Σ’ ένα από τα πολλά μου 1975 με έλεγαν Cosmo Vitelli και είχα ένα νάιτ κλαμπ στην Sunset Strip του Λος Άντζελες. Στην σκηνή του ανέβαιναν εκείνες που αποκαλούσα «κορίτσια μου» και «οικογένειά μου», γυναίκες με ρούχα που αποκάλυπταν ποικίλα ποσοστά γυμνότητας. Οι κατά κόσμον De Lovelies προλογίζονταν και ανταποκρίνονταν στους αυτοσχέδιους μονολόγους του Mr. Sophistication, ενός κονφερασιέ που φιλοσοφούσε για την ζωή και τον έρωτα μ’ έναν θεατρικό, σχεδόν αλλόκοτο τρόπο. Αφιέρωνα πολύ χρόνο στον σχεδιασμό και στις χορογραφίες γιατί ενδιαφερόμουν βαθιά για την τέχνη που μπορεί να δημιουργηθεί στη σκηνή ενός ερωτικού κλαμπ· οι πελάτες, αντίθετα, νοιάζονταν μόνο για τα αποκαλυπτήρια των σωμάτων και εκδήλωναν με φωνές την αδημονία τους. Εγώ επέμενα να τους δείχνω πως ακόμα και οι στιγμές πριν το γδύσιμο αποτελούν ιδανικό χώρο λόγου και τέχνης. Αλήθεια: τα νούμερά μου ήταν πραγματικές καλλιτεχνικές εκφράσεις και όχι γεμίσματα ανάμεσα στις γυμναστικές επιδείξεις των επιδέξιων θηλυκών μου.
Για επτά χρόνια είχα ένα μεγάλο χρέος από τζόγο και τελικά κατάφερα να το ξεπληρώσω. Την ίδια μέρα προσκάλεσα τις πιο αγαπημένες μου χορεύτριες, την φιλενάδα μου Ρέιτσελ, την Μαργκό, και την Σέρυ, για να γιορτάσουμε την ελευθερία μου. Πέρασα να τις πάρω με μια λιμουζίνα γιατί ήξερα πως θα ενθουσιαστούν και τους ζήτησα να με συντροφεύσουν σε μια παρτίδα πόκερ. Ήθελα η βραδιά να τα έχει όλα: την ελευθερία μου, τα χαμόγελά τους και το μεγάλο ρίσκο. Χωρίς να το καταλάβω σηκώθηκα από το τραπέζι χρεωμένος με μερικές χιλιάδες δολάρια. Εκείνες που ήθελα να με δουν κυρίαρχο του παιγνίου κατέληξαν μάρτυρες της ήττας μου. Οι συμπαίκτες μού έδωσαν και υπέγραψα τις φόρμες υπ’ αρ. 117 και 23. Δεν τις διάβασα αλλά φανταζόμουν τι περιείχαν. Είχα επιστρέψει στην αιχμαλωσία. Γύρισα τα κορίτσια στο σπίτι τους ενώ προσπαθούσα να διώξω το σκοτάδι από το πρόσωπό μου. Όλα ήταν υπό έλεγχο, επέμενα να πιστεύω.
Μετά κάθισα σε μια καφετέρια για να σκεφτώ. Με σέρβιρε μια ξανθωπή γυναίκα (θαρραλέα μέσα στην συνεσταλμένη ομορφιά της) και μου ζήτησε να της δώσω μια ευκαιρία να μου δείξει τον χορό της, ώστε να δουλέψει στο κλαμπ. Την συνόδευσα απρόθυμα στο μαγαζί και κατεβήκαμε στο καπνισμένο υπόγειο που βοούσε από την σιωπή, σα να μην μπορούσε να συνηθίσει την απουσία των φωνών που το κατέκλυζαν κάθε βράδυ. Η γυναίκα κρύφτηκε στις κουίντες και ξεπρόβαλε με λευκό φόρεμα, ξυπόλητη. Χόρευε μ’ έναν δικό της τρόπο, αισθαντικό και άγαρμπο μαζί. Ο φακός μου εστίαζε στα γυμνά της πόδια, όπως διέγραφαν σχέδια μιας δικής της ζωγραφικής. Έτσι όπως τύλιγα τα μάτια μου αποκλειστικά γύρω τους όλα εξαφανίστηκαν – το άγχος, το αναπότρεπτο παρελθόν, το δυσοίωνο μέλλον. Η μορφή της απορρόφησε τα πάντα, η αθωότητά της έκανε σκόνη τον άθλιο κόσμο. Υπήρχαμε μόνο εμείς, μια άσπιλη ψυχή έτοιμη να βαπτιστεί στα Φώτα του πάλκου κι ένας πρόθυμος μυητής, αισιόδοξος ξανά. Η τελετή διακόπηκε βίαια από τον ήχο των τακουνιών της Ρέιτσελ, που ερχόταν να δει αν είμαι καλά και έπεφτε πάνω σε παράσταση για μια χορεύτρια και έναν θεατή. Ακολούθησε μια μεγαλοπρεπέστατη σκηνή ζήλειας και η νεαρή γυναίκα έφυγε τρομαγμένη, με τα ρούχα στα χέρια. Ξάπλωσα την Ρέιτσελ και της έφερα από το φαρμακείο-μπαρ το κατάλληλο λικέρ. Απέστρεψε το κεφάλι της αλλά το έρευσα ευλαβικά στα σφραγισμένα της χείλη, σε μια ακόμα βιασμένη εκδήλωση αγάπης, από τις μόνες που γνώριζα.
Την επόμενη μέρα ένας από τους πιστωτές με επισκέφτηκε στο κλαμπ και μου πρότεινε την διαγραφή του χρέους με αντάλλαγμα την δολοφονία ενός Κινέζου μπούκερ. Μου έδωσε ένα όπλο, ένα αμάξι και μια διεύθυνση, με τρόπο που σήμαινε πως δεν είχα δικαίωμα να αρνηθώ. Με προέτρεψε μάλιστα να σκίσω την απόδειξη οφειλής ως επισφράγιση της συμφωνίας. Θα μπορούσα ποτέ να κάνω τέτοιο; Κινήθηκα σαν υπνωτισμένος, όπως κάποιοι συνηθίζουμε σε ανάλογες οριακές στιγμές, αφήνοντας να με οδηγήσει το ρεύμα των πραγμάτων. Βγήκα βράδυ στον Hollywood Freeway που μαύριζε μπροστά μου, φωτισμένος μόνο από τα πίσω φώτα των αυτοκινήτων. Μ’ έπιασε λάστιχο, παράτησα το αμάξι στην άκρη και μπήκα σ’ έναν τηλεφωνικό θάλαμο για να ζητήσω ταξί και να πάρω στο κλαμπ. Ρώτησα τον μπάρμαν ποιο νούμερο παίζει εκείνη την στιγμή αλλά δεν ήξερε. Εκνευρίστηκα, δοκίμαζα τρόπους να μάθω, τον ρώτησα αν ακουγόταν το I’m so lonesome I could cry ή κάποιο άλλο τραγούδι. Δεν είχε σημασία τι πήγαινα να κάνω· η καρδιά μου ήταν εκεί. Μετά σταμάτησα σ’ ένα μπαρ, για την ζωτική συνομιλία με έναν μπάρμαν και μια γυναίκα, οποιαδήποτε γυναίκα. Τελικά έφερα εις πέρας την υποχρέωσή μου και διέφυγα, όχι χωρίς μια ξώφαλτση σφαίρα εντός μου.