Ήλιος με χιόνι
Για να δείξεις σε κάποιον έναν δρόμο που θα τον οδηγήσει στην καταστροφή αναποδογυρίζεις μια αλατιέρα και σχεδιάζεις τον δρόμο στο χυμένο αλάτι
ΡΙΧΑΡΝΤ (ΜΠΟΤΟ ΣΤΡΑΟΥΣ, Η ΑΦΙΕΡΩΣΗ)
Βάλε με για ύπνο
Χάιδεψε μου τα μαλλιά
Το Βερολίνο φλέγεται απ’ τον καύσωνα μα στο υπόγειο χιονίζει
Διάβασα όλα τα βιβλία
Όλοι οι στίχοι και κανείς μιλούν για σένα
Φοράω το χοντρό πουκάμισο, το πράσινο καρό
Εκείνο που σ’ αρέσει και το κουμπώνω ως πάνω
Σε είδα λοξά ν’ ανεβαίνεις τα σκαλιά και να με διαλύεις
Με ένα ψηλό, να αναδύεσαι απ' το μπαρ
Ιπτάμενη, γκριζομάλλα Αφροδίτη
Πότε άσπρισαν τα μαλλιά σου;
Μια άνοιξη μόλις μας χωρίζει και η κουβέντα που αφήσαμε στη μέση
Ή πέρασαν τα χρόνια όσο διάβαζα συνταγές για να σου μαγειρέψω, Πέτερ Χάντκε, ποιήματα του Ντίλαν Τόμας, αραβικά νανουρίσματα, Γκαίτε, κουπόνια για το σούπερ μάρκετ, Τουργκένιεφ, παιδικά βιβλία, Σίλερ, όλα όλα, τίποτε δεν άφησα χωρίς να ιδωθεί
Για να σε συναντήσω ανάμεσα στην σελίδες
Μήπως παράπεσε κάτι από εσένα
Κάποιο κομμάτι δικό σου, απαράλλαχτο εσύ,
Αφημένο πίσω κατά λάθος, μόνο του, για να με βρει
Βάλε με για ύπνο
Χάιδεψε μου τα μαλλιά
Είναι αποπνικτικά εδώ και με το χέρι μου κρατάω τη καρδιά μου να μη λιώσει
Τα πρωινά μιλάω λίγο, μην διώξει η φωνή μου την ηχώ σου απ΄ το δωμάτιο
Κάνω μουτζούρες αντί για γράμματα
Και στις αφιερώνω
Τις μουτζούρες τις διαβάζεις καλύτερα απ’ τα γράμματα μου
Στο τέλος, θα σου μιλήσω στον πληθυντικό,
Θα γράψω κάτω κάτω τ’ όνομα σου, δύο φωνήεντα και τρία σύμφωνα
Να είσαι σίγουρη, σιγουρότατη πως είναι όλο δικό σου
Με λένε Ρίχαρτ και το διαμέρισμα μου είναι τόπος δυστυχήματος
Τρώω μέλι απ’ το πάτωμα, κοιμάμαι με τα ρούχα, που και που ξυρίζομαι
Σε βλέπω ν’ ανεβαίνεις τα σκαλιά, ξέρω τα ρούχα σου, το παντελόνι, το μπλουζάκι, τα παπούτσια
Ζεσταίνομαι κι ιδρώνω που όπως τα θυμάμαι, είναι
Τ’ άσπρα σου ανακατεμένα μαλλιά λαμπυρίζουν κάτω απ’ τα νυχτερινά φώτα
Και σκέφτομαι ο χαζός, αχ! Δεν έφερα τη χτένα, το χτενάκι της !
Τα μάτια σου ήταν ζεστά, τώρα που χάθηκες;
Πήρες τα μπογαλάκια σου, το αυτί και το περίγραμμα σου.
Άφησες τον στεγνωτήρα σου, και κατά λάθος μια τρίχα
Θα μείνω έτσι, να στεγνώνω τα μαλλιά μου μέχρι να γεράσω.
Τόσο ο καιρός μας απομάκρυνε; Πόσο κράτησε αυτός ο καύσωνας;
Κι έχω τόσα, τόσα να σου πω.