Έτρεχε και σκόνταψε. Σηκώθηκε με ματωμένο γόνατο και γδαρμένο ρούχο. Έτρεξε να δείξει την γρατζουνιά, ματωμένος μικρός χάρτης πάνω στο τρυφερό γόνατο. Έκλαιγε και παρηγοριόταν με χάδια στο κεφάλι και γλυκά μαλώματα για να σταματήσει το κλάμα. Όσο έκλαιγε τόσο παρηγοριόταν στην αγκαλιά της.
Κάποια στιγμή απότομα σταμάτησε το κλάμα, γλίστρησε από τα γόνατά της και ξαναγύρισε στο παιχνίδι. Σχημάτιζε με ξερό κλαδί από χαμηλό αρμυρίκι τετράγωνα σχήματα στην άμμο και πήδαγε μέσα σ΄ αυτά, ισορροπώντας πότε στο ένα και πότε στο άλλο πόδι. Ένα, δύο, τρία, ωπ ... και στα δυό!
Ο φθινοπωρινός ήλιος λαμπύριζε, ξάναβε το χνούδι στα μάγουλα, ξάνθυνε και άλλο τα μαλλιά της. Μισόκλεινε τα μάτια, σήκωνε ψηλά στον απαλό ουρανό τα τρυφερά χέρια, με φωνές ενθουσιασμού για τις νίκες της στην άμμο.
Τα αφρόψαρα στην άκρη πήδαγαν πάνω από το ύψος του νερού, κάνοντας κύκλους ζωής και μαγικής εξαφάνισης, άστραφταν σαν ατσάλινες λεπίδες έπαιζαν γυαλιστερό κρυφτό, το παιδικό παιχνίδι της θάλασσας.
Λίγο πιο πέρα ο άντρας και η γυναίκα μάλωναν για έναν άλλον άντρα. Δε φταίει αυτή που ερωτεύτηκε άλλον και θέλει να χωρίσει και να φύγει και φυσικά θα έπαιρνε μαζί της το παιδί στην άλλη πόλη γιατί ποτέ δεν της έδινε σημασία και πάντα τη θεωρούσε δεδομένη και όλα τα είχε αναλάβει αυτή στο σπίτι εδώ και οκτώ χρόνια, από τότε που γεννήθηκε το παιδί και βέβαια δε του αρπάζει το παιδί, ας σταματήσει επιτέλους να φωνάζει και να απειλεί και ας την ακούσει και ας δεχτεί μια φορά την απόφασή της με αξιοπρέπεια.
Μια μόνη βάρκα, φλέρταρε νωχελικά πέρα δώθε με το ερωτικό λίκνισμα του αέρα, στη βαθυπράσινη θάλασσα.
Το ασυγκράτητο κύμα παρέσυρε το μικρό παιδικό κορμάκι, λαίμαργα το έγδυσε, το γύμνωσε, το χτύπησε με βία στα βράχια. Το ρούχο κίτρινο, φωτεινό, ισόχρωμο του ήλιου, φορεματάκι σκισμένο πάνω στον άγριο κοφτερό βράχο.
Δεν άκουσε τις κραυγές και τα ουρλιαχτά με το όνομά της, είχε περάσει με παφλασμό απέναντι στο αθόρυβο τοπίο, εκεί που σιωπούν οι ψυχές και στέκονται αντίκρυ από τον εαυτό τους, στην αρχή με αθώο ξάφνιασμα και κατόπιν μάλλον με αποδοχή για τη γήινη μοίρα τους.
Αργότερα, όταν το έπιασε στα χέρια της, υγρό αλμυρό και γδαρμένο, έσκισε ένα κομμάτι από το κίτρινο ρούχο, το έβαλε στο στόμα της, άρχισε να το μασά με ιερή τρέλα και με σφικτά μάτια οδύνης, για μια πρόσκαιρη παρηγοριά,το κατάπιε…