Ο Γοργονοτσολιάς του Κουτσουρά

«Ο Γοργονοτσολιάς» είναι κέντημα της Χριστίνας Κωνσταντακοπούλου, δώρο στην ιχθυολόγο Δήμητρα Μυλωνά που το ανέδειξε από τη λήθη
«Ο Γοργονοτσολιάς» είναι κέντημα της Χριστίνας Κωνσταντακοπούλου, δώρο στην ιχθυολόγο Δήμητρα Μυλωνά που το ανέδειξε από τη λήθη



Ο Πα­ντε­λής Πα­ντε­λά­κης, από τον Κου­τσου­ρά της Κρή­της, αγα­πού­σε πο­λύ τη θά­λασ­σα. Σαν με­γά­λω­σε, μπάρ­κα­ρε ακο­λου­θώ­ντας τον δρό­μο του αδερ­φού του. Ένας λε­βέ­ντης ήταν ο αδερ­φός του ο Δια­μα­ντής, δυο μέ­τρα άντρας, ήταν και κά­πο­τε εύ­ζω­νας στην προ­ε­δρι­κή φο­ρά, μα χά­θη­κε στα ανοι­χτά του Ιν­δι­κού όταν ναυά­γη­σε το βα­πό­ρι όπου ερ­γα­ζό­ταν. Συ­γκλο­νι­σμέ­νος ο Πα­ντε­λής, φορ­τώ­θη­κε τη λύ­πη όλη, απο­χαι­ρέ­τη­σε τη θά­λασ­σα κι έγι­νε ψάλ­της στη Μο­νή της Οδη­γή­τριας, που βρί­σκε­ται στον ορει­νό όγκο των Αστε­ρου­σί­ων Ορέ­ων, στο Ηρά­κλειο. Μια βρα­διά, τη μέ­ρα των Φώ­των, άκου­σε εκεί που κοι­μό­ταν έναν θό­ρυ­βο και εί­δε το γύ­ψι­νο μι­κρό άγαλ­μα του τσο­λιά που εί­χε φτιά­ξει στη μνή­μη του αδερ­φού του και στό­λι­ζε τη φω­το­γρα­φία του εκλι­πό­ντος πά­νω στο τζά­κι, να πέ­φτει κά­τω και να κό­βε­ται στα δυο. Την άλ­λη μέ­ρα το πρωί ση­κώ­θη­κε να μα­ζέ­ψει τα σπα­σμέ­να, αλ­λά βρή­κε μό­νο κομ­μά­τια από τη φου­στα­νέ­λα εδώ κι εκεί ριγ­μέ­να, το σώ­μα του αγάλ­μα­τος από τη μέ­ση και πά­νω, όσο κι αν έψα­ξε δεν το βρή­κε. Απο­κα­μω­μέ­νος κά­θι­σε σε μια κα­ρέ­κλα. Σαν γύ­ρι­σε τη μά­τια του προς το χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο δέ­ντρο πα­ρα­τή­ρη­σε ότι έλει­πε η αση­μέ­νια γορ­γό­να που την εί­χε φέ­ρει από το Με­ξι­κό, η Aldema που την απο­κα­λού­σαν οι Με­ξι­κά­νοι από τα αρ­χι­κά των λέ­ξε­ων alma del mar, ψυ­χή της θά­λασ­σας δη­λα­δή. Την αγα­πού­σε την Aldema του ο Πα­ντε­λής, στό­λι­ζε το χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο δέ­ντρο του κά­θε χρό­νο και τα βρά­δια, σαν έπε­φτε πά­νω της το φως του φεγ­γα­ριού, εκεί­νη λα­μπο­κο­πού­σε και τον συ­ντρό­φευε στα όνει­ρά του.

Προ­βλη­μα­τί­στη­κε με όλα αυ­τά, αλ­λά δεν εί­πε τί­πο­τε σε κα­νέ­ναν, πά­ρα μο­νά­χα το εκ­μυ­στη­ρεύ­τη­κε στον ανι­ψιό του, τον γιο του Δια­μα­ντή, που τον με­γά­λω­νε σαν παι­δί του. Την άλ­λη μέ­ρα που βγή­καν οι δυο τους νύ­χτα για ψά­ρε­μα, αντί­κρι­σαν με δέ­ος κά­τι άγνω­στο να λα­μπι­ρί­ζει και όλο να πλη­σιά­ζει προς τη βάρ­κα. Τρό­μα­ξε ο Πα­ντε­λής για τα κα­λά, γνώ­ρι­ζε τη θά­λασ­σα και τα θα­λάσ­σια ξω­τι­κά που κρύ­βουν τα νε­ρά, πο­τέ δεν έφυ­γε από το νού του ο Βα­νού, ο γορ­γο­νά­θρω­πος του Αρ­χι­πε­λά­γους Βα­νουά­του στον Νό­τιο Ει­ρη­νι­κό, τον εί­χαν δει κο­ντά στη νή­σο Εσπί­ρι­του Σά­ντου αυ­τός κι ο δεύ­τε­ρος μη­χα­νι­κός, δια­σχί­ζο­ντας νύ­χτα το αρ­χι­πέ­λα­γος με το «Melody III».

Το άγνω­στο πλά­σμα όλο και πλη­σί­α­ζε και σαν έφτα­σε σε από­στα­ση μι­κρό­τε­ρη από δέ­κα μέ­τρα από τη βάρ­κα βγή­κε από το νε­ρό, υψώ­θη­κε για λί­γο πά­νω από την επι­φά­νεια της θά­λασ­σας και χά­θη­κε πά­λι στα βά­θη. Ο Δια­μα­ντής εί­παν και δυο με μια φω­νή και από­μει­ναν με το στό­μα ανοι­χτό. Ο Δια­μα­ντής με τη στο­λή του τσο­λιά και μια τε­ρά­στια ου­ρά ψα­ριού ξα­να­φά­νη­κε ακό­μη μια φο­ρά, λί­γο πιο μα­κριά από τη βάρ­κα αυ­τή τη φο­ρά, χτύ­πη­σε με δύ­να­μη την ου­ρά του στα νε­ρά και ελα­φρύς κυ­μα­τι­σμός, σαν χαι­ρε­τι­σμός, ανα­σή­κω­σε την βάρ­κα. Αυ­θόρ­μη­τα αγκα­λιά­στη­καν οι δυο τους και με δά­κρυα στα μά­τια κοι­τού­σαν το πέ­λα­γος. Μό­λις συ­νήλ­θαν, τρά­βη­ξαν τα δί­χτυα με δυ­σκο­λία, τέ­τοια ψα­ριά δεν εί­χαν πιά­σει κα­μία άλ­λη φο­ρά.

Ο Πα­ντε­λής κά­θε βρά­δυ έβγαι­νε με τη βάρ­κα του στα ανοι­χτά να συ­να­ντή­σει τον αδερ­φό του και τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές ερ­χό­ταν μα­ζί και ο ανι­ψιός του, ο γιος του Δια­μα­ντή, όταν του το επέ­τρε­πε η δου­λειά στην ψα­ρο­τα­βέρ­να που εί­χε ανοί­ξει στο δρό­μο προς το Χου­δέ­τσι με το όνο­μα ο «Γο­γο­νο­τσο­λιάς», όπου και έκα­νε χρυ­σές δου­λειές. Ο κό­σμος, ακό­μη κι αυ­τοί που δεν πί­στευαν σε αυ­τά που συ­ζη­τιό­νταν σχε­τι­κά με την εμ­φά­νι­ση του Δια­μα­ντή του Γορ­γο­νο­τσο­λιά στο Κρη­τι­κό πέ­λα­γος, αγα­πού­σε αυ­τές τις πα­ρά­ξε­νες ιστο­ρί­ες και τα ατα­ξι­νό­μη­τα πλά­σμα­τα του πε­λά­γους που κου­βα­λούν τα μυ­στι­κά των μα­κρι­νών θα­λασ­σών και φέρ­νουν κα­λο­τυ­χία, διώ­χνο­ντας μα­κριά το κα­κό. Ο Γορ­γο­νο­τσο­λιάς έγι­νε θρύ­λος της πε­ριο­χής και μέ­ρος της μα­γεί­ας που ανα­ζη­τού­σαν όλοι στη ζωή τους, με­ρι­κοί μά­λι­στα από τους κα­τοί­κους της πε­ριο­χής υπερ­θε­μά­τι­ζαν, υπο­στη­ρί­ζο­ντας ότι εί­χαν δει τον Γρο­γο­νο­τσο­λιά κά­ποια βρά­δια με παν­σέ­λη­νο να τρι­γυρ­νά στα ρη­χά παί­ζο­ντας με τα κύ­μα­τα, ενώ άλ­λοι, τρα­βού­σαν ακό­μη πιο πο­λύ το σχοι­νί, δια­δί­δο­ντας ότι τον εί­χαν δει να πε­τά τα ζε­στά κα­λο­και­ρι­νά βρά­δια έξω από τα σπί­τια τους σαν που­λί, σκορ­πώ­ντας στο πέ­ρα­σμά του κόκ­κους αρ­μύ­ρας και κα­τα­πρά­σι­να ζω­η­ρά φύ­κη.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: