Ο Τεό Ταρσού ήταν ένας ήρεμος και φιλοσοφημένος άνθρωπος, τσαγκάρης στο επάγγελμα, απόγονος του Θεόδωρου Ταρσού, Έλληνα στην καταγωγή, όγδοου Αρχιεπισκόπου του Καντέρμπερι και ιδρυτή της περίφημης ομώνυμης Εκκλησιαστικής Σχολής. Μια μέρα επισκέφθηκε τον Τεό ένας νεαρός φίλος του, Έλληνας και αυτός στην καταγωγή, στο τσαγκαράδικο που είχε σε ένα στενό αδιέξοδο δρομάκι κοντά στην Αρχιεπισκοπή και του εκμυστηρεύτηκε αγανακτισμένος τις δυσκολίες που περνούσε. «Δεν αντέχω άλλο», του είπε, «οι μέρες μου είναι ατέλειωτες, οι νύχτες μου είναι ατέλειωτες, τα βάσανά μου ατέλειωτα. Η μάνα μου», συνέχισε, «είναι κατάκοιτη, ο πατέρας μου αλκοολικός, η αδελφή της μητέρας μου δεν μπορεί να μείνει στιγμή μόνη της κι εγώ είμαι αναγκασμένος να τους φροντίζω όλους. Αν βάλω κάτω τα χρόνια τους φθάνουν και οι τρεις τα 280, δηλαδή αν διαιρέσω διά τρία, η μέση ηλικία του καθενός είναι σχεδόν 94, άσε που σίγουρα κρύβουν από δυο με τρία χρόνια ο καθένας· αν τα προσθέσω κι αυτά και τα πολλαπλασιάσω επί τρία, φθάνουν και οι τρεις τα 291 χρόνια, μαζεύονται κοντά τρεις αιώνες».
«Κάνεις λάθος πράξεις», του είπε ο Τεό Ταρσού, «αφαίρεσε από τη λέξη ατέλειωτες το α και θα μείνει το τέλειωτες, αφαίρεσε κι άλλο λίγο και θα μείνει το τέλειες· όλα μέλι γάλα λοιπόν κι όλα αυτά με δυο μικρές αφαιρέσεις. Συμπέρασμα αγαπητέ μου φίλε: η αφαίρεση είναι πάντα η κατάλληλη πράξη __ μη με κοιτάς παράξενα, ότι κατάλαβες κατάλαβες», είπε και τον χτύπησε στην πλάτη φιλικά.