Ο αδελφός

Ambrogio Lorenzetti, λεπτ. από την τοιχογραφία «Η παρέλαση των ευγενών» (1338-40, Σιένα)
Ambrogio Lorenzetti, λεπτ. από την τοιχογραφία «Η παρέλαση των ευγενών» (1338-40, Σιένα)


«Τι φο­βά­σαι;», σε ρώ­τη­σα.
«Να γε­ρά­σω», μου εί­χες πει.
«Εσύ;»
«Να μην βρω αγά­πη».

Καθό­μα­σταν σε ένα τρα­πε­ζά­κι σε μια κα­κο­φω­τι­σμέ­νη γω­νία στο «Που­θε­νά». Το ίδιο το μα­γα­ζί δεν το εί­χα πο­τέ επι­σκε­φτεί στη διάρ­κεια της σχο­λι­κής μου ζω­ής, ίσως για­τί τό­τε εκεί συ­χνά­ζα­νε με­γα­λύ­τε­ροι από εμέ­να σε ηλι­κία. Κά­θε φο­ρά που περ­νού­σα από μπρο­στά του, όμως, τέ­ντω­να τα μά­τια μου για να βε­βαιω­θώ πως εί­ναι πράγ­μα­τι εκεί. Πα­λιά υπο­τί­θε­ται πως υπήρ­χε στο εσω­τε­ρι­κό του κι ένα πιά­νο, εξ’ ου και θε­ω­ρού­νταν το μο­να­δι­κό πιά­νο μπαρ της πε­ριο­χής. Όταν βρέ­θη­κα εκεί, στα ει­κο­σι­πέ­ντε μου, πιά­νο δεν υπήρ­χε, στο μυα­λό μου μό­νο μια φα­σμα­τι­κή ει­κό­να του. Με το που δια­σχί­σα­με τη μα­κρό­στε­νη ρα­χο­κο­κα­λιά του «Που­θε­νά» και πριν καν βο­λευ­τού­με στο τρα­πέ­ζι εί­χα ήδη εντο­πί­σει το ση­μείο, όπου θα ορ­κι­ζό­μουν πως χρό­νια πριν στε­κό­ταν με την γυα­λι­στε­ρή, ξύ­λι­νη σάρ­κα του και τα με­ταλ­λι­κά κλει­διά του το πιά­νο.
Τώ­ρα που μι­λάω για τον τό­πο - ή για το πώς με­ρι­κές φο­ρές ορί­ζε­ται από την απου­σία, ενός αντι­κει­μέ­νου στην συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, - πό­σο κοι­νό­το­πος ακού­γε­ται εκεί­νος ο διά­λο­γος. Έχω την εντύ­πω­ση πως αν ο εαυ­τός μου, των ει­κο­σι­πέ­ντε, το υπο­ψια­ζό­ταν, θα τον απο­ποιού­νταν ευ­θύς αμέ­σως. Κι ας φλέρ­τα­ρα με την ιδέα να ξε­κι­νή­σω μια σχέ­ση με έναν κα­τά μια δε­κα­ε­τία με­γα­λύ­τε­ρό μου άντρα που ανα­ζη­τού­σε να γε­μί­σει το κε­νό, όσο πε­ρί­με­νε τη γυ­ναί­κα του να επι­στρέ­ψει από την εθε­λού­σια ξε­νι­τιά της στη Νέα Υόρ­κη. Πα­λιά ιστο­ρία. Χι­λιοει­πω­μέ­νη.
Αν με ρω­τού­σες τώ­ρα τι φο­βά­μαι, θα σου έλε­γα, «Να γε­ρά­σω χω­ρίς αγά­πη» ή το ακό­μη πιο συ­νη­θι­σμέ­νο, «Να μην γε­ρά­σω».
Ενώ αλ­λά­ζω αφη­ρη­μέ­να κα­νά­λι και το μή­νυ­μα «Μέ­νου­με σπί­τι» εκ­πέ­μπε­ται από όλες τις συ­χνό­τη­τες αδια­λεί­πτως, ανα­ρω­τιέ­μαι αν ήσουν όντως δέ­κα χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρός μου. Το πιο πι­θα­νό εί­ναι πως δεν θα με περ­νού­σες πά­νω από τέσ­σε­ρα πέ­ντε χρό­νια, υπο­λο­γί­ζω τώ­ρα τη δια­φο­ρά, κα­θώς με τον αμέ­σως μι­κρό­τε­ρο αδερ­φό σου ήμα­σταν συμ­μα­θη­τές στο σχο­λείο. Στο δη­μο­τι­κό πρώ­τα, κι ύστε­ρα με ένα διά­λειμ­μα τριών χρό­νων, στο λύ­κειο. Και ήταν αυ­τή η κοι­νή σχο­λι­κή πο­ρεία με τον αδερ­φό σου που, σαν μια λε­πτή κλω­στή, μέ­σα στα χρό­νια διέ­σω­σε και την δι­κή σου πα­ρου­σία.
Μια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή ανά­μνη­ση,  —επι­πλέ­ει ολο­κά­θα­ρα στη λί­μνη του μυα­λού μου—, αφο­ρά σε έναν ακό­μη χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τό­πο στο σώ­μα της πό­λης, το σι­ντρι­βά­νι.

Εί­μα­στε στις πρώ­τες τά­ξεις του γυ­μνα­σί­ου, πε­ρι­μέ­νου­με εκεί κά­ποιον ή κά­τι, ή απλώς αρά­ζου­με, όταν σας βλέ­πω να περ­νά­τε, εσέ­να και την κο­πέ­λα σου. Έχει έναν ζω­η­ρό, δρο­σε­ρό ρυθ­μό το βά­δι­σμά σας, αυ­τό όμως που κά­νει τις τρι­χού­λες στα χέ­ρια μου να ορ­θω­θούν εί­ναι η θέα από το χέ­ρι της που προ­ε­ξέ­χει από την κω­λό­τσε­πή σου, από το δι­κό σου χέ­ρι στη μέ­ση της, σαν κλα­δί που βλα­σταί­νει κι ανα­πτύσ­σε­ται γύ­ρω της. Η οι­κειό­τη­τα των σω­μά­των σας ήταν αυ­τή που με συ­νε­πή­ρε και δεν μπο­ρώ να μην σκε­φτώ τώ­ρα πως ήταν η υπό­μνη­ση εκεί­νης της φορ­τι­σμέ­νης, συ­μπυ­κνω­μέ­νης επι­θυ­μί­ας που με ώθη­σε να έρ­θω να σου μι­λή­σω το βρά­δυ της «επί­ση­μης» πρώ­της γνω­ρι­μί­ας μας. Ότι γνώ­ρι­ζα για σέ­να πε­ριο­ρι­ζό­ταν στον τό­πο κα­τοι­κί­ας σου, την Κρή­τη και στη δου­λειά σου, ήσουν ελεγ­κτής ενα­έ­ριας κυ­κλο­φο­ρί­ας σε στρα­τιω­τι­κό αε­ρο­δρό­μιο. Στο πα­τρι­κό σου βρι­σκό­σουν με άδεια. Δεν θυ­μά­μαι σε ποιο ση­μείο της βρα­διάς μου τρά­βη­ξε την προ­σο­χή η πα­ρου­σία σου, αλ­λά από την στιγ­μή που συ­νέ­βη ήξε­ρα πως θα σε πλη­σί­α­ζα για να σου μι­λή­σω. Το διαι­σθάν­θη­κα, σαν την αλ­λα­γή στον και­ρό.
Τη σκη­νή δεν τη θυ­μά­μαι, αλ­λά θα την επι­νο­ή­σω χω­ρίς να αλ­λοιώ­σω την ου­σία της. Φα­ντά­ζο­μαι πως τα ρού­χα μου θα μύ­ρι­ζαν τσι­γά­ρο, από την πρω­ι­νή δου­λειά μου στην Αγρο­τι­κή Τρά­πε­ζα. Τό­τε κά­πνι­ζαν ακό­μη στους δη­μό­σιους χώ­ρους, οπό­τε η ευ­ρύ­χω­ρη ψη­λο­τά­βα­νη αί­θου­σα της τρά­πε­ζας ήταν μό­νι­μα τυ­λιγ­μέ­νη σε ένα αραιό σύν­νε­φο κα­πνού, — μα­λά­κω­νε τα σκαμ­μέ­να από τον και­ρό πρό­σω­πα των πε­λα­τών. Μά­λι­στα κα­θό­μουν στο ίδιο γκι­σέ που κα­θό­ταν άλ­λο­τε ο πα­τέ­ρας μου, - τον προη­γού­με­νο μό­λις χρό­νο εί­χε βγει σε σύ­ντα­ξη. Εί­χα τη θέ­ση του πα­τέ­ρα μου στην κυ­ριο­λε­ξία. Από εκεί δεν έβλε­πες ού­τε γη, ού­τε ου­ρα­νό. Ήταν σαν το κτή­ριο της Τρά­πε­ζας να υπήρ­χε σε μια διά­στα­ση πα­ράλ­λη­λη με αυ­τή της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας και μό­νο όταν τε­λειώ­να­με τη δου­λειά μας μπο­ρού­σα­με και πά­λι να απο­τε­λέ­σου­με κομ­μά­τι της. Κά­ποιος πε­λά­της θα ήταν που ανα­κοί­νω­σε, «Έξω χιο­νί­ζει» και για με­ρι­κά μό­λις δευ­τε­ρό­λε­πτα ήταν λες και η ζωή έξω συ­ντο­νί­στη­κε με τη ζωή στο εσω­τε­ρι­κό της Τρά­πε­ζας. Όλοι κρα­τή­σα­με την ανά­σα μας, ανα­ση­κώ­σα­με τα κε­φά­λια, πι­πι­λί­σα­με τη φρά­ση για λί­γο κι επι­στρέ­ψα­με σε ότι κά­να­με νω­ρί­τε­ρα. Ξέ­ρω, εί­πα πως θα μι­λή­σω για την πρώ­τη μας συ­νά­ντη­ση, αλ­λά να που η σκέ­ψη μου ξε­στρά­τι­σε πά­λι σε εκεί­νο το πρώ­το χιό­νι της χρο­νιάς. Εδώ που μέ­νω πια, στη θά­λασ­σα, δεν χιο­νί­ζει πο­τέ.
Όταν βγή­κα τε­λι­κά από την τρά­πε­ζα, —κι ενώ εί­χε ήδη νυ­χτώ­σει— μι­σό­κλει­σα τα μά­τια κι αφου­γκρά­στη­κα τον μα­λα­κό ήχο των νι­φά­δων. Αντί να στρί­ψω δε­ξιά, ακο­λού­θη­σα την αντί­θε­τη πο­ρεία για να βρε­θώ στο πάρ­κο. Το εί­χε ήδη στρώ­σει. Όσο απο­μα­κρυ­νό­μουν από τις δε­σμί­δες στα φώ­τα των στύ­λων, το χιό­νι έπαιρ­νε μια σχε­δόν μπλε από­χρω­ση, λες και περ­πα­τού­σα τρι­γυ­ρι­σμέ­νη από τη θά­λασ­σα. Κι εγώ ένιω­θα μπλε, τυ­λιγ­μέ­νη μες το σκο­τά­δι.

Δυο ώρες νω­ρί­τε­ρα, στο διά­λει­μά μου, εί­χα βγει για τσι­γά­ρο στο πί­σω προ­αύ­λιο, —τό­τε δεν κά­πνι­ζα μπρο­στά σε κό­σμο— και εί­χα τη­λε­φω­νή­σει σε μια κο­ντι­νή μου φί­λη. Ανταλ­λάσ­σα­με τα νέα μας, όταν με άκου­σα να λέω, «Στα ει­κο­σι­πέ­ντε μου και εί­μαι ήδη συμ­βι­βα­σμέ­νη». Για κά­ποιο λό­γο αυ­τή η πα­ρα­δο­χή, ενώ τη στιγ­μή που την δια­τύ­πω­σα μου εί­χε φέ­ρει μια αί­σθη­ση ελα­φρό­τη­τας, όταν την ανα­κά­λε­σα στο πάρ­κο, ένιω­σα να κα­τα­λαμ­βά­νει χώ­ρο μέ­σα μου, να φαρ­δαί­νει και να απλώ­νει, σαν ένα πο­τά­μι μέ­σα στα ρού­χα μου που ολο­έ­να φου­σκώ­νει.
Στά­θη­κα κά­τω από το κι­τρι­νω­πό στε­φά­νι ενός στύ­λου. Σή­κω­σα το κε­φά­λι μου προς τα πά­νω και κρά­τη­σα τη γλώσ­σα μου έξω. Όπως μι­κροί. Οι πρώ­τες νι­φά­δες εί­χαν μια δρο­σε­ρή, τρα­γα­νή γεύ­ση. Διέ­γρα­ψα με­ρι­κές ακα­νό­νι­στες τρο­χιές στην παι­δι­κή χα­ρά και στο πί­σω μέ­ρος του δη­μο­τι­κού ανα­ψυ­κτή­ριου, γυ­ρεύ­ο­ντας να δω τα πα­γό­νια. Κά­που θα εί­χαν λου­φά­ξει. Έκα­να με­ρι­κούς λα­ρυγ­γι­σμούς προ­σπα­θώ­ντας να μι­μη­θώ το σκού­ξι­μό τους. Ένιω­σα γε­λοία και ταυ­τό­χρο­να ελεύ­θε­ρη. Με­ρι­κές ώρες αρ­γό­τε­ρα, στο «Που­θε­νά», σου εί­πα πως αν κά­τι αγα­πού­σα στο χιό­νι ήταν η σχε­δόν με­τα­φυ­σι­κή ικα­νό­τη­τά του να στρογ­γυ­λεύ­ει το αιχ­μη­ρό σώ­μα της πό­λης. Όλο το γνώ­ρι­μο πλέγ­μα των ήχων της πό­λης μέ­σα από ένα φίλ­τρο.
«Ένα Four Roses», σου εί­χα απα­ντή­σει όταν με ρώ­τη­σες τι ήθε­λα να πιω. Στο πρό­σω­πό σου δια­γρα­φό­ταν ακό­μη το ξάφ­νια­σμά σου από την πρω­το­βου­λία μου να σε πλη­σιά­σω. Η μο­να­δι­κή στιγ­μή που φά­νη­κες να έχεις δεύ­τε­ρες σκέ­ψεις ήταν όταν ανέ­φε­ρα τη γνω­ρι­μία μου με τον μι­κρό­τε­ρο αδερ­φό σου. «Εί­χε γί­νει πο­τέ κά­τι με­τα­ξύ σας;» με ρώ­τη­σες κι όταν σου απά­ντη­σα πως όχι, φά­νη­κες ικα­νο­ποι­η­μέ­νος. Δεν διέ­θε­τες και κα­νέ­να φο­βε­ρό ανι­χνευ­τή ψεύ­δους, τώ­ρα που το σκέ­φτο­μαι. Ίσως βέ­βαια θα έπρε­πε να με εί­χε προ­βλη­μα­τί­σει το ότι πα­ρα­ή­σουν έτοι­μος να δε­χτείς όποια εκ­δο­χή της αλή­θειας κι αν σου πα­ρου­σί­α­ζα. Βλέ­πεις τό­τε αγνο­ού­σα πως η σω­μα­τι­κή μου διά­πλα­ση, —πε­ρισ­σό­τε­ρο κο­ρι­τσιού πα­ρά γυ­ναί­κας—, σε εί­χε ήδη θερ­μά­νει απέ­να­ντί μου, κα­θώς με τον αό­ρι­στο τρό­πο της νο­σταλ­γί­ας σου έφερ­νε και πά­λι κο­ντά σου τη γυ­ναί­κα που σου έλει­πε. Ήταν κι εκεί­νη λι­γνή και μι­κρο­κα­μω­μέ­νη όπως κι εγώ, κι ενώ αυ­τό από μό­νο του κα­νο­νι­κά δεν εί­ναι αρ­κε­τό για να σε ελ­κύ­σει κά­ποιος, τέ­τοια ήταν η απελ­πι­σία σου από την από­φα­σή της να βά­λει μια παύ­ση στη σχέ­ση σας και να ζή­σει στην Αμε­ρι­κή, ώστε στη δι­κή μας γνω­ρι­μία έφτα­νε και πε­ρίσ­σευε.
Αυ­τή την μα­κρι­νή μας ομοιό­τη­τα εί­χα την ευ­και­ρία να τη δια­πι­στώ­σω με­ρι­κά χρό­νια πριν, τη μο­να­δι­κή φο­ρά που έπε­σα πά­νω σας τυ­χαία κά­ποια Χρι­στού­γεν­να. Τό­τε ήσα­σταν ήδη πα­ντρε­μέ­νοι, ίσως εί­χα­τε απο­κτή­σει και το πρώ­το σας παι­δί, με γε­λά­ει η μνή­μη μου. Φα­ντά­ζο­μαι τον ει­κο­σι­πε­ντά­χρο­νο εαυ­τό μου πώς θα αντι­δρού­σε αν αντι­λαμ­βα­νό­ταν πό­σες κοι­νο­το­πί­ες ήδη συ­γκέ­ντρω­νε αυ­τή η γνω­ρι­μία και μου έρ­χε­ται να βά­λω τα γέ­λια. Με κά­ποια πι­κρία αλ­λά και με τρυ­φε­ρό­τη­τα, για­τί εί­χε και το γού­στο της η πο­λυ­τέ­λεια της ψευ­δαί­σθη­σης.

Τα λό­για που ανταλ­λά­ξα­με με­τα­ξύ μας μου δια­φεύ­γουν, όχι όμως και η αί­σθη­ση της κα­θη­λω­τι­κής πα­ρου­σί­ας σου. Φτιά­χνω την ει­κό­να, εμέ­να κα­θι­σμέ­νη σε ένα ψη­λό σκα­μπό και την ψη­λή, νευ­ρώ­δη φι­γού­ρα σου να γέρ­νει προς το μέ­ρος μου όταν σου μι­λού­σα. Σε κά­θε νέα προ­σέγ­γι­ση, ένιω­θα τα μι­κρά, μαυ­ρι­δε­ρά μά­τια σου να με πα­ρα­τη­ρούν, το όμορ­φο σώ­μα σου να ρο­κα­νί­ζει τη με­τα­ξύ μας από­στα­ση, το όποιο απο­μει­νά­ρι δι­σταγ­μού από μέ­ρους μου, να κάμ­πτε­ται.
Την επό­με­νη ώρα την πε­ρά­σα­με πί­νο­ντας και μι­λώ­ντας για μου­σι­κή. Εγώ συ­στή­θη­κα με τους Manic Street Preachers, τους Cure και την Χά­ρις Αλε­ξί­ου, εσύ με τους Paradise Lost. «Όχι του Μίλ­τον», μου εί­χες πει κι εγώ πε­ριο­ρί­στη­κα σε ένα συ­γκα­τα­βα­τι­κό χα­μό­γε­λο βά­ζο­ντας τα δυ­να­τά μου να μην δεί­ξω ότι δεν εί­χα ιδέα για τον χα­μέ­νο πα­ρά­δει­σο ού­τε του συ­γκρο­τή­μα­τος, ού­τε του Μίλ­τον. Για κά­ποιο λό­γο όμως αυ­τή η ανα­φο­ρά σου με έκα­νε πιο δι­στα­κτι­κή υπεν­θυ­μί­ζο­ντάς μου τις δια­φο­ρε­τι­κές πο­ρεί­ες μας στο χρό­νο μέ­χρι να δια­σταυ­ρω­θού­με στο «Που­θε­νά». Εγώ εί­χα με­γα­λώ­σει δια­βά­ζο­ντας «Μα­νί­να», «Κα­τε­ρί­να», «Μί­κυ Μά­ους» και τους «Πέ­ντε Φί­λους» της Ένιντ Μπλάι­τον. Στο γυ­μνά­σιο έβλε­πα «Μπέ­βερ­λι Χιλς», στο Λύ­κειο, «Λό­γω τι­μής». Για να μη μι­λή­σω για το dress code φόρ­μα με που­λό­βερ, που έδι­νε και έπαιρ­νε στο Λύ­κειο, σου εί­χα πει βέ­βαιη πως όλα τα πα­ρα­πά­νω σου ακου­γό­ταν αλα­μπουρ­νέ­ζι­κα. Μου εί­χες ρί­ξει ένα βλέμ­μα εν­θαρ­ρυ­ντι­κό, σαν να την απο­λάμ­βα­νες την μι­κρή μου πα­ρά­στα­ση, κι έσπευ­σες να δώ­σεις τη δι­κή σου.
Έκα­τσες στο ψη­λό σκα­μπό δί­πλα από το δι­κό μου κι έγει­ρες στο ξύ­λι­νο μπαρ λες και γύ­ρευ­ες να μι­κρύ­νεις τον ψη­λό­λι­γνο όγκο σου, να τον φέ­ρεις όσο γι­νό­ταν στα δι­κά μου μέ­τρα. Άρα­γε διαι­σθάν­θη­κες την πρώ­τη κρού­ση της αμ­φι­βο­λί­ας μέ­σα μου; Διά­βα­ζες Ιού­λιο Βερν και τον «Μι­κρό Ήρωα», στο Γυ­μνά­σιο ανα­κά­λυ­ψες το «Κο­ρά­κι» του Πόε, τις αρ­βύ­λες βέρ­μα­χτ και τα στε­νά μαύ­ρα τζιν, στο Λύ­κειο ξη­με­ρο­βρα­δια­ζό­σα­σταν σε πρό­βες με την μπά­ντα σας, τους “Death can dance”. Έμει­νες για λί­γο σιω­πη­λός, κι ύστε­ρα με ένα τό­νο συ­νω­μο­τι­κό κι οι­κείο συ­νά­μα εί­πες, «.. εκεί­νο τον και­ρό εί­χα και την υστε­ρία της μά­νας μου να μην ακούω ροκ στο σπί­τι, δεν θα φου­σκώ­να­νε τα πρό­σφο­ρα». Γε­λά­σα­με κι οι δύο, γε­λά­σα­με μα­ζί, κι ήταν εκεί­νη τη στιγ­μή, τη στιγ­μή της ευ­φο­ρί­ας όταν ένιω­σα το κο­κα­λιά­ρι­κο γό­να­τό σου να πλα­γιο­κο­πά το δι­κό μου.
«Τι θέ­λεις από τη ζωή σου;» με αιφ­νι­δί­α­σες, ενώ ακό­μη ανα­ρω­τιό­μουν αν έπρε­πε να απο­μα­κρύ­νω το πό­δι μου από το δι­κό σου. «Φι­λο­σο­φι­κή κου­βέ­ντα θα πιά­σου­με;» κα­θυ­στέ­ρη­σα την απά­ντη­σή μου κι έφε­ρα μια γύ­ρα με το βλέμ­μα μου τους θα­μώ­νες του μα­γα­ζιού, κα­τα­λή­γο­ντας πως μπο­ρεί να μην ήξε­ρα ακρι­βώς τι ήθε­λα, αλ­λά το βέ­βαιο ήταν πως δεν ήθε­λα να γί­νω σαν αυ­τούς. Το βέ­βαιο, όπως το σκέ­φτο­μαι τώ­ρα, εί­ναι ότι τους εί­χα αδι­κή­σει τους ξε­νύ­χτη­δες του «Που­θε­νά», κα­θώς πρό­βα­λα επά­νω τους το ότι εί­χα ήδη πα­ραι­τη­θεί από τη ζωή που εί­χα φα­ντα­στεί. Να αλ­λά­ξω δου­λειά, να αλ­λά­ξω πό­λη, να αλ­λά­ξω γε­νι­κώς, ήθε­λα να σου πω. «Να ερω­τευ­τώ», εί­πα στο τέ­λος. «Δεν θέ­λου­με τα ίδια πράγ­μα­τα», έβγα­λες την ετυ­μη­γο­ρία σου κι ήπιες μια γου­λιά από το πο­τό σου.
Με συ­ντο­μία μου με­τέ­φε­ρες την ιστο­ρία απο­χω­ρι­σμού σου από τη γυ­ναί­κα σου. Βρι­σκό­ταν στη Νέα Υόρ­κη. Τη σκέ­φτη­κα σε ένα από εκεί­να τα κτί­ρια με τις προ­σό­ψεις από κε­ρα­μι­δί τού­βλο, αυ­τά που μό­νο σε ται­νί­ες εί­χα δει κι ανα­ρω­τή­θη­κα για το λό­γο της ανα­χώ­ρη­σής της. Για­τί αν κά­τι ήταν σα­φές ήταν πως η από­φα­ση να φύ­γει ήταν δι­κή της. Μου το έκα­νες εσύ σα­φές, όταν εί­πες πως το μό­νο που της εί­χες ζη­τή­σει ήταν να χω­ρί­σε­τε κι όταν επέ­στρε­φε, τό­τε θα βλέ­πα­τε που βρι­σκό­σα­σταν. Έμοια­ζες τό­σο σί­γου­ρος για τον εαυ­τό σου, όταν μου τα έλε­γες όλα αυ­τά. Κύ­ριος του εαυ­τού σου. Τώ­ρα ξέ­ρω κα­λύ­τε­ρα. Προ­σπά­θη­σες να έχεις τον έλεγ­χο μιας κα­τά­στα­σης στην οποία κα­νέ­να έλεγ­χο δεν εί­χες. Θα σου έλε­γα πως φέρ­θη­κες στρα­τη­γι­κά, αν όντως ήθε­λες να εί­σαι μα­ζί της. Τό­τε όμως ταυ­τί­στη­κα μα­ζί της. Με την θο­λή φι­γού­ρα στο πα­ρά­θυ­ρο σε ένα από εκεί­να τα σπί­τια με τα κε­ρα­μι­δί τού­βλα.
Ση­κώ­θη­κα με το πρό­σχη­μα πως ήθε­λα να πάω στην τουα­λέ­τα. Φά­νη­κε σαν να το πε­ρί­με­νες. Πα­ρα­μέ­ρι­σες για να κα­τέ­βω από το σκα­μπό μου και δεν εί­χα προ­λά­βει να κά­νω ού­τε δυο βή­μα­τα, όταν σε άκου­σα να πα­ραγ­γέλ­νεις και νέο γύ­ρο πο­τών.

Βγαί­νο­ντας από την τουα­λέ­τα, στά­θη­κα για λί­γο και σε πα­ρα­τή­ρη­σα. Το πε­ρί­γραμ­μα της πλά­της σου το­νι­σμέ­νο από το εφαρ­μο­στό μαύ­ρο που­λό­βερ με τον ψη­λό λαι­μό, τα κό­κα­λα της ωμο­πλά­της σου ίσα να δια­κρί­νο­νται κά­τω από το λε­πτό ύφα­σμα. Κα­θό­σουν στο σκα­μπό σου στη­τός κι ευ­θυ­τε­νής, λες και με τη στά­ση του κορ­μιού σου απο­σα­φή­νι­ζες σε όποια μά­τια στα­μα­τού­σαν επά­νω σου πως δεν εί­χες ανά­γκη να στη­ρι­χτείς κά­που. Μι­λού­σες στο τη­λέ­φω­νο, κι η χροιά της φω­νής σου ίσα που έφτα­νε στ’ αυ­τιά μου χα­μη­λό­το­νη, όμως με σώ­μα. Αι­σθάν­θη­κα ένα όμορ­φο μού­δια­σμα στα άκρα μου. Γρή­γο­ρα έγι­νε μυρ­μή­γκια­σμα. Θα μπο­ρού­σα να έρ­θω προς το μέ­ρος σου ήσυ­χα, να μα­ζέ­ψω το παλ­τό και την τσά­ντα μου και να σ’ απο­χαι­ρε­τί­σω.
Ίσιω­σα την πλά­τη μου, πα­ρα­μέ­ρι­σα το σκα­μπό και στά­θη­κα απέ­να­ντί σου. Χα­μο­γε­λού­σες ολό­κλη­ρος όταν με κοί­τα­ξες. «Τα χαι­ρε­τί­σμα­τα από το αδερ­φό μου έχεις», εί­πες και χω­ρίς να χά­σεις λε­πτό μου εξή­γη­σες πως εσύ ήσουν που έσπευ­σες να του τη­λε­φω­νή­σεις. «Ποια εί­ναι αυ­τή η Βα­σι­λι­κή;» τον εί­χες ρω­τή­σει.
Χα­μο­γέ­λα­σα, όχι σε σέ­να, αλ­λά στην ανά­μνη­ση της ει­κό­νας του αδελ­φού σου. Εί­χα­τε το ίδιο σου­λού­πι, μό­νο που εκεί­νος εί­χε κλη­ρο­νο­μή­σει την κο­κα­λιά­ρι­κη εκ­δο­χή του δι­κού σου νευ­ρώ­δους σώ­μα­τος, ενώ η κομ­ψή μύ­τη σου στο δι­κό του πρό­σω­πο έμοια­ζε λει­ψή. Τις στιγ­μές της ανα­πό­λη­σής μου με κοί­τα­ζες με προ­σή­λω­ση δί­χως να μι­λάς, σαν να εί­χες πρό­σβα­ση σε όσες σκέ­ψεις διέ­τρε­χαν το μυα­λό μου. Απέ­στρε­ψα το βλέμ­μα μου, όπως έκα­νε άλ­λο­τε ο μι­κρός αδελ­φός σου, κά­θε φο­ρά που συ­να­ντιό­μα­σταν στους δια­δρό­μους του σχο­λεί­ου.

Στο ση­μείο αυ­τό, κι αφού έχω δια­τρέ­ξει την αφή­γη­σή μου ξα­νά, αδύ­να­το να μην σκε­φτώ πό­σο ανα­ξιό­πι­στη εί­ναι. Πώς με δια­σκε­δά­ζει να σε πα­ρου­σιά­ζω ως τον γοη­τευ­τι­κό δια­φθο­ρέα μου. Εάν εγώ λοι­πόν κα­τα­τρυ­χό­μουν από την επι­θυ­μία να δια­φθα­ρώ για να νιώ­σω ζω­ντα­νή, εσύ πά­λευ­ες να απα­λύ­νεις τη μο­να­ξιά σου. Γι’ αυ­τό άλ­λω­στε και δεν γύ­ρευ­ες πραγ­μα­τι­κά απά­ντη­ση στην ερώ­τη­ση «ποια εί­ναι η Βα­σι­λι­κή». Δεν ξέ­ρω αν ήταν το τη­λε­φώ­νη­μα αυ­τό κα­θ’ εαυ­τό, κά­τι που ανέ­φε­ρε ο αδερ­φός σου ή μια στιγ­μή συ­νει­δη­το­ποί­η­σης, αλ­λά ο άντρας που συ­νά­ντη­σα βγαί­νο­ντας από την τουα­λέ­τα ήταν η πιο ανε­πι­τή­δευ­τη εκ­δο­χή σου.
Τις στιγ­μές που ακο­λού­θη­σαν σε εί­δα να πα­ρα­σύ­ρε­σαι σε έναν εντε­λώς ιδιω­τι­κό σου μο­νό­λο­γο. Το νό­η­μα του ού­τε λί­γο ού­τε πο­λύ ήταν πως πά­ντα θα υπάρ­ξουν νέ­οι, εν­δια­φέ­ρο­ντες άν­θρω­ποι να συ­να­ντή­σεις. Ξέ­ρω, αυ­τό μπο­ρεί σε κά­ποιον να μην ακού­γε­ται κά­τι το ιδιαί­τε­ρο αλ­λά για σέ­να η γνω­ρι­μία μας απο­τε­λού­σε ζω­ντα­νή από­δει­ξη πως μπο­ρού­σες κι εσύ να προ­χω­ρή­σεις, ακό­μη κι αν η γυ­ναί­κα σου απο­φά­σι­ζε να μεί­νει στην κε­ρα­μι­δέ­νια προ­θή­κη της στη Νέα Υόρ­κη. Ήταν η πρώ­τη φο­ρά μέ­σα σε ένα με­γά­λο διά­στη­μα που μπό­ρε­σες να φα­ντα­στείς μια ζωή χω­ρίς εκεί­νη. Πό­σο ανα­κου­φι­στι­κή πρέ­πει να ήταν εκεί­νη η αί­σθη­ση. Σαν να λύ­θη­κε το σώ­μα σου κι έχα­σε κά­τι από το ευ­θυ­τε­νές του, εί­ναι που δεν χρεια­ζό­ταν να πεί­σει για κά­τι.

«Ώρα να πη­γαί­νω», σου εί­πα κά­ποια στιγ­μή.

«Ναι, να πη­γαί­νου­με», μου εί­πες. Κο­ντο­στα­θή­κα­με στην εί­σο­δο του μα­γα­ζιού και αρ­χί­σα­με να βα­δί­ζου­με δί­πλα δί­πλα, χω­ρίς να αγ­γι­ζό­μα­στε. Λες και τη στιγ­μή που απο­φα­σί­σα­με να ανα­χω­ρή­σου­με από το «Που­θε­νά» συμ­φω­νή­σα­με, ερή­μην μας, να πα­ρα­χω­ρή­σου­με ένα κομ­μά­τι της νε­ο­α­πο­κτη­θεί­σας οι­κειό­τη­τάς μας. Ίσως πά­λι ευ­θυ­νό­ταν γι’ αυ­τή την αλ­λα­γή το τσου­χτε­ρό κρύο που μας ανά­γκα­σε να βου­λιά­ξου­με τα χέ­ρια μας στις τσέ­πες, τα κε­φά­λια μας στους ζε­στούς για­κά­δες. Σε κά­θε μας βή­μα, η ξυ­λια­σμέ­νη κρού­στα του χιο­νιού έκα­νε έναν κρα­τσα­νι­στό ήχο. «Σαν να το κό­βεις με μα­χαί­ρι», πα­ρα­τή­ρη­σα. Έφε­ρες τις πα­λά­μες σου μπρο­στά από το στό­μα μου και τις έκλει­σες με μια κί­νη­ση σχε­δόν τα­χυ­δα­κτυ­λουρ­γι­κή. Προ­σπα­θού­σες να αιχ­μα­λω­τί­σεις την αχνι­στή ανά­σα μου; Η μή­πως ήθε­λες να μ’ αγ­γί­ξεις, όμως άλ­λα­ξες γνώ­μη στην πο­ρεία κι έμει­νε η επι­θυ­μία σου εκ­κρε­μής στις γυ­μνές πα­λά­μες σου;
Διέ­σχι­σα τη σι­δε­ρέ­νια πύ­λη του πάρ­κου, αυ­τή τη φο­ρά μα­ζί σου. Μου έδει­ξες μια γω­νιά στην πε­ρί­με­τρο της παι­δι­κής χα­ράς όπου κά­πνι­σες το πρώ­το σου τσι­γά­ρο. Σε οδή­γη­σα ως τον κω­νι­κό πύρ­γο με το χο­ντρό δί­χτυ από σκοι­νιά, όπου σκαρ­φα­λώ­να­με με τις φί­λες μου ακό­μη κι όταν εί­χα­με πια με­γα­λώ­σει. Περ­πα­τού­σα­με στο μο­νο­πά­τι που κύ­κλω­νε το ανα­ψυ­κτή­ριο, όταν με στα­μά­τη­σες.

«Άκου», εί­πες και μεί­να­με σιω­πη­λοί κι οι δύο.

Αφου­γκρα­στή­κα­με τον μα­λα­κό γδού­πο του χιο­νιού που έπε­φτε από τα φορ­τω­μέ­να κλα­διά των δέ­ντρων. Προ­χώ­ρη­σα ως τη μι­κρή αυ­λή στο πί­σω μέ­ρος του κτι­ρί­ου, εκεί όπου τα κα­λο­καί­ρια στή­νο­νταν ένα αυ­το­σχέ­διο θε­ρι­νό σι­νε­μά. «Εδώ εί­δα τον πρώ­το μου Κου­στου­ρί­τσα», σου εί­πα και στά­θη­κα μπρο­στά από τον τοί­χο, που χρη­σι­μο­ποιού­σαν ως επι­φά­νεια προ­βο­λής. «Το Underground;» με ρώ­τη­σες ενώ πλη­σί­α­ζες προς το μέ­ρος μου. Η σκιά σου εί­χε σχε­δόν κα­λύ­ψει τη δι­κή μου, όταν σκέ­φτη­κα πως σε εκεί­νη την ται­νία κα­θό­μα­σταν δί­πλα δί­πλα με τον αδερ­φό σου. Τα χέ­ρια μας εί­χαν ήδη αρ­χί­σει να ψά­χνουν κά­τω από τα ρού­χα μας με μια αί­σθη­ση βια­σύ­νης. Τα φι­λιά μας δα­νεί­ζο­νταν για λί­γο τη ζε­στα­σιά από το χνώ­το μας κι αμέ­σως την έχα­ναν. Θυ­μά­μαι τον τοί­χο τρα­χύ κά­τω από την πλά­τη μου, την τε­ρά­στια στά­μπα της υγρα­σί­ας στο παλ­τό μου με­τά.

Και κά­τι ακό­μη. Αυ­τός, που λα­χα­νια­σμέ­νος ακό­μη, τί­να­ξε με­ρι­κές νι­φά­δες από τα μαλ­λιά μου και μου εί­πε κα­λη­νύ­χτα δεν ήσουν εσύ.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: