Υπάρχουν πολλά επιχειρήματα ενάντια στη νηφαλιότητα. Η ψυχή ανοίγει στο σκοτάδι. Οι αντιδράσεις της, το ξέρουμε, δεν είναι προβλέψιμες. Είναι κουκουβάγια. Όταν έχει φως, κρύβεται. Και θέλει, όπως κι εγώ, να είναι μόνη.
α. Όπου η πλοκή είναι στοιχειώδης, τα πρόσωπα λιγοστά, και οι σελίδες μοιάζουν με παρτιτούρες για να ακουστεί η μουσική της φιλοσοφίας, διυλισμένη μέσα από μια φιλοσοφία περί μουσικής. Όπου οι σκόρπιες συναντήσεις ανάμεσα σε έναν ηλικιωμένο πιανίστα και έναν μεσόκοπο συγγραφέα περνάνε μέσα από ένα καλειδοσκοπικά οργανωμένο λόγο, αρχικά αποδομημένο, κατόπιν (και μέσα στο μυαλό του θαμπωμένου αναγνώστη) αναδομημένο, πάντα φιλοσοφικά. Όπου η φιλία σκιρτάει στο βάθος, αλλά και δεσπόζει συγκινητικά. Όπου τα πάντα σχεδιάζονται ώστε να πάλλονται τα οξύμωρα. Όπου το χειροκρότημα γίνεται απεχθές, μια αντιπνευματική φασαρία που έχει διαζευχτεί τη μέθεξη. Όπου η Ιστορία γηράσκει αεί διδασκόμενη. Όπου ο Στάλιν γίνεται θλιβερή καρικατούρα. Όπου ο Σοστακόβιτς μειδιά βουρκωμένος, δικαιωμένος, ζωντανός πάντα εντός μας. Όπου σε μισή παράγραφο, γραμμένη με λέξεις λιτές, αλαμπείς, υποκλινόμενες στην τραγωδία και σε ένα διόλου φωτογενές σθένος, κλείνεται όλος ο σταλινικός ζόφος, και όλη η καρτερία ενός κόσμου: «Αν κάποιος τραγουδούσε, το έκανε μόνο στα κρυφά, στη σκέψη του. Από καιρό τα κεριά μπροστά στους αγίους δεν έκαιγαν πια. Αγάπη ήταν να ζεσταίνουμε ο ένας τα χέρια του άλλου. Κανένας δεν ερχόταν πια από το Λένινγκραντ και κανείς δεν πήγαινε εκεί. Μια πόλη παγιδευμένη στην πείνα. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο πιο ασφαλής τόπος είχε γίνει η Σιβηρία».
β. Όπου εκτυλίσσονται σκέψεις σχετικά με την τελειότητα στην τέχνη (κατά! εναντίον! πυρ!), σχετικά με τον χρόνο (το παρελθόν γίνεται τοπίο ανεξερεύνητο, το μέλλον απομακρύνεται κάθε στιγμή αντί να σιμώνει)· σχετικά με το ποτό («Μην εμπιστεύεσαι κανέναν που δεν πίνει», «Όσοι έπιναν στα κρυφά, μας φαίνονταν αξιολύπητοι» «Για να ξεμεθύσουμε έπρεπε να πίνουμε ασταμάτητα», «Καλύτερα να πίνουμε παρά να απελπιζόμαστε»)· σχετικά με τη μουσική («Η μουσική δεν είναι δωμάτιο για να μπορείς να την ξαναβάψεις», «Η μουσική που παίζεται πριν από τα μεσάνυχτα δεν αξίζει τίποτα», «Μια μουσική χωρίς μελωδία, μια μουσική του αφανισμού, των παρατεταμένων δευτερολέπτων», «Μόνο η μουσική που κανείς δεν έχει ακόμα συνθέσει μπορεί να εκραγεί», «Αν θες να κατανοήσεις τη μουσική, να παρατηρείς το νερό!», «Τα πάντα κοιμούνται μέσα στο ξύλο, λέει η μουσική»)· σχετικά με τον Μότσαρτ («Ο Μότσαρτ με το που άνοιγε τα μάτια του έβλεπε παντού γύρω του μαύρες τελείες. Και τις μετέτρεπε σε μουσική»)· σχετικά με τον Μπετόβεν («Ο Μπετόβεν ορμάει ενάντια στη θύελλα. Μια λεπτομερέστερη παρατήρηση οδηγεί στο συμπέρασμα πως ο Μπετόβεν δεν αντιστέκεται απλώς στη θύελλα, την υπερβαίνει»), σχετικά με τον Σούμπερτ («Στον Σούμπερτ υπάρχουν πολλές σιωπές. Όλα στρέφονται προς τα μέσα. Ξέρω αρκετούς ανθρώπους που όσο έπιναν γίνονταν όλο και πιο σιωπηλοί. Στον Σούμπερτ αυτό συνέβαινε όταν συνέθετε»). Όπου σχετικά με τον Βάγκνερ δεν εκτυλίσσεται καμία, μα απολύτως καμία σκέψη· κι αυτό με βάζει σε σκέψεις.
γ. Όπου το σοφό χιούμορ είναι πικρό και κάνει γκελ. Όπου για μιαν ακόμα φορά (ενός λεπτού σιγή για τον Καμύ και για τον Μπαρτ και για τον Ζέμπαλντ) τροχαίο και τραγωδία είναι ένα. Όπου το πιο μαγικό φρούτο (τα ρόδια) και το πιο αινιγματικά ερωτικό —και ερωτικά αινιγματικό— όργανο (το τσέλο) γίνονται θάλπος αγάπης και μυστικός κώδικας, κρυπτογράφημα. Όπου, στην ίδια σελίδα, το Μιλάνο και η Βουδαπέστη γίνονται φάτνες μουσικής. Όπου κάνει μιαν (όχι και τόσο) αναπάντεχη εμφάνιση ο Πολ Μπόουλς, ως ο μουσικός που υπήρξε προτού μας δωρίσει το The Sheltering Sky. Όπου, τεχνηέντως, το μυθιστόρημα διολισθαίνει κρίσιμα, και ευπρόσδεκτα, σε ντοκιμαντέρ· και το ένα τέταρτο του βιβλίου καταλαμβάνει ο πολύς Χάινριχ Σιφ [Heinrich Schiff, 1951-2016], ο μάγειρας τσελίστας με τη Rolls. Όπου μαθαίνουμε ότι υπάρχουν 86.000 όπερες και ότι η μητέρα του Χέμινγουεϊ ήταν λυρική τραγουδίστρια, και επίσης μαθαίνουμε πώς να ετοιμάζουμε καραμελωμένα κρεμμύδια. Όπου ο γηραιός Ρώσος πιανίστας ονομάζεται Γιούρκα Σουβόριν, και ο αφηγητής παραμένει ανώνυμος. Όπου, αφού διαβάσουμε για δεύτερη φορά, την Αυτοπροσωπογραφία με ρωσικό πιάνο αντιλαμβανόμαστε, βουρκωμένοι, ότι ο κρυφός πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι το πουλί της Αθηνάς, η γλαύκα του Εγέλου, που μας υπενθυμίζει ότι το μεγαλείο της τέχνης δεν αχνοφαίνεται παρά μόνον στο λυκόφως της ζωής. Όπου υποκλινόμαστε βαθιά στον συγγραφέα Βολφ Βόντρατσεκ [Wolf Wondratschek, 1943], συγχαίρουμε ένθερμα τη μεταφράστρια Ελίζα Παναγιωτάτου (1984), και στέλνουμε ένα εύγε στον εκδοτικό οίκο Αντίποδες.
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης