι­κή πριν δυο χρό­νια. Κά­νει συ­νέ­χεια αρι­στε­ρή προ­πα­γάν­δα στους φοι­τη­τές, αναρ­χι­κά κη­ρύγ­μα­τα και κα­τα­φέ­ρε­ται ενα­ντί­ον της θρη­σκεί­ας και του ελ­λη­νι­κού στρα­τού. Κά­να­με κα­ταγ­γε­λία στο υπουρ­γείο Παι­δεί­ας, αλ­λά τον στη­ρί­ζει ο υπουρ­γός, ο Γε­ώρ­γιος Πα­παν­δρέ­ου. Να δού­με πώς θα κα­θα­ρί­σου­με… ευ­τυ­χώς έχου­με ιδρύ­σει στο πα­νε­πι­στή­μιο από πρό­περ­σι, το 1929, την Εθνι­κή Παμ­φοι­τη­τι­κή Ένω­ση, που πο­λε­μά­ει τους κο­μου­νι­στές. Εί­μα­στε συ­ντο­νι­σμέ­νοι, ει­δι­κά με­τά από όσα έκα­νε η Μα­κα­μπή στην Βουλ­γα­ρία.

Ο Ζά­χος Σιρ­βι­λής, αφού πί­νει με­ρι­κές γου­λιές ρε­τσί­να:

— Ναι, αλ­λά αυ­τό εί­ναι πα­λιό θέ­μα. Περ­σι­νό…

Κι ο Κο­σμί­δης:

— Ναι, μια πα­λιά κου­ρά­δα δεν ζέ­χνει, εκτός και αν την πα­τή­σεις.
— Τι συμ­βαί­νει, ρω­τά­ει ο Γιαν­να­κου­ρέ­ας. Τι εί­ναι η Μα­κα­μπή; Συ­γνώ­μη, αλ­λά όλη μέ­ρα με τα κα­πνά, το ερ­γο­στά­σιο, και τα προ­βλή­μα­τα του σω­μα­τεί­ου, δεν προ­λα­βαί­νω να πα­ρα­κο­λου­θή­σω τι γί­νε­ται.

Ο Κο­σμί­δης, τσι­μπώ­ντας ένα με­ζέ:

— Εί­ναι χο­ντρό ζή­τη­μα. Θέ­λουν να το ξε­χά­σου­με, αλ­λά...

Ο Τζέ­κι κά­νει σταυ­ρο­πό­δι λέ­γο­ντας:

— Για­τί ασχο­λεί­στε τό­σο πο­λύ με τους Εβραί­ους; Αυ­τοί έχου­νε απο­δυ­να­μω­θεί. Το ’12, με την απε­λευ­θέ­ρω­ση έφυ­γε το 30%, που ήταν ντον­μέ­δες, μου­σουλ­μά­νοι Εβραί­οι, κι εν­διά­με­σα έχου­νε απο­χω­ρή­σει αρ­κε­τοί. Φεύ­γουν συ­νέ­χεια για την Γιά­φα, την Αρ­γε­ντι­νή, το Πα­ρί­σι, την Νέα Υόρ­κη. Έχου­νε χά­σει τα πρω­τεία. Εμάς τους κα­πνο­βιο­μή­χα­νους μας νοιά­ζει πιο πο­λύ να μην μπαί­νου­νε πολ­λοί ερ­γά­τες κο­μου­νι­στές στα ερ­γο­στά­σια. Κά­νουν φα­σα­ρί­ες, προ­πα­γάν­δα, ορ­γα­νώ­νου­νε συ­νέ­χεια δια­δη­λώ­σεις κι απερ­γί­ες. Θέ­λου­με να μας στέλ­νε­τε δι­κά σας παι­διά, νοι­κο­κύ­ρη­δες, εθνι­κό­φρο­νες. Μας εν­δια­φέ­ρει να μην αφή­νε­τε τους αρι­στε­ρούς να κά­νου­νε κου­μά­ντο στην ερ­γα­τιά. Ζη­μιώ­νου­νε την πα­ρα­γω­γή συ­στη­μα­τι­κά, χτυ­πά­νε την οι­κο­νο­μία.

— Το προ­σπα­θού­με κύ­ριε Τζέ­κι. Κά­νου­με τρα­χύ αγώ­να.

Ο φρού­ραρ­χος κ. Λε­ω­νι­δά­κος τό­ση ώρα ακού­ει και βλέ­πει σιω­πη­λά. Το ίδιο και ο σω­μα­τάρ­χης κ. Μά­γνης που έχει βγά­λει το σα­κά­κι του κι έμει­νε με το λευ­κό που­κά­μι­σο και την μπλε γρα­βά­τα με το στι­βα­ρό, με­ταλ­λι­κό κλίπ: πα­ρα­κο­λου­θεί στω­ι­κά, τσι­μπο­λο­γά­ει και πί­νει. Εί­ναι επι­φυ­λα­κτι­κός, δεν σχο­λιά­ζει τί­πο­τε για­τί δεν ξέ­ρει όλους τους κα­λε­σμέ­νους – γυ­ρί­ζει και κοι­τά­ζει στην πι­σί­να όπου έχει μπει ο ένας υπη­ρέ­της, έχει ανα­σύ­ρει με κό­πο το αγριο­γού­ρου­νο απ’ τον βυ­θό και προ­σπα­θεί μα­ζί με τον άλ­λον να το σύ­ρου­νε έξω, στο πε­ζού­λι της δε­ξα­με­νής. Ο άλ­λος έχει φέ­ρει κι ένα μο­νό­ρο­δο κα­ρο­τσά­κι για να το φορ­τώ­σου­νε και να το κου­βα­λή­σουν στο σπί­τι για γδάρ­σι­μο. Την στιγ­μή που κα­τα­φέρ­νου­νε, βο­γκώ­ντας και με το ζό­ρι, να βά­λου­νε το ζώο μέ­σα στο κα­ρό­τσι, ένας από τους τρεις διευ­θυ­ντές κα­πνερ­γο­στα­σί­ων της πα­ρέ­ας, φί­λος του Γιαν­να­κου­ρέα, ο Φρα­γκί­σκος ο Σύ­ψας, έχει με­θύ­σει απ’ την ρε­τσί­να που φαί­νε­ται δεν την αντέ­χει και σε συν­δυα­σμό με την επί­δρα­ση του ήλιου, ζα­λί­ζε­ται, γέρ­νει απ’ την κα­ρέ­κλα του και πέ­φτει στο έδα­φος μι­σο­λι­πό­θυ­μος. Τα­ρά­ζο­νται όλοι στην ομή­γυ­ρη, τρέ­χου­νε, τον ση­κώ­νουν, αλ­λ’ αυ­τός δεν φαί­νε­ται να έχει πά­θει κά­τι, απλώς λέ­ει μπερ­δε­μέ­να πρά­μα­τα, εξαι­τί­ας τού ότι εί­ναι πο­λύ σου­ρω­μέ­νος. Πα­ρα­παί­ει και πα­ρα­λη­ρεί. Η ανη­συ­χία της πα­ρέ­ας με­τα­τρέ­πε­ται σε γέ­λια και σε πει­ράγ­μα­τα. Ο με­θυ­σμέ­νος, που έχει και δεν έχει επα­φή, το παίρ­νει ελα­φρά, του χα­λα­ρώ­νου­νε την γρα­βά­τα, τού ρί­χνου­νε λί­γο νε­ρό στο πρό­σω­πο– ξα­να­κά­θε­ται, αλ­λά πά­λι τα­λα­ντεύ­ε­ται επι­κίν­δυ­να, εί­ναι έτοι­μος να ξα­να­πέ­σει. Πά­ει ο Γιαν­να­κου­ρέ­ας από πά­νω του, σκύ­βει και του λέ­ει πως γι αυ­τές τις πε­ρι­πτώ­σεις δια­θέ­τει ένα ξε­χω­ρι­στό φάρ­μα­κο, μια δο­κι­μα­σμέ­νη συ­ντα­γή που σε ξε­με­θά­ει αμέ­σως. Τον ρω­τά­ει:

— Φρα­γκί­σκο, θες να το δο­κι­μά­σου­με να σου φύ­γει η σού­ρα; Να συ­νέλ­θεις αμέ­σως;
— Ναι, ναι, κά­νει εκεί­νος με το κε­φά­λι – δυ­σκο­λεύ­ε­ται να μι­λή­σει.

Ο Τζέ­κι φω­νά­ζει στον έναν υπη­ρέ­τη που στέ­κε­ται αμή­χα­νος, μα­ζί με τον άλ­λον, δί­πλα στο φορ­τω­μέ­νο αγριο­γού­ρου­νο και βλέ­που­νε χα­μο­γε­λώ­ντας τι γί­νε­ται με το με­θυ­σμέ­νο:

— Ρε, βου­βω­νο­κή­λη, τρέ­χα και φέ­ρε απ’ την απο­θή­κη το πα­λιό σι­δε­ρέ­νιο κρε­βά­τι…

Και του κλεί­νει το μά­τι.

Μέ­σα απ’ το κτή­μα, σε από­στα­ση εί­κο­σι μέ­τρων απ’ την πι­σί­να περ­νά­ει το μι­κρό πο­τα­μά­κι του χει­μάρ­ρου που ξε­κι­νά­ει απ’ το βου­νό ψη­λά και ρέ­ει προς τα κά­τω — η όχθη του εί­ναι ενά­μι­σο μέ­τρο πλά­τος, και έχει εξή­ντα πό­ντους βά­θος. Ο Γιαν­να­κου­ρέ­ας λέ­ει στον υπη­ρέ­τη που έφε­ρε το κρε­βά­τι, το οποίο εί­ναι σκέ­το μέ­ταλ­λο με κα­μπυ­λω­τά πό­δια, γυ­μνό, με λά­μες, να το βά­λει στον πά­το του χει­μάρ­ρου. Εκεί­νος πά­ει και το ρί­χνει με προ­σο­χή κα­τά την φο­ρά του νε­ρού για­τί μό­νο έτσι χω­ρά­ει — η επι­φά­νεια ρέ­ει μό­νο εί­κο­σι, τριά­ντα πό­ντους πά­νω απ’ το κρε­βά­τι που έχει κολ­λή­σει κα­λά στον ρη­χό βυ­θό. Με­τά ο Σε­ρέ­της και δυο της πα­ρέ­ας πιά­νου­νε, γε­λώ­ντας μου­λω­χτά, ση­κώ­νου­νε τον με­θυ­σμέ­νο Φρα­γκί­σκο Σύ­ψα, και κρα­τώ­ντας τον απ’ τις μα­σχά­λες τον πη­γαί­νου­νε υπο­στη­ρι­ζό­με­νο, χω­ρίς αυ­τός να κα­τα­λα­βαί­νει και χω­ρίς πολ­λά πολ­λά, προς το πο­τα­μά­κι. Με­τά, τον ανα­λαμ­βά­νου­νε οι δύο Τριε­ψε­λί­τες: τον πιά­νου­νε από τις μα­σχά­λες και τα πό­δια και τον βά­ζου­νε όπως εί­ναι, τσί­λι­κος, κο­στου­μά­τος, ορι­ζό­ντια πά­νω στο με­ταλ­λι­κό κρε­βά­τι μέ­σα στον χεί­μαρ­ρο – το σώ­μα του εί­ναι, πια, σού­μπι­το εντός της κοί­της και το κε­φά­λι του, σχε­δόν όλο, απέ­ξω. Το κρύο, μπου­ζια­σμέ­νο νε­ρό όπως κα­τε­βαί­νει με ορ­μή τον κα­λύ­πτει, τον λού­ζει ολό­κλη­ρο, σχε­δόν, μα­ζί με τα ρού­χα και τα πα­πού­τσια, τον δια­περ­νά­ει πέ­ρα πέ­ρα, η γρα­βά­τα του γυ­ρί­ζει σαν προ­πέ­λα, κα­θώς οι υπό­λοι­ποι της πα­ρέ­ας αλα­λά­ζουν κι ενώ ο Τζέ­κι ψέλ­νει σο­βα­ρο­φα­νώς και φω­να­χτά υψώ­νο­ντας τα χέ­ρια προς τον ου­ρα­νό «Εν Ιορ­δά­νη βα­πτι­ζο­μέ­νου σου Κύ­ριε».

Ο Φρα­γκί­σκος ξαφ­νι­κά, ξυ­πνά­ει μου­σκε­μέ­νος και ανα­ση­κώ­νε­ται στα χέ­ρια του. Τον νε­ρό τον έχει σο­κά­ρει, τον πα­γώ­νει, αλ­λά ταυ­τό­χρο­να το νιώ­θει και κά­πως ευ­ερ­γε­τι­κά, συ­νέρ­χε­ται σε δευ­τε­ρό­λε­πτα, κι ενώ στην αρ­χή δεν το αντέ­χει, με­τά από λί­γο φαί­νε­ται να το αντι­με­τω­πί­ζει κά­πως, σχε­δόν να του αρέ­σει –μέ­χρι που αι­σθά­νε­ται να πα­γώ­νει εντε­λώς. Αλ­λά τώ­ρα, ωστό­σο, νιώ­θει το κε­φά­λι του, το μυα­λό του εντε­λώς κα­θα­ρό, ξε­μέ­θυ­στο. Τό­τε αρ­χί­ζει να γε­λά­ει τρα­ντα­χτά, ακα­τά­παυ­τα, γέρ­νει, πιά­νε­ται στην όχθη και όπως όπως κυ­λιέ­ται, βγαί­νει έξω πλά­για, σέρ­νε­ται στά­ζο­ντας ολό­κλη­ρος, ξα­πλώ­νει, και με­τά ανα­κά­θε­ται στο χώ­μα –ενώ η πα­ρέα ζη­τω­κραυ­γά­ζει, αλα­λά­ζει, χει­ρο­κρο­τεί. Εκεί­νος συ­νέρ­χε­ται κι άλ­λο, νιώ­θει πα­γω­μέ­νος αλ­λά λυ­τρω­μέ­νος, διαυ­γής, και τους χαι­ρε­τά­ει θριαμ­βι­κά έχο­ντας πιά­σει την μου­σκε­μέ­νη γρα­βά­τα του και κου­νώ­ντας την σαν μα­ντή­λι.

Ο Τριε­ψε­λί­της Ζά­χος Σιρ­βι­λής πά­ει και φέρ­νει μια ντα­μι­τζά­να κι ένα πο­τή­ρι, το γε­μί­ζει και το δί­νει στο ξε­μέ­θυ­στο, πια, Φρα­γκί­σκο που το παίρ­νει χα­μο­γε­λα­στός, ση­κώ­νει το κε­φά­λι και ρί­χνει μια γου­λιά υπό τις επευ­φη­μί­ες των υπο­λοί­πων.

Ο σω­μα­τάρ­χης κι ο φρού­ραρ­χος έχου­νε πλη­σιά­σει κι αυ­τοί και δεν μπο­ρού­νε να κρα­τή­σουν τα γέ­λια τους, ενώ ο Γιαν­να­κου­ρέ­ας σκύ­βει και λέ­ει:

— Φρα­γκί­σκο, στο σπί­τι, δί­πλα, έχω όσα ρού­χα θες. Θα πά­με τώ­ρα να αλ­λά­ξεις και θα εί­σαι μια χα­ρά. Και­νούρ­γιος. Κύ­ριος.

Με­τά γυ­ρί­ζει προς τον υπη­ρέ­τη ο οποί­ος έχει κου­βα­λή­σει με τον συ­νά­δερ­φό του το γου­ρού­νι στο σπί­τι κι έχει επι­στρέ­ψει μή­πως τον χρεια­στεί το αφε­ντι­κό που τώ­ρα του φω­νά­ζει:

— Έλα δω, ρε βου­βω­νο­κή­λη…



( Από­σπα­σμα μυ­θι­στο­ρή­μα­τος που θα κυ­κλο­φο­ρή­σει τον Μάρ­τιο )

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: