Πριν από δυο χρόνια διάβασα κι απόλαυσα το βιβλίο του Sylvain Tesson Η λεοπάρδαλη του Χιονιού, στην έξοχη μετάφραση του Σπύρου Γιανναρά (Άγρα 2020). Πρόκειται για ένα σαγηνευτικό χρονικό της αναζήτησης και της προσπάθειας φωτογραφικής καταγραφής αυτού του σπάνιου και ακριβοθώρητου αιλουροειδούς στα υψίπεδα της Κεντρικής Ασίας.
Ο Tesson, προσκεκλημένος του φωτογράφου της άγριας φύσης Vincent Munier και της ομάδας του, μετέχει στο δύσκολο ταξίδι, με πορείες και αναρριχήσεις σε δύσβατα τοπία, με πολύωρες αναμονές στο ψύχος, και παραδίδει ένα κείμενο γραμμένο με έντονο θαυμασμό και σεβασμό προς το πλάσμα αυτό, μα και προς όλα τα πλάσματα που θα συναντήσει, νιώθοντας πως δεν είναι εκείνος που τα παρακολουθεί αλλά ότι αυτά τον εποπτεύουν.
Έτσι, αναφερόμενος σε μια φωτογραφία του Munier, μας λέει: «Στο πρώτο πλάνο ένα γεράκι στο χρώμα του δέρματος καθισμένο σ’ ένα διάστικτο από τις λειχήνες βράχο. Πίσω ελαφρώς αριστερά, πίσω από το ασβεστώδες περίγραμμα, αόρατα στο μη εξοικειωμένο βλέμμα, εμφανίζονται τα μάτια μιας λεοπάρδαλης που καρφώνουν τον φωτογράφο». [σ. 134]
Η λεοπάρδαλη του χιονιού
Ο γενικός τόνος της αφήγησης εμπεριέχει ένα σχεδόν θρησκευτικό δέος: «Τα θηρία είναι οι θεοί που έχουν ήδη εξαφανιστεί. Τίποτε δεν αμφισβητεί την ύπαρξή τους. Αν κάτι προκύψει αυτό θα είναι μόνο η ανταμοιβή. Αν τίποτα δεν συμβεί θα αδειάσουμε τη γωνιά…, αποφασισμένοι να ξαναπιάσουμε το καρτέρι την επομένη. Οπότε, αν εμφανιστεί το θηρίο, θα το πανηγυρίσουμε. Υποδεχόμενοι αυτόν τον σύντροφο, του οποίου η παρουσία είναι σίγουρη, αλλά η επίσκεψη αβέβαια. Το καρτέρι είναι μια ταπεινή πίστη». [σ. 36]
Ένας ύμνος στη φύση, τη δημιουργία, την επιβίωση: «… η λεοπάρδαλη του χιονιού κάνει έρωτα σε πάλλευκα τοπία. Τον μήνα Φεβρουάριο μπαίνει σε οίστρο. Ζει μέσα στα κρύσταλλα, ντυμένη με γούνες. Τα αρσενικά παλεύουν, τα θηλυκά προσφέρονται, τα ζευγάρια καλούν το ένα το άλλο. Ο Munier το είχε προβλέψει: Αν θέλαμε να έχουμε κάποια πιθανότητα να την αντικρύσουμε, έπρεπε να την αναζητήσουμε μέσα στο καταχείμωνο, στις τέσσερις ή πέντε χιλιάδες μέτρα υψόμετρο. Θα προσπαθούσα να αντισταθμίσω τις αντιξοότητες του χειμώνα με τη χαρά της θέασής της» [σ. 21]
Το 2021 έμαθα ότι όλο αυτό το χρονικό παρουσιάστηκε κινηματογραφικά, ως ντοκιμαντέρ αντάξιο του βιβλίου, ή σχεδόν – γιατί η εικόνα «ευκολύνει» την αφήγηση και χαλαρώνει τον έντονο δεσμό που πλάθει ο αναγνώστης με τον μύθο της αναζήτησης. Ωστόσο, είναι στιγμές που καθιστά πιο απτό το παιχνίδι που παίζει η λεοπάρδαλη μαζί μας, καθώς εντός του εικαστικού μέσου, του απολύτως ορατού, γίνεται αόρατη και αντί να την κοιτάμε εμείς, μας κοιτάει εκείνη. Όπως στο παρακάτω ‘καρέ’:
Στους επόμενους μήνες παρακολούθησα την ανάδειξη της πρωταγωνίστριας αυτού του χρονικού σε λαμπερή σταρ ενός μιντιακού συστήματος, και τη βαθμιαία μεταστροφή τής αναζήτησης και της καταγραφής της από μια ένδειξη σεβασμού και θαυμασμού προς το πλάσμα αυτό, σε μέσο αυτοπροβολής εκείνου που την εντοπίζει και την καταγράφει.
Σε τυχαία ζάπινγκ στην τηλεόραση τούτη τη χρονιά έπεσα πάνω σε τουλάχιστον δύο ντοκιμαντέρ για τη λεοπάρδαλη του χιονιού. Και τα δύο ήταν σοβαρές παραγωγές που περιείχαν και τον μόχθο της αναζήτησης μέσα σε αφιλόξενα τοπία. Όμως μου φάνηκε ότι άρχιζε ένας πληθωρισμός της εικόνας της λεοπάρδαλης, η οποία γινόταν «τρέντι». Το ένα ντοκιμαντέρ ήταν μέρος, επεισόδιο θα λέγαμε, μιας σειράς με σπάνια ζώα, όπου γινόταν ευρεία χρήση της εύκολης λύσης, της κάμερας παγίδας που οι παραγωγοί τοποθετούσαν στα σημεία όπου υπήρχαν ίχνη της λεοπάρδαλης. Αυτό βέβαια, μετέτρεπε το πλάσμα σε ένα εξωτικό τηλεοπτικό προϊόν, όπως βέβαια και όλα τα άλλα ζώα της εκπομπής. Το άλλο είχε πιο ευγενικό σκοπό: να πείσει τις κυβερνήσεις των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών να εξασφαλίσουν κονδύλια για τη διάσωση της λεοπάρδαλης, που όπως είναι επόμενο κινδυνεύει με εξαφάνιση.
Όμως, πριν την εξαφάνισή της, μέσα στις συντεταγμένες της σύγχρονης κοινωνίας μας, καθώς η φήμη της λεοπάρδαλης του χιονιού άρχισε να εξαπλώνεται, ήταν αναμενόμενο να μετατραπεί το σπάνιο αυτό πλάσμα σε τρόπαιο, αν όχι για κυνηγούς με πυροβόλα όπλα, αλλά οπωσδήποτε για εκείνους φωτογράφους που θέλουν πάνω απ’ όλα να γίνουν διάσημοι, να γίνουν celebrities, και είναι έτοιμοι να καταφύγουν σε ανέντιμα μέσα.
Έτσι, τον περασμένο μήνα η Αμερικανίδα φωτογράφος Kittiya Pawlowski παρουσίασε μια σειρά από εντυπωσιακές λήψεις της λεοπάρδαλης σε επιβλητικά χιονισμένα τοπία στους πρόποδες των Ιμαλαΐων, τις οποίες ανέβασε στο προσωπικό της site. Οι εικόνες αυτές βρήκαν το δρόμο τους, με εγκωμιαστικά σχόλια, στους Times και στην γκαλερί Saatchi του Λονδίνου.
Όπως σημειώνεται στον ιστότοπο photo.gr στις 29 Νοεμβρίου 2022 «η φωτογράφος διηγούνταν το παρασκήνιο πίσω από τις εικόνες αυτές και πως είχε πεζοπορήσει 160χλμ. σε αναζήτηση της σπάνιας τοπικής πανίδας και ιδιαίτερα του συγκεκριμένου είδους. Τοποθέτησε μάλιστα τις λήψεις με τις εντυπωσιακές εικόνες στη κοιλάδα Gorak Shep στο Νεπάλ. Αφού όμως απεκόμισε τον παγκόσμιο θαυμασμό για τις μοναδικές εικόνες, η φωτογράφος [μετά από σχόλια για τον παράξενο φωτισμό των εικόνων] παραδέχθηκε ότι είναι αποτέλεσμα μοντάζ από δικές της φωτογραφίες, οι λήψεις των οποίων έγιναν στην ίδια αποστολή και παρόλα αυτά δεν αισθάνονταν ηθικά υπόλογη για την παραπλάνηση τόσων και τόσων θεατών».
Όμως, δεν ήταν μόνο αυτό. Γιατί στη συνέχεια αποκαλύφθηκε ότι ακόμη και οι εικόνες των λεοπαρδάλεων που η Pawlowski είχε ενθέσει στα χιονισμένα τοπία με το photoshop, ήταν κι αυτές κλεμμένες, συγκεκριμένα από λήψεις του Sylvain Cordier, που εργάζεται για το πρακτορείο Hermis. Στον τίτλο άρθρου του Ulysse Lefebvre στις 8 Δεκεμβρίου 2022 δηλώνεται ευθέως: «Βρήκαμε τη λεοπάρδαλη του χιονιού στις πλαστές φωτογραφίες: από μια «εικαστική δημιουργία» σε μια εικόνα κλεμμένη από την Kittiya Pawlowski».
Η Pawlowski είχε «ξεγυρίσει» τη λεοπάρδαλη της φωτογραφίας του Cordier στο photoshop, δηλαδή είχε αφαιρέσει το φόντο, και την τοποθέτησε κατοπτρικά ώστε να κοιτάει προς την αντίθετη κατεύθυνση, μέσα σε ένα εντελώς διαφορετικό τοπίο.
Έτσι, μέσα στο πλαίσιο που έχει ορίσει ο σύγχρονος πολιτισμός μας, η λεοπάρδαλη του χιονιού μετατράπηκε τελικά κι αυτή σε «εικαστικό εμπόρευμα» και σε εφαλτήριο για την διασημότητα του ‘δημιουργού’ που την αναπαριστά, για την απόκτηση του celebrity status και, φυσικά, για τον πλουτισμό του. Με οποιοδήποτε μέσο και χωρίς καμία αναστολή. Συγχέοντας το ψέμα με την αλήθεια, το πλαστό με το γνήσιο, και αναδεικνύοντας τον «έξυπνο» και τα κορόιδα.
Είναι μια ιστορία της εποχής μας.
Καλή χρονιά