Εμείς οι τέσσερις σηκώναμε το χέρι

1947.  Η  Α΄ τάξη  Δημοτικού του Πειραματικού Σχολείου Θεσσαλονίκης
1947. Η Α΄ τάξη Δημοτικού του Πειραματικού Σχολείου Θεσσαλονίκης

            Αλέξανδρε,

αυτήν τη φωτογραφία την είχα κρατημένη από καιρό αλλά δεν πρόκαμα... να την κοπιάρω, να στη δώσω, να σε διασκεδάσω με τα σχόλιά μου. Να χαμογελάσεις πάλι.
Ο ήλιος έμπαινε τότε γενναιόδωρα από τα μεγάλα παράθυρα του Πικιώνη στο Πειραματικό της πρώτης νιότης μας. Ούτε θυμάμαι τι μας ρώτησε εκείνη τη στιγμή η ... Κυρία μας, η αξέχαστη Αγγέλα Δούμπαλη-Κεσσανλή. Ο φωτογράφος όμως του σχολειού απαθανάτισε ( τι λέξη κι αυτή... ) το γεγονός που βλέπω, χρόνια τώρα : πως απ’ όλη την τάξη τέσσερις μόνο σηκώσαμε το δάκτυλο να δώσουμε την απάντηση. Ο Πάνος, ο Κώστας, Εσύ κι Εγώ. Και η Μάγδα, να σε κοιτάζει με θαυμασμό και καμάρι. Χρόνια μετά παντρεύτηκε τον Κώστα. (Όλοι κάνουμε λάθη ! ).
Τώρα, με αφορμή ένα ... «κακό τηλέφωνο» έστησα πάλι μπροστά μου αυτή την εικόνα. Μου το’ χε γράψει από καιρό ο Μίλτος ( Χάρτης #31, Αφιέρωμα στον Μ. Σαχτούρη ), τότε όμως δεν του’ χα δώσει τη δέουσα προσοχή.
Σήμερα λοιπόν, χτύπησε πάλι το «κακό τηλέφωνο». Αυτήν τη φορά να με καλέσει στη νεκρώσιμη ακολουθία Σου.

Καμιά φορά η εισαγωγή σε ένα ‘θέμα’ μακραίνει, ή τείνει να το «υπερβεί» – με την έννοια να το παρακάμψει, κάτι που τελικά δεν μπορούμε να το αποφύγουμε και μάλιστα όταν είναι δυσάρεστο. Σκεπτόμουν λοιπόν ότι η πλειοψηφία – τουλάχιστο των ‘καθ’ ημάς’ ορθόδοξων, δεν ακούει τη νεκρώσιμη ακολουθία. Κατ’ αρχήν οι περισσότεροι ( αναφέρομαι στις νεότερες γενιές ) ακόμη και αν ακούνε, δεν καταλαβαίνουν (οὐ γὰρ οἴδασι ... τη γλώσσα μας ). Υπάρχει μια άλλη κατηγορία που ακούει αλλά μηχανικά. Οι ψαλμωδίες, το λιβάνι, ορισμένες φράσεις, και ο τόνος της φωνής παπάδων και ψαλτάδων, τους είναι τόσο οικεία από τα παιδικά τους χρόνια, αλλά συγχρόνως και τόσο απόμακρη. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακόμα και σαν υπνοθεραπεία. Έχουν ωστόσο μια αίσθηση ακαθόριστης ασφάλειας σε μια «αγκαλιά» που συνήθισαν και τη θεωρούν «δική» τους. Εκεί επιβεβαιώνεται η μεγάλη δύναμη και επιρροή της παράδοσης.
Η αλήθεια – για ’μένα τουλάχιστο, ενυπάρχει κυρίως στο νου, ή καλύτερα στο θυμικό. Αυτοί που έχασαν ένα αγαπημένο πρόσωπο και προσέρχονται στην τελευταία ‘φροντίδα’ του είναι βυθισμένοι στον πόνο και στις μνήμες τους. Συμπεριφέρονται σαν υπνοβάτες σε ένα σκηνικό που έχει την επίφαση κάποιας λειτουργίας, Στην ουσία δεν βλέπουν ούτε ακούν. Και η ιεροτελεστία που ξετυλίγεται μπρος στα μάτια τους είναι ίσως το «καλύτερο θέατρο» που έχουνε δει ποτέ.
Αυτός βέβαια που κηδεύεται δεν μπορεί να ακούσει τη νεκρώσιμη ακολουθία του, παρόλο που θα το’ θελε πολύ. Ούτε να δει πόσοι και ποιοι προσήλθαν να τον αποχαιρετήσουν.
Τις σκέψεις αυτές τις βασάνισα αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια. Το έψαξα και παραδέχθηκα πως – για μερικούς από τους παραπάνω λόγους, ούτε εγώ ακούω τη νεκρώσιμη ακολουθία. Δεν την προσδέχομαι και δεν πιστεύω πως θα δείξω σχετική φιλομάθεια από ’δω και πέρα. Μόνο δυο-τρία πράγματα έχω συγκρατήσει. Κάποια στιγμή στο τελετουργικό διαβάζεται η πρώτη, νομίζω, επιστολή του Παύλου προς Θεσσαλονικείς. Ελπίζω να μην είναι …σημαδιακό, για την γενέθλια πόλη. Συγκράτησα και μία φράση «…παραμυθεῖσθε τοὺς ὀλιγοψύχους, ἀνέχεσθε τῶν ἀσθενῶν…».

Καλό είναι να ακούγεται πότε-πότε καμιά Αλήθεια, έστω και έτσι.

… Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα,

κι η φρίκη δεν κουβεντιάζεται...

( γράφει ο Σεφέρης στον «Τελευταίο σταθμό» )

Οι «πιστοί» θα ξεπλύνουν τα χέρια τους από τους σβώλους που ρίξανε και θα στρωθούνε στην Μεγάλη Τράπεζα για τον καφέ και το κονιάκ, ανταλλάσοντας αμήχανες ευχές. Ο νεκρός, μόνος και παγωμένος, είναι βυθισμένος στο απόλυτο σκοτάδι με το στόμα γεμάτο χώμα.





ΥΓ.: Για να μην αλλάξουμε τόνο, Αλέξανδρε ... έτσι συμβαίνει. Τέσσερις σηκώναμε το χέρι να πούμε καλά το μάθημά μας. Τότε και πάντα. Ο καθένας με τον τρόπο του. Κι η ζωή ανταμείβει. Όταν πέσουμε, τέσσερις μας σηκώνουν.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: