Τα εμότζι: Ένας διάλογος για το στιλ

Τα εμότζι: Ένας διάλογος για το στιλ

Στο Βε­ρο­λί­νο όπου ζω πέ­τυ­χα ένα απο­με­σή­με­ρο του χει­μώ­να του 2006 στο κα­φέ Schwarzenraben στην Neue Schönhauser Strasse που έκλει­σε το 2007 τις πόρ­τες του λό­γω χρε­ω­κο­πί­ας την ει­κα­στι­κό και συγ­γρα­φέα Ε.Τ.
Σκυμ­μέ­νη πά­νω απο το λά­πτοπ της φαι­νό­ταν από­λυ­τα ξα­ναμ­μέ­νη μ’ αυ­τό που έβλε­πε. Όταν κά­θι­σα στον τρα­πέ­ζι της την ρώ­τη­σα τι εί­ναι αυ­τό που την συ­ναρ­πά­ζει τό­σο που την έκα­νε ού­τε καν να με χαι­ρε­τί­σει όταν με εί­δε.
«Αυ­τά εδώ τα δια­βο­λά­κια» μου εί­πε και μου έδει­ξε μια σει­ρά απο εμό­τζι στην οθό­νη του υπο­λο­γι­στή της. “Θα με τρε­λά­νουν τα άτι­μα” ανα­στέ­να­ξε.
Την ρώ­τη­σα τι το σπου­δαίο βρί­σκει σ’ αυ­τές τις φα­τσού­λες.
Μου απά­ντη­σε ότι αυ­τές οι φα­τσού­λες έχουν να δι­δά­ξουν τους συγ­γρα­φείς και τους ει­κα­στι­κούς πολ­λά: Την τε­λειό­τη­τα της έκ­φρα­σης που τό­σο ενα­γω­νί­ως ψά­χνουν κα­θη­με­ρι­νά.
Την κοί­τα­ξα σαν της έλε­γα «πλά­κα μου κά­νεις;»
Με αντι­κοί­τα­ξε και εί­πε ότι κα­τα­λα­βαί­νει ότι η άπο­ψή της μου φαί­νε­ται τρε­λή.
Της απά­ντη­σα: τρε­λή ίσως όχι, αλ­λά πα­ρα­δο­ξο­λο­γι­κή.
«Κα­θό­λου πα­ρα­δο­ξο­λο­γι­κή», με δια­βε­βαί­ω­σε και πρό­σθε­σε ότι ναι μεν αγα­πά­ει την μυ­θο­λο­γία, την ποί­η­ση, το όνει­ρο και το ανοί­κειο αλ­λά την πα­ρα­δο­ξο­λο­γία την απε­χθά­νε­ται όπως ο διά­βο­λος το λι­βά­νι κι ότι αυ­τό που έλε­γε το εν­νο­ού­σε σο­βα­ρά.
Δεν ήξε­ρα τι να υπο­θέ­σω. Πιω­μέ­νη πά­ντως δεν φαι­νό­ταν. Δί­πλα στο λά­πτοτ της βρι­σκό­ταν ένα πο­τή­ρι νε­ρό κι ένα φλυ­τζά­νι με κα­φέ.
Με ρώ­τη­σε για­τί απο­ρώ τό­σο με αυ­τό που μου εί­πε.
Απά­ντη­σα ότι εντά­ξει, τα αν­θρω­πά­κια και τα ει­κο­νί­δια έχουν την πλά­κα τους αλ­λά ότι εγώ δεν τα χρη­σι­μο­ποιώ για­τί θε­ω­ρώ ότι εί­ναι έκ­φρα­ση της πε­ζής, ρη­χής, γρή­γο­ρης επο­χής μας που μας με­τα­μορ­φώ­νει όλους σε άψυ­χα πιό­νια. Πρό­θε­σα ότι τα βρί­σκω παι­διά­στι­κα, ότι φτη­ναί­νουν την επι­κοι­νω­νία κι ότι μας κά­νουν πνευ­μα­τι­κά οκνη­ρούς απαλ­λάσ­σο­ντάς μας από τον κό­πο να κά­τσου­με να βρού­με λέ­ξεις για να εκ­φρα­στού­με.
«Πο­λύ βα­ρειές κα­τη­γο­ρί­ες« μου απά­ντη­σε, «και βέ­βαια ανα­με­νό­με­νες. Αγα­πη­τέ μου οι αντιρ­ρή­σεις σου εί­ναι σε πρώ­τη όψη ευ­λο­γο­φα­νείς αλ­λά στην ου­σία επι­πό­λαιες.»
«Μα δεν κα­τα­λα­βαί­νω τι βρί­σκεις σ’ αυ­τά τα απλοι­κά και μο­νο­διά­στα­τα πι­κτο­γράμ­μα­τα» εί­πα «που το μό­νο που κά­νουν εί­ναι να απο­κλεί­ουν τις απο­χρώ­σεις.»
«Δυ­στυ­χώς θα δια­φω­νή­σω» εί­πε. «Αυ­τό με τις απο­χρώ­σεις ίσως να ίσχυε πριν με­ρι­κά χρό­νια, όταν τα εμό­τζι πρω­το­πα­ρου­σιά­στη­καν. Τό­τε ήταν λί­γα. Στο με­τα­ξύ υπάρ­χουν πε­ρισ­σό­τε­ρα απο 3.000 χι­λιά­δες. Δεν μπο­ρεί να γί­νε­ται πλέ­ον λό­γος για έλ­λει­ψη απο­χρώ­σε­ων. Το αντί­θε­το ισχύ­ει. Για κά­θε συ­ναί­σθη­μα, ακό­μα και το πιο σπά­νιο, υπάρ­χουν τώ­ρα τα αντί­στοι­χα εμό­τζι.»
Της εί­πα ότι πα­ρό­λα αυ­τά δεν εί­μαι σί­γου­ρος αν η πλη­θώ­ρα των εμό­τζι κα­τα­φέρ­νει να απο­δώ­σει την λε­πτό­τη­τα και μο­να­δι­κό­τη­τα των αι­σθη­μά­των. Το μό­νο που κά­νουν εί­ναι να σχη­μα­το­ποιούν τις σκέ­ψεις μας κα­τά τον χον­δροει­δέ­στε­ρο τρό­πο.
Με ρώ­τη­σε αν θε­ω­ρώ ότι οι αρ­χαί­οι τε­χνί­τες η οι λι­θο­ξό­οι του πύρ­γου του Σα­μπόρ της Λουάρ που δού­λευαν τυ­πο­ποι­η­μέ­να με λι­γο­στά, επα­να­λαμ­βα­νό­με­να και αυ­στη­ρά κα­θο­ρι­σμε­να μέ­σα εί­ναι γι αυ­τό το λό­γο κα­τώ­τε­ροι από τους καλ­λι­τέ­χνες της ατο­μι­κι­στι­κής ψι­λο­βε­λο­νιάς, των χρω­μά­των και του γλωσ­σι­κού πλού­του, όπως για πα­ρά­δειγ­μα συμ­βαί­νει στον Προυστ.
Η ερώ­τη­σή της, γε­μά­τη πα­γί­δες, δεν ήταν εύ­κο­λο να απα­ντη­θεί. Το σχη­μα­το­ποι­η­μέ­νο μπο­ρεί όντως να εί­ναι ποιο­τι­κά ισά­ξιο του μο­να­δι­κού. Από την άλ­λη ... Αλ­λά πριν προ­λά­βω να απα­ντή­σω πή­ρε εκεί­νη τον λό­γο.
«Όχι», εί­πε. «Οι λι­θο­ξό­οι του Σα­μπόρ δεν εί­ναι κα­τώ­τε­ροι του Προυστ. Το αντί­θε­το. Οι χαλ­κο­μα­νί­ες έχουν πε­ρισ­σό­τε­ρο βά­θος έκ­φρα­σης από ό,τι ο ποι­η­τι­κό­τε­ρος των λό­γων.»
Η σι­γου­ριά της μου έκα­νε εντύ­πω­ση. Την ρώ­τη­σα: «Ακό­μα κι αν έχεις δί­κιο, τι έχουν να δι­δα­χτούν οι συγ­γρα­φείς κι οι ει­κα­στι­κοί από τα εμό­τζι; Αυ­τά έχουν ίσως νό­η­μα στα μέιλ και στα SMS αλ­λά όχι στα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα και στα έρ­γα τέ­χνης».
«Μη το λες» μου εί­πε «ακό­μα κι ο Τσέ­χωφ θα εί­χε να δι­δα­χτεί από αυ­τά. Και βέ­βαια πρώ­τος απ’ όλους ο Σαίξ­πηρ που θα εί­χε να μά­θει πολ­λά από την οι­κο­νο­μία τους, ο Σαίξ­πηρ για τον οποίο ο Κο­κτώ εί­πε ότι εί­ναι γε­μά­τος πο­λυ­λο­γί­ες και ανια­ρά εδά­φια.»
Εί­δα ότι δεν μπο­ρού­σε να συ­νε­χι­στεί έτσι η κου­βέ­ντα μας και της ζη­τη­σα να με δια­φω­τί­σει σχε­τι­κά με την ιστο­ρία των εμό­τζι και την κα­τα­γω­γή τους, μπας και βγά­λω μέ­σω αυ­τής της οδού άκρη για τον λό­γο που την έκα­νε να τα με­λε­τά­ει με τό­ση μα­νία.
«Όλα έχουν σχέ­ση με την γέν­νη­σή τους» εί­πε. «Η επα­νά­στα­ση της συ­νο­πτι­κής αλ­λη­λο­γρα­φί­ας που ξε­κί­νη­σε με την εμ­φά­νι­ση των μέιλ στη δε­κα­ε­τία του 1970 απο­κο­ρυ­φώ­θη­κε όταν τα μη­νύ­μα­τα με­τα­φέρ­θη­καν στα κι­νη­τά. Οι άν­θρω­ποι δεν εί­χαν απε­ριό­ρι­στο χώ­ρο και χρό­νο για να κα­τα­λά­βουν τι εν­νο­εί ο συ­νο­μι­λη­τής τους και η απο­σα­φή­νι­ση του τό­νου και των συ­ναι­σθη­μά­των έγι­νε πιο δύ­σκο­λη και γι αυ­τό πιο επι­τα­κτι­κή υπό­θε­ση. Όλα ξε­κί­νη­σαν στην Ια­πω­νία στις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του 1980, όταν οι ­ ακό­μα λί­γοι ­ υπάλ­λη­λοι των πα­νε­πι­στη­μί­ων που επι­κοι­νω­νού­σαν με­τα­ξύ τους με μέιλ δια­πί­στω­σαν ότι δεν ήταν πά­ντα δυ­να­τόν να δια­κρί­νο­νται με σα­φή­νεια τα αστεία από τα σο­βα­ρά σχό­λια στις ομά­δες συ­νο­μι­λί­ας. Το 1999 o σχε­δια­στής Σι­γκε­τά­κα Κου­ρί­τα, μέ­λος της εται­ρεί­ας κι­νη­τής τη­λε­φω­νί­ας NTT DOCOMO, δη­μιούρ­γη­σε 176 εμό­τζι.



Τα εμότζι: Ένας διάλογος για το στιλ



Ο Κου­ρί­τα εμπνεύ­στη­κε από τα ια­πω­νι­κά μάν­γκα, όπου οι χα­ρα­κτή­ρες σχε­διά­ζο­νται συ­χνά με συμ­βο­λι­κές πα­ρα­στά­σεις που ονο­μά­ζο­νται manpu (μια στα­γό­να νε­ρού σε ένα πρό­σω­πο ση­μαί­νει τη νευ­ρι­κό­τη­τα), κα­θώς και από σύμ­βο­λα και­ρού, κι­νε­ζι­κούς χα­ρα­κτή­ρες και πι­να­κί­δες του δρό­μου. Τα εμό­τζι έγι­ναν γρή­γο­ρα δη­μο­φι­λή, ει­δι­κά από τη στιγ­μή που προ­στέ­θη­καν στα κι­νη­τά τη­λέ­φω­να.
«Κα­τά­λα­βα» εί­πα. «Βοη­θά­νε να κα­τα­νο­ή­σου­με τι εν­νο­εί ο άλ­λος και να απο­φύ­γου­με πα­ρε­ξη­γή­σεις. Μα εί­ναι δυ­να­τόν αυ­τό να σε κά­νει να ξε­τρε­λαί­νε­σαι σε τέ­τοιο βαθ­μό μα­ζί τους;»
«Αρ­κε­τές ομί­χλες υπάρ­χουν!» εί­πε. «Φτά­νει πια. Ζου­με σε ένα κό­σμο γε­μά­το ασυ­νε­νοη­σία. Ας λάμ­ψει λι­γο η διαύ­γεια, η κα­θα­ρό­τη­τα, η δια­φά­νεια. Τέρ­μα πια με τις πα­ρε­ξη­γή­σεις. Έχεις δια­νοη­θεί πο­τέ τι τρα­γω­δί­ες και δρά­μα­τα μπο­ρούν να συμ­βούν λό­γω άχρη­στων ασυ­νε­νοη­σιών; Πες μου εσύ: αξί­ζει;»
«Όχι» εί­πα.
«Πρό­σε­ξέ με» εί­πε. «Όταν κά­ποιος πε­θαί­νει ψά­χνου­με να βρού­με λό­για για να εκ­φρά­σου­με τη θλί­ψη μας στους δι­κούς του, αλ­λά το μό­νο που στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κά­νου­με εί­ναι να κα­τα­λή­γου­με σε στε­ρε­ό­τυ­πα. Τα συλ­λυ­πη­τή­ρια όλων των ει­δών ηχούν κάλ­πι­κα και τε­τριμ­μέ­να, έτσι δεν εί­ναι; «Δεν υπάρ­χουν λό­για να εκ­φρά­σω τα συ­ναι­σθή­μα­τά μου» λέ­με συ­χνά όταν μι­λά­με για κα­τα­στά­σεις πέν­θους. Όντως δεν υπάρ­χουν λό­για. Ενώ το εμό­τζι των χε­ριών που προ­σεύ­χο­νται πά­ει στην ου­σία του πράγ­μα­τος χω­ρίς ίχνος συ­ναι­σθη­μα­το­λο­γί­ας η ψευ­τί­σμα­τος. Συ­μπλη­ρώ­νο­ντας τη γλώσ­σα του σώ­μα­τος τα εμό­τζι επα­να­βε­βαιώ­νουν τον άν­θρω­πο μέ­σα στον αφη­ρη­μέ­νο χώ­ρο της ηλε­κτρο­νι­κής επι­κοι­νω­νί­ας. Σα­φή­νεια, ακρί­βεια της έκ­φρα­σης, εξο­στρα­κι­σμός του πε­ρί­που: Ιδού το με­γα­λείο τους.»
Της εί­πα ότι ακό­μα δεν εί­μαι σί­γου­ρος ότι έχει δί­κιο: «Η ανα­ζή­τη­ση της σω­στής λέ­ξης εί­ναι δυ­να­τή» πρό­σθε­σα.
«Όχι, η σω­στή λέ­ξη δεν υπάρ­χει» εί­πε. «Δες πώς βα­σα­νί­ζο­νται ακό­μη κι οι πιο τα­λα­ντού­χοι λο­γο­τέ­χνες στην ανα­ζή­τη­σή της. Και πο­τέ δεν μέ­νουν ικα­νο­ποι­η­μέ­νοι. Υπάρ­χει όμως πά­ντα το σω­στό εμό­τζι.»
«Για κεί­νους βέ­βαια που έχουν την υπο­μο­νή να κά­τσουν και να τα ψά­χνουν με τις ώρες» πέ­τα­ξα, προ­σπα­θώ­ντας να την φυ­τι­λιά­σω.
Μη δί­νο­ντας ση­μα­σία στην πα­ρα­τή­ρη­σή μου μου εξή­γη­σε ότι πά­ντως δεν ήταν μό­νο η σα­φή­νεια ο λό­γος της ενα­σχό­λη­σής της με τα αν­θρω­πά­κια. Ζή­τη­σα να μά­θω τι άλ­λο.
«Η συ­μπύ­κνω­ση!» εί­πε με φω­νή δυ­να­τή που έκα­νε με­ρι­κά τρα­πέ­ζια να γυ­ρί­σουν προς το μέ­ρος μας.
«Μα κοί­τα­ξέ τα» εί­πε δεί­χνο­ντας προς την οθό­νη του υπο­λο­γι­στή της. «Πρό­κει­ται για ένα θαύ­μα, ένα αρι­στούρ­γη­μα, μια σπου­δαία σύλ­λη­ψη! Ιδού η μέ­γι­στη δυ­να­τή συ­μπύ­κνω­ση, η θεία λα­κω­νι­κό­τη­τα, ιδού η απο­θέ­ω­ση της συ­ντο­μο­γρα­φί­ας. Τα εμό­τζι λέ­νε πε­ρισ­σό­τε­ρα από χί­λιες λέ­ξεις. Εί­ναι λί­γο αυ­τό;»
«Όχι βέ­βαια» εί­πα.
«Και τώ­ρα προ­χω­ρά­με στο σπου­δαιό­τε­ρο», εί­πε. «Το στιλ τους. Έχεις προ­σέ­ξει πό­σο απλές εί­ναι οι γραμ­μές που τα συν­θέ­τουν; Αυ­τό κι αν δεν εί­ναι ομορ­φιά. Τα εμό­τζι εί­ναι η απο­θέ­ω­ση του απλού και κομ­ψού στιλ. Ένα στιλ που τα κά­νει σαν στο­λί­δια που ομορ­φαί­νουν την γρα­φή. Εντά­ξει, οι φα­τσού­λες δεν εί­ναι κά­τι το και­νούρ­γιο. Η προ­σφυ­γή στα ει­κο­νι­στι­κά σύμ­βο­λα ­ συ­μπυ­κνω­μέ­νες εκ­φρά­σεις του αν­θρώ­που και του πο­λι­τι­σμού του, που με­τα­φέ­ρουν το νό­η­μά τους μέ­σω της ει­κο­νο­γρα­φι­κής τους ομοιό­τη­τας με ένα φυ­σι­κό αντι­κεί­με­νο ­ δεν εί­ναι κά­τι νέο. Αρ­κεί να ρί­ξου­με μια μα­τιά στους αρ­χαί­ους Έλ­λη­νες. Πλή­θος συμ­βό­λων κο­σμούν, δο­μούν και χα­ρα­κτη­ρί­ζουν την επι­κοι­νω­νία τους: Μαί­αν­δρος, πε­ντάλ­φα, κου­κου­βά­για, σπεί­ρα, άν­θος λω­τού, ρά­βδος του Ασκλη­πιού, λα­βύ­ριν­θος, κό­μπος του Ηρα­κλή, τρο­χός της Εκά­της, ηλια­κός σταυ­ρός, τσε­κού­ρι δι­πλής όψης, κέ­ρας αφθο­νί­ας, αν­θέ­μιο, ρό­δα­κας, δα­χτυ­λί­δι του Μί­νωα ... και και και. Αλ­λά και πέ­ραν του ελ­λη­νι­κού πο­λι­τι­σμού: Τα σύμ­βο­λα χρη­σι­μο­ποιού­νται συ­χνά σε συ­στή­μα­τα γρα­φής όλων των πο­λι­τι­σμών στα οποία οι χα­ρα­κτή­ρες εί­ναι σε ση­μα­ντι­κό βαθ­μό ει­κο­νι­στι­κοί. Το και­νούρ­γιο που φέρ­νουν τα εμό­τζι εί­ναι ότι πρό­κει­ται για μη κρυ­πτι­κά σύμ­βο­λα. Κα­θα­ρά και διά­φα­να σαν τον ανέ­φε­λο ου­ρα­νό, σαν το νε­ρά­κι της βου­νί­σιας πη­γής, εί­ναι τα ευ­κο­λο­διά­βα­στα ιε­ρο­γλυ­φι­κά της μο­ντέρ­νας επο­χής.»
«Μι­λάς όλη την ώρα για στιλ» εί­πα. «Εί­μαι σί­γου­ρος ότι δεν σου δια­φεύ­γει η θρυ­λι­κή ρή­ση του Μπι­φόν ότι το στιλ εί­ναι ο ιδιος ο άν­θρω­πος.»

Ο κόμης Georges Louis Leclerc de Buffon (1701-1788)
Ο κόμης Georges Louis Leclerc de Buffon (1701-1788)

«Ω ναι» με διέ­κο­ψε. «Κα­θό­λου δεν μου δια­φεύ­γει. Και επί­σης κα­θό­λου δεν μου δια­φεύ­γει ότι από τό­τε χύ­θη­κε πο­λύ με­λά­νι για το τι ακρι­βώς εν­νο­ού­σε. Για κά­ποιους εν­νο­ού­σε ότι ο τρό­πος που μι­λάω η γρά­φω φα­νε­ρώ­νει την ου­σία μου, οπό­τε η ατο­μι­κό­τη­τά μου γί­νε­ται ξε­κά­θα­ρη στο στιλ μου. Για κά­ποιους ότι όταν θέ­λεις να γρά­ψεις κά­τι πρέ­πει να δο­μή­σεις το υλι­κό σου και όχι απλά να το συ­σω­ρεύ­εις. Και για κά­ποιους άλ­λους τέ­λος, η ρή­ση εί­ναι προ­βλη­μα­τι­κή. Θυ­μή­σου έναν γάλ­λο ψυ­χα­να­λυ­τή ο οποί­ος ει­ρω­νεύ­τη­κε την ρή­ση του Μπυ­φόν που όλοι μας την επα­να­λαμ­βά­νου­με άκρι­τα, μη βλέ­πο­ντας σε αυ­τήν τί­πο­τα το κα­κό και μην ανη­συ­χώ­ντας για το γε­γο­νός ότι ο άν­θρω­πος δεν εί­ναι πλέ­ον μία και τό­σο σί­γου­ρη στα­θε­ρά.
«Ξε­στρα­τί­ζου­με από το θέ­μα» εί­πα. Στην πε­ρί­πτω­σή των εμό­τζι τι μπο­ρεί να ση­μαί­νει η ρή­ση του Μπυ­φόν; Ποιον άν­θρω­πο προ­δί­δει το στιλ τους;»
«Προ­δί­δουν βέ­βαια αρ­χι­κά τον άν­θρω­πο που τα εφεύ­ρε, τον Σι­γκε­τά­κα Κου­ρί­τα» εί­πε η συ­νο­μι­λή­τριά μου. Σύμ­φω­να με αυ­τόν, η τά­ση για απλο­ποί­η­ση εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή της πα­τρί­δας του. «Στους Ιά­πω­νες αρέ­σει να ξε­περ­νούν ο ένας τον άλ­λον αξιο­ποιώ­ντας στο έπα­κρο τους πε­ριο­ρι­σμούς», λέ­ει. «Η χώ­ρα εί­ναι γε­μά­τη πε­ριο­ρι­σμούς, ένα μι­κρό κομ­μά­τι γης. Εί­μα­στε κα­λοί στο να λύ­νου­με κα­θή­κο­ντα μέ­σα σε ένα κα­θο­ρι­σμέ­νο πλαί­σιο, αντί να έχου­με το ελεύ­θε­ρο για τα πά­ντα.» Ξα­να­γυ­ρί­ζου­με σ’ αυ­τό που σου έλε­γα για την τυ­πο­ποί­η­ση, τους αρ­χαί­ους τε­χνί­τες και τους λι­θο­ξό­ους του Σα­μπόρ. Ποιον άν­θρω­πο μαρ­τυ­ρού­σε το στιλ τους; Τον πα­γκό­σμιο άν­θρω­πο της επο­χής τους βέ­βαια, όχι τον ατο­μι­κό. Με τον ίδιο τρό­πο ο Κου­ρί­τα δεν θέ­λει ού­τε προ­βο­λή ού­τε έπαι­νο για την ανα­κά­λυ­ψή του. Υπο­στη­ρί­ζει ότι αν δεν εί­χε ο ίδιος την ιδέα, θα την υλο­ποιού­σε κά­ποιος άλ­λος. Και για να πού­με την αλή­θεια, μή­πως το ατο­μι­κό στιλ δεν εί­ναι μια σκέ­τη κα­τά­ρα;
Δες τι γρά­φει ο Φλο­μπέρ που ήθε­λε ο δη­μιουρ­γός να μην υπάρ­χει αλ­λά να θριαμ­βεύ­ει η επι­στή­μη κι η πα­ρα­τή­ρη­ση:
«Ας μην ξε­χνά­με ότι το απρό­σω­πο ύφος εί­ναι ση­μά­δι δύ­να­μης” έλε­γε. Μια σκέ­τη κα­τά­ρα εί­ναι το λε­γό­με­νο ατο­μι­κό στιλ! Εκτός αυ­τού, από τό­τε που ο Μπι­φόν δια­τύ­πω­σε την θέ­ση του έχου­με κι άλ­λα δει­νά: όλοι τρέ­χουν προς ανα­ζή­τη­ση κά­ποιου στιλ. Και για­τί; Διό­τι το στιλ έχει κα­τα­ντή­σει το sine qua non για την κα­ριέ­ρα. Καλ­λι­τέ­χνες ανά την υφή­λιο αλ­λά και κρι­τι­κοί αγω­νί­ζο­νται να βρουν κά­τι ανα­γνω­ρί­σι­μο, κά­τι μο­να­δι­κό να το πουν στιλ. Κι όταν βρε­θεί: Να τα βρα­βεία, να οι πω­λή­σεις. Και τα έρ­γα; Γί­νο­νται κα­λύ­τε­ρα; Όχι πά­ντα. Το αντί­θε­το μά­λι­στα. Οι καλ­λι­τέ­χνες αυ­το­φυ­λα­κι­ζο­νται συ­χνά στο στιλ τους κι αρ­χί­ζουν να επα­να­λαμ­βα­νο­νται μι­μού­με­νοι τους εαυ­τούς τους.»
«Σ’ αυ­τό έχεις δί­κιο» εί­πα στην συ­νο­μι­λή­τριά μου και της εξι­στό­ρη­σα πώς εγώ ο ίδιος έγι­να μάρ­τυ­ρας ενός πα­ρα­δείγ­μα­τος μιας τέ­τοιας αυ­το­φυ­λά­κι­σης. Της δι­η­γή­θη­κα την ιστο­ρία του διά­ση­μου σκη­νο­θέ­τη Ο. που εί­χε γί­νει γνω­στός για το ύφος του σε όλον τον κό­σμο και που άρ­χι­σε σι­γά σι­γά κά­ποια μέ­ρα από ται­νία σε ται­νία να μι­μεί­ται τον εαυ­τό του. Τα έρ­γα του όλο και χει­ρο­τέ­ρευαν και ο ίδιος γι­νό­ταν όλο και πιο πο­λύ δυ­στυ­χι­σμέ­νος, μέ­χρι που έφτα­σε να μι­σεί την δρα­στη­ριό­τη­τά του. Αλ­λά δεν μπο­ρού­σε να στα­μα­τή­σει. Κε­κτη­μέ­νη τα­χύ­τη­τα. Η κα­τά­πτω­ση ήταν εμ­φα­νής, και στις ται­νί­ες του αλ­λά και στο πρό­σω­πό του που γέ­μι­ζε ρυ­τί­δες μη ικα­νο­ποί­η­σης.
«Αλί­μο­νο σε όλους αυ­τούς που κλεί­στη­καν στη φυ­λα­κή του στιλ τους» σι­γο­ντά­ρη­σε η συ­νο­μι­λή­τριά μου. «Κά­ποια στιγ­μή πιά­νουν να ανα­νε­ω­θούν αλ­λά απορ­ρί­πτουν ωραί­ες ιδέ­ες που δεν ται­ριά­ζουν στο στιλ τους. Η κα­τρα­κύ­λα δεν έχει τέ­λος. Και τρι­γυρ­νά­νε στον λα­βύ­ριν­θο, και βλα­στη­μά­νε πώς έγι­νε και την έπα­θαν και τη ζωή τους χα­ρά­μι­σαν για ένα στιλ. Σε όλους αυ­τούς θα έλε­γα: λές ότι δεν μπο­ρείς να αλ­λά­ξεις στιλ. Δεν θέ­λεις η δεν μπο­ρείς; Δεν γί­νε­ται λες, δεν μπο­ρώ να αλ­λά­ζω στιλ όπως που­κά­μι­σα. Ώστε έτσι. Δεν γί­νε­ται να γί­νεις άλ­λος άν­θρω­πος. Για­τί όχι; Ένας εί­σαι; Μία διά­στα­ση έχεις; Άκου πά­λι τον Φλο­μπέρ: “Και κα­θώς το θέ­μα εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κό, γρά­φω με έναν εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο”. Άρα ο συγ­γρα­φέ­ας μπο­ρεί να φο­ρέ­σει δια­φο­ρε­τι­κά προ­σω­πεία, όπως ο ηθο­ποιός που με­τα­μορ­φώ­νε­ται στο πρό­σω­πο που υπο­δύ­ε­ται. Γί­νε πολ­λα­πλός. Ο Πρω­τέ­ας ας γί­νει η θε­ό­τη­τά σου, ο γέ­ρο­ντας της θά­λασ­σας που με το χά­ρι­σμα της προ­φη­τεί­ας όλα τα ξέ­ρει, αλ­λά απρό­θυ­μος να απο­κα­λύ­ψει τις γνώ­σεις του δεν απα­ντά­ει. Ού­τε με το τσι­γκέ­λι να του τα βγά­λεις δεν μπο­ρείς τα λό­για του υδά­τι­νου θε­ού, δεν θέ­λει να κα­θη­λώ­νε­ται σε κά­τι και προ­τι­μά­ει τα αι­νίγ­μα­τα, και για να ξε­φύ­γει από τις ερω­τή­σεις παίρ­νει δια­φο­ρε­τι­κά σχή­μα­τα και γί­νε­ται λιο­ντά­ρι, δρά­κος, τί­γρη, κά­προς, που­λί, δέ­ντρο, φω­τιά, νε­ρό, αρ­χι­κή ου­σία.»
«Τι μου θυ­μί­ζεις τώ­ρα» εί­πα. Ο φί­λος μου Β. που εί­ναι γνω­στός για την αγά­πη του για τις φάρ­σες και τα πα­ρα­δο­ξο­λο­γή­μα­τα μου έβα­λε μια μέ­ρα να ακού­σω μια τρί­λε­πτη φού­γκα για πιά­νο για δύο φω­νές και στο τέ­λος με ρώ­τη­σε ποιος ήταν ο συν­θέ­της. Το στιλ της φού­γκας ήταν τυ­πι­κός Μπαχ. «Ο Μπαχ» απά­ντη­σα.
«Όχι» μου εί­πε.
Η φού­γκα ήταν του Σο­πέν. Δεν εί­χα ιδέα ότι υπήρ­χε αυ­τό το κομ­μά­τι. Ήταν από­λυ­τα ατυ­πι­κό για τον Σο­πέν, γε­γο­νός που μπο­ρεί να υπο­δη­λώ­νει η ότι επρό­κει­το για ένα πρώ­ι­μο έρ­γο, ή ότι ήταν απλά συ­νέ­πεια της υπα­κο­ής του μου­σουρ­γού σε ένα αυ­στη­ρό σύ­νο­λο συν­θε­τι­κών κα­νό­νων. Τώ­ρα βέ­βαια που το ξα­να­σκέ­φτο­μαι, το κομ­μά­τι ακου­γό­ταν σαν μια φού­γκα όπως θα την εί­χε γρά­ψει ο Μπαχ αν ζού­σε στον 19ο αιώ­να. Τι να πω. Ο Σο­πέν αγα­πού­σε τον Μπαχ, αυ­τό εί­ναι το μό­νο που σί­γου­ρα ξέ­ρου­με.
Συ­νε­χί­σα­με το παι­χνί­δι. Τώ­ρα ο Β. μου έβα­λε ένα τρί­λε­πτο χο­ρι­κό πρε­λού­διο για όρ­γα­νο με­τα­γραμ­μέ­νο για πιά­νο. Το στιλ του κομ­μα­τιού ήταν πά­λι τυ­πι­κός Μπαχ. Ένα αρι­στούρ­γη­μα σκο­τει­νών τό­νων γα­λή­νης και με­λαγ­χο­λί­ας και νο­σταλ­γί­ας για το από­λυ­το.
«Ο Μπαχ» απά­ντη­σα, σί­γου­ρος ότι τώ­ρα έπε­σα μέ­σα.
«Όχι» μου εί­πε.
Το κομ­μά­τι ήταν του Μπραμς. Ένα χο­ρι­κό πρε­λού­διο με τον τί­τλο «Από καρ­διάς επι­θυ­μώ.»
«Μη βά­λεις άλ­λη μου­σι­κή» εί­πα στον Β., «πα­ρα­δί­νο­μαι.»
«Πί­σω στα εμό­τζι» γέ­λα­σε η συ­νο­μι­λή­τριά μου. «Νο­μί­ζω ότι σι­γά σι­γά σου γί­νε­ται κα­τα­λη­πτό ότι οι παι­διά­στι­κες φα­τσού­λες απο­δί­δουν τα συ­ναι­σθή­μα­τα με με­γα­λύ­τε­ρη επι­τυ­χία από τις λέ­ξεις. Ο ισχυ­ρι­σμός ότι απο­βλα­κώ­νουν πα­ρε­ξη­γεί τον τρό­πο με τον οποίο λει­τουρ­γεί η επι­κοι­νω­νία και εί­ναι ένας ανό­η­τος σνο­μπι­σμός Φι­λι­σταί­ων. Τα εμό­τζι δεν φτη­ναί­νουν, εμπλου­τί­ζουν την επι­κοι­νω­νία προ­στρέ­χο­ντας στο εκ­φρα­στι­κό ρε­περ­τό­ριο της γλώσ­σας του σώ­μα­τος.»
«Ακό­μα δεν με έχεις πεί­σει» επέ­μει­να. «Τα αν­θρώ­πι­να συ­ναι­σθή­μα­τα εί­ναι τό­σο πο­λύ­πλο­κα όσο και η δο­μή του σύ­μπα­ντος, η υπε­ρα­πλού­στευ­ση θα μπο­ρού­σε να συρ­ρι­κνώ­σει την ικα­νό­τη­τά μας να εκ­φρα­ζό­μα­στε. Μπο­ρώ στέλ­νο­ντας ένα χα­μο­γε­λα­στό προ­σω­πά­κι να ξε­μπερ­δέ­ψω, χω­ρίς να πω αυ­τό που πραγ­μα­τι­κά νιώ­θω; Ασε που κα­λά κα­λά δεν ξέ­ρου­με καν τι πραγ­μα­τι­κά νιώ­θου­με.»
«Ας μην ξα­να­γυ­ρί­ζου­με στα ίδια» εί­πε η συ­νο­μι­λή­τριά μου. «Προ­χω­ρά­με στην τε­λευ­ταία και ίσως πιο σπου­δαία ιδιό­τη­τα των εμό­τζι.»
«Ποια;» ρώ­τη­σα.
«Την πα­γκο­σμιό­τη­τα τους. Οι φα­τσού­λες εί­ναι πλέ­ον μια κοι­νή οπτι­κή γλώσ­σα. Λί­γες κοι­νές γλώσ­σες υπάρ­χουν: η μου­σι­κή, η ζω­γρα­φι­κή. Γνω­ρί­ζεις τον μύ­θο. Ο Πύρ­γος της Βα­βέλ χτι­ζό­ταν με σκο­πό την δό­ξα των αρ­χι­τε­κτό­νων και των οι­κο­δό­μων του και εί­χε στό­χο να φτά­σει μέ­χρι τον ου­ρα­νό. Όμως λό­γω της ύβρε­ως, ο Θε­ός σύγ­χυ­σε τις γλώσ­σες των χτι­στών, με απο­τέ­λε­σμα ο πύρ­γος να μεί­νει μι­σός και οι άν­θρω­ποι να σκορ­πι­στούν σε όλο τον κό­σμο μην μπο­ρώ­ντας πλέ­ον να συ­νε­νο­ού­νται με­τα­ξύ τους. Νο­μί­ζω λοι­πόν ότι τα εμό­τζι εί­ναι η απαρ­χή του τέ­λους της Βα­βέλ. Η ει­σα­γω­γή τους κα­τα­λύ­ει την κα­κο­δαι­μο­νία της παν­γλωσ­σί­ας και μας πά­ει πί­σω στον Πα­ρά­δει­σο.
«Ώστε λοι­πόν θα αρ­χί­σεις τώ­ρα να στο­λί­ζεις τα κεί­με­νά σου με ει­κο­νί­δια;» ρώ­τη­σα.
«Και για­τί όχι;» απο­κρί­θη­κε. «Οι άν­θρω­ποι ξε­κί­νη­σαν με τις τοι­χο­γρα­φί­ες. Πέ­ρα­σαν στα ιε­ρο­γλυ­φι­κά, δη­μιούρ­γη­σαν την αλ­φα­βη­τι­κή γρα­φή και επι­στρέ­φουν τώ­ρα στα ιε­ρο­γλυ­φι­κά.»
«Και θα επι­στρέ­ψου­με κά­ποια μέ­ρα και σε μια επο­χή πριν από τα ιε­ρο­γλυ­φι­κά;» ρώ­τη­σα. «Στις τοι­χο­γρα­φί­ες ας πού­με;»
«Πριν από τα ιε­ρο­γλυ­φι­κά« εί­πε η συ­νο­μι­λή­τριά μου «δεν θα χρεια­ζό­μα­στε την γλώσ­σα. Θα συ­νε­νο­ού­μα­στε από ψυ­χή σε ψυ­χή.»

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: