Γράφει σ' ένα ποίημά του ο Μποντλέρ: «Απ' τον καρπό όταν μια φορά όλο το χυμό έχεις στύψει,/ να ζεις είναι πικρότατο». Επ' αυτού πρόκειται στο υπέροχο «Irrational Man» για το οποίο γράφτηκαν φοβερά επιπόλαιες (επι)κρίσεις, όπως για παράδειγμα ότι ο Γούντι Άλεν επαναλαμβάνεται κουραστικά, αναμασώντας πράγματα που έχει πει πολύ καλύτερα στο αριστούργημα, «Crimes and Misdemeanors», στο «Match Point» ή στο «Cassandra's Dream». Μα πόσο επιφανειακά μπορεί κανείς να διαβάζει μια ταινία για να φτάνει σ' ένα τέτοιο συμπέρασμα! Επειδή όλα αυτά τα έργα αναπτύσσονται γύρω απ' το ηθικό πρόβλημα του φόνου, δεν σημαίνει ότι μοιάζουν κιόλας στην ουσία τους.
Το «Irrational Man», αρχικά, απέχει παρασάγγας απ' τα προαναφερθέντα εξαιτίας ενός ανυπολόγιστα σημαντικού παράγοντα: εδώ δεν πρόκειται για ένα έγκλημα που διαπράττεται εξαιτίας κάποιου ωφελιμιστικού κινήτρου (να φιμωθεί μια ενοχλητική —και επικίνδυνη— ερωμένη που απειλεί την κοινωνική εικόνα του θύτη, να διασφαλιστεί η ταξική ανέλιξη, να αποκτηθούν κάποια απαραίτητα χρήματα), εδώ πρόκειται για το «παράλογο» έγκλημα χωρίς αιτία, αυτό που γίνεται ως διακήρυξη της τρομακτικής ελευθερίας του υποκειμένου, για μια πράξη «πέρα από το Καλό και το Κακό». Το να συγκρίνεις το «Irrational Man» με το «Crimes and Misdemeanors» μόνο και μόνο επειδή και στα δύο οι πρωταγωνιστές σκοτώνουν, ισοδυναμεί με καθαρή ανικανότητα να κατανοήσεις (συνεπώς και να κρίνεις) τη σημειολογία του κινηματογραφικού έργου για το οποίο -ατυχώς- γράφεις.
Στον νοηματικό πυρήνα του «Irrational Man» βρίσκεται η ακηδία, ο κορεσμός απ' τη ζωή, το μπούχτισμα με τον κόσμο. Ένας καθηγητής φιλοσοφίας (ο Χοακίν Φίνιξ, σταθερά εκπληκτικός στον κεντρικό ρόλο) που, τόσο λόγο επαγγέλματος όσο και λόγο ιδιοσυγκρασίας, έχει εξαντλήσει όλες τις ζωτικές πλάνες που κάνουν τα ανθρωπάκια να μπαίνουν, όπως τα χάμστερ, στον τροχό του κοινωνικού τρεχαλητού για τα απαραίτητα («αγώνες για το ψωμί και το αλάτι, έρωτες, πλήξη» κατά την αξεπέραστη διατύπωση του Καρυωτάκη), βιώνει μια σαρωτική υπαρξιακή κρίση. Δεν βρίσκει ευχαρίστηση σε τίποτα, η ακαδημαϊκή του καριέρα τον αφήνει αδιάφορο, έχει παρατήσει στη μέση ένα βιβλίο για τον Χάιντεγκερ και τον φασισμό (ο ορισμός της κοινότοπης φιλοσοφικής μελέτης), οι κάθε είδους συναναστροφές με τους ανθρώπους τον κάνουν να βαριέται θανάσιμα, ούτε καν ο έρωτας δεν λειτουργεί ως καρύκευμα στην ανοστιά της ζωής του. Πολιτικούς αγώνες, υψιπετείς ιδέες, ναρκωτικά, γαμήσια, τα δοκίμασε όλα τα παραισθησιογόνα σε ισχυρές δόσεις και δεν τον «πιάνουν» πλέον. Ανάμεσα στην απόλυτη παράδοση στην κατάθλιψη και τη φρίκη του κενού, όμως, βλέπει την τελευταία στιγμή, να ορθώνεται κάτι σαν ελπίδα. Θα μπορούσε να «βγάλει απ' τη μέση» ένα κοινωνικό παράσιτο, έναν διεφθαρμένο δικαστή, και αίφνης τα πάντα θα αποκτούσαν νόημα ξανά. Θα μπορούσε να σκοτώσει, να παραβεί την ηθική τάξη (αλλά για ηθικούς λόγους), και να αποφύγει την αυτοκτονία.
Πράγματι, σκοτώνοντας ξαναγεννιέται. Το γκρίζο πέπλο που σκέπαζε την πραγματικότητα, σηκώνεται και όλα όσα τον περιβάλλουν φωτίζονται και πάλι. Ξεχειλίζει από ορμή και ζωντάνια. Ο, δολοφόνος πλέον, καθηγητής, μοιάζει με ερωτευμένο πιτσιρίκι που μόλις κατέκτησε σωματικά την αγαπημένη του (και, εντελώς ειρωνικά, οι γυναίκες με τις οποίες ερωτοτροπεί, παρεξηγούν αυτή τη χαρούμενη ενεργητικότητα, θεωρώντας ότι την προκαλεί ο πόθος του για εκείνες). Αυτός εδώ ο μοντέρνος αντί-Ρασκόλνικοφ, δεν βασανίζεται από τύψεις και ενοχές, είναι πεπεισμένος πως έπραξε το σωστό. Βρισκόμαστε πολύ μακριά απ' τον ιδεοληπτικό μοραλισμό του Ντοστογιέφσκι, καθώς επίσης κι απ' την κρυπτοχριστιανική μεταφυσική που ονόμασε Ηθική ο Καντ. Έχοντας ξεκοκαλίσει τα «ιερά κείμενα» της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας, ο καθηγητής δεν αμφιβάλλει στιγμή ότι η ενέργειά του είναι μεταφυσικά δικαιωμένη. Στο κάτω κάτω, νιώθει καλά, για την ακρίβεια νιώθει υπέροχα. Και σύμφωνα με τον Νίτσε, το μόνο κριτήριο για το ενδεδειγμένο μιας πράξης, πρέπει να είναι η απόλαυση που αντλούμε απ' αυτήν. Τίποτα άλλο.
Είναι σαφές ότι ο Γούντι κοροϊδεύει την υποκρισία του καθηγητή (ίσως και των επαγγελματιών διανοουμένων, γενικότερα). Παρατηρεί με σκωπτική περιφρόνηση ένα υπαρξιακό σκέλεθρο φτιαγμένο από πομπώδεις θεωρίες, να περιφέρει στον κόσμο το ναυάγιό του και να αναζωογονείται απ' την παράβαση του τελευταίου ορίου, επειδή τίποτα σ' αυτή τη γη δεν του ήταν αρκετό. Δεν βλέπει τίποτα το ηρωικό στο έγκλημά του, κανέναν νιτσεϊκό «υπεράνθρωπο», μονάχα ένα φοβισμένο ανθρωπάκι που, ανίκανο καθώς είναι να αγαπήσει και να σωθεί, φαντασιώνεται υπερβάσεις της μικροαστικής ηθικής για λογαριασμό ενός «ανώτερου» ηθικού σκοπού. Τίποτα διαφορετικό απ' ό,τι έκαναν πάντα τα ολοκληρωτικά καθεστώτα και οι κάθε είδους μνησίκακοι φανατικοί που νομιμοποίησαν τον φόνο, προσδίδοντάς του ιδεολογική ή «επαναστατική» επίφαση. Το «Irrational Man» υπονοεί ότι η ηθικοποίηση του εγκλήματος, δεν μπορεί παρά να πηγάζει από μια βαθιά εχθρότητα προς τη ζωή. Η οποία, αναζητώντας μια τελευταία λύση πριν στραφεί εναντίον του υποκειμένου για να το καταβροχθίσει, μεταμορφώνεται σε «πάθος ανατροπής» των κοινωνικών κανόνων.
Μια αθόρυβα μεγάλη, πολυεπίπεδη, και συναρπαστικά σύνθετη στην προβληματική της, ταινία, ενός σπουδαίου σκηνοθέτη και σεναριογράφου που κάποιοι λένε ότι τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει σημάδια δημιουργικής κόπωσης. Κι εκείνος δεν σταματάει να αποδεικνύει το αναληθές και το… παράλογο ενός τέτοιου ισχυρισμού.