Μεταφράζοντας συλλογικά τη Μαίρη Όλιβερ



Αφορμή για να ξεκινήσουμε να μεταφράζουμε την ποίηση της Μαίρη Όλιβερ συλλογικά, μέσα στην καραντίνα, ήταν η αγάπη μας για το έργο της, η κοινή μας επιθυμία να την μεταφράσουμε και να μοιραστούμε αυτήν την αγάπη με άλλους αναγνώστες, αλλά και το γεγονός ότι θέλαμε να συνεργαστούμε σε ένα μεταφραστικό πρότζεκτ. Η ποίηση της Όλιβερ δεν είχε μεταφραστεί επισταμένα στα ελληνικά (κι εξακολουθεί να μην έχει), εάν και υπάρχουν μεταφράσεις μεμονωμένων ποιημάτων – μία από αυτές ήταν ενός από τα δύο μέλη της ομάδας, της Ελένης. Ως ομάδα, όμως, αποφασίσαμε να προσεγγίσουμε μία ολόκληρη ποιητική συλλογή της, με το σκεπτικό ότι έτσι μπορεί να μεταφερθεί στο ελληνόφωνο κοινό η δημιουργική φωνή της ποιήτριας από μία συγκεκριμένη περίοδο. Η επιλογή του American Primitive, μέρος του οποίου μπορούμε να διαβάσουμε μεταφρασμένο σε αυτό το αφιέρωμα, έγινε σε αυτό το πνεύμα, αλλά και με τη γνώση ότι πρόκειται για ένα από τα πλέον αναγνωρισμένα της έργα, τόσο από το κοινό όσο κι από την κριτική (Βραβείο Πούλιτζερ, 1984).
Η μεταφραστική διαδικασία που ακολουθήσαμε μπορεί να χωριστεί σε τρία στάδια. Ξεκινήσαμε εκπονώντας ατομικά τη μετάφραση του κάθε ποιήματος και αφού η καθεμιά ολοκλήρωνε τη διαδικασία, βρισκόμασταν για το δεύτερο βήμα, δηλαδή να συζητήσουμε, να συγκρίνουμε τις αποδόσεις μας και τέλος, να συνθέσουμε το τελικό μεταφραστικό αποτέλεσμα. Στην αρχή, θεωρήσαμε ότι αυτός θα ήταν ο πιο εύκολος τρόπος να διαχειριστούμε τα ποιήματα και τη δουλειά που απαιτούσε η μετάφρασή τους στο σύνολο της. Εκ των υστέρων, βέβαια, καταλάβαμε ότι η επιτυχημένη συλλογική μετάφραση απαιτεί έναν συμβιβασμό που, δίχως την πρώτη προσωπική ερμηνεία της καθεμιάς, θα ήταν αδύνατος.
Ξεκινώντας τη μεταφραστική διαδικασία, στόχος μας ήταν το αναγνωστικό κοινό να γνωρίσει την Όλιβερ, διαβάζοντας μεταφράσεις των ποιημάτων της πιστές όχι μόνο στο περιεχόμενο αλλά και στο ύφος της. Ως εκ τούτου, γνωρίζαμε ότι το αποτέλεσμά μας θα έπρεπε να σέβεται χαρακτηριστικά του πρωτοτύπου όπως η λιτότητα του λόγου της, αλλά και να μην αγνοεί κάποιες από τις επιλογές που η Όλιβερ φαίνεται να έκανε συνειδητά, όπως π.χ. τη χρήση λόγου χωρίς δείλωση του φύλου. Θεωρήσαμε ότι είναι ένας τρόπος να δώσουμε τη φεμινιστική χροιά που αναγνωρίζουμε στα ποιήματά της, και ότι όπου μας δίνεται η ευκαιρία, το ελληνικό κείμενο οφείλει να γίνεται εξίσου ουδέτερο με το πρωτότυπο. Για παράδειγμα, η έκφραση «the sower’s hand», στο δοκίμιο «Αντίθετα απ’ το ρεύμα», μεταφράστηκε ως «το χέρι που σπέρνει», αντί για «το χέρι του σπορέα».
Σίγουρα το πιο ενδιαφέρον στάδιο της διαδικασίας ήταν αυτό της συζήτησης και σύγκρισης των δύο μεταφρασμάτων, η συζήτηση που προέκυπτε κάθε φορά που διαφωνούσαμε για τις αναγνώσεις μας, καθώς και η αναζήτηση μεταφραστικών συμβιβασμών στους οποίους έπρεπε να προβούμε, με σκοπό να αποδώσουμε το ποίημα στην αρτιότερη για εμάς μορφή του, γλωσσικά και νοηματικά.
Η αναγνώριση του ότι το μετάφρασμα της καθεμιάς θα έπρεπε να τεθεί αυτούσιο στην κρίση μιας συναδέλφου σίγουρα έφερε μια ευθύνη και μας ωθούσε να κάνουμε πιο συνειδητές επιλογές μεταφράζοντας. Εν τέλει όμως, συνειδητοποιούσαμε -συχνότερα ίσως από όσο θα περιμέναμε- ότι οι αναγνώσεις μας διέφεραν. Τόσο που και εμείς οι ίδιες αναρωτηθήκαμε αν, ο φαινομενικά «απλός» λόγος της Όλιβερ, είναι στην ουσία του περίπλοκος, ακριβώς επειδή δύναται να αποκτήσει πολλαπλές ερμηνείες. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι τελικές μας επιλογές καθορίστηκαν από τη συνειδητοποίηση ότι η δυνατότητα πολλαπλών αναγνώσεων είναι ένα στοιχείο που θέλουμε να διατηρήσουμε και στα μεταφράσματα. Το ότι το πρωτότυπο έργο επέτρεπε πολλαπλές αναγνώσεις, δεν σήμαινε ότι έπρεπε να διαλέξουμε μία από τις δικές μας και να προβάλουμε αυτήν στα ελληνικά ως τη σωστότερη. Απεναντίας, μας επέτρεπε να προσπαθήσουμε να συνθέσουμε στα ελληνικά ένα αποτέλεσμα που επιδέχεται διάφορες ερμηνείες, κάτι πολύτιμο για το μεταφρασμένο ποιητικό έργο.
Πέρα από τις αναγνώσεις που κάναμε στα ποιήματα, οι διαφορές εμφανίζονταν επίσης σε πιο πρακτικά γλωσσικά ζητήματα. Η καταγωγή της καθεμιάς διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο στο πώς εκφραζόμασταν. Ομολογούμε ότι είναι δύσκολο να προσπαθείς να συμβιβαστείς με μια λέξη, όταν από παιδί έχεις μάθει στον τόπο σου να χρησιμοποιείς μια άλλη για να περιγράψεις κάτι τόσο κοινό όσο ένα φυσικό φαινόμενο ή ένα ζώο. Κι όμως ο συμβιβασμός ήταν απαραίτητος. Έτσι, από διαφωνίες με θέμα τις ονομασίες φυτών ή πουλιών, έως την ερώτηση που κάναμε συχνά η μία στην άλλη – «Το λέει αυτό ο κόσμος; Θα μιλούσε έτσι η Όλιβερ; Θα μιλούσες έτσι εσύ αν ήσουν η Όλιβερ;» – αναρωτιόμασταν σχεδόν διαρκώς τι μορφή μπορεί να έχει το τελικό αποτέλεσμα. Καθώς η ποίηση της Όλιβερ ξεχειλίζει από ζωντανές εικόνες και περιγραφές του φυσικού κόσμου, ήταν αναπόφευκτη η σύνδεσή τους με εικόνες από τα φυσικά τοπία της παιδικής μας ηλικίας, τα οποία όσο έμοιαζαν, άλλο τόσο διέφεραν, όπως και οι λέξεις που χρησιμοποιούσαμε για να τα περιγράψουμε. Εν τέλει, ένα από τα ίσως ευκολότερα προς επίλυση (παραδόξως) προβλήματα ήταν να δημιουργήσουμε εμείς έναν όρο για να περιγράψουμε χλωρίδα ή πανίδα που δεν εμφανίζεται στην ελληνική φύση.
Φτάνοντας στο τέλος της μεταφραστικής διαδικασίας, διαπιστώσαμε ότι τα μεταφρασμένα κείμενα δεν είναι τα μοναδικά της αποτελέσματα. Συζητώντας το τι αποκομίζουμε από τη συλλογική μετάφραση, πέρα από το τελικό κείμενο, συνειδητοποιούμε ότι υπάρχουν στοιχεία που δεν χάνουμε, αλλά κερδίζουμε στη μετάφραση, τα οποία δεν είναι εύκολο να γίνουν αντιληπτά μόνο από την ανάγνωση του μεταφράσματος. Οι μεταφράσεις μας ξεκίνησαν μέσα στο δεύτερο, σκληρό λοκντάουν, τότε που κάθε μετακίνηση, ταξίδι, συνάντηση, επαφή με τη φύση ή με χώρους πέρα από το σπίτι σπάνιζε ή ήταν αδύνατη. Τότε, η ποίηση της Όλιβερ, στην οποία η σχέση με τη φύση γίνεται ορατή με χίλιους διαφορετικούς τρόπους, ήταν ένα αντίδοτο στην απομόνωση του εγκλεισμού. Έτσι, η μετάφρασή της έγινε για μας ένας τρόπος επαφής, και μάλιστα όχι μόνο με τον κόσμο της ποιήτριας, αλλά και με μια φίλη που βρισκόταν μακριά, σε άλλη πόλη, κι αναγκαστικά δεν γινόταν να προσεγγιστεί ταξιδεύοντας στον χώρο της. Η μετάφραση συχνά πλαισιώνεται ως πλησίασμα του άλλου, με την έννοια της διαφορετικής γλώσσας, κουλτούρας ή νοήματος. Η συλλογική μετάφραση μάς έδειξε ότι η μετάφραση είναι και ένα μέσο ανθρώπινης προσέγγισης, μεταξύ των μεταφραστριών. Έτσι, ίσως ανά περιπτώσεις να μπορεί να λέγεται και συντροφική.
«Υφίσταται η μη συλλογική μετάφραση;»
αναρωτιέται ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος (Χάρτης #7). Είναι αλήθεια ότι ακόμα και σε περιπτώσεις μεταφράσεων από ένα άτομο, πολλές σχέσεις αναπτύσσονται μεταξύ του και λοιπών επαγγελματιών του εκδοτικού χώρου. Η λογοτεχνία, και θα τολμούσαμε να πούμε η καλλιτεχνική δημιουργία γενικά, δεν αποτελεί μοναχική υπόθεση ούτε όσον αφορά την πρόσληψή της αλλά ούτε και την διαμόρφωσή της. Η συλλογική μετάφραση καταφέρνει να φέρνει στην επιφάνεια αυτήν την αλληλεπίδραση και τη συμμετοχή πολλών ατόμων, και να την καθιστά ορατή – στο μέτρο, φυσικά, που οι μεταφράστριες και τα ονόματά τους γίνονται ορατά, αίτημα το οποίο συνεχίζει να επανέρχεται ακόμα και στο σήμερα ανά περιπτώσεις. Η ανατροπή της ρομαντικής εικόνας της “μοναχικής μεταφράστριας”, πάντως, έχει κι ένα ακόμα βάρος: η συνεργασία των δύο ή παραπάνω ατόμων και η επιμονή στην κατανόηση, την αποδοχή πολλαπλών, σε κάποιες περιπτώσεις, ερμηνειών, και η σύνθεσή τους σε ένα μετάφρασμα απομακρύνεται από την αντίληψη της “ατομικής ευθύνης” και του ατόμου ως απομονωμένης από τον περίγυρο μονάδας. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει ευθύνη στην συλλογική μετάφραση, ή ότι τα μέλη της ομάδας σβήνουν μέσα της. Κάθε άλλο: οι μεταφράστριες αναλαμβάνουν την ευθύνη όχι μόνο του τελικού κειμένου, αλλά και της συνεργασίας μεταξύ τους και της διαδικασίας που θα οδηγήσει σε αυτό.
Το συλλογικό της μετάφρασης και η διαδικασία που ακολουθήσαμε, η οποία, όπως έγινε κατανοητό, βασίζεται σε διεξοδικές αναγνώσεις και στην συναίνεση και των δύο για κάθε μεταφραστική επιλογή, είχαν καθοριστικό ρόλο στα τελικά κείμενα. Η όποια ικανοποίηση των δύο μεταφραστριών με αυτά έγινε δυνατή, συν τοις άλλοις, χάρη στο ότι μπορούσαμε να προσεγγίζουμε τα ποιήματα στον δικό μας χρόνο. Το προνόμιο του χρόνου είναι από τα σπανιότερα στον χώρο της μετάφρασης, κι ένας από τους λόγους για τους οποίους η συλλογική λογοτεχνική μετάφραση έχει θεωρηθεί εμπορικά ασύμφορη κατά καιρούς. Θεωρούμε όμως ότι ο χρόνος αυτός είναι απαραίτητος και καθοριστικός για την ποιότητά της, και για να μπορέσουν να αποτυπωθούν τα πολυσύνθετα χαρακτηριστικά της συλλογικής μετάφρασης που την κάνουν να διαφέρει από αυτήν που γίνεται από ένα και μόνο άτομο. Οι πολλαπλοί τρόποι με τους οποίους «κερδίζουμε» από αυτήν, μας κάνουν να τη βλέπουμε όχι ως πείραμα ή εκπαιδευτικό εγχείρημα, αλλά ως προσέγγιση που μπορεί να χτίσει μια απολαυστική διαδικασία και να οδηγήσει σε ολοκληρωμένα (αλλά και απολαυστικά, ευχόμαστε) μεταφραστικά αποτελέσματα. Και με τα λόγια της ίδιας της Όλιβερ, «Πιστεύω επίσης πως η ποίηση είναι κάτι ευχάριστο και πολύ παλιό. Είναι πολύ ιερή. Αποζητά τη συλλογικότητα, είναι σίγουρα μία συλλογική τελετουργία».

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: