Ποτέ πιο πριν

Ποτέ πιο πριν



Αργά πια την επόμενη μέρα, μεσημεράκι πρέπει να ήταν, όταν οι νιόνυμφοι βγήκαν στην αυλή, όπου ακόμα στα τραπέζια απάνω υπήρχαν υπολείμματα γλυκών και μισοάδεια ποτήρια κρασιού, στις πλάκες της αυλής ρυάκια οίνου τις είχαν λεκιάσει κι ένας από τους υπηρέτες είχε γύρει σε πεζουλάκι και ροχάλιζε, αλλά πιο πριν από το νεαρό νιόπαντρο ζευγάρι, είχε βγει στην αυλή η Μόνα κι εκείνη τη στιγμή κάτι κουβέντιαζε με τη γυναίκα το μεγάλου αδελφού του Μουρχάμ, αλλά οι δυο γυναίκες σταμάτησαν να μιλάνε και η Μόνα στράφηκε και πρόσεξε το χλομό, όπως είναι χλομό το πρόσωπο μιας κοπέλας που πολύ την έχει ευχαριστήσει όσο και κουράσει μια νύχτα έρωτα, στράφηκε, λοιπόν, η Μόνα και καλημέρισε το ζευγαράκι κι αμέσως έτρεξε να τους φέρει μέσα από την κουζίνα ένα πιάτο φρέσκα φραγκόσυκα και δυο κούπες γάλα κι αυτοί κι οι δυο έδειξαν πόσο πεινασμένοι πρέπει να ήταν, όπως είναι πάντα πεινασμένοι όσοι χαρήκανε για μια ολόκληρη νύχτα τον έρωτά τους, και με γρήγορες γουλιές άδειασαν τις κούπες και ο Μουρχάμ έπιανε με τα δάχτυλά του ένα σύκο κι είχε σκοπό μόλις το καθάριζε να το προσφέρει στη Λούρα, όταν ξαφνικά ποδοβολητό από γυναικεία πασουμάκια ακούστηκε, μια γυναίκα πρέπει με βιάση να κατέβαινε τα σκαλιά που φέρνανε από το σπίτι στην αυλή και αμέσως μετά μερικά πουλάκια των αγρών που τσιμπολογούσαν σε απόμερο τραπέζι κάτι ψίχουλα, φτεροκοπήσαν τρομαγμένα, είχαν τρομάξει από την άγρια φωνή της Νταμπέμπ που είχε με σάλι σκεπάσει τη γύμνια των ώμων της καθώς ακόμα φορούσε το νυχτικό της και με πόδια γυμνά μέσα στα πασουμάκια της, ορμούσε προς την Λούρα και από πίσω της σερνότανε το λευκό σεντόνι που πριν από ώρες είχε μ΄ αυτό στρώσει το νυφικό κρεβάτι και που τώρα πια δεν ήταν ατσαλάκωτο, μα ήταν πάντα ολόλευκο και δίχως κανένα κόκκινο λεκέ πάνω του.

Λόγια ασυνάρτητα βγαίναν από το στόμα της, βρισιές και κατάρες και έφτυνε με πηχτό σάλιο το πρόσωπο της Λούρα και άπλωσε το σεντόνι και επιτέλους ξεστόμισε φράση με κάποιο νόημα —Τη ντροπή σου την έφερες μέσα στη φαμίλια μου και τη ντρόπιασες! Το ποτέ πιο πριν δεν στο είχε μάθει η μάνα σου; Και έπειτα καθώς αισθάνθηκε πως δίπλα της, ένας από τα αριστερά της κι άλλο από τα δεξιά της, είχαν σταθεί οι δυο μεγάλοι της γιοι, πήρε κοφτές και αγχωμένες ανάσες και συμπλήρωσε -Την έφερες μα δεν θα την αφήσεις… Μαζί της θα πας κι εσύ στα τσακίδια! Κι έπειτα πάλι πήρε ανάσες, τώρα πιο βαθιές, πιο αποφασισμένες και στράφηκε στους δυο μεγάλους της γιους και Ξέρετε τώρα εσείς τι πρέπει να κάνετε!, τους είπε, μπορεί και να τους διέταξε, κι αμέσως μετά και προτού αυτοί οι δυο εκτελέσουν ότι η μάνα τους εννοούσε, η Νταμπέμπ κοίταξε με μισόκλειστα μάτια τον μικρό της το γιο και πρώτα τον έφτυσε κι αυτόν και με περιφρόνηση του ξεστόμισε Κι εσύ πως γίνεται και κάθεσαι δίπλα στην πόρνη αυτή! Τι σόι άντρας είσαι που ατιμάζεις την οικογένειά του, που πήγες κι έφερες στο σπίτι μας μια ατιμασμένη και κάθεσαι και την ταΐζεις σύκα, αντί να… Μόνο αυτό είπε και ο δεύτερος ο γιος της πήγε και άρπαξε από τους ώμους τον Μουρχάμ και με μια κίνηση απότομη τον κράτησε ακίνητο πάνω στη καρέκλα και φώναζε Ένα σχοινί, ένα σχοινί φέρτε μου, να δέσω το ρεζίλι της φαμίλιας μας! και από τους υπηρέτες που είχαν βγει πια κι αυτοί στη αυλή, κάποιος βρέθηκε να πάει να φέρει από τις αποθήκες όχι μια, μα δυο κουλούρες λεπτού, αλλά γερού σχοινιού και ο δεύτερος έδεσε τα χέρια του Μουρχάμ, ενώ ο πρώτος είχε αρπάξει από τα μαλλιά τη Λούρα και ενώ αυτή μόρφαζε από τον πόνο και το ξάφνιασμα, της έδεσε το σχοινί γύρω από τη μέση και μετά την τράβηξε, έπεσε η καρέκλα προς τα πίσω και η Λούρα σκόνταψε και το κούτελο της μάτωσε πάνω στην κόχη ενός τραπεζιού και μόνο τότε ούρλιαξε, «Εγώ ποτέ πιο πριν…» είπε, μα δεν ακούστηκε μιας και η αυλή είχε γεμίσει από τις φωνές των υπηρετών και των γυναικών και από τις μεθυσμένες ανάσες των δυο μεγάλων γιων της Νταμπέμπ και από τις κατάρες της ίδιας της Νταμπέμπ που προχώρησε προς την αυλόπορτα σέρνοντας από πίσω της το σεντόνι που είχε πια πάψει να είναι ολόλευκο καθώς το είχαν βρομίσει χώματα και σκόνες.

Και βγήκαν στο δρόμο όλοι μαζί, μπροστά η Νταμπέμπ, πίσω της οι δυο της γιοι που τραβολογούσαν και κλοτσούσανε και χαστουκίζανε τη Λούρα και από πίσω όλοι οι άλλοι και ανάμεσά τους η Μόνα έκλαιγε και εκλιπαρούσε Αφήστε την, δεν μπορεί να είναι αλήθεια αυτό που λέτε… Αφήστε την! Κι τράβαγε από την άκρη του ρούχο της τη Νταμπέμπ και της ζητούσε να διατάξει να σταματήσει όλο αυτό, αλλά εκείνη την έσπρωχνε με τη λύσσα μιας τίγρης και στο τέλος ένας από τους υπηρέτες έσπρωξε τη Μόνα και αυτή έπεσε και κάποιος από τους δυο της αστραγάλους πρέπει να χτυπήθηκε δυνατά, ίσως και να έσπασε, κι η Μόνα το μόνο που μπορούσε να κάνει είναι να σέρνει το πονεμένο της πόδι στη δημοσιά και να μένει πάντα τελευταία σε αυτήν την αποκρουστική πομπή, που ολοένα και πιο πολυπληθής γινότανε καθώς από τους αγρούς και τα αγροκτήματα όλοι εκείνοι που την προηγούμενη μέρα καμαρώνανε νύφη και γαμπρό και με λόγια χαράς δίνανε ευχές για καρπερή ζωή, τώρα είχαν καταλάβει το τι σήμαινε το σεντόνι που έσερνε από πίσω της η Νταμπέμπ και βρίζανε και καταριόντουσαν τη γυναίκα που θέλησε να ντροπιάσει τη μεγάλη και φημισμένη οικογένεια του τόπου τους και στο τέλος ένας από αυτούς άρπαξε πέτρα και την πέταξε προς τη Λούρα και η πέτρα τη βρήκε στο κούτελο και το παράδειγμά του το ακολούθησε κι άλλος, κι άλλοι μετά και οι πέτρες πέφτανε πάνω στην Λούρα και το πρόσωπό της είχε πάψει εδώ και ώρα να έχει την χλομάδα της κούρασης του έρωτα, πήρε να παίρνει τις αποχρώσεις του θανάτου μαζί με ρυάκια από αίμα που το πιο μεγάλο ξεκίναγε από τον κρόταφό της και κάποια στιγμή πια η Λούρα σωριάστηκε και κάποιοι της ρίξανε ακόμα κάποιες πέτρες, κάθε φορά και πιο μεγάλη πέτρα και έτσι στο δρόμο, σε μέρος ερημικό την αφήσανε και όλοι πήρανε αμίλητοι πια, αμίλητοι από την εξάντληση του θυμού και του μίσους, κατεύθυνση επιστροφής και παραμέριζαν να περάσει ανάμεσά τους η Μόνα, κουτσαίνοντας και με βουβούς λυγμούς μέχρι που μόνη πια αυτή αγκάλιασε το σώμα της Λούρα και το έκλεισε μέσα στην αγκαλιά της, εκεί μέσα στη ξερή και έρημη δημοσιά και όταν βεβαιώθηκε πως οι ανάσες της κοπέλας σιγά, σιγά σβηνόντουσαν, σβηστήκαν, πάει η Λούρα ήταν νεκρή, τότε η Μόνα σήκωσε το κεφάλι προς τον ουρανό, σουρούπωνε και σε λίγο θα έπεφτε η νύχτα, αλλά η Μόνα δεν ήξερε τι να κάνει, που να πάει, πόσο μακριά ήταν το σπίτι της αναλογιζότανε και οι λυγμοί είχαν σταματήσει, τα δάκρυα είχε στεγνώσει όπως και το αίμα της Λούρα που είχε κάνει κρούστα πάνω στο χώμα, πάνω στο πρόσωπό της, πάνω στο στήθος και στα χέρια της Μόνα.

Και τότε —ακόμα είχε λίγο, ελάχιστο φως—, στάθηκε δίπλα της ο Μουρχάμ, πρώτα κοίταξε τη νεκρή Λούρα, μετά γονάτισε δίπλα της, πήρε το κεφάλι της μέσα στο χέρια του και στη συνέχεια κι ενώ η Μόνα είχε αρχίσει και πάλι να κλαίει, βουβό όμως το κλάμα της πια, ο Μουρχάμ ανασηκώθηκε, μέσα στη αγκαλιά του κράτησε το σώμα της Λούρα και άφησε τη δημοσιά, πήρε να προχωρά μέσα στα χωράφια, έπεφτε πια το σκοτάδι, νύχτωσε, σε λίγο η Μόνα δεν μπορούσε να ξεχωρίσει κανένα ολόγυρά της. Μήτε και κανείς δε φαινότανε στο αχανή, βαθιά νυχτερινό ορίζοντα.

Και η Μόνα έβγαλε κραυγή και ήταν κραυγή τρόμου, οδύνης, σπαραγμού, απελπισίας.

Και μετά απορίας, φράση «Αφού ποτέ πιο πριν!... Το ξέρω….».

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: