Ο Γοργονοτσολιάς του Κουτσουρά
Ο Παντελής Παντελάκης, από τον Κουτσουρά της Κρήτης, αγαπούσε πολύ τη θάλασσα. Σαν μεγάλωσε, μπάρκαρε ακολουθώντας τον δρόμο του αδερφού του. Ένας λεβέντης ήταν ο αδερφός του ο Διαμαντής, δυο μέτρα άντρας, ήταν και κάποτε εύζωνας στην προεδρική φορά, μα χάθηκε στα ανοιχτά του Ινδικού όταν ναυάγησε το βαπόρι όπου εργαζόταν. Συγκλονισμένος ο Παντελής, φορτώθηκε τη λύπη όλη, αποχαιρέτησε τη θάλασσα κι έγινε ψάλτης στη Μονή της Οδηγήτριας, που βρίσκεται στον ορεινό όγκο των Αστερουσίων Ορέων, στο Ηράκλειο. Μια βραδιά, τη μέρα των Φώτων, άκουσε εκεί που κοιμόταν έναν θόρυβο και είδε το γύψινο μικρό άγαλμα του τσολιά που είχε φτιάξει στη μνήμη του αδερφού του και στόλιζε τη φωτογραφία του εκλιπόντος πάνω στο τζάκι, να πέφτει κάτω και να κόβεται στα δυο. Την άλλη μέρα το πρωί σηκώθηκε να μαζέψει τα σπασμένα, αλλά βρήκε μόνο κομμάτια από τη φουστανέλα εδώ κι εκεί ριγμένα, το σώμα του αγάλματος από τη μέση και πάνω, όσο κι αν έψαξε δεν το βρήκε. Αποκαμωμένος κάθισε σε μια καρέκλα. Σαν γύρισε τη μάτια του προς το χριστουγεννιάτικο δέντρο παρατήρησε ότι έλειπε η ασημένια γοργόνα που την είχε φέρει από το Μεξικό, η Aldema που την αποκαλούσαν οι Μεξικάνοι από τα αρχικά των λέξεων alma del mar, ψυχή της θάλασσας δηλαδή. Την αγαπούσε την Aldema του ο Παντελής, στόλιζε το χριστουγεννιάτικο δέντρο του κάθε χρόνο και τα βράδια, σαν έπεφτε πάνω της το φως του φεγγαριού, εκείνη λαμποκοπούσε και τον συντρόφευε στα όνειρά του.
Προβληματίστηκε με όλα αυτά, αλλά δεν είπε τίποτε σε κανέναν, πάρα μονάχα το εκμυστηρεύτηκε στον ανιψιό του, τον γιο του Διαμαντή, που τον μεγάλωνε σαν παιδί του. Την άλλη μέρα που βγήκαν οι δυο τους νύχτα για ψάρεμα, αντίκρισαν με δέος κάτι άγνωστο να λαμπιρίζει και όλο να πλησιάζει προς τη βάρκα. Τρόμαξε ο Παντελής για τα καλά, γνώριζε τη θάλασσα και τα θαλάσσια ξωτικά που κρύβουν τα νερά, ποτέ δεν έφυγε από το νού του ο Βανού, ο γοργονάθρωπος του Αρχιπελάγους Βανουάτου στον Νότιο Ειρηνικό, τον είχαν δει κοντά στη νήσο Εσπίριτου Σάντου αυτός κι ο δεύτερος μηχανικός, διασχίζοντας νύχτα το αρχιπέλαγος με το «Melody III».
Το άγνωστο πλάσμα όλο και πλησίαζε και σαν έφτασε σε απόσταση μικρότερη από δέκα μέτρα από τη βάρκα βγήκε από το νερό, υψώθηκε για λίγο πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και χάθηκε πάλι στα βάθη. Ο Διαμαντής είπαν και δυο με μια φωνή και απόμειναν με το στόμα ανοιχτό. Ο Διαμαντής με τη στολή του τσολιά και μια τεράστια ουρά ψαριού ξαναφάνηκε ακόμη μια φορά, λίγο πιο μακριά από τη βάρκα αυτή τη φορά, χτύπησε με δύναμη την ουρά του στα νερά και ελαφρύς κυματισμός, σαν χαιρετισμός, ανασήκωσε την βάρκα. Αυθόρμητα αγκαλιάστηκαν οι δυο τους και με δάκρυα στα μάτια κοιτούσαν το πέλαγος. Μόλις συνήλθαν, τράβηξαν τα δίχτυα με δυσκολία, τέτοια ψαριά δεν είχαν πιάσει καμία άλλη φορά.
Ο Παντελής κάθε βράδυ έβγαινε με τη βάρκα του στα ανοιχτά να συναντήσει τον αδερφό του και τις περισσότερες φορές ερχόταν μαζί και ο ανιψιός του, ο γιος του Διαμαντή, όταν του το επέτρεπε η δουλειά στην ψαροταβέρνα που είχε ανοίξει στο δρόμο προς το Χουδέτσι με το όνομα ο «Γογονοτσολιάς», όπου και έκανε χρυσές δουλειές. Ο κόσμος, ακόμη κι αυτοί που δεν πίστευαν σε αυτά που συζητιόνταν σχετικά με την εμφάνιση του Διαμαντή του Γοργονοτσολιά στο Κρητικό πέλαγος, αγαπούσε αυτές τις παράξενες ιστορίες και τα αταξινόμητα πλάσματα του πελάγους που κουβαλούν τα μυστικά των μακρινών θαλασσών και φέρνουν καλοτυχία, διώχνοντας μακριά το κακό. Ο Γοργονοτσολιάς έγινε θρύλος της περιοχής και μέρος της μαγείας που αναζητούσαν όλοι στη ζωή τους, μερικοί μάλιστα από τους κατοίκους της περιοχής υπερθεμάτιζαν, υποστηρίζοντας ότι είχαν δει τον Γρογονοτσολιά κάποια βράδια με πανσέληνο να τριγυρνά στα ρηχά παίζοντας με τα κύματα, ενώ άλλοι, τραβούσαν ακόμη πιο πολύ το σχοινί, διαδίδοντας ότι τον είχαν δει να πετά τα ζεστά καλοκαιρινά βράδια έξω από τα σπίτια τους σαν πουλί, σκορπώντας στο πέρασμά του κόκκους αρμύρας και καταπράσινα ζωηρά φύκη.