Ενηλικίωση σπαρμένη με νάρκες

Ενηλικίωση σπαρμένη με νάρκες

Σπύρος Κιοσσές, «Τα πρωτοβρόχια/, Μεταίχμιο 2022


Κάθε λογοτέχνης, εκκολαπτόμενος ή δόκιμος, εκδίδοντας συλλογή διηγημάτων, νουβέλα ή μυθιστόρημα οφείλει να καταβάλει τον οβολόν του στις απαιτήσεις της γραφής σχετικά με την ενηλικίωση κάποιου υπαρκτού ή μυθοπλαστικού ήρωα, που ως επί το πλείστον είναι αγόρι. Να αναφερθεί στην εποχή, στο κλίμα αυτής, στον τόπο και στους ανθρώπους που τον κατοικούν. Συμπληρωματικά, απαραίτητο στοιχείο της οφειλής και ως κορύφωση αυτής, είναι ο τραγικός θάνατος του έφηβου ήρωα, προς άδικη τιμωρία του ιδίου ή δίκαιη προς τρίτους. Οι συνέπειες δε της ενηλικίωσης, τουτέστιν της κατάκτησης της πολυπόθητης γνώσης, είναι η προδοσία, η απογοήτευση, η ισοπέδωση, η διάλυση της ομάδας των παιδιών-δραστών των συγκεκριμένων ιστοριών.
Η ελληνική, πολλώ μάλλον η παγκόσμια λογοτεχνία έχει να επιδείξει επ’ αυτού πλήθος παραδειγμάτων. Και δεν είναι σπάνια η περίπτωση που αρκετά εξ αυτών μεταφέρθηκαν με επιτυχία στην κινηματογραφική ή τηλεοπτική οθόνη. Αναφέρω ενδεικτικά τρία από αυτά, περιοριζόμενος στα εντός των τειχών πολυδιαβασμένα κείμενα:  Κοσμάς Πολίτης, Eroica, 1938. Το κατεξοχήν «μυθιστόρημα της εφηβείας» τής νεοελληνικής λογοτεχνίας. Το αγαπημένο ανάγνωσμα της γενιάς του 1940-1950. Ρομαντική αναπόληση της ξένοιαστης νιότης, ιδεαλιστική αντίληψη της φιλίας, του έρωτα και του ηρωισμού. Μαργαρίτα Λυμπεράκη, Τα ψάθινα καπέλα,1946. Ο έρωτας, η αναζήτηση του έρωτα, ο πόθος του έρωτα... Αφηγημένος με φαντασία, χιούμορ και απέραντη τρυφερότητα, νεανική χάρη και τόνο νοσταλγίας. Βασίλης Βασιλικός, Η διήγηση του Ιάσονα, 1953. Ηρωισμός που κινείται στο μεταίχμιο εφηβείας και ενηλικίωσης. Ένας προσωπικός στοχασμός επάνω στη γοητευτική και ταυτόχρονα επικίνδυνη περιπέτεια της νεότητας. Και πλήθος άλλων.
Εδώ, μετά την δειγματοληπτική… ανθολόγηση μυθιστορημάτων περί ενηλικίωσης, τίθεται το θέμα: Ποιο το όριο ενηλικίωσης και ποιος το οριοθετεί; Είναι εκείνο που αναγνωρίζεται ή κηρύσσεται από τον νόμο; Είναι η στιγμή που κάποιος αναλαμβάνει νομικό έλεγχο για τις ενέργειες και αποφάσεις του; Όταν με κάποιο τρόπο -συχνά βίαιο- αποσπάται από τον έλεγχο των γονέων ή του κηδεμόνα του; Όταν φτάσει στην ηλικία αποφοίτησης από το σχολείο, επιθυμίας καπνίσματος, κατάποσης αλκοόλ, κατοχής διπλώματος οδήγησης, δικαίωμα ψήφου, μήπως σεξουαλικής συναίνεσης ή ενδεχόμενου γάμου; Υπ’ όψιν, η νόμιμη ηλικία γάμου στο Ιράκ είναι τα 9 έτη, στην Ελλάδα η αντίστοιχη των 10 ετών προβιβαστικέ στα 15, ενώ σε δέκα χώρες του πολιτισμένου δυτικού κόσμου δεν υπάρχει καν κατώτατο όριο... Και, ω της εκπλήξεως, τους ίδιους με μένα προβληματισμούς περί ενηλικίωσης κάνει και ο 12 ετών Τάσος, ήρωας της νουβέλας τού εκπαιδευτικού-φιλόλογου, διδάκτορα Λογοτεχνίας, κριτικού, συγγραφέα Σπύρου Κιοσσέ. Στο —ας το πω διήγημα— Η τιμωρία, θέτει στον έφηβο εαυτό του τα ίδια μεγάλα ερωτήματα!
Και ιδού η νουβέλα των 170 σελίδων Τα Πρωτοβρόχια, που πραγματεύεται ένα μωσαϊκό από μικρές, πολύχρωμες ψηφίδες, με τον διευκρινιστικό όσο και τεχνηέντως αμήχανο υπότιτλο, Μικρή ιστορία ενηλικίωσης, προκαταβολική δήλωση σεβασμού προς τον αναγνώστη. Η οποία Μικρή ιστορία αρχίζει με παιγνιώδη διάθεση τριών επιπέδων: Ο ενήλικας, πανεπόπτης αφηγητής Σπύρος Κιοσσές, ο 12ετής Τάσος του πρωτοπρόσωπου Εγώ, ο Άλλος Τάσος της παθητικής αποδοχής. Ο πρώτος βρίσκεται στην ώριμη ηλικία της δημιουργίας, ο ανήλικος Τάσος στην αφετηρία της ζωής του, ο Άλλος συνονόματος στο τετελεσμένο τέλος του. Μία αναδυόμενη γένεση μέσα από έναν ανεξήγητο θάνατο. ΜΑΜΑ, ΠΕΘΑΝΕ Ο ΤΑΣΟΣ, ουρλιάζει έντρομη η αδελφή των δύο εμπλεκόμενων δραστών. Υπογραμμισμένος με κεφαλαία στοιχεία από τον συγγραφέα ο πρώτος τρόμος ενός ανήλικου, διεκδικώντας παράλληλα το πρώτο περιουσιακό του στοιχείο. Ο Άλλος Τάσος ήταν δικός του. Απολεσθέν κτήμα του. Αφορμή να αυτοσυστηθούν ενήλικας και ανήλικος μέσω ενός ματαιωμένου λουκούλλειου γεύματος. . Κόβοντας έτσι ο ευρυμαθής συγγραφέας την κορδέλα της εκκίνησης προς την πολλά υποσχόμενη ενηλικίωσή του, καθώς και όλων των αγοριών όλων των εποχών. Μιας ενηλικίωσης σπαρμένης θαρρείς με νάρκες. Πού να ήξεραν οι άμαθοι τι ομηρικές συμπληγάδες τους προσμένουν, τι Προκρούστες, τι Κύκλωπες…! Πάντως ο συγγραφέας, νίπτοντας τας χείρας του, έσπευσε να τους προειδοποιήσει προκαταβολικά με την επιλογή τού τίτλου, προτρέποντάς τους να απολαύσουν την ευεργετική δροσιά τής πρώτης, απαλής βροχής. Οι μπόρες και οι κατακλυσμοί της ζωής τους θα ακολουθήσουν. . Έτσι ο ενήλικας Σπύρος Κιοσσές αυτοσυστήνεται, καταθέτοντας πάραυτα τη σκωπτική διάθεση με την οποία θα αντιμετωπίσει τόσο την παιδική ηλικία του ήρωά του όσο και τη δική του νηπιακή -και γιατί όχι και την μετέπειτα ώριμη- αντάμα με το υποσχόμενο δόξες πνεύμα της γραφής και την ανεπιτήδευτα απλή ιστόρηση της ζωής του. Για να ματώσει στην καταλυτική εύρεση της τελευταίας πρότασης του αφηγήματος. Εκεί όπου καιροφυλακτεί, ωσάν πέλεκυς, η αμφιβολία: «Μήπως βγήκα εκτός θέματος, κυρία;», που απευθύνει την ενήλικη πλέον αβεβαιότητά του στην έδρα της όποιας εξουσίας, την οποία εδώ εκπροσωπεί η δασκάλα, απευθύνοντάς την παράλληλα στον ίδιο του τον εαυτό. Τώρα που έπαψε ανεπιστρεπτί να είναι ο12ετής έφηβος, προβιβασμένος σε ευφυή συγγραφέα, έτοιμος για τον πρώτο απολογισμό. Έναν απολογισμό πικρό, όπως κάθε απολογισμό της κάθε ηλικίας, μέχρι τέλους. . Η νουβέλα Τα πρωτοβρόχια αποτελείται από 34 αφηγήσεις —συν μία, αμφιταλαντευόμενης επιλογής, τού τέλους— ολιγοσέλιδων μικρών αναπνοών. Που θα μπορούσαν να αποτελέσουν μία συλλογή διηγημάτων, εάν δεν είχαν κοινή συνισταμένη το αυτό πρόσωπο: τον Τάσο αφηγητή μιας παιδικής ηλικίας, τον κοινό τόπο όλων των ηρώων μιας βόρειας κουκίδας στον γεωγραφικό χάρτη της θρακικής ασημαντότητας: «στο χωριό των λύκων.» . Εισχωρεί η μία μέσα στην άλλη, παραλαμβάνοντας τη σκυτάλη της αφήγησης από εκείνη που προηγήθηκε, για να συμπληρώσει τα ηθελημένα κενά που άφησε στο διάβα της, να εξηγήσει την έντεχνη ασάφεια, να τονίσει δραματουργικά στοιχεία, να συστήσει νέα πρόσωπα, να τοποθετήσει την τελευταία ψηφίδα στο παζλ της ωριμότητας. Με μέγιστη ιχνηλάτηση την αναμέτρηση του διαχωρισμού της μνήμης τού τι είναι καλό και τι κακό. Τού τι επιλέγουμε να διατηρήσουμε στο εικονοστάσι των προσωπικών μας Αγίων και τι εγκαταλείπουμε στην αιώνια λήθη. Μονολεκτικοί οι τίτλοι της συμπύκνωσης των νοημάτων και της αυστηρής λιτότητας, ώστε να παραχωρούν γόνιμο έδαφος στην ολοκλήρωση. Που δεν είναι άλλη από την επιθυμία του ίδιου του συγγραφέα να καταθέσει τα ψήγματα της μνήμης του —με το αναφαίρετο δικαίωμα της κατασκευής άλλων— ώστε να τα αποθέσει αντίδωρο στη μνήμη εκείνων που έφυγαν αφήνοντας πίσω τους τον πλούτο των χειρονομιών τους, του ζεστού βλέμματος, της ιδιαίτερης όσφρησης. Τον αποσιωπητικό τους λόγο, τις σκιώδεις ένοχες πράξεις τους, επιτρέποντας ωστόσο την ύπαρξη μιας χαραμάδας φωτός, ικανής να προσφέρει την αρχή του νήματος προς την οργιώδη φαντασία ενός 12ετούς εφήβου. Ημιτελείς εξιστορήσεις, των οποίων η συνέχεια και το τέλος εναπόκεινται στη δικαιοδοσία του ενήλικου γραφιά, ο οποίος με τη σειρά του την εναποθέτει στην ευχέρεια και ικανότητα των αναγνωστών όλων των ηλικιών.
Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 αρχές του ΄80. Περίοδος που, μετά την υπερτονισμένη ηρωική δεκαετία του ‘60 εκείνης των θαυμάτων, άφησε το δικό της στίγμα στην ελληνική πραγματικότητα, όπως όλες πιστεύω οι δεκαετίες που προηγήθηκαν ή ακολούθησαν. Ο πυρήνας της δράσης είναι η οικογένεια. Μια κλασική, μικροαστικών αντιλήψεων και αντιδράσεων οικογένεια εκείνης της περιόδου, που κινείται κατά πώς της επιτρέπουν οι οικονομικές, θρησκευτικές και ηθικές της αξίες, εγκλωβισμένη στα σύνορα του μικρόκοσμου όπου ζει. Η ανάπτυξή της σκιαγραφείται με ακρίβεια στο γενεαλογικό δέντρο που καταθέτει ο μαθητής Τάσος, κατ’ εντολή τής δασκάλας, προκαλώντας -ηθελημένα;- στον αναγνώστη μικρές απορίες: Ο παππούς Αναστάσιος Λύκος, η γιαγιά Ελένη-Νίτσα, ο πατέρας αφέντης, που δεν κατονομάζεται σε κανένα επεισόδιο, με κανένα όνομα ούτε καν παρατσούκλι που θα τον χαρακτήριζε. Ο Τάσος και η μικρή αδελφή του Μάγδα. Γύρω απ’ αυτούς πλήθος γυναικών, χορός αρχαίας τραγωδίας ή περιδινούμενο σύμπλεγμα σε ασπρόμαυρη ταινία του Κακογιάννη. Και αγόρια, πολλά αγόρια, συμπαίκτες του ήρωα στα χορταράκια, διεκδικητές τής νίκης στο ποδόσφαιρο ή μασκοφόροι Ζορό σε επιχειρήσεις πάταξης της αδικίας, έστω κι αν αυτή προέρχεται από κάποιον δυνάστη πατέρα Στρατάρχη! . Πρωταγωνιστικό ρόλο κατέχει η γιαγιά, που μυρίζει γιαγιά όπως όλες οι γιαγιάδες των παιδικών μας χρόνων. Προσφέρει απλόχερα αγάπη, θαλπωρή, το γόνατό της για τη βραδινή προσευχή του εγγονιού της. Προστασία και σκέπη. Έχει απαντήσεις για όλες τις απορίες του κόσμου, πρόθυμη να φανερώσει παραμύθια που δεν είναι παραμύθια. Πληγές είναι που συνεχίζουν να αιμορραγούν, μεταμορφωμένες με το μαγικό ραβδάκι της σε νανούρισμα και παρηγορία απέναντι στις εφηβικές απορίες και πρόωρα βάσανα. Εκεί παρελαύνουν καλοί Έλληνες, κακοί Βούλγαροι, κάκιστοι Τούρκοι. Ανασύρεται ο εγκλωβισμός και η πυρπόληση της αδελφής της Φανούλας και του ψηλού παλικαριού στο παρεκκλήσι του Αγίου Προδρόμου από τον πατέρα τους Αναστάσιο Λύκο. Ιστορίες και μυθεύματα που αναδύονται από τα βάθη του τρίτου παρελθόντος. . Οι αφηγήσεις που έπλασε ο Σπύρος Κιοσσές ανήκουν τόσο στο χώρο της φαντασίας όσο και της πραγματικότητας. Με το καταλυτικό συμπέρασμα της Μικρής ιστορίας ενηλικίωσης ότι η πραγματικότητα ποτέ δεν είναι ξένοιαστη παρά μόνο για όσους εύκολα βαυκαλίζονται με φαντασιοπληξίες και ανυπόστατα ιδανικά. . Ανεπιτήδευτη γραφή, προσεγμένος, ακριβής λόγος στις τεχνηέντως επιφανειακά ασήμαντες λεπτομέρειες. Αξιοποιεί τις ενδείξεις και τρυπώνει στις χαραμάδες για να φωτίζει μύχιες σχισμές, που είναι και δικές μας σχισμές, γεμάτες με παροδικές νίκες ή ήττες που μας σημάδεψαν και σιωπηρούς σπαραγμούς. Έτσι βαδίζει η λογοτεχνία, μέσα από απαρηγόρητες παρηγορίες.
Εκείνο που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη νουβέλα και την κάνει ξεχωριστή από άλλες παρόμοιες είναι ο χειρισμός από τον συγγραφέα του θέματος της γνώσης. Των κατατεθειμένων ή αποσιωπημένων απαντήσεων απέναντι σε όσα ερωτηματικά προκύπτουν μέσα από γεγονότα και αφηγήσεις. Ένα δείγμα μαεστρίας και ταλέντου του Σπύρου Κιοσσέ, ενορχηστρωτή μιας ακριβών απαιτήσεων συμφωνίας. Βάζει τον 12ετή Τάσο να ερευνά και να αναρωτιέται γι’ αυτά που καλά γνωρίζει ο ίδιος, καλύτερα ο ενήλικας γραφιάς, περισσότερο δε όλων ο αναγνώστης των ιστοριών, ο οποίος μέσα από το ύφος της γραφής και τις αποσιωπήσεις, την παιγνιώδη διάθεση, το χιούμορ και τις αποσιωπήσεις υποπτεύεται πως, εκείνοι που έχουν προηγηθεί στη διαδικασία της γραφής, γνωρίζουν όλη την αλήθεια των πραγμάτων, καλώντας μας να τους ακολουθήσουμε σε ένα πρωτότυπο παιχνίδι ανεύρεσης του κρυμμένου θησαυρού που ονομάζεται ε-νη-λι-κί-ω-ση. Ελκυστικό κάλεσμα που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον της ανάγνωσης, παράλληλα με το κάλεσμα της συμμετοχής. Απόδειξη αυτών: ~ Ο μικρός Τάσος στο αφήγημα «Η τιμωρία», τη στιγμή που εξερευνά την κρεβατοκάμαρα των γονιών του, μονολογεί και λέει: «Δεν ξέρω τι ψάχνω, δεν ψάχνω κάτι συγκεκριμένο. Ή μάλλον ξέρω. Ψάχνω μυστικά, κρυμμένα πράγματα.» ~ Η βεβαιότητα στο «Γράμμα» υπερτονίζεται με την προκαταβολική γνώση, επισκεπτόμενος τον ίδιο μυστηριακό χώρο: «Πηγαίνω στην κρεβατοκάμαρα της μαμάς. Ξέρω κάθε μου κίνηση προτού την κάνω. Σαν να παρακολουθώ τον εαυτό μου από ψηλά να κάνει ό,τι κάνει. Και ξέρω καλά τι θα συμβεί στη συνέχεια.» ~ Ενώ, όχι μόνο δεν άγγιξε, αλλά ούτε καν είδε το στήθος της Ιταλίδας σωσίας της κινηματογραφικής Σοφίας Λόρεν, ξέρει πως οι ρόγες της έχουν τη γεύση του παγωτού όταν το γλείφει με ηδυπάθεια. ~ Κι όταν ο μπαμπάς αργεί τα βράδια με τη δικαιολογία των συμβουλίων, ο Τασούλης όχι μόνο γνωρίζει τι εστί «συμβούλιο» και πως εκείνος επισκέπτεται την παστρικιά Ιταλίδα, αλλά δίνει και την αρμόζουσα, σε παρόμοιες περιπτώσεις, λύση: Είναι προτιμότερο ο μοιχός να χωρίσει από τη μαμά του, και πως ένα διαζύγιο είναι η ιδανική λύση από μια ζωή που δεν αντέχεται! — Όταν δε ο πατέρας τον προσκαλεί να βγουν οι δυο τους, να τα πουν «σαν άντρες», ξέρει πως η αψάδα του ούζου που του καίει τα σωθικά είναι το πολυπόθητο διαβατήριο για τον Αναστάσιο-Τάσο προς την ενηλικίωση. Παιχνίδι γοητευτικά συνωμοτικό μεταξύ ενήλικα και έφηβου. Γεμάτο ενθουσιασμό και δροσιά, που κρατάει τον αναγνώστη ευχάριστα ανήσυχο, όπως είναι κανείς απέναντι στο μυστήριο της απέραντης θάλασσας ή των υψηλών ορέων. Τα δρώμενα της νουβέλας είναι ορθάνοιχτα στη διαχρονία της ιστορίας και των υλικών ψηφίδων από τις οποίες συντίθεται, αποσυντίθεται και ανασυντίθεται ασταμάτητα η ανθρώπινη ζωή και η αναπαράστασή της.
Ελέχθη, δεν θυμάμαι από ποιον συγγραφέα: Όταν είμαι —ή θέλω να είμαι— αισιόδοξος, τότε γράφω για παιδιά. Όταν ονειρεύομαι μια επανάσταση, γράφω για τους εφήβους. Όταν φοβάμαι, τότε είναι που γράφω για τους ενήλικες. Και ο Σπύρος Κιοσσές, όταν έγραφε «Τα πρωτοβρόχια», ήθελε να είναι και ήταν υπεραισιόδοξος, όχι μόνο για το θέμα της λογοτεχνικής επιλογής και το τάλαντο της γραφής του, αλλά και για την μετέπειτα αποδοχή και επιτυχία του βιβλίου του. . . Δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό στο να μη κλείσω την κατάθεση της αναγνωστικής μου είσπραξης με ένα «αφελές» στιγμιότυπο από το πόνημα του Σπύρου Κιοσσέ: Στο πάρκο, ένα παιδί παρατηρεί μια έγκυο να κάθεται σε ένα παγκάκι. —Κυρία, το αγαπάτε το παιδάκι που έχετε μέσα σας; —Φυσικά και το αγαπώ. —Τότε γιατί το φάγατε;

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: