Δύο οικογενειακά μικροδιηγήματα

Ο Χινές Σ. Κουτίγιας
Ο Χινές Σ. Κουτίγιας


Η πα­ρού­σα ομα­δι­κή με­τά­φρα­ση εί­ναι προ­ϊ­όν του μα­θή­μα­τος «Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γία και με­τά­φρα­ση κει­μέ­νων ισπα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας στην ελ­λη­νι­κή» που δί­δα­ξε, κα­τά το ακα­δη­μαϊ­κό έτος 2022/23, ο Κων­στα­ντί­νος Πα­λαιο­λό­γος στο Τμή­μα Ιτα­λι­κής Φι­λο­λο­γί­ας του ΑΠΘ. Συμ­με­τεί­χαν οι φοι­τή­τριες και οι φοι­τη­τές: Ελέ­νη Αλε­ξιά­δου, Αι­κα­τε­ρί­νη Αντω­νιά­δου, Ελέ­νη Αρ­γυ­ρί­ου, Άν­να-Μα­ρία Δηλ­γε­ρά­κη, Χρι­στί­να Δη­μη­τρί­ου, Πα­ντε­λής Κου­τσια­νάς, Ντί­μη Μα­ριό­γλου, Μα­ρία Μαρ­κο­πού­λου, Ιω­άν­να Μπέ­τσιου, Κων­στα­ντί­να Πα­να­γιώ­του, Αρε­τή Πα­ντε­λί­δου, Να­τά­σα Πα­ξι­νού, Ισι­δώ­ρα Τζε­λί­δου, Κα­τε­ρί­να Τσιν­τσι­φύλ­λη, Στέρ­γιος Τσιου­μπέ­ρης, Alejandro Laguna López.




Οικογενειακές υποθέσεις


Κάθε φο­ρά που βγά­ζω τα σκου­πί­δια, εκ­με­ταλ­λεύ­ο­μαι την πε­ρί­στα­ση να κά­νω ένα τσι­γά­ρο στα κρυ­φά. Στη γυ­ναί­κα μου δεν αρέ­σει να κα­πνί­ζω μπρο­στά στα παι­διά.
Μέ­σα από το με­γά­λο πα­ρά­θυ­ρο που βλέ­πει στον κή­πο του συ­γκρο­τή­μα­τος, κρυμ­μέ­νος στο σκο­τά­δι, πα­ρα­τη­ρώ την αξιο­λά­τρευ­τη σκη­νή της οι­κο­γέ­νειάς μου ενώ ετοι­μά­ζει το βρα­δι­νό τρα­πέ­ζι, κά­τι που με κά­νει να απο­λαμ­βά­νω ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο τις κλε­φτές τζού­ρες.
Πριν από με­ρι­κούς μή­νες, ήμουν έξω και κά­πνι­ζα όταν, χω­ρίς να ξέ­ρω ακρι­βώς τι συμ­βαί­νει, εί­δα τη γυ­ναί­κα μου να παίρ­νει το μα­χαί­ρι τε­μα­χί­σμα­τος της γα­λο­πού­λας, να αρ­πά­ζει από πί­σω χω­ρίς προει­δο­ποί­η­ση, πρώ­τα το ένα μας παι­δί και ύστε­ρα το άλ­λο, και να τους κό­βει το λαι­μό, επι­τό­που στην κου­ζί­να. Όταν θέ­λη­σα να αντι­δρά­σω, ήταν ήδη πο­λύ αρ­γά για να κά­νω οτι­δή­πο­τε· έμει­να λοι­πόν απο­σβο­λω­μέ­νος, ανά­με­σα στους κά­δους σκου­πι­διών, ρου­φώ­ντας μέ­χρι τέ­λους το τσι­γά­ρο μου, πε­ρι­μέ­νο­ντας να δω τι θα έκα­νε ύστε­ρα από εκεί­νη την φρι­κα­λε­ό­τη­τα. Σαν να το εί­χε ήδη σχε­διά­σει, τύ­λι­ξε τα παι­διά με πλα­στι­κό και τα έβα­λε στο κά­τω μέ­ρος ενός ντου­λα­πιού. Στη συ­νέ­χεια, κα­θά­ρι­σε βια­στι­κά το αί­μα από το πά­τω­μα.
Εγώ, χω­ρίς να ξέ­ρω τι να κά­νω, της έδω­σα χρό­νο να τα μα­ζέ­ψει όλα πριν επι­στρέ­ψω. Εκεί­νη, σέρ­βι­ρε τη σού­πα με από­λυ­τη φυ­σι­κό­τη­τα.
Ήταν η τε­λευ­ταία φο­ρά που δει­πνή­σα­με με τέσ­σε­ρα πιά­τα στο τρα­πέ­ζι. Δεν μι­λή­σα­με πο­τέ ξα­νά για τα παι­διά, πα­ρ’ όλο που η απο­κρου­στι­κή μυ­ρω­διά της απο­σύν­θε­σης έχει γε­μί­σει τα πά­ντα από τό­τε.
Η γυ­ναί­κα μου ξέ­ρει ότι κα­πνί­ζω όταν πε­τάω τα σκου­πί­δια. Δεν μου λέ­ει πο­τέ τί­πο­τα.

Πικάσο: κεφάλι γενειοφόρου καπνιστή (1964)
Πικάσο: κεφάλι γενειοφόρου καπνιστή (1964)

Τα καντόνια του σπιτιού μου


Οι γο­νείς μου δεν μπο­ρούν να συ­νεν­νοη­θούν: ο πα­τέ­ρας μου μι­λά­ει κι­νέ­ζι­κα και η μη­τέ­ρα μου σου­η­δι­κά. Η αδερ­φή μου και εγώ το αντι­λη­φθή­κα­με σή­με­ρα στο πρω­ι­νό, όταν κα­νείς από τους δυο μας δεν κα­τα­λά­βαι­νε τι έλε­γαν. Η Λά­ου­ρα μού απευ­θύν­θη­κε στα σουα­χί­λι, τη μυ­στι­κή μας γλώσ­σα, για να μοι­ρα­στεί μα­ζί μου αυ­τή την πα­ρα­τή­ρη­ση. Εγώ δεν άρ­γη­σα να το πω στη μη­τέ­ρα μου στα γαλ­λι­κά, τη γλώσ­σα που χρη­σι­μο­ποιώ απο­κλει­στι­κά μα­ζί της, για­τί ξέ­ρω ότι κα­νείς άλ­λος δεν μας κα­τα­λα­βαί­νει, ει­σπράτ­το­ντας ipso facto μια κλο­τσιά από την αδερ­φή μου κά­τω από το τρα­πέ­ζι. Αμέ­σως με­τά, νο­μί­ζω ότι το κάρ­φω­σε στον πα­τέ­ρα μου στα γερ­μα­νι­κά, γνω­ρί­ζο­ντας ότι η μη­τέ­ρα μου και εγώ ξέ­ρου­με να λέ­με guten morgen και κά­τι λί­γα ακό­μα.
Όταν έφτα­σα στο σχο­λείο, τα δι­η­γή­θη­κα όλα αυ­τά στους φί­λους μου στα αρα­μαϊ­κά –την επί­ση­μη γλώσ­σα του προ­αυ­λί­ου–, όπως επί­σης ότι χθες το βρά­δυ τσά­κω­σα τη μά­να μου στο κε­φα­λό­σκα­λο να ψι­θυ­ρί­ζει στα πο­λω­νι­κά με τον γεί­το­να, πί­σω από την πλά­τη του πα­τέ­ρα μου. Δε θα μας βγει σε κα­λό, λέ­νε.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: