Φωτογραφίες: Mατούλα Παπαδημητρίου
Kuala Lumpur και Putrajaya
Οι Σπηλιές Batu και ο Ναός Sri Mahamariamman
Mε βάση την εθνική απογραφή του 2020, το 63,5% του πληθυσμού της Μαλαισίας είναι μουσουλμάνοι, και το Ισλάμ είναι η επίσημη θρησκεία της Μαλαισίας, παρότι υπάρχει καθεστώς πλήρους ανεξιθρησκεία. Μουσουλμάνοι είναι όλοι σχεδόν οι Μαλαίσιοι και αρκετοί Κινέζοι. Το 18,7% του πληθυσμού είναι βουδιστές, το 9.1% χριστιανοί, το 6.1% ινδουιστές και το 1,3% κομφουκιανοί ή ταοϊστές είτε ακολουθούν άλλες κινεζικές θρησκείες.
Ινδουιστές στην χώρα αυτή είναι, κατά κύριο λόγο, οι Ινδοί, πλην κάποιων από αυτούς που είναι μουσουλμάνοι. Επιχωριάζουν στην Little India, μια σημαντική συνοικία της Κουάλα Λούμπουρ. Αλλά θα τους βρεις και στην Chinatown και αλλού. Και σε άλλες πόλεις, ακόμη και σε αγροτικές περιοχές. Σχεδόν παντού. Μάλλον φτωχοί οι πιο πολλοί. Κατάγονται, ιστορικά, από τον νότο της υποηπείρου κυρίως, αλλά υπάρχουν και Ταμίλ από την Σρι Λάνκα. Οι περισσότεροι είναι απόγονοι εργατών που είχαν κουβαλήσει οι Βρετανοί από τις αποικίες στους στην ινδική υποήπειρο. Δύσκολο να στρώσουν στην δουλειά τους ντόπιους Μαλαίσιους…
(Γρήγορες σκέψεις: Αυτοί είχανε λέει ταμπεραμέντο πειρατή….
Ήρθε μετά και το ενωτικό Ισλάμ που τους έκανε κάπως σκληρά καρύδια).
Και ήταν και η δουλειά πολλή. Έπρεπε να μαζεύεται το φυσικό καουτσούκ από τα καουτσουκόδεντρα, τις λυγερές εβέες. Απαραίτητο για τα αυτοκινούμενα οχήματα προτού επινοηθεί το συνθετικό καουτσούκ. Πολύτιμο.
Οι ινδουιστικοί ναοί είναι μακράν οι πιο φανταχτεροί ευκτήριοι οίκοι στη χώρα. Οι πιο κιτς για αρκετούς, οι με λιγότερη πνευματικότητα κατ’ άλλους, οι πιο «τουριστικοί», για τους πιο πολλούς. Γεμάτοι χρωματιστά τρυφερά κακότεχνα αγαλματίδια, πολύχρωμες εικόνες και προσφορές λουλουδιών σε γιρλάντες καθώς και φρούτων από τους πιστούς. Τα μαγαζιά γύρω από τους ναούς που πουλάνε αυτές τις προσφορές είναι εξίσου εντυπωσιακά με τους ναούς. Δύσκολο να εμπνεύσουν πνευματικότητα οι ιερείς των ναών ετούτων: άντρες από τη μέση και πάνω γυμνοί, συχνά ολίγον νταβραντισμένοι, αρκετά συχνά ευτραφείς, και συχνότερα ανελέητα τριχωτοί. (Δεν είναι όμως, νομίζω, της παρούσης η συζήτηση αυτή).
Επισκέφθηκα δυο ενδιαφέροντες ναούς. Το ναό στις Σπηλιές Batu, 15 χλμ. από την πόλη. Αφιερωμένος στον θεό Murugan, μέσα σε μια σπηλιά στα ψηλά, με άνοιγμα στην οροφή. Ανεβαίνεις 272 πολύχρωμα σκαλοπάτια για να φτάσεις στον ναό με τις πολύχρωμες θεότητες.
Γύρω από τον ναό νυχτερίδες και πουλιά. Και περιττώματα νυχτερίδων και πουλιών. Τιτιβίσματα από πουλιά και στριγκλιές από νυχτερίδες. Κοπιαστική η ανάβαση, μες στη ζέστη και την φοβερή υγρασία, συνοδεία πολλών τουριστών, Ινδών κυρίως, προσκυνητών. Παρηγοριέμαι σκεπτόμενος πώς θα ήταν η ανάβαση την εποχή των μουσώνων. Εντελώς άμουση θα ήταν, προφανώς, δίχως τα πουλιά και τις νυχτερίδες. Ειδικά έτσι όπως θα ανέβαινα, τυλιγμένος σε ένα από τα χρωματιστά λεπτά πλαστικά διαφανή αδιάβροχα, από εκείνα που βρίσκεις παντού, άμα τα χρειαστείς. Πάμφθηνα. Στην ανάβαση πάντα σε συνοδεύουν και πάμπολλες σκανταλιάρικες μαϊμούδες. Φοβερές μουσίτσες αυτές οι μαϊμούδες: έτοιμες πάντα να σουφρώσουν σβέλτα γυαλιά, κινητό και ό,τι άλλο είναι αποσπάσιμο. Αν τις αφήσεις να πλησιάσουν. Βασικά έρχονται για να φάνε τα φρούτα από τις προσφορές. Αρέσκονται να ζούνε πέριξ του ανθρώπου οι μαϊμούδες. Ακόμη και σε αστικό περιβάλλον. Ανθρωποφιλικά ζώα κατά τους βιολόγους.
Στην Chinatown υπάρχει ο ναός Sri Mahamariamman (το όνομα της θεάς Παρβάτι στην Ν. Ινδία). Προσκύνημα για ανθρώπους και αυτοκίνητα.
Πήγα να γελάσω, αλλά θυμήθηκα έναν οδηγό αγοραίου (είδος ταξί των ελληνικών χωριών κάποτε) πριν πολλά χρόνια, ήμουν παιδάκι ακόμη, κάπου στη βαθιά ελληνική επαρχία, ο οποίος, ανήμερα του Αγίου Χριστοφόρου, προστάτη των οδηγών, έραινε τρυφερά με σταγόνες αγιασμού την παλιά ξεθωριασμένη ford του. (Aυτός ο άγιος, εκτός από τις συνήθεις αγιογραφικές αναπαραστάσεις, στις οποίες κουβαλάει τον Χριστό για να τον περάσει από ένα ποτάμι, εμφανίζεται κάποιες φορές, σε άλλες αναπαραστάσεις, δίχως Χριστό, ως κυνοκέφαλος).
Masjid-Masjid,
δηλαδή «τζαμιά», στην bahasa melayu (μαλαισιανή γλώσσα). Ο πληθυντικός στα μαλαισιανά σχηματίζεται μέσω αναδιπλασιασμού. Ευκολάκι.
Το Ισλάμ είχε αρχίσει να διεισδύει από νωρίς στην μαλαϊκή χερσόνησο, χάρη στους Πέρσες και τους Άραβες εμπόρους. Επηρεάζοντας εν γένει τα ήθη και τον πολιτισμό. Τον 15ο
αιώνα αρχίζουν να εξισλαμίζονται οι ηγεμόνες, βουδιστές ή ινδουιστές μέχρι τότε και, στη συνέχεια, ο λαός, τι άλλο να κάνει και αυτός; Οι ηγεμόνες, σουλτάνοι πλέον με το όνομα, είχαν βρει τρόπο απεγκλωβισμού από την ινδονησιακή και την κινεζική επιρροή. Τo Ισλάμ ήταν θρησκεία απλή και, σε μια πρώτη προσέγγιση, ελκυστική για τον λαό. Κήρυσσε ένα είδος εξισωτισμού, μέσα από την umma, την κοινότητα όλων των πιστών, ασχέτως τάξεως και φυλής. Οι κάστες του ινδουισμού δεν έπαψαν ποτέ να είναι αποκρουστικές σε πολλούς. Η επέκταση του Ισλάμ, μέσω των εμπόρων, στην Άπω Ανατολή, λίγο πιο πριν αλλά και στα χρόνια περίπου της «ανακάλυψης» της Αμερικής από την Χριστιανοσύνη, παρότι σχετικά άγνωστη στα καθ’ ημάς, ήταν καθοριστική για την παγκόσμια ιστορία.
H Μαλαισία είναι νεαρό κράτος, προσέλαβε την σύγχρονή της κρατική υπόσταση το 1957, μετά από συγκρούσεις με την βρετανική αυτοκρατορία, στις οποίες συμμετείχαν και οι τρεις εθνικές/θρησκευτικές ομάδες της χώρας: Μαλαίσιοι, Κινέζοι, Ινδοί. Η ραγδαία ανάπτυξη της χώρας επί σειρά ετών, με ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ 10% ̶ μιλάγανε τότε για τις «τίγρεις» της ΝΑ Ασίας, οι οικονομολόγοι ̶ συνοδεύτηκε από την προσπάθεια σφυρηλάτησης εθνικής ταυτότητας. Η οποία κατέληξε κάπως… εθνοθρησκευτική. Σε κάποιο βαθμό, και μέσω της ενίσχυσης εκ των άνω του ισλαμικού και του (ταυτιζόμενου τεχνηέντως και γενικώς και αορίστως με αυτό) ακραιφνώς (;) μαλαισιανού στοιχείου, ειδικά στα χρόνια της διακυβέρνησης του επιτυχημένου εκσυγχρονιστή, αντιαποικιοκράτη και αντιδυτικού αραβόφιλου πρωθυπουργού Mahathir bin Mohamad (1981-2003 και 2018-2020): στις επιγραφές επιτρέπεται προαιρετικά η χρήση και του αραβικού αλφαβήτου, πλην του καθιερωμένου λατινικού.
(Γρήγορες σκέψεις: τα αλφάβητα παραπέμπουν σε ταυτότητες, υιοθετούμενα συνήθως ορίζουν και διαχωρίζουν. Από τότε που «χώρισαν» —καθότι χώρισαν την χώρα τους— οι Κροάτες χρησιμοποιούν αποκλειστικά το λατινικό και οι Σέρβοι, κατά κύριο λόγο, το κυριλλικό, καίτοι μιλούν την ίδια γλώσσα, τα σερβοκροατικά, και οι μεν και οι δε. Οι ινδουιστές, κυρίως Ινδοί, μιλούν τα χίντι και τα γράφουν με ένα σανσκριτικής προέλευσης αλφάβητο, οι Πακιστανοί μιλούν σχεδόν την ίδια γλώσσα, την λένε ουρντού, την γράφουν με αραβικό, είναι μουσουλμάνοι).
Στην συμπεριφορά σε δημόσιους χώρους απαγορεύεται η διαχυτικότητα, για οικογενειακά ζητήματα των μουσουλμάνων υπάρχουν ειδικά θρησκευτικά δικαστήρια, τα αραβικά διδάσκονται ως δεύτερη ξένη γλώσσα στο σχολείο, παράλληλα προς τα αγγλικά με δασκάλους εκπαιδευμένους στο Κάιρο, στο πανεπιστήμιο του Al-Azhar.
Τα παλαιότερα τζαμιά συνδυάζουν μαυριτανικές και ινδικές επιρροές, όπως το Mεγάλο Τζαμί του Σουλτάνου Abdul Samad, έργο Βρετανού αρχιτέκτονα στα μέσα του 19ου αιώνα, στο κέντρο της Κουάλα Λούμπουρ. Λιτά και ανάλαφρα, κυριαρχεί σε αυτά το λευκό εξωτερικά και τα παλ χρώματα μέσα.
Στα νεότερα, από τα πολύ φτωχικά με τους τσίγκινους τρούλους, στα μικρά χωριά (kampung), μέχρι και τα μνημειώδη, θαρρείς και επι-/ανα-βιώνει το χρωματικό πανηγύρι του πάλαι ποτέ ευρέως διαδεδομένου ινδουισμού. Οι Μαλαίσιοι, έστω και αν τελικά δεν έχουν ταμπεραμέντο πειρατών, είναι θαλασσινός λαός: τα τζαμιά τους χτίζονται, στο μέτρο του εφικτού, παράλια, παραποτάμια, παραλίμνια.
Και τέλος, η Putrajaya και η «εθνική ψυχή»
Νέα – διοικητική μόνο – πρωτεύουσα της χώρας, από το 1999, είναι η Putrajaya, 40 και βάλε χιλιόμετρα από την Κουάλα Λούμπουρ. Χτισμένη στο νησί μιας τεχνητής μεγάλης λίμνης που προέκυψε χάρη σε φράγματα σε παρακείμενους ποταμούς, συνδέεται με κρεμαστές «καλατραβικές» γέφυρες με την γύρω στεριά. Με μια αρχιτεκτονική σεμνά φουτουριστική, η οποία αναδεικνύει, διακριτικά και συνδυαστικά, πολλά στοιχεία της ισλαμικής αρχιτεκτονικής. Όλα σχεδόν τα κυβερνητικά κτίρια είναι έργα Μαλαίσιων αρχιτεκτόνων. Το κινεζικό και το ινδικό στοιχείο απουσιάζουν εμφανώς από το αστικό τοπίο. Κοντά στην Putrajaya έχει χτιστεί προσφάτως και η Cyberjaya, φυτώριο start-up εταιριών τεχνητής νοημοσύνης.
Περπάτησα στα πάρκα, τις αχανείς εκτάσεις αστικού πρασίνου, και στους φαρδιούς άδειους δρόμους αυτής της τεχνητά νησιωτικής νέας πρωτεύουσας. Ήταν Σάββατο. Οι δημόσιοι υπάλληλοι ζουν, οι πιο πολλοί, στην Κουάλα Λούμπουρ. Πηγαινοέρχονται με έναν ταχύτατο προαστιακό. Υπήρχε στην ατμόσφαιρα κάτι το απόκοσμο και το εξωπραγματικό, που δεν οφειλόταν τόσο στην σχεδόν ολοκληρωτική απουσία κόσμου μια μέρα αργίας. Μου πήρε κάποιο χρόνο να το καταλάβω: ήταν η έλλειψη διαφημίσεων. Ολοκληρωτική· ακόμη και οι αναγκαίες για την κυκλοφορία επιγραφές ήταν διακριτικές. Αίσθηση γοητευτική, ονειρική, κινηματογραφική.
Ο αγγλοσαξονικός τουριστικός οδηγός (Lonely planet), αλλά και άλλα κείμενα γραμμένα από δυτικούς, λένε πως η Putrajaya «δεν έχει ψυχή». Προφανώς η Putrajaya, πέρα από τους πρακτικούς λόγους, χτίστηκε για να ενσαρκώσει (sic), ή έστω να εμπεδώσει κάποια στιγμή, την εθνική ψυχή, για να επισκιάσει τον αχταρμά της χαοτικής, εθνικά ακαθόριστης, και μαυλιστικής Κουάλα Λούμπουρ. Μια απλή, υποτίθεται, και λειτουργική «εθνική/ εθνοθρησκευτική» ψυχή, ενιαία.
(Γρήγορες σκέψεις: το σκέφτηκαν, θαρρείς, πολύ πρακτικά οι εμπνευστές της, και το έκαναν αμέσως πράξη, να δούμε όμως τι θα βγει…).
Τα ίδια λένε πάντως, περί «ανυπαρξίας ψυχής» στις νεόκοπες μη δυτικές πρωτεύουσες, οι δυτικοί τουριστικοί οδηγοί και για όλες σχεδόν τις νέες πρωτεύουσες, που είναι (ακόμη) δίχως ιστορία, ακόμα. Χτισμένες απλόχερα σε απέραντους άδειους χώρους, εκ του μηδενός, σχεδιασμένες επιμελώς. Τα λένε και για την τέως Αστάνα (νυν Νουρσουλτάν) του Καζακστάν, αλλά και για τις νέες πρωτεύουσες που ακόμα χτίζονται —(εν είδει ασφαλούς προβλέψεως στην περίπτωση αυτή;)—: Την Νουσαντάρα αλλά και την New City (στην Αίγυπτο, ετοιμοπαράδοτη σχεδόν). Τα ίδια, ψυχανεμίζομαι, θα πουν και για την Neom της Σαουδικής Αραβίας, που είναι στα σπάργανα ακόμα. Είχε ειπωθεί κάτι ανάλογο και για την Μπραζίλια, πιο παλιά. Τώρα ξεχάστηκε, η πόλη αυτή αρχίζει να γίνεται παλιά, έχει και φαβέλες(!).
Κάνω της σκέψη πως κάποιοι δυτικοί, ειδικά οι ματαιόσπουδοι, ίσως να τα λένε τούτα, να τα σκέφτονται και να τα νιώθουν, κινούμενοι από ζήλεια κρυφή ή από υποσυνείδητη πικρία. Αυτές οι «νέες πόλεις» τους ([υπ]εν)θυμίζουν πως είναι οι ίδιοι κάπως «παλιοί» (ή και… «παλαιοί των ημερών», οι κατεχόμενοι από αίσθηση λευκής υπεροχής), σε έναν κόσμο όπου το επίκεντρο δεν είναι πια η «παλαιά» Δύση. Επιπλέον, δεν χτίζονται σήμερα πόλεις εκ τους μηδενός στη Δύση, δεν υπάρχει ίσως κάποια (ψευδ)αίσθηση για την δυνατότητα μιας νέας αρχής. Η πρόθεση για μια τέτοια σπατάλη δεν θα αντιμετωπιζόταν ως εύλογη, θα θεωρείτο ανώφελη και ανορθολογική. (Και μάλλον θα ήταν…). Βέβαια, το «παλαιό» και το «παλαιικό» στοιχείο σε μια πόλη έχει την γοητεία του και την αξία του. Είναι, εξ ορισμού, και αντικείμενο τουριστικού ενδιαφέροντος, πολύ κερδοφόρο, καθότι το ταξίδι του τουρίστα στο χώρο μετατρέπεται αυτομάτως και σε ταξίδι στο χρόνο… (δημιουργία υπεραξίας). Δεν αναφέρομαι φυσικά σε αρχαιότητες στην εξοχή, που είναι σκηνικά, ανοιχτά μουσεία. Τέλος πάντων, αυτές οι σκέψεις είναι ίσως άγονες και αντιπαραγωγικές. Σταματώ.
Δεν έχω τελικά τι να πω. Ψυχή πάντως έχουν, οπωσδήποτε, υπέρβαρη οι πολύ γέροι, λίγο πριν την παραδώσουν για ζύγισμα στο επέκεινα… Αναντίρρητα, οι παλιές πόλεις διαθέτουν μια υπερεκχειλίζουσα συλλογική ψυχή, την οποία έχουν διαμορφώσει αι γενεαί πάσαι — έχω κατά νου την Ρώμη. Μια ψυχή η οποία δίνει την πνοή της στο χώρο, αρχικά, ο οποίος, αναγκαστικά, αυτόματα, ενίοτε δε και ασφυκτικά, επιδρά στον κάτοικο ή και τον επισκέπτη, τον κατακλύζει και του επιβάλλεται. Γραφικό φαινόμενο, ίσως. Από την άλλη, οι τελείως νεόδμητες πρωτεύουσες των καιρών μας, ό,τι και να θέλουν να προβάλουν — ̶π.χ. κάποια ισλαμική κληρονομιά, αληθινή η ιδεατή, μαζί με μια λαχτάρα να φέρουν κοντύτερα ένα τεχνοκρατικό μέλλον: είναι η περίπτωση της Putrajaya— ̶ είναι σαν τα παιδιά. Εντυπωσιάζουν με τη χάρη τους αλλά δεν επιβάλλονται. Ο καθένας μπορεί να προβάλλει σε αυτές ό,τι επιθυμία ή διάθεση έχει, καθότι η αισθητική τους χαρακτηρίζεται ακόμη από μια δημιουργική ασάφεια.. (Όπως κάνουν και πολλοί γονείς με τα παιδιά τους...). Με αποτέλεσμα μια ανάλαφρη αίσθηση ελευθερίας.
(Γρήγορες σκέψεις: μια αίσθηση ελευθερίας γεννά και σχεδόν ολοκληρωτική έλλειψη αστυνομία στους δρόμους. Αλλά αυτή η έλλειψη υπήρχε και στην Κουάλα Λούμπουρ. Τόσο εξωευρωπαϊκή… Τόσο ξεχασμένη. Ανησυχητική στην αρχή. Καθησυχαστική στη συνέχεια. Παρέχει μια μυστική αίσθηση ασφάλειας. Συνοδευόμενη, όμως, και από την πανταχού παρουσία σημαιών. Να επικρατεί τάχα στην Μαλαισία τόση αρμονία; Πάντως, πουθενά, μα πουθενά, στον κόσμο δεν έχω δει τέτοια πυκνότητα (επι)σήμανσης και υπόμνησης, ανά πάσα στιγμή, του κράτους όπου βρίσκεται κανείς μέσω της κατάχρησης σημαιών. Πιάνουν τόπο πάντως. Μήπως η πολιτεία ανησυχεί πως κάποιοι, ξένοι ή ντόπιοι, μπορεί να το λησμονήσουν, μια στιγμή έστω;)
Το βανάκι αφήνει την Κουάλα Λούμπουρ και μας μεταφέρει προς ένα εθνικό πάρκο, στην ζούγκλα. Σκέφτομαι πάλι την «εθνική ψυχή» της χώρας. Από τη μια μαντίλες οι εθνοτικά Μαλαίσιες, από την άλλη καυτά σορτς οι πολυάριθμες εθνοτικά Κινέζες της χώρας. Δίπλα δίπλα, στους ίδιους χώρους. Καταφέρνουν και συμβιώνουν ειρηνικά, αν και δεν υπάρχει πλέον μεγάλη «ανάμιξη». Σκέφτομαι πόσους τούρκικους καμπινέδες είδα δίπλα από ευρωπαϊκά WC (με λεκάνη). Μπας και καταλάβω τι παίζει… Πόσο νεοτερική είναι η χώρα. Ή πόσο δυτικόστροφη.
Η χώρα είναι σε μια φάση μετάβασης. Χωρίς όμως την μανία της εθνικής καθαρότητας, που γέννησε τόσα ευρωπαϊκά κράτη και που οδήγησε στο θάνατο τόσους Ευρωπαίους. Εδώ το ζήτημα τίθεται και απαντιέται εθνοθρησκευτικά, και οι εθνοτικές διαφορές —υπαρκτές, όχι επινοημένες, όπως στην Βοσνία— ̶ (συγ)καλύπτονται από το θρησκευτικό στοιχείο. Επιδέξια αμφισημία. Εξάλλου γνωρίζουμε πως οι Μαλαίσιοι, έχουν αλλάξει στο παρελθόν εύκολα θρησκεία.
Είναι ωραίοι οι Μαλαίσιοι; Ωραίες οι Μαλαίσιες; (Οι… «βεριτάμπλ», όχι αυτοί που φέρνουν σαφώς σε Κινέζο ή Ινδό...). Δεν θα το έλεγε κανείς… Με εντυπωσιακή και γοητευτική εξαίρεση όσους/ες χαρακτηρίζονται από ερμαφρόδιτα χαρακτηριστικά, από μια ασάφεια φύλου, μια δημιουργική ασάφεια.
Κοιτάζω δίπλα στο δρόμο τις ατέλειωτες φυτείες φοινίκων για φοινικόλαδο που επεκτείνονται ιλιγγιωδώς κατατρώγοντας την ζούγκλα. Οικολογικά κατάπτυστη εικόνα. Η Μαλαισία είναι ο 4ος μεγαλύτερος παραγωγός φοινικελαίου στον κόσμο. Και είναι, (και) για αυτό, σε καλή θέση στους πίνακες των διεθνών οργανισμών, όσον αφορά το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών της. Πράγματα που φαίνονται παντού και πάντα στην πεισματικά αναπτυσσόμενη αυτή χώρα.
Σκέφτομαι ξαφνικά πως δεν έχω δει ακόμη kris. Δίπλα μου μιλάει μεγαλόφωνα ένα ζεύγος Βρετανών. Λες και δεν τους ακούει, λες και δεν τους καταλαβαίνει κανείς. Λογοφέρουν. Προσπαθώ να μην τους ακούω. Τα λόγια τους κόβουν σα μαχαιριές τον ειρμό των σκέψεών μου και πληγώνουν την καθηλωτική ηρεμία τους τοπίου…
— Chris! λέει απότομα κάποια στιγμή η γυναίκα στον άντρα.