Μάλαμα στο Ταξίμι

Η πλατεία Ταξίμ (1960)
Η πλατεία Ταξίμ (1960)



Κάπο­τε ένας κού­ρος —«χω­ριά­της» που λέ­τε εσείς— στα βά­θη της Ανα­το­λής άκου­σε ότι οι δρό­μοι της Πό­λης εί­ναι χρυ­σό­στρω­τοι. Πού­λη­σε το γε­λά­δι του και τα λί­γα πρό­βα­τά του, πα­ρά­τη­σε το χω­ριό και κρύ­φτη­κε σε αρα­μπά που ερ­χού­ντα­νε προς εδώ. Το πρωί της πρώ­της του μέ­ρας στην Πό­λη, ηύ­ρε μια χρυ­σή λί­ρα στη λά­σπη. Την έρι­ξε μια κλω­τσιά. «Από τώ­ρα θα αρ­χέ­ψου­με να μα­ζεύ­ου­με;» εί­πε. «Θα τρυ­πη­θού­νε οι τσέ­πες μας!». Εν­νο­εί­ται ότι δεν ξα­να­εί­δε πο­τές χρυ­σή λί­ρα στη ζωή του.
Έτσι γέ­νη­κε με τον Φι­κρέ­τη, όταν ήμου­να δε­κα­ε­φτά χρο­νών και τό­σο φρέ­σκια όσο το μυ­ρω­δά­το γρα­σί­δι γύ­ρω από το Μνη­μείο της Δη­μο­κρα­τί­ας στη μέ­ση της πλα­τεί­ας του Τα­ξι­μιού. Πρώ­τη μέ­ρα των παύ­σε­ων ήτα­νε, Ιού­νιος του 1961. Μό­λις μπή­κα στο σπί­τι, ο πα­τέ­ρας μου, ο Αβρα­άμ, πή­ρε τη σχο­λι­κή μου τσά­ντα, έβα­λε χρή­μα­τα στο χέ­ρι μου, και εί­πε «Πά­νε να μας πά­ρεις ένα κου­τί λο­κού­μια, Αθη­νά».
Ο Αβρα­άμ δεν με εί­χε στεί­λει πο­τές να ψου­νί­σω. Όταν ήμου­να εν­νέα χρο­νώ, η κυ­ρία Όλ­γα από το δια­μέ­ρι­σμα αντί­κρυ με έστει­λε στον μα­νά­βη για πα­τά­τες. Ο Αβρα­άμ με ηύ­ρε να κλαί­γω στο δρό­μο έξω από το μα­νά­βι­κο· δεν εί­χα ιδέα πώς να δια­λέ­ξω πα­τά­τες και ντρε­πού­μου­να να ζη­τή­σω βο­ή­θεια. Ο Αβρα­άμ με πήε σπί­τι, κτύ­πη­σε την πόρ­τα της κυ­ρί­ας Όλ­γας και εί­πε «Κα­νέ­νας δεν στέλ­νει την κό­ρη μου όξω μό­νη, κυ­ρία Όλ­γα, κα­νέ­νας! Εδώ για διες! Στέλ­νου­με μια βου­κί­τσα κο­ρί­τσι για ένα σα­κί πα­τά­τες που δεν μπο­ρεί καν να ση­κώ­σει...». Έτσι ήτα­νε ο Αβρα­άμ, ρό­πα­λο στο χέ­ρι, πά­ντα έτοι­μος να με προ­στα­τέ­ψει.
Οπό­τε, όταν ο Αβρα­άμ με έστει­λε να αγο­ρά­σω γλυ­κά σε μέ­γε­θος βου­κί­τσας, κα­τά­λα­βα ότι δεν ήμου­να πια μια βου­κί­τσα κο­ρί­τσι. Πή­ρα ένα κου­τί λο­κού­μια με μα­στί­χα από το Hacı Bekir στη Με­γά­λη Οδό. Ύστε­ρα, αντίς να πά­γω σπί­τι, εί­πα να κά­μω έναν γύ­ρο στο Τα­ξί­μι για να γιορ­τά­σω την αρ­χή της κα­λο­και­ριά­τι­κης ξε­νοια­σιάς και το και­νούρ­γιο μου στά­τους. Μέ­σα στα χα­μό­γε­λα που ο Αβρα­άμ εί­χε απα­γο­ρεύ­σει όταν εί­μαι ασυ­νό­δευ­τη, μπή­κα στην πλα­τεία και σή­κω­σα το βλέμ­μα προς τον μπρούν­τζι­νο Ατα­τούρκ, ο οποί­ος, φο­ρώ­ντας κου­στού­μι και παλ­τό σαν αστέ­ρας του σι­νε­μά, κοί­τα­ζε αιω­νί­ως τον τρού­λο της Αγί­ας Τριά­δας. Η αρι­στε­ρή του γρο­θιά, τσακ­πί­νι­κα πο­ζα­ρι­σμέ­νη επά­νω στον γο­φό, βα­στού­σε γά­ντια· η δε­ξιά πα­λά­μη ήτα­νε απλω­μέ­νη προς την εκ­κλη­σία, σαν να έλε­γε: «Ορί­στε αρ­χο­ντιά!». Λε­βέ­ντης άντρας ο Γα­λα­νο­μά­της. Πί­σω του ήτα­νε ο Ισμέτ Ινο­νού, που πο­τές δεν χώ­νευε εμάς τους Ρω­μιούς, και πιο πί­σω στε­κού­ντα­νε δυο μυ­στή­ριοι Ρώ­σοι στρα­τη­γοί, απε­σταλ­μέ­νοι, μάλ­λον, του Λέ­νιν.

Ενώ συλ­λο­γι­ζού­μου­να το άγαλ­μα, ξαφ­νι­κά άκου­σα το όνο­μά μου αλα­τούρ­κα: «Atina! Bekleyin isterseniz». Αθη­νά, πε­ρι­μέ­νε­τε αν θέ­λε­τε.

Γύ­ρι­σα και εί­δα τον Φι­κρέτ Ασλά­νο­γλου, τον γιο μιας κα­θω­σπρέ­πει οι­κο­γέ­νειας που έμνι­σκε στο αρι­στο­κρα­τι­κό απαρ­τμάν Hayırlı Palas. Ο μπα­μπάς του, δέ­κα χρό­νια πριν, με εί­χε ση­κώ­σει όταν έπε­σα με το πο­δή­λα­το στον κή­πο του Τα­ξι­μιού. Ακό­μα θυ­μού­μαι το κου­στού­μι του, σαν με­τά­ξι κά­τω από τα μι­κρά μου δά­χτυ­λα. Για­τρός εκεί­νος, εξέ­τα­σε το κτύ­πη­μα στο χέ­ρι μου και εί­πε με φω­νή τό­σο κα­θη­συ­χα­στι­κή όσο το τσάι φα­σκό­μη­λο που μας έκα­μνε η μα­μά: «Ξεύ­ρεις, κο­ρί­τσι μου, με­γα­λώ­νου­με μό­νο όταν πέ­φτου­με».

Εσείς στην Ελ­λά­δα τους Τούρ­κους τους έχε­τε για βάρ­βα­ρους που «τα πή­ραν όλα από μας». Και όμως δεν εί­ναι έτσι. Υπάρ­χου­νε Οθω­μα­νοί τό­σο εκλε­πτυ­σμέ­νοι που ακό­μα μυ­ρί­ζου­νε ρο­δό­νε­ρο και μο­σχο­κάρ­φι, σαν να βγή­κα­νε μό­λις πέ­ντε λε­πτά πριν από το σα­ράι. Τέ­τοια ήτα­νε η οι­κο­γέ­νεια Ασλά­νο­γλου, σε­βα­σμιό­τα­τη· και το επί­θε­το αυ­τό το με­τα­χει­ρί­ζου­μαι στην κυ­ριο­λε­ξία, όχι από πρω­τό­κολ­λο και ψυ­χα­να­γκα­σμό, όπως κά­μνε­τε εσείς με τους δε­σπο­τά­δες σας.

Πά­λι πα­ρεκ­κλί­νω. Γυρ­νά­με στο 1961.

Ο Φι­κρέ­της στά­θη­κε αντί­κρυ μου, πή­ρε μια τρο­μαγ­μέ­νη ανα­πνοή και εί­πε «Θα ήθε­λα να σας μι­λή­σω».
Με κά­μα­νε εντύ­πω­ση και η φι­νέ­τσα του και ο πλη­θυ­ντι­κός. Δεν εί­χα­με ξα­να­μι­λή­σει με τον Φι­κρέ­τη. Ού­τε με την έν­νοια την Πο­λί­τι­κη ού­τε στην κυ­ριο­λε­ξία. Πά­ντως παι­διά του ίδιου μα­χα­λά ήμα­στα­νε· ο ενι­κός θα περ­νού­σε. Μι­σό­κλει­σα τα μά­τια στον ήλιο -κα­πέ­λο δεν φο­ρού­σα- και εί­πα «Ορί­στε».
Ο Φι­κρέ­της κα­τά­λα­βε ότι με πεί­ρα­ζε το φως. Εί­πε «Σας κτυ­πά­ει ο ήλιος. Ελά­τε». Χω­ρίς να με ακου­μπή­σει, με συ­νό­δε­ψε προς τις κου­ρε­μέ­νες ψευ­δο­α­κα­κί­ες που στε­κού­ντα­νε γύ­ρω από το άγαλ­μα τό­τες. Όταν ήμα­στα­νε πια στον ίσκιο -που μάλ­λον χρεια­ζού­ντα­νε εκεί­νος τό­σο όσο εγώ, επει­δή το μέ­τω­πό του ήτα­νε κα­ταϊ­δρω­μέ­νο- εί­πε «Ξεύ­ρε­τε, τώ­ρα μπαί­νω στο πα­νε­πι­στή­μιο... για να σπου­δά­σω για­τρός...».
Ενώ πε­ρί­με­να να τε­λέ­ψει τη φρά­ση του, τον πα­ρα­τή­ρη­σα δια­κρι­τι­κά: πο­λυ­φο­ρε­μέ­να αλ­λά γυα­λι­σμέ­να πα­πού­τσια, αραιό και πε­ρι­ποι­η­μέ­νο μου­στά­κι, σπυ­ρά­κια γύ­ρω από το στό­μα, που μπο­ρεί να ήτα­νε και πρη­σμέ­να κο­ψί­μα­τα από ξού­ρι­σμα.

«Σας άρε­σα» εί­πε. «Και θα ήθε­λα να σας πα­ντρευ­τώ».

Μύ­ρι­ζε αρα­βι­κό σα­πού­νι, κο­λό­νια λε­μό­νι και άντρα. Αν έλε­γα ναι, θα τον μύ­ρι­ζα κά­θε πρωί. Μας φα­ντά­στη­κα, για λί­γα δευ­τε­ρό­λε­πτα, να περ­πα­τά­με πί­σω από μια που­σέ­τα με το πρώ­το μας μπε­μπέ­κι. Με φα­ντά­στη­κα χω­ρίς φό­βο των λε­γά­με­νων, αφού κα­νέ­νας δεν θα με πεί­ρα­ζε αν εί­χα άντρα Τούρ­κο. Κοί­τα­ξα τον Ατα­τούρκ και τους Ρώ­σους στρα­τη­γούς, ύστε­ρα τα με­γά­λα κα­στα­νά μά­τια του Φι­κρέ­τη, γε­μά­τα ελ­πί­δα. Πα­ρό­λο που ήτα­νε μι­κρός στην ηλι­κία, στε­κού­ντα­νε αντρί­κια μπρο­στά μου, χω­ρίς φλερτ και σα­χλα­μά­ρες, έκ­θε­τος, γυ­μνή μια ψυ­χή. Τον συ­μπά­θη­σα. Ήθε­λα να πω ναι.

Και εδώ μία μι­κρή πα­ρέκ­κλι­ση να σε εξη­γή­σω για­τί δεν εί­πα αυ­τό που εί­χα στην καρ­διά. Εμείς, το βρά­δυ της 6ης Σε­πτεμ­βρί­ου 1955, γυ­ρί­σα­με από το νη­σί και κα­τε­βή­κα­με στον Γα­λα­τά χω­ρίς να ξεύ­ρου­με ότι γε­νού­ντα­νε πο­γκρόμ σε όλες τις ρω­μαί­ι­κες γει­το­νιές της Πό­λης. Τό­σο θό­ρυ­βο ακού­γα­με στο λι­μά­νι –κραυ­γές, σπα­σί­μα­τα γυα­λιών και ξύ­λων- που εί­πε ο Αβρα­άμ στη μα­μά «Γυ­ναί­κα, μπή­κα­νε οι Ρώ­σοι στην Πό­λη». Έντε­κα χρο­νώ ήμου­να τό­τες, και πί­στε­ψα πραγ­μα­τι­κά ότι γε­νού­ντα­νε ρω­σι­κή ει­σβο­λή.
Πή­ρα­με τα­ξί από τον Γα­λα­τά για το Kabataş, και απ’ εκεί προ­σπα­θή­σα­με να ανε­βού­με με τα πό­δια στο απαρ­τμάν μας. Η λε­ω­φό­ρος, όμως, ήτα­νε μπλο­κα­ρι­σμέ­νη από πλή­θος και η βα­βού­ρα που ερ­χού­ντα­νε από τη Με­γά­λη Οδό ήτα­νε ακό­μα πιο τρο­μα­κτι­κή από αυ­τή του Γα­λα­τά. Αδύ­να­τον ήτα­νε να φτά­σου­με σπί­τι. Κτυ­πή­σα­με την πόρ­τα του απαρ­τμάν του μα­γα­ζά­το­ρα Πε­ρι­κλή Αθα­να­σιά­δη χα­μη­λά στο Gümüşsuyu. Μό­λις μπή­κα­με στο δια­μέ­ρι­σμά του στο έκτο πά­τω­μα, ο Αβρα­άμ εί­πε «Με τα γυ­ναι­κό­παι­δα εί­μαι, Πε­ρι­κλή. Δεν ξεύ­ρω τι να κά­μω». Αυ­τή η φρά­ση με τρό­μα­ξε πιο πο­λύ από τους Ρώ­σους και την ει­σβο­λή, διό­τι ο πα­τέ­ρας μου πά­ντα ήξευ­ρε τι να κά­μνει.
Κοι­μη­θή­κα­με στο σα­λό­νι του κυ­ρί­ου Πε­ρι­κλή, με θέα το Βό­σπο­ρο και τις φλό­γες στις αντι­κρι­νές εκ­κλη­σί­ες. Επτά για την ακρί­βεια. Τις μέ­τρη­σα. Επτά εκ­κλη­σί­ες κά­ψα­νε οι ρου­φιά­νοι οι Ρώ­σοι. Μί­ση­σα με όλη μου την ψυ­χή τους φο­νιά­δες της οι­κο­γέ­νειας Ρο­μα­νώφ. Μέ­χρι την επό­με­νη μέ­ρα, που έμα­θα ότι δεν μπή­κα­νε κα­θό­λου οι Ρώ­σοι. Λε­γά­με­νοι ήτα­νε οι δρά­στες, κυ­ρί­ως κα­κούρ­γοι και χω­ριά­τες. Κά­ψα­νε τις εκ­κλη­σί­ες, κα­τα­στρέ­ψα­νε ρω­μαί­ι­κα μα­γα­ζιά και ανοί­ξα­νε τρύ­πες στις καρ­διές μας. Οι Ρώ­σοι ξα­να­μπή­κα­νε στην πα­λιά τους θέ­ση στην εκτί­μη­ση μου, και εμείς, ύστε­ρα από ένα μου­δια­σμέ­νο πρω­ι­νό, βγή­κα­με σε δρό­μους στρω­μέ­νους με χαρ­τιά, μπου­ρέ­κια, υφά­σμα­τα, αλεύ­ρι και τα πα­λιά πι­σο­πα­τη­μέ­να πα­πού­τσια των κα­κούρ­γων, που τα αφή­σα­νε αφού κλέ­ψα­νε και­νού­ρια από τα μα­γα­ζιά. Κά­ποιοι Οθω­μα­νοί γεί­το­νες εί­πα­νε να κρυ­φτού­με στα δια­με­ρί­σμα­τά τους. Δεν υπήρ­χε πε­ρί­πτω­ση, πά­ντως, να τους ακού­σει ο Αβρα­άμ. Εί­πε «Θα ζή­σου­με ή θα πε­θά­νου­με στο δι­κό μας σπί­τι». Κλεί­δω­σε την πόρ­τα, γέ­μι­σε το του­φέ­κι κυ­νη­γιού και κοι­μή­θη­κε στην μπερ­ζέ­ρα του αντρέ πε­ρι­μέ­νο­ντας την ει­σβο­λή. Δεν ήρ­θε κα­νέ­νας.
Δεν θα σας πω ότι άλ­λα­ξε η γνώ­μη μας στο 1955 για οι­κο­γέ­νειες σαν τους Ασλά­νο­γλου, που δεν εί­χα­νε κα­μία σχέ­ση. Αμά ακό­μα και πριν τα γε­γο­νό­τα δεν ήτα­νε εύ­κο­λο για μια ρω­μαί­ι­κη οι­κο­γέ­νεια να δε­χτεί Οθω­μα­νό γα­μπρό· με­τά το 1955, όμως, δυ­σκο­λέ­ψα­νε πα­ρα­πά­νω τα πράγ­μα­τα. Οι δαι­μο­νι­σμέ­νοι κά­μα­νε θρύ­ψα­λα τις πορ­σε­λά­νες στο μα­γα­ζί μας και κλέ­ψα­νε τα αση­μι­κά. Ο Αβρα­άμ ανα­γκά­στη­κε να ξε­κι­νή­σει από το μη­δέν στα πε­νή­ντα ένα του. Τα κο­ρί­τσια στο σχο­λείο, όταν κά­ποιος τα ρω­τού­σε για τα Σε­πτεμ­βρια­νά, απα­ντού­σα­νε «Μας εί­πε η μα­μά να μη μι­λού­με για τα γε­γο­νό­τα αυ­τά». Τό­σο φο­βη­θή­κα­με. Άρα δεν ήτα­νε δυ­να­τόν να μι­λή­σω στον Αβρα­άμ για τον Φι­κρέ­τη, όσο μά­λα­μα και να ήτα­νε το παι­δί. Έπρε­πε να κο­πεί το θέ­μα στη ρί­ζα του.
Με σφί­ξι­μο στο στή­θος εί­πα «Σας ευ­χα­ρι­στώ, αμά εί­μαι ακό­μα μα­θή­τρια. Δεν επι­τρέ­πε­ται στο σχο­λείο μας να αρ­ρα­βω­νια­στού­με».

«Θα σας πε­ρι­μέ­νω» εί­πε.

Bekle ήθε­λα να τον πω. Πε­ρί­με­νε. Δυ­να­τά όμως εί­πα «Με συγ­χω­ρεί­τε. Δεν έχω σκε­φτεί τον γά­μο».

«Θέ­λε­τε χρό­νο να το σκε­φτεί­τε;».

Αν το σκε­φτού­μου­να, οι δι­κοί μου θα με κό­βα­νε ψι­λές φέ­τες σαν πα­στουρ­μά.

«Όχι» εί­πα. «Σας ευ­χα­ρι­στώ».

Ο Φι­κρέ­της χα­μή­λω­σε το βλέμ­μα του. «Συγ­γνώ­μη. Σας ανη­σύ­χη­σα». Με χαι­ρέ­τη­σε και έφυ­γε. Ακό­μα θυ­μού­μαι τη ρά­χη του κο­τλέ ζα­κέ­του, που με φαι­νού­ντα­νε ζε­στό για τον και­ρό εκεί­νο. Ίσως το χρεια­ζού­ντα­νε για να αντι­με­τω­πί­σει την κρυά­δα τη δι­κή μου.

Στά­θη­κα εκεί κά­τω από τον ίσκιο της κου­ρε­μέ­νης ψευ­δο­α­κα­κί­ας για με­ρι­κά λε­πτά. Να πω όλη την αλή­θεια, ένα κομ­μά­τι της Αθη­νάς μπο­ρεί ακό­μα να στέ­κε­ται κά­τω από το δέ­ντρο αυ­τό, πα­ρό­λο που κό­πη­κε και γέ­νη­κε στά­χτη πριν από δε­κα­ε­τί­ες. Κα­μία χα­μέ­νη ευ­και­ρία δεν λυ­πού­μαι όσο αυ­τή την πρό­τα­ση του Φι­κρέ­τη, την πιο ευ­θεία, την πιο pure κί­νη­ση που δέ­χτη­κα σε όλη μου την ζωή. Δέ­κα οκτώ χρο­νώ ήτα­νε ο Φι­κρέ­της, αλ­λά τί­μιος και σω­στός.

Για μέ­να, yapacak bir şey yok: nothing to do.

Εσύ, μα­νί­τσα μου, πά­ρε μά­θη­μα από το δι­κό μου λά­θος. Πρέ­πει να εί­σαι τό­σο γρή­γο­ρη στο ναι σου όπως στο όχι σου. Κα­νέ­νας δρό­μος δεν εί­ναι στρω­μέ­νος με χρυ­σές λί­ρες. Πά­ντως, αν έχεις την τύ­χη να εύ­ρεις μά­λα­μα, όπου και να εί­ναι, σε όποια μορ­φή και να εί­ναι, όπο­τε εί­ναι, χώ­σ᾽ το στην τσέ­πη σου και ξέ­χνα όλους τους δρό­μους που έχεις διει λε­ρω­μέ­νους και βε­βη­λω­μέ­νους.

Απόσπασμα από το ανέκδοτο μυθιστόρημα Στα πόδια της αιώνιας άνοιξης.

Μάλαμα στο Ταξίμι
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: