Όλη η ιστορία της Φωτιάς περιστρέφεται γύρω από τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες τον Θωμά και την Άννα. Έχουμε δηλαδή μια character-driven αφήγηση που ακουμπάει στο αρχέτυπο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», το αταίριαστο ερωτευμένο ζευγάρι. Ή το ερωτευμένο ζευγάρι που προέρχεται από πολύ διαφορετικούς κόσμους και έχει πολύ διαφορετικό υπόβαθρο σε οικονομικό, κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο. Οι δύο κόσμοι από όπου προέρχεται το ζευγάρι είναι αντίπαλοι εκ θέσεως και βρίσκονται σε τροχιά σύγκρουσης. Πρόκειται μάλιστα για μοτίβο πολύ παλαιότερο από τον Σαίξπηρ, συναντάται ακόμα και στο αρχαίο ελληνικό μυθιστόρημα (το μυθιστόρημα της ελληνιστικής εποχής).
Πώς διατηρείται τόσο καιρό στη μυθοπλασία χωρίς να χάσει ίχνος από τη δύναμη και την ισχύ του; Ασφαλώς έχουμε να κάνουμε με ένα πολύ κραταιό αρχέτυπο, με κάτι που εκλύει μεγάλη αφηγηματική ενέργεια. Ένα συγκρουσιακό δίδυμο που συνδέεται με βαθιές διαχρονικές ανάγκες και αναζητήσεις του αναγνώστη, πρόσφορο για την παραγωγή και μεταφορά νοήματος.
Γύρω από τα δύο πρόσωπα συγκρούονται δύο διαφορετικοί, ετερόκλητοι κόσμοι. Δύο ιδεολογίες. Τα πρόσωπα λοιπόν και ο λόγος που εκφέρουν γίνονται φορείς ιδεολογίας, κατά τα πολυφωνικό πρότυπο του μυθιστορήματος που είδε ο Μπαχτίν στα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι. Και αυτό παράγει σπίθες αφηγηματικές. Δίνει τροφή στην αφήγηση και δημιουργεί διαστρωματώσεις.
Το τι πιστεύουν τα πρόσωπα είναι που καθοδηγεί τις πράξεις τους και άρα δημιουργεί την πλοκή. Με αυτή την έννοια η Φωτιά δεν είναι ακριβώς character-driven μυθιστόρημα, όπως το χαρακτήρισα μόλις, αλλά περισσότερο idea-driven αν μπορούμε να το πούμε έτσι. Οι ιδέες που φέρουν τα πρόσωπα, οι ιδεοληψίες τους και οι αγκυλώσεις τους, η πίστη τους ή ο σκεπτικισμός τους απέναντι σε πολιτικά προτάγματα φτιάχνουν και χαλούν συγχρόνως τα πάντα, σφραγίζουν τις σχέσεις τους με τα υπόλοιπα πρόσωπα της ιστορίας και ποδηγετούν τις επιλογές τους.
Βέβαια εδώ, μιας και μιλάμε για ήρωες εφήβους, ιδεολογία και συναίσθημα μπλέκονται αδιάρρηκτα, γίνονται κουβάρι, και είναι αρκετά δύσκολο να διαχωριστούν. Αυτό επιτείνει αμφίδρομα και την ένταση του συναισθήματος και τη δυναμική της ιδεολογίας και δημιουργεί ένα εκρηκτικό αφηγηματικό μίγμα που αποκλείεται να αφήσει αδιάφορο όχι μόνο τον έφηβο αναγνώστη, αλλά και τον ενήλικο ακόμα.
Θα ήθελα να κάνω και κάποιες επισημάνσεις για το ύφος του κειμένου, γιατί εδώ δεν έχει μόνο αισθητική αξία. Η παρουσία του διαδραματίζει δομικό ρόλο.
Το ύφος λοιπόν εκ πρώτης όψεως είναι απλό, ανεπιτήδευτο, άμεσο, σύγχρονο. Έχει προφορικότητα, ροή, βοηθάει την αφήγηση να κυλήσει απρόσκοπτα. Σε τέτοιες περιπτώσεις όμως ελλοχεύει πάντα ένας μεγάλος κίνδυνος: ό,τι κερδίζεται σε επικοινωνιακή ρώμη, να χάνεται σε λογοτεχνικότητα. Ένας λόγος που δεν είναι φορτωμένος με παρομοιώσεις και μεταφορές, με επιθετικούς προσδιορισμούς και επιρρήματα, ένας λόγος που αποφεύγει τις μετωνυμίες και τα πλουμιστά λεκτικά σχήματα, κινδυνεύει να πνιγεί στην πεζολογία του. Στη Φωτιά όμως αποσοβείται ένας τέτοιος κίνδυνος και επιτυγχάνεται κάτι πολύ δύσκολο κατά τη γνώμη μου.
Η αισθητική εξισορρόπηση έρχεται με την εκτεταμένη χρήση ενός στοιχείου που επίσης μπορεί να αποδειχτεί δίκοπο μαχαίρι για την αφήγηση: τη χρήση του ενεστώτα. Όλη σχεδόν η αφήγηση γίνεται σε παροντικό χρόνο. Το αγγλόφωνο εφηβικό μυθιστόρημα χρησιμοποιεί κατά κόρον πρωτοπρόσωπη και ενεστωτική αφήγηση. Καθώς από μόνο του όμως αυτό το στοιχείο αποτελεί κραυγαλέα παρέκκλιση (είναι γνωστό το θέσφατο του Μπαρτ που λέει ότι χρόνος του μυθιστορήματος είναι ο αόριστος…), τραβάει εκ των πραγμάτων όλη την προσοχή πάνω του. Η τέχνη του συγγραφέα είναι πώς θα κάνει αυτό το τόσο έντονο στοιχείο να λανθάνει, να μην φαίνεται, να μην αποσπά τον αναγνώστη, και να μην του διαλύει συνεχώς την αίσθηση αληθοφάνειας.
Η επιλογή του ενεστώτα έχει γενικά επίπτωση και στον σχηματισμό των χαρακτήρων. Λέει ο Απόστολος Σαχίνης για παράδειγμα: «Το παρελθόν χαρακτηρίζει τα μυθιστορηματικά πρόσωπα, ορίζει τη συμπεριφορά τους, διαμορφώνει το χαρακτήρα τους, για τη διαγραφή της ταυτότητάς τους χρειάζεται ο προσωπικός χρόνος. Ένα πρόσωπο χωρίς παρελθόν, περιορισμένο και παρουσιασμένο μόνο στο παρόν, είναι γυμνό, είναι ασήμαντο, είναι φτωχό από συναισθήματα και πάθη· είναι ανδρείκελο χωρίς ψυχή, χωρίς προσωπικότητα»[1]. Οι έφηβοι ήρωες της Φωτιάς όμως ζούνε με τόσο πάθος το παρόν τους, με τέτοια συναισθηματική ένταση και ψυχολογική ταραχή που ο ενεστώτας μοιάζει να τους ταιριάζει σε απόλυτο βαθμό. Η νεανική τους φωνή εκφράζεται απείρως καλύτερα στον ενεστώτα παρά σε παρελθοντικό χρόνο.
Ένα άλλο υφολογικό στοιχείο, που δυστυχώς σπανίζει στις μέρες μας, αλλά στη Φωτιά εμφανίζεται με αφθονία είναι το χιούμορ. Μάλιστα πρόκειται για το χιούμορ των ίδιων των χαρακτήρων, άρα είναι οργανικά ενταγμένο στην αφήγηση και στην ιστορία. Δεν δρα σαν κάποιου είδους εξυπνακισμός, αλλά αποκαλύπτει ενδιαφέρουσες πτυχές των χαρακτήρων και συνδέεται συχνά με τον τρόπο που αυτοί αντιμετωπίζουν δυσκολίες ή αντιπαρέρχονται επώδυνες καταστάσεις.
Όλη η αφήγηση γίνεται μέσα από εναλλασσόμενους μονολόγους των δύο πρωταγωνιστών. Αυτό έχει τα υπέρ και τα κατά του όπως κάθε αφηγηματικός τρόπος. Το πιο μεγάλο πρόβλημα είναι ότι ο μονόλογος εμφανίζει μια τάση προς το telling και όχι το showing. Τον σκόπελο του telling τον ξεπερνάει ο Κουτσάκης ενσωματώνοντας μέσα στους παράλληλους μονολόγους της αφήγησης εκτεταμένες σκηνές, με πλούσιους, πρωτότυπους και ζωντανούς διαλόγους, που είναι άλλο ένα δυνατό σημείο του βιβλίου.
Θα ήθελα επίσης να αναφερθώ στις συμμετρίες που υπάρχουν στο κείμενο (συμμετρία έχουμε, για παράδειγμα, όταν οι φίλοι των πρωταγωνιστών δεν μπορούν να εμφανιστούν στο πάρτυ και τους αφήνουν να πάνε μόνοι τους). Οι αφηγηματικές συμμετρίες είναι φαινόμενα που σπάνε κάπως την αληθοφάνεια της ιστορίας γιατί δεν είναι πολύ πιθανό να συμβούν στην πραγματική ζωή. Άρα θέλει τρομερή προσοχή η χρήση τους. Από την άλλη, επειδή ακριβώς είναι κάπως εξωπραγματικό στοιχείο, αποτελούν παράγοντα που εντείνει τον ρομαντισμό του κειμένου. Και ένα κείμενο που απευθύνεται πρωτίστως σε εφήβους, πρέπει να εκπέμπει ρομαντισμό. Οι συμμετρίες είναι ένας πολύ έμμεσος, πολύ διακριτικός, πολύ αποτελεσματικός τρόπος για την επίτευξη αυτού του σκοπού.
Το πιο βασικό χαρακτηριστικό του ύφους πάντως στη Φωτιά είναι μια τάση χειραγώγησης του αφηγηματικού ρυθμού. Αυτό προκύπτει αφενός μέσα από τις σύντομες προτάσεις, τους νευρώδεις διαλόγους και τα μικρά, έως και πολύ μικρά, κεφάλαια αλλά κυρίως από μια αφηγηματική λειτουργία που έχει να κάνει με το συναισθηματικό βαρόμετρο της κάθε σκηνής. Με άλλα λόγια η εναλλαγή, που είναι καταιγιστική στη Φωτιά, ανάμεσα στα αφηγηματικά «συν» και «πλην». Όταν συμβαίνει κάτι καλό για τους ήρωες το κατατάσσουμε στα συν. Όταν συμβαίνει κάτι κακό καταχωρείται στα πλην. Η εναλλαγή των προσήμων είναι που δίνει τον εσωτερικό ρυθμό του κειμένου. Οι ανατροπές που κάποιες φορές μας κόβουν την ανάσα είναι το αποτέλεσμα αυτής της διαδοχής.
Ο Ηράκλειτος λέει «Πόλεμος πατήρ πάντων». Είναι ένα ρητό που παραδόξως βρίσκει μεγάλη ισχύ και στη μυθοπλασία. Ο «πόλεμος», το conflict, η σύγκρουση δηλαδή στη δική μας περίπτωση, παίζει σημαντικότατο ρόλο, αν όχι το σημαντικότερο στο χτίσιμο και στην εξέλιξη της ιστορίας. Είναι αυτό που ωθεί την ιστορία μπροστά, που κινητοποιεί τους χαρακτήρες, που μας επηρεάζει συναισθηματικά, που μας βοηθάει να εξάγουμε νοήματα και συμπεράσματα. Στο μυθιστόρημα του Κουτσάκη η φωτιά, πέρα από κομβικό αφηγηματικό συμβάν (μιας και τα πάντα αλλάζουν μετά τον εμπρησμό μιας τράπεζας), βρίσκει συνεκδοχές, συμβολισμούς και μετωνυμίες της παντού. Θα λέγαμε ότι σιγοκαίει σε όλη την έκταση του κειμένου, κρυμμένη στα γεγονότα, στους χαρακτήρες, στις μεταξύ τους σχέσεις, στα θέλω, στις επιθυμίες και στα τραύματά τους.
[1] Σαχίνης, Α., (1972), Το Nouveau Roman και το Σύγχρονο Μυθιστόρημα, Θεσσαλονίκη: εκδ. Κωνσταντινίδη, σσ. 104-5