Ήταν μια φορά ένας γενναίος στρατηγός. Είχε πάρει μέρος σε πολλές μάχες για την πατρίδα του, δίνοντας πρώτος το παράδειγμα. Το είχε, μάλιστα, σκάσει από το σπίτι του πριν συμπληρώσει τα 18, στα 16 και μισό, είχε δηλώσει ψεύτικη ηλικία και τον είχαν στρατολογήσει χωρίς πολλά πολλά. Είτε γιατί ήταν νεαρός ψηλός και γεροδεμένος με βλέμμα θαρραλέο. Είτε γιατί ο στρατός είχε ανάγκη από νέους με ενθουσιασμό ή απλά από στρατιώτες. Σπούδασε τον πόλεμο και πολέμησε σε κάθε πόλεμο του καιρού του, και ήταν πολλοί αυτοί, λογής εχθρούς απέναντί του, φανερά και στα κρυφά. Τώρα οι πολεμικές συρράξεις που ξεχαρβάλωναν και ξέσχιζαν την ζωή των ανθρώπων, είχαν τελειώσει. Συμφωνίες είχαν υπογραφεί από χέρια σημαντικά, με κύρος, σε τελετές επίσημες. Όμως, κάπως στραβά έγινε, και στον τόπο του ο πόλεμος συνέχιζε χειρότερος από πριν, γιατί τώρα τα όπλα είχαν στραφεί με μένος, ποιος ξέρει σε ποια σκοτερά σκοτάδια κρυβόταν, μεταξύ αδελφών, συντοπιτών, ομόγλωσσων.
Για καλό του, έτσι του είπαν, τον στάθμευσαν στον τόπο καταγωγής του. Εκεί όλοι τον ήξεραν και τον σέβονταν. Τον παραδέχονταν, μα αυτό δεν σήμαινε ότι συμφωνούσαν κιόλας. Και εκείνος τους ήξερε από γεννησιμιού του και ήταν δεμένος μαζί τους με μνήμες της παιδικής του ηλικίας. Ήξερε από πρώτο χέρι την κοπιαστική τους ζωή για επιβίωση. Στα χωράφια τους είχε περπατήσει ξυπόλητος. Θαύμαζε το κουράγιο και τις αντοχές τους. Το δυνατό τους σώμα και το σκληρό τους πνεύμα που τους έκανε νικητές της ζωής. Ήξερε τον δάσκαλο και τους εμπορευόμενους. Ήξερε τα σπίτια τους, όπως και εκείνοι το δικό του. Ήξερε τις οικογένειές τους, όπως εκείνοι την δική του. Ήξερε τα ονόματά τους, τα παιδιά τους, το έχει τους, τα ζωντανά τους. Δεν ήθελε να τους βλάψει, αρκετά είχαν όλοι πάθει. Και εκείνοι, πάλι, δεν είχαν όρεξη να τα βάλουν μαζί του.
Έτσι, ο πόλεμος πήρε άλλη τροπή. Τα βράδια, σε ένδειξη της διαφωνίας τους, έβαφαν τα ξύλινα παραθυρόφυλλά τους, κόκκινα. Και το πρωί, περνούσαν οι άλλοι και τους τα έβαφαν γαλάζια. Και όταν βαρέθηκαν, τους ανάγκαζαν πάνω από την κόκκινη μπογιά να βάζουν οι ίδιοι τη γαλάζια. Το βράδυ πάλι τα ίδια. Τα παραθυρόφυλλα ξημερωνόντουσαν κόκκινα. Όσο περνούσε ο καιρός τα δυο χρώματα μπερδεύονταν γιατί οι μπογιές τελείωναν και τα έξυναν να βγαίνουν τα χρώματα στην επιφάνεια ανάλογα. Το μέρος ανέδιδε, μέρα νύχτα, την μυρωδιά της μπογιάς, καθώς αυτή η διαδικασία τέλος δεν είχε. Ξανά και ξανά επαναλαμβανόταν, με πείσμα ανυποχώρητο και από τις δυο πλευρές. Οι νυχτερινές περιπολίες δεν έφερναν αποτέλεσμα στο βαθύ σκοτάδι. Μόνο λάσπες και κοπριές στα άρβυλα που δαιμόνιζαν τους άνδρες στην πρωινή επιθεώρηση. Ούτε οι έλεγχοι για χρωματιστές παλάμες και λεκιασμένα ρούχα έφεραν αποτέλεσμα.
Είδε και αποείδε ο στρατηγός και είπε ότι, κάπως, έπρεπε ένα τέλος να δοθεί. Αποφάσισε να καλέσει τον κόσμο στην μεγάλη πλατεία του κεντρικού σουλάτσου, να το συζητήσουν και μαζί να αποφασίσουν για τις συνεχείς χρωματικές επικαλύψεις, αν γινόταν. Μαζεύτηκαν όλοι –γυναίκες, άντρες, παιδιά–, μουδιασμένοι είναι αλήθεια στην κεντρική πλατεία. Η προηγούμενη πείρα είχε δείξει ότι οι μαζώξεις έκρυβαν κινδύνους. Απρόθυμα, πάντως πήγαν. Ο στρατηγός ανέβηκε τρία σκαλιά της εκκλησίας, ώστε να τον βλέπουν και να τον ακούν καλύτερα. Είπε με βροντερή φωνή:
— Ξέρετε γιατί σας μάζεψα, μαζευτήκαμε, εδώ! Δεν χρειάζεται να σας εξηγήσω. Το ξέρετε. Δεν μπορεί να συνεχιστούν τα βαψίματα, ξεβαψίματα, ξαναβαψίματα. Δεν μπορούμε να ασχολούμαστε με τα μπογιατίσματα άλλο. Μπογιατζήδες γίναμε! Έχουμε σοβαρότερες δουλειές να κάνουμε. Να καλλιεργήσουμε για να θερίσουμε, να βοσκήσουμε τα ζωντανά. Να κοιμηθούμε σαν άνθρωποι, βρ’ αδελφέ πια!
Ανακουφίστηκαν με τα λόγια του στρατηγού, μα δεν ηρέμησαν εντελώς. Όπως ήταν παραταγμένοι, οι γεροντότεροι και επικεφαλής μπροστά, το λόγο πήρε να απαντήσει ο αναγνωρισμένος ως εκπρόσωπος. Με φωνή σταθερή και αποφασιστική, είπε:
— Δίκιο έχεις Στρατηγέ, μα καταλαβαίνεις πώς δεν είναι μπορετό, με Τίποτα, να αφήσουμε τα παραθυρόφυλλά μας βαμμένα μπλε.
Και εκεί που ο στρατηγός ετοιμαζόταν να απαντήσει ότι «και εκείνος δεν μπορούσε με καμιά συνθήκη να επιτρέψει το κόκκινο και στο κάτω κάτω, τι έχει το μπλε; Δεν είναι το χρώμα του ουρανού, της θάλασσας, του αέρα, της ελευθερίας, της σημαίας… » και να μπει σε διάλογο, ακούστηκε μια αναπάντεχη φωνή από το βάθος του συγκεντρωμένου κόσμου, ξεκάθαρη να λέει:
— Να τα βάψουμε άλλο χρώμα!
Ο κόσμος γύρισε να δει από πού ακριβώς προήλθε η φωνή και σε ποιον ανήκε. Τα βλέμματα περιφέρονταν σε αναζήτηση του δράστη, με περιέργεια, έκπληξη και μια υποψία αρχής εκνευρισμού. Ο στρατηγός δεν άφησε την απρόσμενη ευκαιρία να πάει χαμένη. Την άρπαξε μεμιάς και δυνατά ρώτησε:
— Δηλαδή, σαν τι χρώμα να τα βάψουμε;
Και μόνος του απάντησε ρωτώντας συγχρόνως, στην τύχη:
— Πράσινα;
Η αναζήτηση του αγενούς ένοχου που μίλησε χωρίς να ρωτηθεί, που σίγουρα ήταν νέος γιατί βρισκόταν πίσω πίσω, και δεν δικαιούταν να μιλά, σταμάτησε. Τα βλέμματα διέκοψαν την διερεύνηση και συγκεντρώθηκαν, σκεπτικά, μπροστά. Πράσινα; Δεν ήταν κακή ιδέα. Όλα πράσινα, ούτε κόκκινα ούτε μπλε ούτε καφέ ούτε τίποτα. Πράσινα. Εκείνη ακριβώς την στιγμή, το πλήθος αντέδρασε σαν ένα σώμα που έβγαλε έναν στεναγμό ανακούφισης. Υπήρχε λύση! Καλή λύση!
— Πράσινα; επανέλαβε ο εκπρόσωπος.
— Πράσινα! ξαναείπε με σταθερότητα.
Ούτε αυτήν την σταθερότητα άφησε ο Στρατηγός να πάει στο βρόντο.
— Θα σας δώσω πολύ πράσινη μπογιά. Έχουμε άφθονη για τις ανάγκες των μηχανοκίνητων. Και σήμερα μάλιστα! Να περάσετε να πάρετε! Αύριο το πρωί όλα τα παραθυρόφυλλα, μπλε και κόκκινα και δεν με νοιάζει τι άλλο, να τα δω πράσινα! Θα τα επιθεωρήσω ο ίδιος!
Από τότε, στον τόπο αυτόν τα παραθυρόφυλλα γυαλίζουν, λουστραρισμένα, κάτω από τον ήλιο, πράσινα. Τόσο πολύ ταιριάζουν στα σπίτια, έρχονται σε αρμονική αντίθεση με τις κεραμοσκεπές, ομορφαίνουν τους δρόμους και τις ρούγες, παραπέμπουν στις ομορφιές της φύσης που περιβάλλει τα χωριά που γρήγορα το ακολούθησαν και άλλα μέρη και στην συνέχεια, με κάποιο σκεπτικό που είχε να κάνει με την πατροπαράδοτη οικιστική αρχιτεκτονική ορίστηκε ως παραδοσιακό τα παραθυρόφυλλα να είναι πράσινα. Ότι ανέκαθεν ήταν πράσινα. Λησμονώντας, ίσως απωθώντας, ότι ήταν αποτέλεσμα κοινής απόφασης σε κρίσιμη στιγμή.
Η φωνή του βάθους ανήκε στον γιο του ξενοδόχου που βοηθούσε τον πατέρα του στην δουλειά της φιλοξενίας περαστικών και ξένων, και ήθελε να την να πάρει πάνω του. Να την συνεχίσει και να την κάνει και καλύτερα γιατί του άρεσε η ανθρώπινη συναναστροφή που έφερνε άλλες κουβέντες, γνώμες αλλιώτικες, ζωντανές ειδήσεις και φρέσκες πληροφορίες από μέρη κοντινά και μακρινά. Του άρεσε που το ξενοδοχείο ήταν χώρος ανοικτός στον κόσμο. Τον ταξίδευε και ας έμενε στο σπίτι του και το ξενοδοχείο με τα πράσινα παραδοσιακά παραθυρόφυλλα.